Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ
Οταν
πρόκειται να μιλήσουμε για τον Θεό, για τον αιώνιο και προαιώνιο Θεό, ό κάθε
λόγος μας σαν να μην επαρκεί για τον σκοπό πού θέτουμε ένώπιόν μας. Έδώ στο
μοναστήρι ζούμε καί ύπομένουμε τις δυσκολίες της παρούσας ζωής, με σκοπό νά
άποκτήσουμε τή θεία αιωνιότητα. Πριν άπό πολλά χρόνια, περισσότερα άπό
έβδομήντα, όντας άκόμη ασύνετος, έζησα τήν ούράνια έπίσκεψη. Αύτό ήταν
ιδιαίτερο δώρο τού Θεού, τό χάρισμα τής μνήμης τού θανάτου. Εκείνο πού γενικά
χαρακτηρίζει τή μνήμη τού θανάτου είναι ότι κάθε πράγμα ή βίωμα χάνει τήν άξια
του, όταν πεθαίνει. Κάθε πάθημα άνθρώπινο, άκόμη και των άδελφών μας, χάνει
κάθε άξια, αν θά καταβροχθισθεί άπό τον θάνατο. Καί αύτό είναι τόσο προφανές!
Ενεργεί στήν ψυχή με τόση δύναμη, ώστε νά ζεις τήν απουσία νοήματος τής ζωής
έξαιτίας τού θανάτου. Άν όλα πρέπει νά περιπέσουν σε κάποια άβυσσο λήθης, τότε
γιατί νά πάσχουμε; Με αύτό
τον τρόπο, λοιπόν, έζησα πολλά χρόνια. Δεν πάλευα άκατάπαυστα ένάντια στη χάρη
αύτή, πού κατά κάποιον τρόπο «ενοχλούσε» τή ζωή μου, άλλά μόνο κατά καιρούς. Ή
χάρη αύτή μείωνε κάθε έργο μου στον χώρο τής τέχνης, υποτιμούσε όλες τις σχέσεις
μου με τούς άνθρώπους, έπειδή άκριβώς αύτές πεθαίνουν, έξαφανίζονται. Καί αύτό
τότε ήταν τόσο καθαρό: όλα, όσα δεν ζουν αιώνια, δεν έχουν άξια!
Εντούτοις,
ό Χριστός καί όλη ή άποκάλυψη τής Καινής Διαθήκης μάς ομιλούν κυρίως γιά τήν
αιωνιότητα καί τις οδούς πού οδηγούν σε αύτήν. Σε μάς πού έχουμε δημιουργηθεί
άπό τό μηδέν είναι δύσκολο νά έννοήσουμε τό αιώνιο. Ερχόμαστε σε έπαφή όμως με
τήν αιωνιότητα αύτή, γιατί ζούμε μέσα στήν Εκκλησία, καί ή Εκκλησία είναι
προθάλαμος τής αίωνιότητος. Γιατί; Διότι ύπάρχουν προφητείες καί προρρήσεις γιά
τήν έποχή μας, πού διατυπώθηκαν δύο χιλιάδες χρόνια πριν, καί προαναγγέλλουν
ότι έτσι θά γίνει. Συνεπώς, όλη ή «ύπαρξή» μας διέπεται άπό κάποιο προαγγελμένο
ήδη σχέδιο, σύμφωνα με κάποιο «πρόγραμμα». Στις προρρήσεις αύτές ύπάρχουν
πολλές προθεσμίες, ή έκπλήρωση τών όποιων πραγματοποιείται κατά τον ρουν τής
ιστορίας.
Υπάρχει λοιπόν τό αιώνιο. Άν ή προσευχή προς τον Θεό, προς τή
Θεομήτορα καί τούς άγιους βρίσκει τήν άνταπόκρισή της, πού προέρχεται άπό
αύτούς, τότε είναι φανερό ότι αύτοί ζούν. Πώς όμως ζούν, δέν μπορούμε τώρα νά
τό έννοήσουμε.
Όταν
κατεχόμουν άπό τή μνήμη τού θανάτου, μου έρχόταν σκέψεις γιά τήν αιωνιότητα:
Πώς νά θεωρήσουμε τήν αιωνιότητα; Σάν κάποια άκατάπαυστη κίνηση, πού ποτέ δεν
τελειώνει; Έτσι στοχάζονται πολλοί, ακόμη καί θεολόγοι. Μιλούν για την αιώνια
σωτηρία μας σαν να είναι μια άκατάπαυστη άνάβαση προς τον Θεό, τον Άπειρο, τον
Ατελεύτητο.
Ωστόσο, ή Άγια Γραφή δεν όμιλε! με αύτό τον τρόπο. 'Η Γραφή λέει
ότι ύπάρχει δυνατότητα μεταβάσεως άπό τις πρόσκαιρες διαστάσεις στήν αιωνιότητα
(ή έννοια «διάσταση» δεν έφαρμόζεται στήν αιωνιότητα). Και όταν εμείς
έπικαλούμαστε Εκείνον, πού ύπάρχει άπό τού αίώνος καί προ πάντων τών αιώνων,
λέγοντας «Πάτερ ήμών», αύτό δεν μένει άναπάντητο. Άν δόθηκε σε κάποιον νά ζήσει
τούς λόγους αυτούς, «Πάτερ ήμών», νά αισθανθεί ότι είμαστε τέκνα τού αιωνίου
Πατρός, τότε αύτός άντιλαμβάνεται ότι δεν μπορούμε κάθε φορά νά μή ζούμε τό
«πλήγμα» αύτό τής αίωνιότητος στο έπίπεδο τής ύπάρξεώς μας.
Τον
καιρό έκείνο, πού βρισκόμουν κάτω άπό τήν έπήρεια τής μνήμης τού θανάτου, έκανα
αφελείς προσπάθειες νά γράψω γιά τήν αιωνιότητα. Καί τώρα θέλω νά σάς διαβάσω
τήν άφελή αύτή πορεία τής σκέψεώς μου περί τού αιωνίου:
«Στον
Χριστό έχουμε φορέα ακραίων παθημάτων, άλλά καί ύψίστης έπίσης άγιότητος καί
μακαριότητος. Στήν καθολικότητα αύτή βρίσκεται τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοϋ
Χριστιανισμού. Στήν καρδιά τού πιστού συνυπάρχουν ή κτιστή άρχή μας καί ή
άκτιστη δύναμη τοϋ Θεού, ή κένωση καί ή παντοδυναμία, ή έξουδένωση καί ή δόξα,
ό χρόνος καί ή αιωνιότητα, ό πόνος καί ή χαρά σε άκραία γιά τή φύση μας ένταση»
.
Αύτό γράφτηκε σε κατάσταση γεμάτη ένέργεια, πού άπέχει πολύ άπό τήν ακηδία,
όταν δεν ύπάρχει διάθεση γιά καμιά σκέψη. «Προγευόμαστε τήν αιωνιότητα ώς άνέκτατη
πράξη του άπερίγραπτα πλούσιου περιεχομένου του Είναι, σε άμείωτη πάντοτε
πληρότητα. Ή αιωνιότητα είναι ή ύπεραφθονία τής ζωής. Εκείνο πού εμείς
έκλαμβάνουμε έδώ ώς πάθημα, ή άκόμη καί νέκρωση, θά φανερωθεί στή Βασιλεία τού
Θεού ώς αύτοκενωτική άγάπη, τέλεια άγάπη, άνεπίστροφη στον έαυτό της. Άγάπη πού
άγκαλιάζει όλο τον κόσμο και τον Θεό και τούς άγιους, άγάπη πού πανηγυρίζει
βλέποντας όλους αύτούς ώς πλούτο της. ΖεΙ ώς δική της χαρά νά βλέπει τούς
άλλους μέσα σέ δόξα, «έκλάμποντες ώς ό ήλιος» (βλ. Ματθ. 13,43)» .
