Οἱ Νεομάρτυρες ἀποτελοῦν τὴν ξεχωριστὴ χορεία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας
μας, οἱ ὁποῖοι ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸ Χριστὸ καὶ ἔδωσαν τὴ ζωή
τους γιὰ τὴν σώζουσα ὀρθόδοξη πίστη, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν μαύρων χρόνων
τῆς τουρκοκρατίας. Ἀνάμεσά τους ὁ ἅγιος Νεομάρτυς Χρῆστος ὁ Κηπουρός.
Δυστυχῶς δὲν μᾶς ἔχουν διασωθεῖ πολλὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ ζωή του, ὡς τὰ
σαράντα του χρόνια. Γεννήθηκε περὶ τὸ 1707 στὴ Βόρειο Ἤπειρο, στὰ μέρη
κοντὰ στὸν ποταμὸ Γενοῦσο καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι γνωστὸς ὡς «Ἀρβανίτης». Στὰ
σαράντα του χρόνια ἀποφάσισε νὰ μεταναστεύσει ἀπὸ τὴ φτωχὴ πατρίδα του,
γιὰ τὴν ἀναζήτηση καλύτερης ζωῆς. Προορισμός του ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ
καρδιὰ τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ὅπου ὑπῆρχαν προϋποθέσεις γιὰ νὰ
ζήσει ἀνετότερα. Ἀποφάσισε νὰ ἐργαστεῖ ὡς κηπουρός. Κάθε μέρα κατέβαινε
στὴν ἀγορὰ καὶ πωλοῦσε τὰ προϊόντα του. Κάποια μέρα τοῦ χειμώνα τοῦ 1748
πῆγε νὰ πουλήσει μῆλα. Προθυμοποιήθηκε κάποιος τοῦρκος μουσουλμάνος νὰ
τὰ ἀγοράσει, ἀλλὰ σὲ πολλὴ χαμηλὴ τιμή. Ὅταν ὁ Χρῆστος ἀρνήθηκε, ἐκεῖνος
τὸν ἔβρισε καὶ οἱ δύο ἄνδρες λογομάχησαν. Ὁ χριστιανὸς κηπουρὸς ἔφυγε,
χωρὶς νὰ τοῦ τὰ πωλήσει.
Ὁ μουσουλμάνος θεώρησε τὴ συμπεριφορὰ τοῦ «ἄπιστου» Χριστιανοῦ
προσβλητική. Κυριευμένος ἀπὸ θυμὸ καὶ ὑπερηφάνεια ἀποφάσισε νὰ τὸν
ἐκδικηθεῖ. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε τὸ γεγονὸς πὼς οἱ τοῦρκοι
μουσουλμάνοι κατακτητὲς δὲν ἔβλεπαν τοὺς κατακτημένους Χριστιανοὺς ὡς
ἰσότιμους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὡς κατώτερους ἀνθρώπους. Τοὺς θεωροῦσαν
μισητούς του Ἀλλὰχ καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς μισοῦσαν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ δὲν τοὺς
ἀναγνώριζαν οὔτε τὰ στοιχειώδη δικαιώματα. Δὲν μποροῦσαν ἔτσι νὰ
ἀνεχτοῦν καμιὰ αὐθάδεια ἢ ἀντίδρασή τους, τὴν ὁποία τιμωροῦσαν
αὐστηρότατα. Ὅταν δὲν ὑπῆρχε ἐμφανὴς αἰτία, δημιουργοῦσαν ἀπίστευτες...
συκοφαντίες, τὶς ὁποῖες δέχονταν σχεδὸν ἄκριτα τὰ
τουρκικὰ δικαστήρια καὶ ἐπέβαλαν τὶς ἀνάλογες ποινές. Μία ἀπὸ τὶς
προσφορότερες συκοφαντίες ἦταν ἡ δῆθεν ἄρνησή τους τῆς μουσουλμανικῆς
θρησκείας, ἡ ὁποία τιμωρεῖται, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Κορανίου, μὲ
θάνατο, ἐκτὸς καὶ ἂν ἀσπάζονταν πραγματικὰ τὸ Ἰσλάμ. Μὲ αὐτὴ τὴν
συκοφαντία σκέφτηκε ὁ θιγμένος νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν ἀντίδικό του Χριστιανὸ
κηπουρό.
Ἔσπευσε λοιπὸν στὸν τοῦρκο δικαστὴ τῆς πόλεως, στὸν ὁποῖο κατήγγειλε τὸν
Χρῆστο ὅτι δῆθεν κάποτε τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ ἀσπαζόταν τὴν
ἰσλαμικὴ θρησκεία καὶ τώρα ἀθέτησε τὴν ὑπόσχεσή του! Ἡ συκοφαντία, ὡς
συνήθως, ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν δικαστή, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴν σύλληψη
τοῦ Χρήστου. Ἐξοργισμένο ἀπόσπασμα γενιτσάρων συνέλαβαν τὸν ἅγιο καὶ τὸν
ὁδήγησαν μὲ βρισιὲς δεμένο στὸ δικαστήριο. Στάθηκε μπροστὰ στὸν δικαστὴ
καὶ μὲ θάρρος καὶ ἡρωισμό. Στὴν ἐρώτηση τοῦ δικαστῆ, ἂν ἀληθεύει ἡ
κατηγορία, ἀπάντησε: «Γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποτὲ δὲν εἶπα τέτοιο λόγο.
Ἐγὼ εἶμαι Χριστιανὸς καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν ν’ ἀλλάξω τὴν πίστη μου κι ἂν
ἀκόμα λάβω μύρια βάσανα». Εκείνος δὲν τὸν πίστεψε καὶ τοῦ πρότεινε νὰ
ἀσπασθεῖ τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία γιὰ νὰ σώσει τὴ ζωή του. Γιὰ νὰ τὸν
δελεάσει μάλιστα τοῦ ἔταξε τιμές, ἀξιώματα, χρήματα, ἄνετη ζωὴ καὶ
ἡδονές. Ἦταν ἄλλωστε ἕνας συνηθισμένους τρόπους νὰ δελεάζουν τοὺς
ὑπόδουλους ραγιάδες καὶ ἂν τοὺς κάνουν τούρκους.
Ὁ Χρῆστος, χωρὶς λοιπὸν νὰ δειλιάσει μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς τοῦ δικαστῆ,
ἀλλὰ καὶ νὰ δελεαστεῖ ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις του, ὁμολόγησε καὶ πάλι τὴν
πίστη του στὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεὸ καὶ διαβεβαίωσε πὼς δὲν θὰ ἀρνηθεῖ
τὴν Ὀρθοδοξία σὲ ὅσα βασανιστήρια καὶ ἂν τὸν παραδώσουν. Μὲ πρωτοφανῆ
ἡρωισμὸ ἤλεγξε τὴν πλάνη τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας καὶ παρότρυνε τὸν
δικαστὴ καὶ τοὺς παριστάμενους νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τῆς θρησκείας τους
καὶ νὰ γίνουν Χριστιανοί!
Ὁ δικαστής, ἀκούγοντας τὴν γενναία ἀπολογία τοῦ Χρήστου, καὶ τὶς
ὑποδείξεις του, ἔγινε σωστὸ θηρίο ἀπὸ τὴν ὀργή του. Διέταξε τοὺς
στρατιῶτες νὰ τὸν βασανίσουν φρικτά, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ τοῦ μετέστρεφαν
τὴ γνώμη οἱ ἀφόρητοι πόνοι. Τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὸ δικαστήριο καὶ τὸν
ράβδισαν ἀλύπητα γιὰ πολλὴ ὥρα. Τὸ σῶμα τοῦ γέμισε πληγές. Κατάφεραν
ἀκόμη ἕνα δυνατὸ κτύπημα στὸ κεφάλι, τὸ ὁποῖο αἱμορραγοῦσε ἀσταμάτητα.
Κατόπιν τὸν ἔριξαν στὸ πιὸ σκοτεινὸ καὶ ὑγρὸ μπουντρούμι καὶ τὸν
ἀκινητοποίησαν, δένοντάς του τὰ πόδια του σὲ βασανιστικὸ ξύλο. Οἱ πόνοι
του ἦταν ἀφόρητοι, ἀλλὰ ἐκεῖνος τοὺς ὑπέμεινε μὲ καρτερία, διότι
θεωροῦσε τιμή του νὰ ὑποφέρει γιὰ τὴν πίστη του στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὴν
προσήλωσή του στὴν ἁγία Ὀρθοδοξία. Προσευχόταν δὲ ἀδιάκοπα,
παρακαλώντας τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δώσει δύναμη νὰ μὴ λυγίσει μπροστὰ στὰ
μαρτύρια.
Μαζί του στὴ φυλακὴ ἦταν καὶ ὁ γνωστὸς λόγιος μοναχὸς ἀπὸ τὴν Σκόπελο,
Καισάριος Δαπόντες, ὁ ὁποῖος ἔγραψε καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Μάρτυρα.
Βλέποντας τὸ μαρτύριό του, τὸν λυπήθηκε καὶ ἀφαίρεσε κρυφὰ τὸ
βασανιστικὸ ξύλο ἀπὸ τὰ πόδια του. Τοῦ ἔφερε ἐπίσης λίγο ψωμὶ καὶ νερό,
ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀρνήθηκε, λέγοντας πὼς προτιμάει, γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, νὰ
πεθάνει καὶ νὰ πάει κοντὰ Τοῦ πεινασμένος καὶ διψασμένος!
Τὸ μαρτύριο διήρκησε κάμποσε μέρες καὶ ὁ δικαστὴς διαπίστωσε ὅτι ὁ
Χρῆστος δὲν ἄλλαζε γνώμη. Γι’ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ τὸν θανατώσει μὲ
ἀποκεφαλισμό. Πρὶν τὸ μαρτύριο ὁ Χρῆστος ἔβγαλε κι ἔδωσε στὸν Καισάριο
μίαν ἀκόνη ἀπὸ ἀτσάλι, ποὺ εἶχε στὴ ζώνη του, παρακαλώντας τὸν: «Νὰ τὸ
δώσεις αὐτὸ» εἶπε, «νὰ μοῦ κάνουν μερικὲς λειτουργίες καὶ μνημόσυνα γιὰ
τὴν ψυχή μου». Τελικὰ στὶς 12 Φεβρουαρίου τοῦ 1748 ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ
Χρῆστος ἀποκεφαλίστηκε καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ νὰ συναντήσει
τὸν Κύριο, ποὺ τόσο ἀγάπησε στὴ ζωή του καὶ τὴν ὁποία θυσίασε γιὰ χάρη
Του καὶ τὴ δόξα Του.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 12 Φεβρουαρίου, τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του.
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου