Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης μάς εξηγεί, ότι ο Θεός δεν είναι
αντικείμενο, για να εξιχνιάσουμε την ουσία του, όπως
κάνουμε για ένα φυσικό αντικείμενο χρησιμοποιώντας
κάποια όργανα. Ο Θεός δεν αποκαλύπτεται σε "τηλεσκόπια",
αλλά στην καθαρή καρδιά.
π. Ι. Ρωμανίδης
«Τώρα
λέμε "μια ουσία". Γίνεται τώρα, αφού δεν ξέρουμε από
πίσω από την δόξα; Έχουμε εμπειρία της δόξης του Πατρός
και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ξέρουμε ότι ο Θεός
είναι μια θεότης, μία ενέργεια κλπ. Εδώ υπάρχει ένα
πρόβλημα.
Σήμερα,
οι Δυτικοί και οι δικοί μας, ίσως, διαβάζοντας τον Μέγα
Αθανάσιο, δεν μπορούν να βρουν πουθενά να μιλάει για μια
ουσία, αλλά για τρεις υποστάσεις και λέει: "υπόσταση,
ήτοι ουσία". Και είναι αυτό το μεγάλο λάθος, που λέει
κάποιος σήμερα, ότι ο Μ. Αθανάσιος ταυτίζει την ουσία με
την υπόσταση. Ο Αθανάσιος, όμως, γιατί απέφευγε να
μιλάει για μια ουσία; Γιατί δεν γνωρίζουμε την ουσία του
Θεού.
Ο
άνθρωπος δεν έχει πείρα της ουσίας του Θεού. Έχει πείρα
όμως της δόξης, της θεότητος, γιατί στον Αθανάσιο
θεότητα σημαίνει δόξα και ενέργεια· σημαίνει ουσία η
θεότητα, στην Αντιοχειανή παράδοση. Στον Ευστάθιο
Αντιόχειας συναντούμε πρώτη φορά να ταυτίζεται η θεότητα
με την ουσία, το όνομα "ουσία" να σημαίνει και θεότητα.
Και το όνομα "Θεός" να είναι και όνομα της ουσίας. Αυτό
είναι μια Αντιοχειανή ιδιοτυπία. Μετά εμφανίζεται και σε
ορισμένους Δυτικούς.
Στην
Αλεξάνδρεια και Καππαδοκία απέφευγαν να ονομάζουν την
ουσία του Θεού, διότι η ουσία του Θεού είναι και
αμέτοχος και άγνωστος και ακατάληπτος και ποτέ δεν θα
την γνωρίσουμε.
Ούτε οι
άγγελοι γνωρίζουν. Οπότε, και να δώσουμε όνομα σε κάτι
που δεν γνωρίζουμε, είναι μια άστοχη ενέργεια».
Έτσι, οι
Πατέρες την ουσία την ονομάζουν άγνωστη και αμέθεκτη,
αφού δεν μπορούν να αποκτήσουν ούτε γνώση ούτε μέθεξη
αυτής, εν αντιθέσει με την ενέργεια του Θεού που είναι
και γνωστή και μεθεκτή.
«Για τους
Πατέρες της Εκκλησίας η ουσία του Θεού είναι άγνωστη σε
όλα τα κτίσματα, συμπεριλαμβανομένων και των αγγέλων. Η
ουσία του Θεού είναι γνωστή μόνο στον Θεό, όχι τώρα,
άλλα και στους αιώνες των αιώνων, θα είναι μόνο στον Θεό
γνωστή η ουσία Του. Τα κτίσματα δεν μετέχουν της ουσίας
του Θεού, αλλά μετέχουν μερικών ενεργειών του Θεού.
Πώς
μετέχουν; Όχι δια της νοήσεως, της εγκεφαλικής μετοχής.
Δεν υπάρχει εγκεφαλική μέθεξη, δηλαδή δια του
φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά υπάρχει η μέθεξη δια της
καθάρσεως της καρδιάς και του φωτισμού της καρδιάς.
Χωρίς κάθαρση της καρδιάς και φωτισμό της καρδιάς δεν
υπάρχει μέθεξη στην άκτιστη ενέργεια του Θεού και ούτε
γνώση υπάρχει. Γι' αυτό και ένας φιλόσοφος δεν μπορεί να
γνωρίζει τις ενέργειες του Θεού. Μόνο ένας που περνάει
από τα στάδια της τελειώσεως μπορεί να γνωρίσει μερικές
από τις ενέργειες του Θεού. Όταν φθάσει κανείς στον
φωτισμό, παίρνει και το χάρισμα της διακρίσεως των
πνευμάτων».
Αυτός
είναι ο λόγος που οι Πατέρες στις μεν ενέργειες του
Θεού, των οποίων μετέχουν, δίνουν διάφορα ονόματα,
ανάλογα με το αποτέλεσμα που δημιουργούν, ήτοι, αγάπη,
δικαιοσύνη, φιλανθρωπία, ειρήνη, κλπ, στην δε ουσία δεν
δίνουν ονόματα, αφού την θεωρούν ανώνυμη. Και αυτό το
κάνουν πάλι από την εμπειρία τους και όχι από
φιλοσοφικές επιρροές ή στοχασμό.
«Και
εκείνο που δεν εμπίπτει στην εμπειρία του ανθρώπου, δεν
μπορεί να δώσει όνομα σ’ αυτό το πράγμα. Εφ' όσον η
ενέργεια είναι εκείνη που εμπίπτει στην εμπειρία του
ανθρώπου, όλα τα ονόματα που δίδονται στον Θεό, ποτέ δεν
δίδονται στην ουσία. Και, αφού η ουσία είναι ουσιοποιός
δύναμη, αυτό που λέμε εμείς ουσία, στην προηγούμενη
περίοδο γίνεται υπερούσιος κρυφιότης».
Μερικοί,
αυτή την διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού
την χαρακτηρίζουν ως αποφατική και καταφατική θεολογία,
δηλαδή την μέθεξη της ενεργείας του Θεού την θεωρούν ως
καταφατική θεολογία, ενώ την αμέθεκτη και άγνωστη ουσία
την ονομάζουν αποφατική θεολογία. Όμως, στην πατερική
παράδοση και το γνωστόν του Θεού γίνεται κατανοητό
υπερνοητώς, δηλαδή γίνεται με την κάθαρση της καρδιάς
και όχι με την ενασχόληση της λογικής-νοησιαρχίας. Η
μέθεξη και γνώση του Θεού είναι διαφορετική από την
γνώση των κτισμάτων, που γίνεται με την λογική
επεξεργασία.
«Επικράτησε στην Ελλάδα, με την ενασχόληση πολλών περί
αποφατικής και καταφατικής θεολογίας, να συνδεθεί η
διάκριση αυτή με την διάκριση μεταξύ ουσίας και
ενεργείας. Οπότε, η καταφατική θεολογία αναφέρεται στις
ενέργειες του Θεού και νομίζουν ότι η αποφατική
αναφέρεται στην ουσία του Θεού, επειδή η ουσία του Θεού
μένει πάντοτε άγνωστη στον άνθρωπο και γνωστές γίνονται
οι ενέργειες του Θεού.
Βέβαια,
αυτήν την γλώσσα χρησιμοποιούν οι Πατέρες, το "άγνωστο"
και το "γνωστό". Το γνωστό του Θεού είναι οι ενέργειες
του Θεού, αλλά οι Πατέρες, όταν μιλάνε για το γνωστό του
Θεού, δεν εννοούν το νοησιαρχικά γνωστό, εννοούν το
μεθεκτό, δηλαδή εννοούν ότι η ουσία είναι αμέθεκτος και
μεθεκτή είναι η ενέργεια. Αυτό εννοούν, ότι το μεθεκτό
είναι το γνωστό και το αμέθεκτο είναι το άγνωστο.
