Ο Βασίλης Λάιος
Του Θόδωρου Βαρίκου
Ο «Μαντέλα» - με πολλά, ωστόσο, χρόνια φυλάκισης διαφορά - της ελληνικής
μειονότητας στην Αλβανία, κ. Βασίλης Λάιος, 72 χρόνων, όταν μπήκε στην αίθουσα
της συνδιάσκεψης της «Ομόνοιας» στους
Αγίους Σαράντα, κουβαλώντας στην πλάτη του τα 40 χρόνια φυλακής –εξορίας
(1950-1990), έγινε σεισμός.
Αλλά ποιοι τον χειροκροτούσαν; Αρκετοί από τους πρώην
διώκτες του και βασανιστές του. Τι σου ναι η Ιστορία και οι κύκλοι της και τι
χουνέρια σου σκαρώνει!
Τον βρήκα αργότερα σ' ένα καφενείο, διπλανό της
συνδιάσκεψης, αλλά δεν δεχόταν επ’ ουδενί να μου μιλήσει για οτιδήποτε, γιατί «με όλους αυτούς εκεί
μέσα στην συνδιάσκεψη, ήταν αντιπολίτευση», όπως μου ’πε χαρακτηριστικά.
Τελικά ηρέμησε κάπως κι άρχισε να μου ξεδιπλώνει το νήμα της
ζωής του, που, φευ, άρχισε στα 23 του στη φυλακή και «ολοκληρώθηκε» σχεδόν εκεί
μέσα, μέχρι τα 64 χρόνια του.
«Όλοι αυτοί που με χειροκροτούσαν στην αίθουσα, αρκετοί ήταν
διώκτες μου και κάποιοι βασανιστές μου. Αυτό έκανε το καθεστώς Χότζα-Αλία, το
ίδιο - μ’ άλλες μορφές βέβαια - έκανε ο Μπερίσα, τα ίδια διαισθάνομαι θα κάνουν
και οι τωρινοί: Θα βάζουν τους Έλληνες να σκοτώνονται μεταξύ τους.
Ποτέ κομισάριοι, καθοδηγητές, γραμματείς, επιθεωρητές κόμματος
δεν ήταν Αλβανοί στις μειονοτικές περιοχές.
Πάντα Έλληνες. Και αυτό για δύο λόγους: Για να δημιουργήσουν
την πολυπόθητη γι’ αυτούς διάσπαση του Ελληνισμού αφενός και αφετέρου γιατί μας
φοβούνταν, γιατί είμαστε πιο μορφωμένοι και δημιουργικοί –και στον κομμουνισμό είχαμε καλύτερο επίπεδο ζωής, οι Έλληνες.
Ερχόταν ο Χότζα στο Αργυρόκαστρο και έκανε δήθεν την αυτοκριτική
του γιατί δεν γνώριζε τόσο καλά Ελληνικά όπως ο πατέρας του. Πέταγε καμία φράση
ελληνική, όπως «Πολύ καλά τα ντόρα που φέρατε» και συγχρόνως η Σιγκουρίμι
(μυστική αστυνομία) μάζευε κρυφά τους δικούς μας για φυλακές και εξορίες. Για
να ΄μαστέ δίκαιοι με όλους κι όλα, το ίδιο
έκαμε και με τους Αλβανούς αντιφρονούντες. Δηλαδή, κάθε οικογένεια είχε θύμα
από τους παρτιζάνους του Χότζα. Στον κομμουνισμό, πρέπει να γνωρίζεις, δεν χωράνε
τα παλικάρια και οι «έξυπνοι».
Στις φυλακές και εξορίες ο Βασίλης Λάιος βασανίστηκε περισσότερο από ελληνικής
καταγωγής αστυνομικούς και δεσμοφύλακες.
Ήθελε «ανατροπή» με δύο άλλους
Ο συνομιλητής μας ήταν φανερό πως είχε «μέσα του πολύ πράγμα ζορισμένο
και βουβό» όπως θα ‘λέγε και ο
Σαββόπουλος. Τον άφησα να ξεσπάσει. Ξεκίνησε λοιπόν το 1950 με τον
Χειμαριώτη
(Κουδίσι) Πόλη Τάτα και τον Ηλία Βούγλη από τον Άγιο Βασίλη (Άγιοι
Σαράντα) με περίστροφα,
χειροβομβίδες, πυξίδες, ασύρματους «ν΄ ανατρέψει» το νεοσύστατο καθεστώς
Χότζα.
Ο Τάτας όμως, όταν στάλθηκε από τους δυο να δει στην περιοχή των Αγίων
Σαράντα εάν είναι περικυκλωμένοι από την Αλβανική αστυνομία, μάλλον
«παραδόθηκε» και
τώρα ζει στην Κέρκυρα.
Όταν τους πήγαν στο αστυνομικό τμήμα ο διοικητής του πέταξε
με νόημα: «Α, ρε Βασίλη, μας ταλαιπώρησες 22 μέρες». Ήταν κάρφωμα όλα.
Ο Έλληνας διοικητής της Λούσνιας Κώστας Ντίνες, έστειλε 13 συνεργάτες
του για να τον «ψαρέψουν» και να του στήσει κατηγορίες. Τελικά, το κατηγορητήριο
περιλάμβανε εσχάτη προδοσία και κατοχή όπλων.
Πέρασε επί 15 χρόνια φυλακή, 22 εξορία και τρία χρόνια εκτόπιση (η
διαφορά εξορίας και εκτόπισης είναι ότι στην πρώτη παρουσιάζεσαι τρεις φορές
την ημέρα στην αστυνομία, ενώ στην εκτόπιση κινείσαι σε συγκεκριμένες περιοχές,
ποτέ όμως στον τόπο καταγωγής σου).
Στις φυλακές και εξορίες βασανίστηκε περισσότερο από
ελληνικής καταγωγής αστυνομικούς και δεσμοφύλακες, όπως ο Νάρτο από την Κορυτσά
(ειδική μνεία έκαμε και για τον Κυριαζάτη, το ηγετικό στέλεχος της «Ομόνοιας» που το παίζει τώρα φιλελεύθερος, αλλά κατείχε
την υψηλή θέση του επιθεωρητή του κόμματος επί Χότζα).
Αλβανοί και
Έλληνες διώκτες του, παρ’ όλα αυτά, τον
αντιμετώπιζαν με θαυμασμό και δέος και παρότι είχαν κακοφορμίσει οι
πληγές από
τις χειροπέδες κι έτρεχαν οι σκώληκες στα χέρια του, αυτός τους
περιφρονούσε και τους σνομπάριζε. Είχε «δει», όπως μου εκμυστηρεύτηκε,
ένα από τα τρία «συμβολικά»
φοβερά όνειρα της φυλακής (μόνο όσοι
έχουν περάσει μπορούν να το καταλάβουν) σύμφωνα με το οποίο, ο Άγιος Σπυρίδωνας
τον χτύπησε τρεις φορές στην πλάτη και είπε: «Μη φοβάσαι, ρε Βασίλη. Ότι και να
σου κάμουν δεν παθαίνεις τίποτα».
«Εγώ, ύστερα απ’ αυτό το όνειρο»,
μου αποκάλυψε, «απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις, δεν έκαμα πίσω σε
τίποτα».
Οι δεσμοφύλακες τον παρακαλούσαν να παντρευτεί για να συχάσουν κι
αυτοί και ο ίδιος. «Έχω γυναίκα στην Ελλάδα», τους απαντούσε «και παιδιά μου τις
οργανώσεις που στήνονται εκτός Αλβανίας
και καυτηριάζουν το καθεστώς που υπηρετείτε».
Εν τέλει ο «σαμποτέρ» αποφάσισε στα 47 του χρόνια να
παντρευτεί, όντας στην εξορία, μια Βορειοηπειρώτισσα που του γνώρισαν από τα
χωριά της Δρόπολης. Την Κωνσταντώ Τσίμα, 67 χρόνων σήμερα. Δεν μπορούσε ωστόσο
να την παντρευτεί, γιατί δεν είχε ταυτότητα. Διέθετε η μετέπειτα το γάμο όλα
της τα δικαιώματα. Κάπου στα 1975 ήρθε και το μοναδικό τους παιδί (μία κόρη)
στο οποίο βέβαια απαγορεύσανε να πάρει το όνομα της γιαγιάς της, Αγλαΐα. Από
αντίδραση ο κ. Λάιος της έδωσε το σπάνιο
μυθικό ελληνικό όνομα: Αχιλλίνα: Αυτό το έκαμαν πολλοί μειονοτικοί από
αντίδραση-αντίσταση.
Μόνο εξατάξιο δημοτικό οι αντιφρονούντες
Ο Βασίλης Λάιος, που έσκαψε και πότισε τη μισή Αλβανία στα καταναγκαστικά έργα, είχε
για την εποχή του κάποια υπολογίσιμα προσόντα, δεδομένου ότι είχε τελειώσει,
σχεδόν, την τότε φημισμένη Παιδαγωγική Ακαδημία Ζωσιμαία των Ιωαννίνων,
αλλά στάθηκε κι εδώ άτυχος, όταν κλήθηκε να
υπηρετήσει τη θητεία του 1948 στο Χαϊδάρι
ως ασυρματιστής (ούτε οπλίτης, ούτε αξιωματικός «έπιανε» τόσα γράμματα το
λεπτό στον ασύρματο). Νωρίτερα, στα 18 του χρόνια, πολέμησε και στο πλευρό του
Ζέρβα τους Γερμανούς.
Τώρα «ζει» - με την σύζυγό
του να παίρνει 26 διαφορετικά φάρμακα - σε μια καλύβα στους Αγίους Σαράντα
με σύνταξη 45 χιλιάδες λεκ (8.500 δρχ.), τα οποία φθάνουν για δέκα μέρες ψωμί,
όπως μου τα υπολόγισε.
Αυτός ο θεριακλής
έκοψε και το τσιγάρο για οικονομία. Η κόρη του ως παιδί αντιφρονούντος,
τέλειωσε μόνο το δημοτικό και εργάζεται στην Πάρο. Και αυτή αντιμετωπίζει
προβλήματα εκεί.
Τελικά, μου διατυπώνει
με πολλή ντροπή και δισταγμό το παράπονο-αίτημα: «Καλά εγώ τόσα έκανα για την
Ελλάδα, δεν αξίζω ούτε μια αγροτική ελληνική σύνταξη στα 72 μου;».
Δεν μπορούσα
να του απαντήσω τίποτα, τον κέρασα τσιγάρο, του ‘δώσα και δυο πακέτα τσιγάρα και τα
κλειδιά της Αθήνας για όταν κατεβαίνει. Με φίλαγε κι έκλαιγε. Πέρασε από
δίπλα ο μειονοτικός ποιητής Ανδρέας Ζορμπαλάς,
μας είδε και μου φώναξε:
“Εάν δεν είχαμε και κάτι σαν αυτόν, θα ‘μαστέ χαμένοι».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Αυγή, τις 25 Ιουνίου 2000 και στην εφημερίδα Αρκαδικός Άνεμος
πηγη
πηγη
1 σχόλιο:
ντε να γαδούνε τα γομάρια!που να τουσ πσοφήσει το "πουλι" και να τουσ σούρνεται χάμου!
Δημοσίευση σχολίου