Γιάννης Κοντογιάννης
Η μουσική γραφή: Προσπαθώντας να διατηρήσουμε τους ήχους
Η έννοια του χρόνου είναι πολύ διαφορετική στη μουσική από ό,τι στις εικαστικές τέχνες. Ένα μουσικό κομμάτι εξελίσσεται καθώς εκτελείται ή ακούγεται και παύει να «υπάρχει» με φυσικό τρόπο μετά το τέλος του. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο λόγιος και επίσκοπος του 7ου αιώνα μ.Χ. Ισίδωρος της Σεβίλλης, οι ήχοι που εξαφανίζονται από τη μνήμη του ανθρώπου χάνονται για πάντα αφού δεν μπορούν να καταγραφούν. Είναι άραγε αυτή η μοίρα της αρχαίας ελληνικής μουσικής;
Για την αναπαραγωγή της μουσικής και την επιβίωσή της διαμέσου των αιώνων, είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός συστήματος μουσικής γραφής ή σημειογραφίας. Το σύγχρονο σύστημα μουσικής σημειογραφίας στον δυτικό κόσμο είναι οι γνωστές σε όλους μας νότες. Με τις νότες κατάλληλα τοποθετημένες στο πεντάγραμμο και με τη βοήθεια μερικών ακόμα συμβόλων και κανόνων, ο μουσικός γνωρίζει πώς ακριβώς να χρησιμοποιήσει το μουσικό όργανο για να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα και να αναπαράγει το μουσικό κομμάτι. Με αυτό τον τρόπο έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να αναπαράγουμε μουσικά έργα που γράφτηκαν πριν από περίπου τέσσερις αιώνες.
Μουσική γραφή είχαν αναπτύξει και οι αρχαίοι Έλληνες. Στις απαρχές του Μεσαίωνα όμως, το σύστημα μουσικής γραφής της αρχαίας Ελλάδας, που χρησιμοποιούνταν και διαμορφωνόταν πιθανόν για μια χιλιετία, είχε ήδη πάψει να χρησιμοποιείται. Λίγους αιώνες αργότερα, μετά την εποχή του Ισιδώρου της Σεβίλλης, ξεκίνησαν να μπαίνουν οι βάσεις για το σύγχρονο σύστημα μουσικής γραφής.
Αποκρυπτογραφώντας τη μουσική των αρχαίων Ελλήνων
Εκτός από τη διάσωση μουσικών κειμένων, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε και πώς αυτά τα συστήματα γραφής μετατρέπονται σε ήχους και μουσική. Το πρόβλημα είναι ανάλογο με το να έχουμε στη διάθεσή μας επιγραφές από γλώσσες αποτελούμενες από σύμβολα των οποίων τους ήχους και το νόημα δεν γνωρίζουμε, για την αποκρυπτογράφηση των οποίων απαιτείται μια διαδικασία αποκωδικοποίησης.
Αντιστοίχως, για τη μουσική των αρχαίων Ελλήνων γνωρίζουμε αρκετά από κείμενα που έχουν διασωθεί. Γνωρίζουμε ότι έπαιζε κεντρικό ρόλο στην καθημερινότητα και την τελετουργία, ότι τα τραγούδια των λυρικών ποιητών συνόδευαν όργανα όπως η λύρα, ο αυλός, ο δίαυλος κ.λπ. Παραστάσεις σε αγγεία απεικονίζουν στιγμιότυπα από την εκτέλεση μουσικών έργων σε τελετουργίες και εορτασμούς. Επιπλέον, από την αρχαία ελληνική γραμματεία έχουν διασωθεί πολλές λεπτομέρειες σχετικά με τις νότες και τις κλίμακες της μουσικής. Αν και μέρος της ορολογίας χρησιμοποιείται και από τη σύγχρονη μουσική, η ερμηνείες των όρων που συναντάμε στα αρχαία κείμενα δεν ταυτίζονται με την έννοια που έχουν σήμερα και επομένως η αναπαραγωγή της αρχαίας ελληνικής μουσικής μαζικά και αξιόπιστα παραμένει μια πρόκληση
Μουσικά κείμενα έχουν διασωθεί αποσπασματικά, όπως για παράδειγμα ένα μέρος του πρώτου στάσιμου της τραγωδίας “Ορέστης” του Ευριπίδη. Με βάση τη μουσική σημειογραφία που συνοδεύει το διασωθέν απόσπασμα και χρησιμοποιώντας αναφορές όπως το έργο «Περί μουσικής» του Έλληνα μουσικού συγγραφέα του 2ου αι. μ.Χ. Αριστείδη Κοϊντιλανού, ερευνητές έχουν αποδώσει μουσικά το απόσπασμα. Το αποτέλεσμα, το οποίο μπορεί κανείς να αναζητήσει στο Διαδίκτυο (https://www.youtube.com/watch?v=xI5BQqgO-oY), μοιάζει να είναι ανοίκειο συγκριτικά με τη σύγχρονη μουσική, καθώς η μελωδία συμπεριλαμβάνει μικροδιαστήματα τα οποία στο αυτί μας ακούγονται φάλτσα.
