H Κρατική Οπερα της Βαυαρίας, στο Μόναχο, έχει παράδοση στις όπερες του Μότσαρτ και του Ρίχαρντ Στράους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να ανεβάσει πλην του γερμανικού ρεπερτορίου, ιταλικές όπερες ή γαλλικές. H περίοδος πριν από τον Μότσαρτ και τον Χάιντν, της ήταν λίγο πολύ άγνωστη. Φαίνεται όμως πως όχι πια. Με έξι όπερες του Χέντελ και δύο του Μοντεβέρντι στο ρεπερτόριο της ερχόμενης σεζόν, δείχνει να επεκτείνεται, μεθοδικά και οργανωμένα, στην εποχή του μπαρόκ.
Ενας από τους δημοφιλέστερους συνθέτες της όπερας μπαρόκ ο Φραντσέσκο Καβάλι, ουδέποτε την είχε σοβαρά απασχολήσει έως τώρα. Και όμως πρόκειται για έναν συνθέτη που από νωρίς είχε επισύρει την προσοχή των λυρικών θιάσων που αρέσκονται στην αναβίωση παλαιών έργων. Από την άποψη του στυλ, εύκολα καταλαβαίνει κανείς, καθώς γράφει ο Τζορτζ Λούμις στην «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν», γιατί οι όπερες του Καβάλι είναι τόσο δημοφιλείς. Πορεύονται στον δρόμο που άνοιξε με τόση επιτυχία, ο Μοντεβέρντι και δίχως να καινοτομούν οφθαλμοφανώς, χρησιμοποιούν επιδεξιότητα τα διδάγματά του. Προσφέρουν δηλαδή πολύ ψυχαγωγικά θεάματα που στον καιρό τους στα δημόσια θέατρα της Βενετίας για τα οποία και ήταν γραμμένα, είχαν πολύ μεγάλη επιτυχία, καλλιτεχνική και εισπρακτική.
Ως προς το εισπρακτικό μέρος ο Καβάλι δεν γνώριζε εμπόδια, προκειμένου να γεμίσει το θέατρο. Προσέφερε δράματα με ωραίο θέαμα, ωραία μουσική και απρόσκοπτη ροή. H πλοκή περιέχει χαρακτήρες δραματικούς και κωμικούς, οι εναλλαγές ανάμεσα στα δύο, το σοβαρό και το κωμικό είναι συχνές και η προσθήκη, κατά διαστήματα, αγοραίας γλώσσας προσδίνει μια επιπλέον τολμηρή διάσταση -κάτι που ο Μοντεβέρντι δεν είχε τολμήσει. Στην όπερα «Ιάσων» ο Καβάλι δεν διστάζει να ξεδιπλώσει στην ιστορία του Ιάσονα και της Μήδειας, με έναν τρόπο κωμικοτραγικό.
Και η πρόσφατη αναβίωση της όπερας του Καβάλι «Καλλιστώ» από την Κρατική Οπερα της Βαυαρίας, απέδειξε ότι πρόκειται για ένα πολύ ευχάριστο θέαμα με ωραία μουσική. O σκηνοθέτης Ντέιβιντ Αλντεν σχεδόν αβίαστα έφερε στην επιφάνεια το χιούμορ της ιστορίας του Δία που ποθεί τη νύμφη Καλλιστώ, την οποία η Ηρα από τη ζήλεια της μεταμορφώνει σε αρκούδα. O σκηνογράφος Πολ Στάινμπεργκ έστησε ένα σκηνικό που από τη μια θυμίζει παρθένα ζούγκλα σαν εκείνη που ζωγράφισε ο Ρουσό και από την άλλη λόμπι ξενοδοχείου. Τα κοστούμια στην ίδια γραμμή άλλοτε θυμίζουν τον θεό Πάνα της άγριας φύσης και άλλοτε τις ενδυμασίες στελεχών πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Παρά την ευφροσύνη όμως -ακόμη και η παρθένα Αρτεμις έχει ένα ερωτικό επεισόδιο με τον ωραίο βοσκό Ενδυμίωνα- ένα απαισιόδοξο αίσθημα διατρέχει την παράσταση. H Ηρα είναι μια αυταρχική δέσποινα που μεταχειρίζεται σαν άθυρμα την Καλλιστώ και στο τέλος δεν είναι ο έρωτας αυτός που θριαμβεύει, αλλά η αδυσώπητη ανάγκη οι θεοί να παραμείνουν θεοί και οι άνθρωποι, άνθρωποι. Αυτό που έχει σημασία, όμως, για τη διαγραφή του σύγχρονου λυρικού τοπίου είναι ότι η Κρατική Οπερα της Βαυαρίας αποδεικνύεται πως κατέχει μια σημαντική θέση στον τόσο γόνιμο χώρο της αναβίωσης της όπερας μπαρόκ. Και αν κάποιος μπορεί να ξεχωρίσει απ' όλο το αξιοζήλευτο καστ της παράστασης, είναι ο μαέστρος Αϊβορ Μπόλτον, που είναι άλλωστε και από τους στυλοβάτες της προσπάθειας τούτης της Κρατικής Οπερας της Βαυαρίας.
Το παίξιμο της ορχήστρας της Κρατικής Οπερας της Βαυαρίας που είναι η πρώτη φορά που παίζει με όργανα εποχής, αποζημιώνει για τις όποιες αστοχίες της μουσικής έκδοσης που χρησιμοποιείται στην παράσταση, μη υστερώντας, στην πρώτη της τούτη προσπάθεια, από τα σύνολα τα ειδικευμένα στη μουσική μπαρόκ.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου