Κάντε μια επίσκεψη στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη που βρίσκεται κάτω από τον Λυκαβηττό για να δείτε μερικά από τα σπουδαία εκθέματα που αφορούν το ρεμπέτικο και λαϊκό μας τραγούδι. Τι θα δούμε στην Γεννάδειο βιβλιοθήκη; Την συλλογή του σπουδαίου λαογράφου Ηλία Πετρόπουλου που χάρισε την δεκαετία του '70 στο συγκεκριμένο μουσείο. Ο μπαγλαμάς του Βασίλη Τσιτσάνη με την υπογραφή του στο ηχείο. Και ο μπαγλαμάς του Μπάτη που γράφει «ο μάγκας» στο ηχείο. Κι ακόμα, ένα σκαφτό μπουζούκι της φυλακής από τις αρχές του αιώνα με ζωγραφισμένο ηχείο που γράφει «Ακροναυπλία». Θα κάνουμε ένα ταξίδι στη ζωή των ρεμπετών και μαζί τής λούμπεν κοινωνίας.
Υπάρχουν φωτογραφίες από τα σπίτια τους, από τα νυχτερινά κέντρα και τα συγκροτήματα της εποχής, υπάρχουν λίστες χειρόγραφες με τα προγράμματα που παρουσίαζαν, υπάρχουν αυτόγραφα σημειώματα ρεμπετών και η «ιστορία του μπουζουκιού» όπως την υπαγόρευσε ο Στέλιος Κερομύτης (κι αυτός παλιός ρεμπέτης) στον Ηλία Πετρόπουλο και περιλαμβάνει και την βιογραφία του Γ. Παπαϊωάννου. Θα χαθείτε σε ιστορίες ανθρώπων που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας με τραγούδια.
Από τους ρεμπέτες του Πειραιά, κάποιοι από αυτούς και με καταγωγή από τα νησιά αλλά και από την Μικρά Ασία όπως ο Παπαϊωάννου μέχρι τον Βασίλη Τσιτσάνη από τα Τρίκαλα.
Θα διαβάσετε πλήθος χειρόγραφες παρτιτούρες με τη μουσική ρεμπέτικων τραγουδιών. Και δεκάδες, εκατοντάδες ρεμπέτικα τραγούδια, ανορθόγραφα γραμμένα σε χειρόγραφα ή δακτυλόγραφα, με την υπογραφή συχνά του δημιουργού τους, ή με τη σφραγίδα της λογοκρισίας του Μεταξά... Και την λογοκρισία των επόμενων χρόνων που έκανε για παράδειγμα το τραγούδι "Ακρογιαλιές Δειλινά" αυτό που θα ακούσετε παρακάτω. Η ιστορία θέλει τον Τσιτσάνη να γράφει ένα κοινωνικό τραγούδι για να μιλήσει για τον εμφύλιο. Όμως θα έπρεπε να αλλάξει τους στίχους για να περάσει από την επιτροπή λογοκρισίας οπότε έβαλε την Ελλάδα "με την σκλαβωμένη καρδιά" να είναι ένα "κορίτσι ξένο που σαν ίσκιος πλανιέται μονάχο στην γη" και "Χωρίς ντροπή, αναζητεί τον ήλιο που έχει χαθεί, στα σκοτάδια να βρει.." Για την "Συννεφιασμένη Κυριακή" που όπως περιγράφει σε μια συνέντευξή του "Κατά την περίοδο της κατοχής τα Χριστούγεννα του 1943 στη Θεσσαλονίκη εμπνεύστηκα και τη "Συννεφιασμένη Κυριακή". Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Αλλά μου έδωσε κούραση και στεναχώρια γιατί δεν μου έβγαινε για πολλά χρόνια.
Δεν μπορούσα να βρω μια επαναληπτική λέξη τρισύλλαβο. Τελικά η λέξη βγήκε από το ίδιο το κείμενο: «που έχει πάντα συννεφιά – συννεφιά». Η υπογραμμισμένη λέξη είναι η ζητούμενη. Κάθε άλλη αντ’ αυτής ήταν αρνητική μουσικώς.."
Αλλά κυρίως η αγάπη και ο έρωτας είναι το μεγάλο θέμα όλων των ρεμπέτικων τραγουδιών. Στα δημοτικά τραγούδια όπως περιγράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος ο εραστής ερωτεύεται με ανδρεία και σθένος, στα ρεμπέτικα ο εραστής είναι συναισθηματικά ευάλωτος, πονάει, εκλιπαρεί και ελκύει με τον οίκτο.
"Καλούνται ρεμπέτικα τραγούδια τα άσματα των πληγωμένων, απλών, αγνών και αισθαντικών ψυχών της Ελλάδος...Τα ρεμπέτικα υπήρξαν κάποτε η παρηγοριά μας.."
Γράφει σε ένα υπέροχο κείμενο για το βιβλίο του ¨Τα ρεμπέτικα τραγούδια" "Πολλά εδιδάχθην από τα ρεμπέτικα. Ο πατέρας μου με γαλούχησε με τα τραγούδια αυτά. Έχτισα το παρόν βιβλίο, σα να έχτιζα χελιδονοφωλιά, προς χάριν του ισοβίου φίλου Τσιτσάνη. Την εγκαρτέρηση εδιδάχθην από τα ρεμπέτικα... Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι τραγούδια της καρδιάς. Και μόνον όποιος τα πλησιάσει με αγνό αίσθημα τα νιώθει και τα χαίρεται. Γιατί, η καρδιά με καρδιά μετριέται... Οι άνδρες των ρεμπέτικων τραγουδιών απεχθάνονται τους μετριοπαθείς. Είναι σοφός όποιος αγαπά κι ελπίζει, και είναι σοφότατος όποιος λυπάται. Οι χαρές, όπως και οι ηδονές, οδηγούν στην γνήσια θλίψη. Η θλίψη αποτελεί την ηχώ τών ερωτικών λαϊκών ασμάτων... Έπραξαν το πάν για να μαράνουν την ζωντανή καρδιά των ρεμπέτηδων αλλά η ισχυρότερη μνήμη είναι η μνήμη της καρδιάς. Ο λυρισμός ήταν η μόνη επιτρεπτή στους ρεμπέτες πολυτέλεια. Είθε, σύντομα τα ελληνόπουλα να διδάσκονται στα σχολεία την απαράμιλλη μελαγχολία των ρεμπέτικων τραγουδιών..."
Και δεν είναι ο μόνος που μίλησε για τα ρεμπέτικα αν και ο συγκεκριμένος αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του για την καταγραφή της ιστορίας τους.
Στις 31 Ιανουαρίου του 1949 ο Μάνος Χατζιδάκις δίνει την περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο στο «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν. Με τη διάλεξή του ο Μάνος Χατζιδάκις επαναπροσδιορίζει τη θέση του ρεμπέτικου. Εκείνη την περίοδο, το ρεμπέτικο εξαπλωνόταν στις λαϊκές γειτονιές και σταδιακά σπάει τα όρια τους. Η εξουσία και οι αρχές το κυνηγούσαν. Οι αστοί και οι διανοούμενοι το περιφρονούσαν. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μάνος Χατζιδάκις, νεαρός τότε συνθέτης, τόλμησε να δώσει μια διάλεξη για την ανάδειξη του ρεμπέτικου ως θεμέλιου λίθου της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής. Παρουσιάζει τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου, οι οποίοι τραγούδησαν μπροστά στο έκπληκτο κοινό του Θεάτρου Τέχνης. Η διάλεξη προκαλεί αντιδράσεις. Μέχρι που αστυνομία ειδοποιεί τη μητέρα του Χατζιδάκι να προσέχει για λίγο καιρό ο γιος της όταν κυκλοφορεί στη γειτονιά τους, στο Παγκράτι."Θα προσπαθήσω να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.
Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο - πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι. Δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει....
Η στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και ενώ αντιμετωπίζει κατοχή, πείνα, δυστυχία, εμφύλιο κύρια γνωρίσματα της εποχής, στις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει αλλά η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του. Ένα λαϊκό τραγούδι που καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ' ένα έθνος....
Πάνω στον ζεϊμπέκικο ρυθμό 9/8 και τον χασάπικο 4/4 χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό. Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή, κουράστηκα να σ’ αποκτήσω». Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.
Ο Παπαϊωάννου μετά μας δίνει ολάκερο το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε μια καταιγίδα με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε γιατί δεν αντέχω.." Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου. Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία. Ακούστε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ερμηνεύονται τα ρεμπέτικα. Ο ρυθμός δεν ξεφεύγει ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν έχουν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις.
Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν. Έτσι κι εμείς. Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.»
Ο Τσιτσάνης είχε γράψει κάποτε ένα τραγούδι που έλεγε "Μες στην Παραγουάη σε φίνο ακρογιάλι θα στήσουμε τσαντίρι ζηλευτό.." Η Παραγουάη δεν έχει θάλασσα. Όμως και τι σημαίνει αυτό; Το ταξίδι με την φαντασία και τη μουσική είναι αρκετό για να μας φέρει και σήμερα τη θάλασσα μέχρι την πόρτα μας..
Βραδιάζει γύρω κι η νύχτα
απλώνει σκοτάδι βαθύ
κορίτσι ξένο σαν ίσκιος
πλανιέται μονάχο στην γη
Χωρίς ντροπή, αναζητεί
τον ήλιο που έχει χαθεί,
στα σκοτάδια να βρει
Μπορεί να το ‘χουν πλανέψει
ακρογιαλιές δειλινά
και σκλαβωμένη για πάντα
κρατούνε την δόλια καρδιά
Μπορεί ακόμα μπορεί,
να έχει πια τρελαθεί
και τότε ποιος θα ρωτήσει
να μάθει ποτέ το γιατί
2 σχόλια:
Φίλοι προσκυυνηταί του μπαγλαμά του κυρίου Τσιτσάνι.
Ο γιυόκας μου στο δημοτικό αυτά ακριβώς τα ασμάτια μαθαίνει ν αγαπά .
Εχουνε γίνει άλλωστε πλέον,καθεστώς.
Βοήθησε σ αυτό πολύ και ο κύριος Μάνος στο 3ο του, ο οποίος βεβαίως βεβαίως ,ουδέποτε επέτρεψε να παιχθουν δημοτικά ,γιατί αυτά ήταν των χουντικών και πολύ θα έβλαπταν τα δημοκρατικά αυτιά του άμυαλου λαού ,εξαιρέτως δε των φιλόμουσων τριτοφιλικών που μπορούσαμε ν απολαύσουμε Φλωρινιώτη με συνοδία τσέμπαλου, αλλά οι φλογέρες με τα σουραύλια μας θύμιζαν τυρί φέτα και οχι την ποιμενική του Μπεεετοβεν.
Αμ πως....
Μπορεί ....!
Δημοσίευση σχολίου