Μια νέα προσέγγιση
Γενικά, για την ευρεία μελέτη της αρχαίας ελληνικής μουσικής συνδυάζονται ποικίλα πεδία έρευνας και τεχνικές όπως είναι η Αρχαιολογία, η Ιστορία, η Μουσικολογία και η οργανοποιία. Σε αυτό το πλαίσιο, μια νέα και πιο συστηματική προσέγγιση ακολουθεί από το 2013 ο αναπληρωτής καθηγητής Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Armand D’Angour. Ο D’Angour περιγράφει τη νέα του αυτή προσέγγιση της αρχαίας ελληνικής μουσικής σε ένα άρθρο στο THE CONVERSATION (theconversation.com), ενώ η πλήρης ανάλυση περιλαμβάνεται στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο “Music, Text and Culture in Ancient Greece” (2018, Oxford University Press).
Βασικά στοιχεία της μουσικής είναι ο ρυθμός, η μελωδία και η αρμονία. Ο ρυθμός έχει να κάνει με την ταχύτητα και τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο χρονικά το έργο, η μελωδία είναι η διαδοχή των ήχων και αρμονία περιγράφει τη συνήχηση των διαφορετικών ήχων ενός μουσικού κομματιού (όπως είναι οι συγχορδίες που συνοδεύουν τη μελωδία ή αλλιώς τα ακόρντα).
Σήμερα πιστεύουμε ότι κατά την αρχαιότητα, ελλείψει ηλεκτρονικού ή κάποιου μηχανικού χρονομέτρου, η ταχύτητα με την οποία εκτελούνταν ένα μουσικό έργο, το τέμπο, υφίστατο διακυμάνσεις. Ωστόσο, θεωρούμε ότι η σωστή ταχύτητα εκτέλεσης και ο ρυθμός πιθανόν υπαγορεύονταν από το μέτρο των αρχαίων λυρικών ποιημάτων. Το μέτρο, με τη σειρά του, είναι μια σειρά από μοτίβα τα οποία καθορίζονται από την εναλλαγή των συλλαβών στα ποιήματα. Άλλες από αυτές τις συλλαβές είναι μεγαλύτερες και άλλες μικρότερες σε διάρκεια και η εναλλαγή και επανάληψη των μοτίβων δίνουν στον έμμετρο λόγο το χαρακτηριστικό άκουσμά του. Επομένως, η αρχαία λυρική ποίηση μπορεί να μας δώσει μια εικόνα του ρυθμού των αντίστοιχων τραγουδιών.
Τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα σε ό,τι αφορά τη μελωδία και την αρμονία. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η αρχαία ελληνική γραμματεία μάς δίνει πάρα πολλά στοιχεία για τη μουσική θεωρία της εποχής. Τέτοιες πηγές μπορούν να βρεθούν στα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Αριστόξενου, του Κλαύδιου Πτολεμαίου και του Αριστείδη Κοϊντιλιανού. Επίσης, αποσπάσματα έχουν βρεθεί σε πάπυρους ή χαραγμένα σε στήλες, όπως το τμήμα από το στάσιμο της τραγωδίας “Ορέστης” ή ο επιτάφιος του Σείκιλου. Το τελευταίο, μάλιστα, αποτελεί το αρχαιότερο τραγούδι του οποίου σώζονται πλήρως η μουσική και οι στίχοι σε επιτύμβια κυλινδρική στήλη του 1ου ή 2ου αιώνα, η οποία βρέθηκε κοντά στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας.
Για την ερμηνεία και την απόδοση των μελωδιών και της αρμονίας οι ερευνητές δεν συμφωνούν πλήρως. Κάποιες από τις διαφωνίες έχουν να κάνουν με τον ρόλο των μουσικών φθόγγων που δεν χρησιμοποιούνται ευρέως από τη σύγχρονη δυτική μουσική και κάνουν το άκουσμα πιο ξένο. Ο D’Angour χειρίστηκε τους φθόγγους αυτούς ως περαστικούς, κάνοντας τη μουσική περισσότερο διατονική, και έδωσε έμφαση περισσότερο στο πώς συνδέονται νοηματικά κάποιες λέξεις στο ποίημα με τις μελωδικές κινήσεις.
Ως αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών, τον Ιούλιο του 2017 η μουσική από την τραγωδία “Ορέστης” παρουσιάστηκε στο Ashmolean Museum στην Οξφόρδη, συνοδεία χορωδίας και αυλού μαζί με άλλα έργα. Σήμερα ο D’Angour συνεχίζει με την «αποκρυπτογράφηση» των υπολοίπων μουσικών κειμένων που έχουν διασωθεί με τη φιλοδοξία να παρουσιαστούν σε κάποιο αρχαίο ελληνικό θέατρο.
Εκτός όμως από τη δυνατότητά μας να ανακατασκευάσουμε τη μουσική των αρχαίων Ελλήνων, ο D’Angour θεωρεί πως η προσέγγισή του έχει οδηγεί και σε ακόμη ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα. Μέσω της μελέτης των αρχαίων κειμένων, την ανακατασκευή των μουσικών οργάνων και την απόδοση των αποσπασμάτων της αρχαίας ελληνικής μουσικής διαπιστώνεται ότι οι ρίζες της σύγχρονης δυτικής μουσικής θα πρέπει να αναζητηθούν παλιότερα από τους γρηγοριανούς ύμνους του Μεσαίωνα, και πιο συγκεκριμένα στην αρχαία ελληνική μουσική.
Αρχαιομουσικολογία, η Αρχαιολογία της Μουσικής και η Αρχαιοακουστική
Η Αρχαιομουσικολογία είναι ένα σχετικά πρόσφατο πεδίο έρευνας, το οποίο συνδυάζει τις πρακτικές της Αρχαιολογίας, της Aνθρωπολογίας και της Mουσικολογίας για να μελετήσει τη λειτουργία της μουσικής στις αρχαίες κοινωνίες. Στo πλαίσιo της Aρχαιομουσικολογίας, οι ιστορικές πηγές συνδυάζονται με τα αρχαιολογικά ευρήματα, όπως οι απεικονίσεις σε αγγεία, μουσικά όργανα ή μέρη τους μαζί με σύγχρονες τεχνολογίες που βοηθούν στην ανακατασκευή των μουσικών οργάνων, όπως η τεχνολογία υλικών και το 3D printing.
Οι προσπάθειες να συνδυαστούν οι τεχνικές της Αρχαιολογίας με την Εθνομουσικολογία ξεκίνησαν μέσα στη δεκαετία του 1970, μετά από ευρήματα μουσικής σημειογραφίας στην αρχαία Μεσοποταμία. Η πρόκληση μετά από αυτά τα ευρήματα ήταν να αναπαρασταθεί με σύγχρονους όρους η μουσική αυτή και να μας δώσει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα τής ζωής και των συνηθειών των ανθρώπων σε αυτές τις αρχαίες κοινωνίες. Σήμερα πλέον είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πολύ περισσότερα σχετικά με τη λειτουργία της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα, Ρώμη, Ινδία, Μεσοποταμία κ.ά.
Προσπαθώντας να επεκτείνουν τον ορίζοντα γνώσης μας και στην προϊστορική εποχή και να ερμηνεύσουν ευρήματα προϊστορικών οργάνων, οι ερευνητές έχουν επίσης ενσωματώσει στην αρχαιολογική έρευνα τεχνικές της σύγχρονης ακουστικής, δημιουργώντας το πεδίο της Αρχαιοακουστικής. Με αυτές προσπαθούν να κατανοήσουν το είδος των ήχων που μπορούν να παραχθούν από τα όργανα και τα υλικά που είχαν στη διάθεσή τους οι προϊστορικοί πολιτισμοί. Σε αυτές τις περιπτώσεις η έννοια της ακουστικής είναι πιο συναφής από την έννοια της μουσικής, καθώς δεν γνωρίζουμε αν σε αυτές τις κοινωνίες υπήρχαν οργανωμένα μουσικά συστήματα.
πηγή
Η μουσική γραφή: Προσπαθώντας να διατηρήσουμε τους ήχους
Η έννοια του χρόνου είναι πολύ διαφορετική στη μουσική από ό,τι στις εικαστικές τέχνες. Ένα μουσικό κομμάτι εξελίσσεται καθώς εκτελείται ή ακούγεται και παύει να «υπάρχει» με φυσικό τρόπο μετά το τέλος του. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο λόγιος και επίσκοπος του 7ου αιώνα μ.Χ. Ισίδωρος της Σεβίλλης, οι ήχοι που εξαφανίζονται από τη μνήμη του ανθρώπου χάνονται για πάντα αφού δεν μπορούν να καταγραφούν. Είναι άραγε αυτή η μοίρα της αρχαίας ελληνικής μουσικής;
Για την αναπαραγωγή της μουσικής και την επιβίωσή της διαμέσου των αιώνων, είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός συστήματος μουσικής γραφής ή σημειογραφίας. Το σύγχρονο σύστημα μουσικής σημειογραφίας στον δυτικό κόσμο είναι οι γνωστές σε όλους μας νότες. Με τις νότες κατάλληλα τοποθετημένες στο πεντάγραμμο και με τη βοήθεια μερικών ακόμα συμβόλων και κανόνων, ο μουσικός γνωρίζει πώς ακριβώς να χρησιμοποιήσει το μουσικό όργανο για να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα και να αναπαράγει το μουσικό κομμάτι. Με αυτό τον τρόπο έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να αναπαράγουμε μουσικά έργα που γράφτηκαν πριν από περίπου τέσσερις αιώνες.
Μουσική γραφή είχαν αναπτύξει και οι αρχαίοι Έλληνες. Στις απαρχές του Μεσαίωνα όμως, το σύστημα μουσικής γραφής της αρχαίας Ελλάδας, που χρησιμοποιούνταν και διαμορφωνόταν πιθανόν για μια χιλιετία, είχε ήδη πάψει να χρησιμοποιείται. Λίγους αιώνες αργότερα, μετά την εποχή του Ισιδώρου της Σεβίλλης, ξεκίνησαν να μπαίνουν οι βάσεις για το σύγχρονο σύστημα μουσικής γραφής.
Αποκρυπτογραφώντας τη μουσική των αρχαίων Ελλήνων
Εκτός από τη διάσωση μουσικών κειμένων, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε και πώς αυτά τα συστήματα γραφής μετατρέπονται σε ήχους και μουσική. Το πρόβλημα είναι ανάλογο με το να έχουμε στη διάθεσή μας επιγραφές από γλώσσες αποτελούμενες από σύμβολα των οποίων τους ήχους και το νόημα δεν γνωρίζουμε, για την αποκρυπτογράφηση των οποίων απαιτείται μια διαδικασία αποκωδικοποίησης.
Αντιστοίχως, για τη μουσική των αρχαίων Ελλήνων γνωρίζουμε αρκετά από κείμενα που έχουν διασωθεί. Γνωρίζουμε ότι έπαιζε κεντρικό ρόλο στην καθημερινότητα και την τελετουργία, ότι τα τραγούδια των λυρικών ποιητών συνόδευαν όργανα όπως η λύρα, ο αυλός, ο δίαυλος κ.λπ. Παραστάσεις σε αγγεία απεικονίζουν στιγμιότυπα από την εκτέλεση μουσικών έργων σε τελετουργίες και εορτασμούς. Επιπλέον, από την αρχαία ελληνική γραμματεία έχουν διασωθεί πολλές λεπτομέρειες σχετικά με τις νότες και τις κλίμακες της μουσικής. Αν και μέρος της ορολογίας χρησιμοποιείται και από τη σύγχρονη μουσική, η ερμηνείες των όρων που συναντάμε στα αρχαία κείμενα δεν ταυτίζονται με την έννοια που έχουν σήμερα και επομένως η αναπαραγωγή της αρχαίας ελληνικής μουσικής μαζικά και αξιόπιστα παραμένει μια πρόκληση
Μουσικά κείμενα έχουν διασωθεί αποσπασματικά, όπως για παράδειγμα ένα μέρος του πρώτου στάσιμου της τραγωδίας “Ορέστης” του Ευριπίδη. Με βάση τη μουσική σημειογραφία που συνοδεύει το διασωθέν απόσπασμα και χρησιμοποιώντας αναφορές όπως το έργο «Περί μουσικής» του Έλληνα μουσικού συγγραφέα του 2ου αι. μ.Χ. Αριστείδη Κοϊντιλανού, ερευνητές έχουν αποδώσει μουσικά το απόσπασμα. Το αποτέλεσμα, το οποίο μπορεί κανείς να αναζητήσει στο Διαδίκτυο (https://www.youtube.com/watch?v=xI5BQqgO-oY), μοιάζει να είναι ανοίκειο συγκριτικά με τη σύγχρονη μουσική, καθώς η μελωδία συμπεριλαμβάνει μικροδιαστήματα τα οποία στο αυτί μας ακούγονται φάλτσα.
Μια νέα προσέγγιση
Γενικά, για την ευρεία μελέτη της αρχαίας ελληνικής μουσικής συνδυάζονται ποικίλα πεδία έρευνας και τεχνικές όπως είναι η Αρχαιολογία, η Ιστορία, η Μουσικολογία και η οργανοποιία. Σε αυτό το πλαίσιο, μια νέα και πιο συστηματική προσέγγιση ακολουθεί από το 2013 ο αναπληρωτής καθηγητής Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Armand D’Angour. Ο D’Angour περιγράφει τη νέα του αυτή προσέγγιση της αρχαίας ελληνικής μουσικής σε ένα άρθρο στο THE CONVERSATION (theconversation.com), ενώ η πλήρης ανάλυση περιλαμβάνεται στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο “Music, Text and Culture in Ancient Greece” (2018, Oxford University Press).
Βασικά στοιχεία της μουσικής είναι ο ρυθμός, η μελωδία και η αρμονία. Ο ρυθμός έχει να κάνει με την ταχύτητα και τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο χρονικά το έργο, η μελωδία είναι η διαδοχή των ήχων και αρμονία περιγράφει τη συνήχηση των διαφορετικών ήχων ενός μουσικού κομματιού (όπως είναι οι συγχορδίες που συνοδεύουν τη μελωδία ή αλλιώς τα ακόρντα).
Σήμερα πιστεύουμε ότι κατά την αρχαιότητα, ελλείψει ηλεκτρονικού ή κάποιου μηχανικού χρονομέτρου, η ταχύτητα με την οποία εκτελούνταν ένα μουσικό έργο, το τέμπο, υφίστατο διακυμάνσεις. Ωστόσο, θεωρούμε ότι η σωστή ταχύτητα εκτέλεσης και ο ρυθμός πιθανόν υπαγορεύονταν από το μέτρο των αρχαίων λυρικών ποιημάτων. Το μέτρο, με τη σειρά του, είναι μια σειρά από μοτίβα τα οποία καθορίζονται από την εναλλαγή των συλλαβών στα ποιήματα. Άλλες από αυτές τις συλλαβές είναι μεγαλύτερες και άλλες μικρότερες σε διάρκεια και η εναλλαγή και επανάληψη των μοτίβων δίνουν στον έμμετρο λόγο το χαρακτηριστικό άκουσμά του. Επομένως, η αρχαία λυρική ποίηση μπορεί να μας δώσει μια εικόνα του ρυθμού των αντίστοιχων τραγουδιών.
Τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα σε ό,τι αφορά τη μελωδία και την αρμονία. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η αρχαία ελληνική γραμματεία μάς δίνει πάρα πολλά στοιχεία για τη μουσική θεωρία της εποχής. Τέτοιες πηγές μπορούν να βρεθούν στα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Αριστόξενου, του Κλαύδιου Πτολεμαίου και του Αριστείδη Κοϊντιλιανού. Επίσης, αποσπάσματα έχουν βρεθεί σε πάπυρους ή χαραγμένα σε στήλες, όπως το τμήμα από το στάσιμο της τραγωδίας “Ορέστης” ή ο επιτάφιος του Σείκιλου. Το τελευταίο, μάλιστα, αποτελεί το αρχαιότερο τραγούδι του οποίου σώζονται πλήρως η μουσική και οι στίχοι σε επιτύμβια κυλινδρική στήλη του 1ου ή 2ου αιώνα, η οποία βρέθηκε κοντά στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας.
Για την ερμηνεία και την απόδοση των μελωδιών και της αρμονίας οι ερευνητές δεν συμφωνούν πλήρως. Κάποιες από τις διαφωνίες έχουν να κάνουν με τον ρόλο των μουσικών φθόγγων που δεν χρησιμοποιούνται ευρέως από τη σύγχρονη δυτική μουσική και κάνουν το άκουσμα πιο ξένο. Ο D’Angour χειρίστηκε τους φθόγγους αυτούς ως περαστικούς, κάνοντας τη μουσική περισσότερο διατονική, και έδωσε έμφαση περισσότερο στο πώς συνδέονται νοηματικά κάποιες λέξεις στο ποίημα με τις μελωδικές κινήσεις.
Ως αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών, τον Ιούλιο του 2017 η μουσική από την τραγωδία “Ορέστης” παρουσιάστηκε στο Ashmolean Museum στην Οξφόρδη, συνοδεία χορωδίας και αυλού μαζί με άλλα έργα. Σήμερα ο D’Angour συνεχίζει με την «αποκρυπτογράφηση» των υπολοίπων μουσικών κειμένων που έχουν διασωθεί με τη φιλοδοξία να παρουσιαστούν σε κάποιο αρχαίο ελληνικό θέατρο.
Εκτός όμως από τη δυνατότητά μας να ανακατασκευάσουμε τη μουσική των αρχαίων Ελλήνων, ο D’Angour θεωρεί πως η προσέγγισή του έχει οδηγεί και σε ακόμη ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα. Μέσω της μελέτης των αρχαίων κειμένων, την ανακατασκευή των μουσικών οργάνων και την απόδοση των αποσπασμάτων της αρχαίας ελληνικής μουσικής διαπιστώνεται ότι οι ρίζες της σύγχρονης δυτικής μουσικής θα πρέπει να αναζητηθούν παλιότερα από τους γρηγοριανούς ύμνους του Μεσαίωνα, και πιο συγκεκριμένα στην αρχαία ελληνική μουσική.
Αρχαιομουσικολογία, η Αρχαιολογία της Μουσικής και η Αρχαιοακουστική
Η Αρχαιομουσικολογία είναι ένα σχετικά πρόσφατο πεδίο έρευνας, το οποίο συνδυάζει τις πρακτικές της Αρχαιολογίας, της Aνθρωπολογίας και της Mουσικολογίας για να μελετήσει τη λειτουργία της μουσικής στις αρχαίες κοινωνίες. Στo πλαίσιo της Aρχαιομουσικολογίας, οι ιστορικές πηγές συνδυάζονται με τα αρχαιολογικά ευρήματα, όπως οι απεικονίσεις σε αγγεία, μουσικά όργανα ή μέρη τους μαζί με σύγχρονες τεχνολογίες που βοηθούν στην ανακατασκευή των μουσικών οργάνων, όπως η τεχνολογία υλικών και το 3D printing.
Οι προσπάθειες να συνδυαστούν οι τεχνικές της Αρχαιολογίας με την Εθνομουσικολογία ξεκίνησαν μέσα στη δεκαετία του 1970, μετά από ευρήματα μουσικής σημειογραφίας στην αρχαία Μεσοποταμία. Η πρόκληση μετά από αυτά τα ευρήματα ήταν να αναπαρασταθεί με σύγχρονους όρους η μουσική αυτή και να μας δώσει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα τής ζωής και των συνηθειών των ανθρώπων σε αυτές τις αρχαίες κοινωνίες. Σήμερα πλέον είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πολύ περισσότερα σχετικά με τη λειτουργία της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα, Ρώμη, Ινδία, Μεσοποταμία κ.ά.
Προσπαθώντας να επεκτείνουν τον ορίζοντα γνώσης μας και στην προϊστορική εποχή και να ερμηνεύσουν ευρήματα προϊστορικών οργάνων, οι ερευνητές έχουν επίσης ενσωματώσει στην αρχαιολογική έρευνα τεχνικές της σύγχρονης ακουστικής, δημιουργώντας το πεδίο της Αρχαιοακουστικής. Με αυτές προσπαθούν να κατανοήσουν το είδος των ήχων που μπορούν να παραχθούν από τα όργανα και τα υλικά που είχαν στη διάθεσή τους οι προϊστορικοί πολιτισμοί. Σε αυτές τις περιπτώσεις η έννοια της ακουστικής είναι πιο συναφής από την έννοια της μουσικής, καθώς δεν γνωρίζουμε αν σε αυτές τις κοινωνίες υπήρχαν οργανωμένα μουσικά συστήματα.
πηγή
1 σχόλιο:
Άς τους πεί κάποιος οτι η αρχαία μουσική έχει διασωθεί στην βυζαντινή μουσική .
Δημοσίευση σχολίου