Τώρα,
όταν ο άνθρωπος φθάσει στην μέθεξη της δόξης του Θεού ή
της Θείας Ενεργείας, γνωρίζει τον Θεό, αλλά υπερνοητώς,
όχι νοησιαρχικώς, δηλαδή η γνώση αυτή υπερβαίνει τα
νοήματα και τα ρήματα και επανερχόμεθα πάντοτε σε αυτό
που λέγει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος -είναι η καλύτερη
έκφραση αυτής της παραδόσεως- το "Θεόν φράσαι αδύνατον
νοήσαι αδυνατώτερον". Αυτό δεν αναφέρεται μόνο στην
ουσία του Θεού, αναφέρεται και στις ενέργειες του Θεού.
Ο άνθρωπος έχει μέθεξη στην ενέργεια του Θεού. Η μέθεξη
είναι δύο ειδών, εξ απόψεως σωτηρίας τουλάχιστον, είναι
ο φωτισμός, που προσεύχεται το Άγιο Πνεύμα μέσα στην
καρδιά του ανθρώπου, αυτό λέγεται φωτισμός, αλλά μετά
και η θέωση-δοξασμός.
Στην
εμπειρία της Θεώσεως όχι μόνον καταργούνται τα νοήματα,
αλλά η προσευχή η ίδια καταργείται, δεν υπάρχει προσευχή
στην εμπειρία της Θεώσεως, υπάρχει ο ίδιος ο Θεός,
δηλαδή, ο οποίος ο ίδιος ο Θεός μεθεκτός ων είναι μόνον
κατά την ενέργεια ούτως ή άλλως. Μόνον η ενέργεια είναι
μεθεκτή, και αυτή η ίδια η ενέργεια του Θεού υπερβαίνει
τα νοήματα και τα ρήματα, δεν υπάρχουν νοήματα και
ρήματα περί ενεργειών του Θεού. Εμείς χρησιμοποιούμε
αυτά τα ρήματα και τα νοήματα, όχι για να καταλάβουμε
τον Θεό, αλλά για να ενωθούμε με τον Θεό. Άλλο το ένα,
άλλο το άλλο. Όταν ο άνθρωπος ενωθεί με τον Θεό, ο Θεός
όχι μόνο στην ουσία Του, αλλά και στις ενέργειές Του
μένει άγνωστος, δηλαδή μένει μυστήριο και άγνωστος στον
άνθρωπο, εξ επόψεως φιλοσοφικής άγνωστος, γνωστός στην
εμπειρία της Θεώσεως.
Και τα
νοήματα βέβαια χρησιμοποιούνται στην εμπειρία του
φωτισμού, γιατί ο ίδιος ο φωτισμός του ανθρώπου
αποτελείται από ρήματα και νοήματα. Διότι η προσευχή
είναι ρήματα και νοήματα».
Καίτοι οι
Πατέρες, για να διατυπώσουν αυτό το άγνωστο που δεν
βλέπουν και κρύβεται «πίσω» από την δόξα-ενέργεια, το
ονομάζουν ουσία, εν τούτοις αυτή η λέξη «ουσία» δεν
είναι καταφατική, κάτι που γνωρίζουμε, κάτι που έχει
σχέση με τις ουσίες του κτιστού κόσμου τις οποίες
γνωρίζουμε, γι' αυτό ονόμαζαν την ουσία «υπερούσιο
κρυφιότητα» και την ενέργεια «ουσιώδη ενέργεια». Καίτοι
υπάρχει διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας, εν τούτοις
αυτή η διάκριση δεν είναι υπαρκτή, αφού υπάρχει σχέση
μεταξύ ουσίας και ενεργείας και η ενέργεια λέγεται
ουσιώδης ενέργεια, αλλά αυτό γίνεται από δική μας πείρα,
αφού εμείς μπορούμε να μετέχουμε της ενεργείας-δόξας του
Θεού και όχι της ουσίας Του.
«Η ουσία
των Καππαδοκών Πατέρων σημαίνει "υπερούσιος κρυφιότης"
όπως είναι και στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη».
Πηγή:
"Εμπειρική Δογματική τής
Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π.
Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ.
Βλασίου Ιεροθέου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου