Έχετε ποτέ ταξιδέψει στην Ιαπωνία για να δείτε τις ανθισμένες κερασιές;
Στην Οσάκα της Ιαπωνίας γνωρίζουμε τον νομπελίστα συγγραφέα Γιασουνάρι Καβαμπάτα. Γεννήθηκε το 1899 και από μικρός έμεινε ορφανός. Τον ανέλαβαν κάποιοι συγγενείς βάζοντας τον εσώκλειστο σε ένα σχολείο. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο Φιλολογία και από τα φοιτητικά του χρόνια ξεκίνησε να γράφει και να δημοσιεύει.
Έγραψε σπουδαία μυθιστορήματα αλλά και τις ιστορίες της παλάμης που τον έκαναν ιδρυτή αυτού του λογοτεχνικού είδους.
Οι ιστορίες της παλάμης είναι σύντομα λυρικά πεζά, κείμενα μινιατούρες, προορισμένα να χωρούν σε μια παλάμη.
Έλεγε ότι "Ο χρόνος ρέει με τον ίδιο τρόπο για κάθε άνθρωπο αλλά ο κάθε άνθρωπος ρέει με διαφορετικό τρόπο μέσα στον χρόνο..."
Αναπολούσε την αληθινή ομορφιά των παλαιότερων χρόνων.. Έλεγε πως "Η αληθινή χαρά της φεγγαρόλουστης νύχτας είναι κάτι που δεν καταλαβαίνουμε πια. Μόνο τα παλιά χρόνια, όταν δεν υπήρχαν φώτα, ο άνθρωπος μπορούσε να καταλάβει την αληθινή χαρά της φεγγαρόλουστης βραδιάς. Σήμερα οι άνθρωποι χωρίζονται μεταξύ τους με τοίχους από μπετόν που μπλοκάρουν τους δρόμους της επικοινωνίας και της αγάπης. Η Φύση έχει ηττηθεί στο όνομα της ανάπτυξης..."
Στην ομιλία του για την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας με το οποίο βραβεύτηκε το 1968 μίλησε για το πνεύμα της τέχνης όπως το έμαθε από την Ιαπωνική κουλτούρα.
Το νόημα της ζωγραφικής με μελάνι στη χώρα μου είναι το κενό, η σιωπή, αυτό που δεν ζωγραφίστηκε. Είναι η συμβουλή ενός ζωγράφου που λέει "Εάν θέλεις να ζωγραφίσεις ένα κλαδί θα πρέπει να ακούσεις προσεχτικά τον ήχο του ανέμου..." Γιατί πολλές φορές μπορείς να βρεις την ακτινοβολία της καρδιάς στον ανθό μιας κερασιάς. Ελεύθερος και χωρίς σκέψεις, μπορείς ακούγοντας τον ήχο του ανέμου να ακούσεις τον ήχο της καρδιάς. Νιώθοντας την ισορροπία της φύσης. Γιατί ο ήλιος δεν γνωρίζει ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Φωτίζει χωρίς σκοπιμότητα και τους ζεσταίνει όλους..
Έτσι και τα δικά μου έργα έχουν περιγραφεί ως έργα του κενού αλλά δεν πρέπει να ταυτιστούν με τον μηδενισμό της Δύσης - το πνευματικό θεμέλιο τους είναι πολύ διαφορετικό. Είναι μια εσωτερική διαδρομή, μια προσπάθεια να φτάσεις στην κατανόηση του εαυτού σου. Στην πηγή του, που είναι πάντα η καρδιά. Και η καρδιά "μιλάει" πάντα σιωπηρά. Γιατί στη σιωπή δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα από αυτά που μπορείς να κρύψεις με τα λόγια..."
Ο Γιασουνάρι Καβαμπάτα πίστευε ότι πριν φτάσεις στην σιωπή και στην κατανόηση περνάς από την δοκιμασία των λέξεων. Γιατί όσο δεν μιλάς, εξουσιάζεις τη λέξη, αλλά μόλις φύγει από το στόμα σου, σε εξουσιάζει αυτή. Πίστευε στην απίστευτη ισχύ των λέξεων και την ικανότητά τους να μεταβάλλουν τα συναισθήματα. Οι λέξεις έχουν τεράστια δύναμη όταν καταλήγουν να επηρεάζουν το είδος της εμπειρίας που βιώνουμε. Υπάρχει μια σχετική ιστορία από την Ιαπωνία.
Ήταν κάποτε ένας σαμουράι, δεινός ξιφομάχος μα χαρακτήρας εγωκεντρικός και αλαζόνας. Νόμιζε πως ήταν κάποιος όταν σκότωνε κι έτσι έψαχνε διαρκώς ευκαιρίες να προκαλέσει, ακόμη και για ασήμαντη αφορμή. Με τον τρόπο αυτό ο σαμουράι συντηρούσε την ιδέα που είχε για τον εαυτό του και τον άτεγκτο χαρακτήρα του.
Κάποτε πήγε σ’ ένα χωριό και είδε κόσμο να συρρέει σε ένα μέρος. Ο σαμουράι έκοψε το δρόμο ενός από αυτούς τους ανθρώπους και τον ρώτησε κοφτά:
“Που πηγαίνετε όλοι τόσο βιαστικά;”
“Ευγενικέ πολεμιστή”, αποκρίθηκε ο άνδρας που μάλλον είχε ήδη αρχίσει να τρέμει για τη ζωή του, “πηγαίνουμε να ακούσουμε τον δάσκαλο Ουέι”.
“Ποιος είναι αυτός ο Ουέι;”.
“Μα πως είναι δυνατόν να μην γνωρίζεις τον δάσκαλο Ουέι, που είναι γνωστός σε όλη την περιοχή;”
Ο σαμουράι ένιωσε άσχημα και πρόσεξε το σεβασμό με τον οποίο μιλούσε ο χωρικός για τον εν λόγω δάσκαλο και όχι για ένα σαμουράι σαν αυτόν. Αποφάσισε λοιπόν πως η δική του φήμη θα ξεπερνούσε εκείνη του Ουέι κι έτσι ακολούθησε το πλήθος στην αχανή αίθουσα που δίδασκε ο δάσκαλος Ουέι.
Ο Ουέι ήταν ηλικιωμένος και κοντός κι αυτό προκάλεσε την περιφρόνηση και τη συγκρατημένη οργή του σαμουράι.
Ο Ουέι άρχισε να μιλά.
“Στη ζωή ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε μια πληθώρα πανίσχυρων όπλων, αλλά για μένα το πιο ισχυρό απ’ όλα είναι η λέξη”.
Μόλις το άκουσε ο σαμουράι, δεν κρατήθηκε και φώναξε:
“Μόνο ένας γέρος σαν εσένα θα μπορούσε να κάνει ένα τέτοιο σχόλιο”, είπε και τράνηξε το σπαθί του, την κατάνα, από το ζωνάρι του. Ύστερα, κραδαίνοντας την, συνέχισε:
“Αυτό είναι ένα πανίσχυρο όπλο και όχι τα λόγια σου”.
Τότε ο Ουέι, κοιτάζοντάς τον κατάματα, απάντησε:
“Είναι φυσικό κάποιος σαν εσένα να μιλά έτσι’ είναι προφανές πως δεν είσαι παρά ένας μπάσταρδος, ένας ακαλλιέργητος αγροίκος, ένας αμόρφωτος και σκέτος παλιάνθρωπος”.
Στο άκουσμα των λόγων αυτών, ο σαμουράι κοκκίνισε ολόκληρος και με σώμα άκαμπτο και μυαλό θολωμένο κινήθηκε καταπάνω του.
“Γέροντα, αποχαιρέτα τη ζωή, διότι ήρθε το τέλος σου”.
Τότε εντελώς απρόσμενα ο Ουέι άρχισε να ζητά συγνώμη.
“Συγχώρα με, άρχοντά μου, δεν είμαι παρά ένας κουρασμένος ηλικιωμένος άνθρωπος και η γλώσσα μου καμιά φορά δεν ξέρει τι λέει. Μπορεί η ευγενική καρδιά του πολεμιστή που κουβαλάς στο στήθος σου να συγχωρήσει τούτο τον ανόητο, που πάνω στην τρέλα του σε σύγχυσε;”
Ο σαμουράι κοκάλωσε και ύστερα από λίγο απάντησε ως εξής:
“Μα φυσικά, ευγενικέ δάσκαλε Ουέι, δέχομαι τη συγνώμη σου”.
τότε ο Ουέι τον κοίταξε στα μάτια και του είπε:
“Φίλε μου, πες μου τώρα: είναι ή δεν είναι πανίσχυρα τα λόγια ενός ανθρώπου;”
Αυτά που για εσένα είναι απλώς λόγια, έχουν την ικανότητα να σε μεταμορφώσουν αλλά και να σου χαρίσουν μια ισορροπία και γαλήνη άγνωστη μέχρι τώρα. Ας είμαστε λοιπόν προσεχτικοί με τα λόγια που χρησιμοποιούμε και τις εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνουμε. Τις λέξεις δεν τις φέρνει ο άνεμος… Οι λέξεις δημιουργούν πραγματικότητες. Γι’ αυτό να αναζητάμε λέξεις που βοηθούν και δεν ακυρώνουν. Ίσως να εκπλαγούμε με ό,τι αρχίσει να συμβαίνει στη ζωή μας.
Όπως έλεγε και ο ποιητής μας Γιάννης Ρίτσος "Και οι λέξεις φλέβες είναι. Μέσα τους αίμα κυλάει..."
Μεγάλο δέντρο ο στεναγμός, μεγάλη κι η σκιά του
απλώνει ρίζες στην ψυχή, στο σώμα τα κλαδιά του
Μα όπως ανοίγει ένα πουλί φτερούγα στον αέρα
το δέντρο γίνεται γιορτή και φτερουγίζει η μέρα
Πόσες φορές να σου το πω, πόσες να στο μηνύσω;
Να σου το πω ψιθυριστά ή να στο τραγουδήσω;
Θα σου το πω ψιθυριστά, όπως μιλάει το βλέμμα
που κρύβει μες τη σιγαλιά του κόσμου όλο το αίμα
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει
Χαμένοι μοιάζουμε, λοιπόν, στο γύρο του θανάτου
στην παγωνιά του οριστικού, στον τρόμο του αοράτου
Μα οριστικά θα ‘χεις χαθεί, μονάχα αν το διαλέξεις
όπως διαλέγει η μουσική τα λόγια και τις λέξεις
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου