Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για Ο ΑΓΙΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ 

Γέννημα τῆς Θεσσαλονίκης καί ἔχοντας πιθανώτατα τό ὄνομα τοῦ πολιούχου της Ἁγίου Δημητρίου Τά πρῶτα του γράμματα καί τήν ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα τά ἔμαθε σέ ἕνα ἀπό τά πνευ¬ματικά κέντρα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στή Θεσσαλονίκη γεγονός πού ἐνισχύει τήν ἄποψη γιά τήν ἐκ Θεσσαλονίκης καταγωγή του, ὅπου τότε λειτουργοῦσε Ἑλληνική Σχολή, ἡ ὁποία ἦταν ἀπό τά πιό σημαντικά πνευματικά κέντρα τῆς ἐποχῆς καί εἶχε ἀναδείξει πολλούς ἐπιφανεῖς ἄνδρες.
Ἀργότερα μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐκεί παρακολούθησε τά μαθήματα τοῦ σοφοῦ διδασκάλου Θεοφάνους Ἐλεαβούλκου τοῦ Βεροιέως, ὁ ὁποίος δίδασκε δίπλα στήν Ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Χρυσοπηγῆς, στή συνοικία τοῦ Γαλατᾶ, μέχρι περίπου τό ἔτος 1550.
Ὁ νεαρός Θεσσαλονικεύς ὑπήρξε ἕνας ἀπό τούς καλύτερους μαθητές τοῦ Ἐλεαβούλκου, ἕνας ἀπό τούς «πολλά καλούς, λογίους και προκομμένους» ὅπως βεβαιώνει ἕνας ἄλλος μαθητής τοῦ Ἐλεαβούλκου, ὁ Ἱερόθεος μητροπολίτης Μονεμβασίας στόν «Χρονόγραφο» του. Προφανῶς μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του εἰσήλθε στή Μονή τοῦ Στουδίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκεῖ ὁ Δαμασκηνός ἔλαβε καί τή χειροθεσία τοῦ ὑποδιακόνου καί ὡς μοναχός καί ὑποδιάκονος ἐκήρυσσε ἐντός καί ἐκτός τῆς μονῆς. Πολλές ἀπό τίς ὁμιλίες τῆς περιόδου ἐκείνης, μετά ἀπό παρακλήσεις καί προτροπές πολλῶν, τίς συγκέντρωσε καί ἐξέδωσε στή Βενετία σέ ἕνα τόμο μέ τόν γενικό τίτλο «Θησαυρός».
Ὅμως τό κήρυγμά δέν ἦταν τό μόνο ἔργο του στή μονή Στουδίου.Ἐπεδόθη καί στό διδασκαλικό ἔργο καί προφανῶς διοργάνωσε ἕνα σχολεῖο μέσα στή μονή Στουδίου. Αὐτό συναγεται ἀπό τίς πληροφορίες πού ἔχουμε, ὅτι ὑπήρξε «διδάσκαλος γραμματικῆς» τοῦ κατόπιν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμία Β΄τοῦ Τρανοῦ.
Εἶναι προφανές ὅτι στούς μαθητές τοῦ σχολείου τοῦ Δαμασκηνοῦ συμπεριλαμβανόνταν καί ἀρκετοί ἀπό τούς ἄλλους μοναχούς τῆς μονῆς Στουδίου. Εἶναι λοιπόν πολύ πιθανόν ὅτι ὁ Δαμασκηνός εἶχε ὡς μαθητή του καί τόν τελευταίο γνωστό Στουδίτη, τόν λόγιο Ἅγιο Διονύσιο τόν Ρήτορα, ὁ ὁποίος μετά τή μονή Στουδίου μετέβη στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου έγκαταβίωσε στήν Σκήτη τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης μαζί μέ τόν δικό του μαθητή Ἅγιο Μητροφάνη καί ἐκοιμήθη ὁσίως τό ἔτος 1596 ἤ 1606, κατά διαφορετικές πληροφορίες διαφορετικῶν χειρογράφων.
Τό διάστημα 1550 μέ 1558 ὁ Δαμασκηνός βρισκόταν στά Μετέωρα, ἀπό ὅπου ἔστειλε Ἐπιστολή πρός τόν Γεώργιο Αἰτωλό  καί πρός τόν συμφοιτητή του Μεθόδιο. Κατά τό διάστημα αὐτό, ἐπίσης, συχνές ἦταν οἱ μετακινήσεις του μεταξύ Μετεώρων, Τρικάλων καί πιθανότατα καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τή χρονική αὐτή περίοδο ταξίδευσε ἀκόμη καί στή Βενετία γιά τήν ἔκδοση τοῦ «Θη-σαυροῦ».
Ὁ Δαμασκηνός ὑπήρξε καί ὑμνογράφος. Κατά τό ἔτος 1558, ὅταν  ἤδη εἶχε προαχθεῖ σέ ἱερομόναχο, συνέταξε ἀκολουθία στόν Ἅγιο Νεομάρτυρα Νικόλαο ἀπό τό χωριό Ψάρι τῆς Κορινθίας, μαρτυρήσαντα τό ἔτος 1544 στήν Κωνσταντινούπολη.
Το βασικό συμπέρασμα πού συνάγεται ἀπό τήν περίοδο τῆς διαμονῆς τοῦ Δαμασκηνοῦ στή μονή Στουδίου εἶναι ὅτι τόν διακατεῖχε ὁ ἴδιος πόθος πού διέπνεε πολλές ἄλλες φωτεινές προσωπικότητες τῆς νεώτερης ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας μας: ὁ πόθος νά διδαχθεί, νά μάθει, καί κατόπιν νά διδάξει τούς ἄλλους. Και ὁ Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης, εἴτε ὡς ὑποδιάκονος, εἴτε κατόπιν ὡς ἐπίσκοπος, ἐνσάρκωσε τόν διδακτικό του πόθο σέ πλῆθος συγγραμμάτων, πού τά ἕγραψε μάλιστα σέ ἁπλή γλώσσα, ὥστε νά εἶναι κατανοητά στούς πολλούς.
Τόν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 1560, ὁ Δαμασκηνός πῆγε στήν Ἀγχίαλο. Λίγο ἀργότερα, κατά τό ἴδιο ἔτος 1560, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος «Λητῆς καὶ Ῥεντίνης».
Εἶναι ἐκπληκτικό ὅτι ὑπῆρξε γενική ἡ ἐκ μέρους τῶν συγχρόνων του μεγάλη ἐκτίμηση πρός τό πρόσωπό τοῦ Δαμασκηνοῦ. Στόν ἀνώτατο βαθμό ἐκφράστηκε μέ τήν  ἀναγνώριση τῆς ἀξίας του καί τήν ἐμπιστοσύνη πρός τήν ἠθική του ἀκεραιότητα ἐκ μέρους τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν Μητροφάνους Γ΄ (1565 – 1572) καί Ἱερεμία Β΄ τοῦ Τρανοῦ (1572 – 1579, α΄ πατριαρχία).
Ὁ Πατριάρχης Μητροφάνης Γ΄, ὁ ὁποίο ἦταν ὁ ἴδιος πολύ μορφωμένος  ἔτρεφε τόση ἐκτίμηση καί ἐμπιστοσύνη πρός τόν Δαμασκηνό, ὥστε ἀνέθεσε σ’αὐτόν, τόν ἐπίσκοπο τῆς μικρῆς ἐπισκοπῆς Λιτῆς καί Ρενδίνης, καί ὅχι σέ κάποιον ἀπό τούς ἀρχιερεῖς τῶν μεγάλων μητροπόλεων, τό δύσκολο ἔργο νά ἐπισκεφθεῖ ὡς «Πατριαρχικός ἔξαρχος» τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Μικρᾶς Ρωσίας.  Κατ’ ἀντίθεση πρός τή λεγόμενη «Μεγάλη Ρωσία», δηλαδή τήν αὐτοκρατορία τῶν Ὀρθοδόξων Τσάρων τῆς Μόσχας, ἡ «Μικρά Ρωσία», περιλαμβάνουσα τήν Οὐκρανία καί τήν Λευκορωσία, βρίσκοταν τότε ὑπό τήν κυριαρχία τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ βασιλέως τῆς Πολωνίας καί Λιθουανίας Σιγισμούνδου Β΄(1544 – 1572), πράγμα πού δημιουργοῦσε μεγάλα προβλήματα στούς ἐκεῖ κατοικοῦντες πολυαρίθμους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς.
Ὅπως ἦταν φυσικό, ἀκόμη μεγαλύτερη ἐκτίμηση πρός τόν Δαμασκηνό ἔτρεφε ὁ ἑπόμενος πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄, ὁ ὁποίος ὑπῆρξε μαθητής του. Τήν πλήρη ἐμπιστοσύνη πρός τόν ἄλλοτε διδάσκαλό του ἀπέδειξε μέ τήν πρωτοφανή πράξη του νά διορίσει τόν Δαμασκηνό,  ἄν καί ἦταν μόνο ἐπίσκοπος καί ὄχι μητροπολίτης, ὡς τοποτηρητή τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τήν διάρκεια τῆς ἀπουσίας του σέ πατριαρχική περιοδεία στίς μητροπόλεις τοῦ χώρου ὅπου ἐκτείνεται ἡ σημερινή Ἑλλάς, ἀπό τήν 19η Ὀκτωβρίου τοῦ 1573 μέχρι τόν Ἰούλιο τοῦ 1574. Μετά δέ τήν ἐπάνοδο του στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄ μέ συνοδική ἀπόφαση προήγαγε τόν Δαμασκηνό σέ μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἄρτης. Στήν Ναύπακτο ἐκοιμήθη ὁσίως ὁ Δαμασκηνός καί ἐτάφη τό ἔτος 1577. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 27 Νοεμβρίου.
Τή μεγάλη μόρφωση τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅσο καί τίς ἰδιαίτερες ἀρετές του, ἀποκαλύπτουν καί τά ἴδια τά συγγράμματά του, κατ’ ἐξοχήν δέ τό γνωστότερο ἀπ΄ ὅλα, ὁ «Θησαυρός», ὁ  ὁποῖος ὄχι μόνο κατέστη ἀγαπητό ἀνάγνωσμα τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων μέ πολυάριθμες ἐκδόσεις του, ἀλλά διεδόθη καί στούς ἄλλους Ὀρθοδόξους μέ σερβικές, ρωσικές καί βουλγαρικές μεταφράσεις. Εἰδικά γιά τίς βουλγαρικές μεταφράσεις, τά λεγόμενα «Δαμασκηνάρια», ὑπῆρξε πολύ μεγάλη  ἡ συμβολή τους στήν ἐνίσχυση τοῦ Ὀρθοδόξου βουλγαρικοῦ λαοῦ κατά τήν Τουρκοκρατία.


Ἐκτός τοῦ «ΘΗΣΑΥΡΟΥ» ἄλλα ἔργα τοῦ Ἁγίου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου εἶναι τά ἑξῆς:
1. «Στίχοι ἡρωλεγεῖοι εἰς τήν κοίμησιν τῆς ὑπερευλογημένης Θεοτόκου Μαρίας». Ἀποτελεῖται ἀπό 124 στίχους σέ ὁμηρική διάλεκτο.
2. Ἀκολουθία καί ἐγκώμιο στόν Νεομάρτυρα Νικόλαο (14 Φεβρουαρίου). Ὁ Ἅγιος Νικόλαος καταγόταν ἀπό τήν Ἰχθύν τῆς Κορινθίας καί μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1554. Ἡ ἀκολουθία ἐγράφη ἀπό τόν Ἅγιο Δαμασκηνό τό 1558, πού τότε ἦταν ἱερομόναχος.
3. «Μερική διάγνωσις ἐκ τῶν παλαιῶν φιλοσόφων περί φύσεως, καί ἰδιωμάτων τινῶν ζώων, συναθροισθεῖσα παρά τοῦ ἐν ἀρχιερεῦσι λογιωτάτου κυρίου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου».
4. «Δαμασκηνοῦ ἐπισκόπου Ρονδίνης (Ρενδίνης) διάλογος μετά τοῦ Ἡγουμένου τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ἤτοι ταλανισμός κατά τῶν νῦν τῆς Ἑλλάδος ἐπισκόπων».
5. «Παραίνεσις πρός μοναχούς τούς θέλοντας σωθῆναι ἐν συνόπτῳ τοῦ ἐν ἐπισκόποις ἐλαχίστου Δαμασκηνοῦ Λιτῆς καί Ρενδίνης καί Προέδρου Πολυανῆς.
6. «Λόγος πεζῇ φράσει εἰς τόν Δεκάλογον τοῦ Μωϋσέως».
7. «Ὁμηρόκεντρα εἰς τήν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου σύνθετα παρά τοῦ ταπεινοῦ ἐπισκόπου Λιτῆς καί Ρενδίνης Δαμασκηνοῦ».
8. «Προγνωστικά σημεῖα περί βροχῆς, ἀνέμου, ἐκ τῶν ἀστέρων, καί ἐκ τῆς σελήνης ἐκ διαφόρων ποιητῶν καί διδασκάλων, ποίημα κυροῦ Δαμασκηνοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἄρτης». (Σώζεται στόν κώδικα 1325 τῆς Μ. Λαύρας καί ἴσως εἶναι τό τελευταῖο ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ).
9. Ἐπιστολές. Ὁ Μ. Ἰ. Γεδεών δημοσίευσε 14 ἐπιστολές τοῦ Δαμασκηνοῦ στήν «Ἐκκλησιαστική  Ἀλήθεια» Κωνσταντινου-πόλεως. Ὅλες εἶναι γραμμένες σέ ὡραία ἀττική διάλεκτο.

Εργογραφία
________________________________________
• Παραίνεσις προς τους θέλοντας σωθήναι μοναχούς, Βενετία, 1565 (;)
• Λόγος πεζή τη φράση εις τον Δεκάλογον του Μωυσέως, Βενετία, 1630
• Θησαυρός Δαμασκηνού υποδιακόνου και στουδίτου του Θεσσαλονικέως
• Μερική διάγνωσις εκ των παλαιών φιλοσόφων περί φύσεως και ιδιωμάτων τινών ζώων (Φυσιολόγιον)
• Στίχοι ηρωελεγείοι εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου
• Προγνωστικά σημεία περί βροχής, ανέμου εκ των αστέρων και εκ της σελήνης διαφόρων ποιητών και διδασκάλων
• Κωμωδιάλογος Δαμασκηνού Ρεντίνης κατά αρχιερέων
• Κατάλογος χρονολογικός των πατριαρχών Κωνσταντινούπολης μέχρις Ιερεμίου
• Χρονογράφος
• Ομηρόκεντρα

1 σχόλιο:

fdathanasiou είπε...

Οι ιστορικές πληροφορίες που υπάρχουν μας λένε ότι ο Άγιος Δαμασκηνός Στουδίτης τάφηκε μάλλον στην Άρτα,που ήταν τότε η έδρα της μητροπόλεως, σε άγνωστο χώρο.