Γιά
τήν αιωνιότητα αύτή έπίσης λάβαμε άποκάλυψη σύμφωνα μέ τήν όποια μάς έγινε
φανερό oτι ό
Θεός είναι Αγάπη . Στήν έπίγεια ζωή μας ή άγάπη συνιστά τήν πολυτιμότερη
εύτυχία καί μακαριότητα. Καί χαρακτηριστικό γνώρισμα τής άγάπης τού Θεού είναι
«τό άκόρεστον» . Πολλές φορές συνάντησα τή σκέψη ότι, άν ή άγάπη μπορούσε νά κορεσθεί,
θά ύπήρχε στιγμή κορεσμού. Στήν άγάπη όμως τού Θεού προσιδιάζει τό άκόρεστο,
πού άποκλείει τον κορεσμό. Καί τό άκόρεστο ύποδηλώνει ότι ή άκραία αύτή ένταση
δέν έξασθενει ούτε γιά μιά στιγμή.
«Ή
Θεία άγάπη είναι άκόρεστη• δέν ύπάρχει σέ αυτήν κορεσμός. Δέν ύπάρχει περιθώριο
ούτε γιά έλάττωση ούτε γιά όποιεσδήποτε άλλες διακυμάνσεις στήν ένέργεια τής
άμετάθετης Ζωής. Καί άκριβώς αύτό τό άμετάθετο είναι ή φύση τής μακαριότητος.
Και στη γή τό μαρτύριό μας δεν έγκειται στο ότι πονούμε ή πάσχουμε, αλλά στο ότι
πεθαίνουμε από τις εκδηλώσεις αύτές τής άγάπης.
»Στήν
έρχόμενη Βασιλεία τού Χριστού ούσιώδες στοιχείο θά άποτελέσει ή άσβεστη φλόγα
τής εύγνωμοσύνης προς τον Κύριο Ιησού, πού μάς έσωσε με τα παθήματά Του... (Ό
ένθουσιασμός μας ένώπιόν Του θά περάσει στήν αιωνιότητα. Εκεί ή συγκατάβασή
Του, ή κένωσή Του, ό τραγικός θάνατός Του ξαφνικά θά γίνουν φανέρωση τής
άπειρης θείας άγάπης. Στήν αιωνιότητα έπίσης θά ζούμε μέ τήν άγάπη αύτή τού
Χριστού.) Έτσι θά παραμείνουμε αιώνια σέ θαυμασμό θεωρώντας ολόκληρο τό Έργο
Του (Ιωάν. 17,4): τή σάρκωση, τή φυγή στήν Αίγυπτο, τό εύαγγέλιο γιά τή
σωτηρία, τό Θαβώρ, τον Μυστικό Δείπνο, τήν προσευχή στή Γεθσημανή, τή δίψα
έπάνω στον Σταυρό και τον θάνατο- όλα αύτά σέ άναπόσπαστη σχέση μέ τά θαύματά
Του, τήν άτελεύτητη σοφία Τού κηρύγματος Του, όλων αυτών πού Εκείνος έπραξε» .
Οταν
μιλούσα γιά τήν αιωνιότητα, μερικοί ρώτησαν: «Τί θά κάνουμε στην αιωνιότητα καί
ποιο τό νόημά της;». Τότε μου δημιουργήθηκε πολύ όξύ πρόβλημα: «Από πού
προέρχεται τό είναι;». Εμείς θεωρούμε ώς δεδομένο ότι ό Θεός υπάρχει. Μπορούμε
νά διαπιστώσουμε ότι τό Είναι ύπάρχει, είναι αύθεντικό. Διαμένουμε σέ αυτό τό
Είναι, αλλά πώς αυτό είναι δυνατόν δεν τό καταλαβαίνουμε, τό εννοούμε όμως ώς
καθαρό γεγονός. Όλα αύτά πού διατύπωσα τώρα ύπερβαίνουν τήν έμπειρία μας, διότι
εμείς οφείλουμε άκόμη νά περάσουμε σέ αύτή τήν άλλη μορφή ζωής, πού βρίσκεται
πέρα από τον τάφο. Τότε λοιπόν θά γνωρίζουμε, χωρίς όμως τή δυνατότητα νά
πληροφορήσουμε τούς έναπομένοντες, γιά όσα τελούνται στήν αιωνιότητα και μέ
ποιόν τρόπο. Ερχόμενοι στον κόσμο αύτό άντιλαμβανόμαστε τις σκέψεις, τά
αισθήματα και όλα τά άλλα γι’ αύτούς πού ήρθαν στήν έπίγεια ζωή πριν από μάς,
μαθαίνουμε νά ζούμε. Έτσι καί στήν αιωνιότητα. Οταν πεθάνουμε, θά βρεθούμε στήν
κοινωνία των όντων πού δεν γνωρίζουν θάνατο καί γιά τά όποια αύτός δεν ύπάρχει.
Καί πώς νά τό έξηγήσει κανείς αύτό σέ άλλους άνθρώπους πού ζουν έπάνω στή γή,
παλεύουν μέ όλες τις άρρώστιες καί βασανίζονται σέ κάθε βήμα από τήν άπειλή τού
θανάτου; Έτσι παραμένει μόνο ή έκπληξη μπροστά στο Είναι, ότι είναι
πραγματικότητα. Αδυνατούμε ώστόσο νά γνωρίζουμε από πού προέρχεται.
Ομιλώ
λοιπόν γι’ αύτό περισσότερο, γιατί ό ίδιος κάθε έβδομάδα αισθάνομαι τή ζωή νά
λιγοστεύει μέσα μου. Σάς κοιτάζω καί μόνο σέ μερικές περιπτώσεις μαντεύω από τό
πρόσωπο ποιοι είστε, ένώ σέ άλλες περιπτώσεις δέν μπορώ ούτε κάν νά μαντεύσω.
Αρχίζω νά μή βλέπω, νά μήν άκούω, καί βαθμηδόν ολοένα άπομονώνομαι κατά κάποιον
τρόπο από τή ζωή. Μετά όμως από κάποιο διάστημα ή έξέλιξη μέ τρομάζει.
Παραταϋτα, άν καί ζώ αύτή τή διαδικασία τής σταδιακής νεκρώσεως μου, θέλω νά
συνομιλώ μαζί σας. Άν ό Θεός δεχθεί τήν ψυχή μου, όπως δέχθηκε τόσα έκατομμύρια
άλλους, καί έγώ έν Αύτώ θά είμαι ζωντανό πρόσωπο, καί ό σύνδεσμός μου μαζί σας
δέν θά άλλοιωθεί, αλλά θά είστε στήν καρδιά μου τό περιεχόμενο τής προσευχής
μου.
Έχουμε
ήδη τόσες πολλές μαρτυρίες γιά τήν πέραν του τάφου ζωή. Καί μέ τον Σιλουανό
ύπήρξαν πολλές έμφανείς μαρτυρίες ότι μάς βλέπει καί άκούει τις προσευχές μας.
Πολλοί έξεπλάγησαν στο Άγιον Όρος πόσο γρήγορα καί με πόση άκρίβεια προβλέπει
άκόμη καί τή σκέψη μας. Είναι πολύ αύστηρότερος μαζί μου καί έπιεικέστερος με
τούς άλλους.
Ή
μητέρα μου πέθανε κατά την περίοδο τού Β' Παγκοσμίου πολέμου, κατά τις αρχές
τού ’40. Ή άδελφή μου Αικατερίνη πέθανε κατά τή δεκαετία τού ’60 από καρκίνο. Ή
άλλη άδελφή μου, ή Μαρία, βρισκόταν στο νοσοκομείο δίπλα της, δταν ή Αικατερίνη
ήταν σε κωματώδη κατάσταση από φοβερούς πόνους. Καί ξαφνικά ή Αικατερίνη
σηκώνεται από τό προσκέφαλο καί έντελώς καθαρά λέει: «Μόλις είδα τή μητέρα καί
μου είπε ότι θέλει νά πεθάνουμε όλοι με πίστη» . Ή Αικατερίνη δεν ήταν άνθρωπος
τής Εκκλησίας. Δεν γνωρίζω άν πίστευε ή δεν πίστευε, αλλά αύτό είναι γεγονός•
είπε αύτά τά λόγια. Καί μόλις τό είπε, έπεσε πάλι στο προσκέφαλο ήδη νεκρή. Συνεπώς,
ή κοινωνία με τούς κεκοιμημένους είναι δυνατή. Δεν είναι άπλό πράγμα ούτε
εύκολο, αλλά είναι οπωσδήποτε πραγματικό.
Καί
πόσες περιπτώσεις ύπήρξαν, κατά τις όποιες ή προσευχή γιά τούς κεκοιμημένους
άλλαξε τή μεταθανάτια κατάστασή τους! Μου συνέβη κάποτε νά τελέσω τρισάγιο στον
τάφο κάποιας Ρουμάνας κυρίας, ή όποια ήταν γνωστή στή βασιλική αύλή. Αύτό έγινε
στήν Ιταλία, δταν φιλοξενήθηκα από τήν οίκογένειά της. Κατά τή διάρκεια τής
προσευχής ήταν παρούσα καί ή κυρία X. Αργότερα, όταν ήδη βρισκόμουν στην
Αγγλία, επισκέφτηκε την κυρία X. κάποια γνωστή της πού γνώριζε την αποθανούσα
Ρουμάνα καί είπε: «Είδα την κυρία αύτή γιά την όποια προσευχηθήκατε. Ήρθε
χαρούμενη λέγοντας ότι όλα άλλαξαν τελείως».
Καί άνέφερε τήν ή μέρα καί τήν ώρα
τής προσευχής μας. Σκεφτείτε• ή νεκρή γυναίκα μπόρεσε νά πληροφορήσει γι’αύτό
τή φίλη της, τήν ίδια μάλιστα ώρα! Τόσο άκατάληπτα σχετίζονται όλοι αύτοί οί
δεσμοί. Καί ή ζωή μας συνδέεται με τον Σιλουανό. Ώ, τί πατέρα μάς έδωσε ό Θεός!
Όλα
αύτά είναι τόσο ζωντανά! Έγώ πεθαίνω τώρα σιγά-σιγά -δεν γνωρίζω πότε θά γίνει
αύτό-, όμως κουράστηκα πιά νά ζώ. Καί σάς παρακαλώ, προσεύχεσθε ώστε νά μου
δώσει ό Κύριος ειρηνικό, χριστιανικό καί άνώδυνο τέλος. Καί τότε, ίσως θά είμαι
άκόμη περισσότερο συνδεδεμένος μαζί σας παρά τώρα.
Στή
ζωή μου έμενα κατάπληκτος μπροστά στο πώς ό αιώνιος Θεός μπόρεσε νά ενδυθεί τό
πρόσκαιρο ένδυμα τής ύπάρξεως. Μιλώ γιά τήν σάρκωση τού Θεού. Πώς είναι δυνατά
όλα αύτά έν γένει; Είναι όμως γεγονός καί δεν μπορούμε καθόλου νά τό μειώσουμε.
Έτσι, σάς παρακαλώ, νά προσεύχεσθε γιά μένα, καί έγώ θά προσεύχομαι γιά σάς, άν
αύτό μου δοθεί, γιατί ή σωτηρία είναι τόσο μεγάλο πράγμα! Σκεφτειτε:
Άν ό
άνθρωπος-πρόσωπο παραμένει αιώνια με τον Θεό, αύτό είναι τόσο μεγάλο πράγμα,
πού πραγματικά μπορούμε μόνο νά θαυμάζουμε μπροστά στή σοφία τού Θεού. Είθε νά
σάς φυλάει ό Κύριος! «Ψάλατε τώ Θεω ήμών, ψάλατε. Ψάλατε τώ βασιλεί ήμών, ψάλατε»
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου