Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

Τά σχολεῖα τοῦ ἀποδήμου ἑλληνισμοῦ στήν Μ. Βρεττανία

Θεώνης Α. Τασσοπούλου MEd, FIfL.
Γιά τήν Ὁμογένεια ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη καί ἡ Ἑλληνική πολιτιστική κληρονομιά ἀποτελοῦν τά θεμέλια τῆς θρησκευτικῆς, ἐθνικῆς καί πολιτισμικῆς της ταυτότητος. Γιά τήν διατήρηση καί ἀξιοποίηση αὐτῶν τῶν στοιχείων, ὁ ρόλος τῶν ὁμογενειακῶν Κοινοτήτων, Ναῶν καί Σχολείων εἶναι καθοριστικός.
Στήν Μ. Βρεττανία ὑπάρχουν 114 Ἑλληνικές Κοινότητες. Πυρήνας τῆς κάθε Κοινότητος εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία σέ μερικές περιπτώσεις στεγάζεται σέ ἰδιόκτητο κτίριο καί τίς περισσότερες σέ κτίριο μισθωμένο ἤ παραχωρημένο ἀπό φορεῖς τῆς Βρεττανικῆς Τοπικῆς Αὐτοδιοικήσεως ἤ τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας. Ἀνέκαθεν ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε πρωτεργάτης στήν διαφύλαξη τῶν ἑλληνορθοδόξων ἀξιῶν, τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Αὐτή ἡ παράδοση συνεχίζεται μέχρι σήμερα μέ τήν μετάδοση αὐτῶν τῶν στοιχείων στήν νέα γενιά, μέσῳ τῶν παροικιακῶν σχολείων.
Στήν εὐρύτερη περιοχή τοῦ Λονδίνου λειτουργοῦν τρία ἡμερήσια σχολεῖα δωρεάν φοιτήσεως: ἡ ὁμολογιακή ὀρθόδοξος δημοτική ἀγγλο-ἑλληνική Ἀκαδημία «ὁ Ἅγιος Κυπριανός», τό «Ἑλληνικόν Σχολεῖον Λονδίνου» (Νηπιαγωγεῖο, Δημοτικό, Γυμνάσιο καί Λύκειο), τό ὁποῖο συντηρεῖται ἀπό τό Ἑλληνικό κράτος καί εἶναι ἰσότιμο μέ τά ἀντίστοιχα Ἱδρύματα  τῆς Ἑλλάδος καί τό δευτεροβάθμιο «St Andrew the Apostle Greek Orthodox School», τό ὁποῖο δραστηριοποιεῖται ὡς «ἐλεύθερο» σχολεῖο καί χρηματοδοτεῖται ἀπό τό Βρεττανικό κράτος. Ὑπάρχουν ἐπίσης 71 σχολεῖα πού λειτουργοῦν γιά λίγες ὧρες κάθε ἑβδομάδα (συνήθως ἕνα βράδυ ἤ τό Σάββατο), 59 ἐκ τῶν ὁποίων ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Κεντρικοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ Συμβουλίου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς (ΚΕΣ) καί 12 ὡς ἀνεξάρτητα.

Ορθόδοξος Καθεδρικός Ναός Αγίας Σοφίας Λονδίνου
Πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, τό ἔργο ὅλων τῶν σχολείων συντονίζεται ἀπό τόν Ἑνιαῖο Φορέα Ἑλληνικῆς Παροικιακῆς Ἐκπαιδεύσεως (Ε.Φ.Ε.Π.Ε.), τοῦ ὁποίου πρόεδρος εἶναι ὁ ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπος καί μέλη οἱ ὁμογενειακοί φορεῖς ἐκπαιδεύσεως, δηλαδή τό Κεντρικό Ἐκπαιδευτικό Συμβούλιο (ΚΕΣ), ἡ Ὁμοσπονδία Ἐκπαιδευτικῶν Συλλόγων Ἑλλήνων Κυπρίων Ἀγγλίας (ΟΕΣΕΚΑ), τά Ἀνεξάρτητα Ἑλληνικά Σχολεῖα Ἀγγλίας (ΑΕΣΑ) καί ἐκπαιδευτικοί Σύμβουλοι ἀπό τά Ὑπουργεῖα Παιδείας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου. Τό κάθε σχολεῖο διοικεῖται δημοκρατικά ἀπό κοινοτική ἐπιτροπή καί εἶναι αὐτοσυντήρητο, ὥστε νά ἐξασφαλίζεται ἡ ἀπρόσκοπτη λειτουργία του διά τῶν ἰδίων πόρων. Ὅλα τά σχολεῖα εἶναι μή κερδοσκοπικοί ὀργανισμοί, οἱ ὁποῖοι στηρίζονται οἰκονομικά σέ δωρεές μελῶν, σέ ἔσοδα ἀπό διάφορες ἐκδηλώσεις, σέ ἐλάχιστες περιπτώσεις σέ ἐπιδόματα πού παραχωρεῖ τό Βρεττανικό κράτος σέ ἐθνικές μειονότητες καί σέ δίδακτρα, τά ὁποῖα πληρώνουν οἱ γονεῖς ἐφ᾿ ὅσον ἔχουν τήν δυνατότητα.
Σημαντική ἐπίσης εἶναι ἡ ἠθική καί ὑλική προσφορά τῶν Κυβερνήσεων τῆς Κύπρου καί τῆς Ἑλλάδος μέ τήν παροχή βιβλίων, διδακτικοῦ ὑλικοῦ, ἐκπαιδευτικῶν συμβούλων καί δασκάλων, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται ἀπό τίς χῶρες τους μέ ἀπόσπαση γιά νὰ διδάξουν τά παιδιά τῆς ὁμογενείας. Τό 2014 ἡ παροικία δέχτηκε 28 μονίμους δασκάλους ἀπό τήν Κύπρο, 5 ἀπό τήν Ἑλλάδα καί 170 ὡρομισθίους ἀπό τήν Κυπριακή Ἀποστολή. Οἱ ὑπόλοιπες διδακτικές θέσεις καλύπτονται ἀπό ντόπιους ἐκπαιδευτικούς ἤ γνῶστες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας πού ἔχουν παρακολουθήσει εἰδικά Σεμινάρια πού προσφέρονται δωρεάν ἀπό τό Ἐπιμορφωτικό Ἰνστιτοῦτο Δασκάλων τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς.
Τά παιδιά πού παρακολουθοῦν τά ἑλληνικά σχολεῖα εἶναι ἀπόγονοι Ἑλλήνων ἤ Ἑλληνοκυπρίων μεταναστῶν καί πολλές φορές εἶναι δεύτερη ἤ τρίτη γενιά πού ζοῦν στήν Μ. Βρεττανία. Σέ ἀρκετές περιπτώσεις ἕνας ἀπό τούς γονεῖς ἔχει ἑλληνικές ἤ ἑλληνοκυπριακές ρίζες, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἔχει διαφορετική ἐθνικότητα. Ἐπίσης στά σχολεῖα ἐκπαιδεύονται παιδιά τῶν ὁποίων οἱ γονεῖς βρίσκονται προσωρινά στήν Μ. Βρεττανία, λόγῳ ἐπαγγελματικῶν ὑποχρεώσεων. Τά παραπάνω ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα οἱ περισσότερες τάξεις νά εἶναι ἀνομοιογενεῖς ὡς πρός τό γλωσσικό ἐπίπεδο τῶν μαθητῶν. Παράλληλα ἀντιξοότητες ὅπως ἡ ἀπόσταση μεταξύ τοῦ τόπου κατοικίας τοῦ μαθητῆ καί τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου, ἡ χρήση αἰθουσῶν πού δέν εἶναι κατάλληλα διαμορφωμένες γιά σχολικές δραστηριότητες, καθώς καί τό γεγονός ὅτι τά παιδιά παρακολουθοῦν τό ἑλληνικό σχολεῖο ἀφοῦ ἤδη ἔχουν παρακολουθήσει τό ὁλοήμερο Βρεττανικό, μειώνουν τόν βαθμό συγκεντρώσεως καί ἀποδόσεως τῶν μαθητῶν (Papaphotis 1984). Παρ᾿ ὅλα αὐτά οἱ ἀξιέπαινες προσπάθειες τῶν παιδιῶν, τῶν γονέων, τῶν δασκάλων καί τῶν ἱερέων πού στηρίζουν ἠθικά τό σπουδαῖο ἔργο τῶν σχολείων ἀποδίδουν θεμιτά ἀποτελέσματα, δηλαδή τήν γνωριμία τοῦ παιδιοῦ μέ τίς ρίζες του καί τήν διατήρηση καί διάδοση τῶν Ἑλληνορθοδόξων ἀξιῶν, τῆς γλώσσας καί τοῦ πολιτισμοῦ μας.
Ἀξίζει νά σημειωθῆ ὅτι παρ᾿ ὅλο πού δίνεται ἔμφαση στήν ἐκμάθηση τῆς γλώσσας, τά μαθήματα δέν ἐπικεντρώνονται μόνο σέ αὐτό, ἀλλά καί σέ ἄλλα βασικά συστατικά τῆς Ἑλληνορθοδόξου πολιτισμικῆς ταυτότητος. Συγκεκριμένα διδάσκονται ἡ ὀρθόδοξη πίστη, ἡ ἑλληνική ἱστορία, γεωγραφία, παραδοσιακοί χοροί, ἤθη καί ἔθιμα. Ὁ περιορισμένος χρόνος τῆς λειτουργίας τοῦ σχολείου δέν ἐπιτρέπει τήν σέ βάθος ἐκμάθηση τῶν ἀνωτέρω, ἀλλά περιστασιακή ἐνσωμάτωσή τους στό πρόγραμμα. Παράλληλα γίνονται προσπάθειες οἱ μαθητές νά ἀποδεχτοῦν τήν ἑλληνικότητά τους ὡς ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ταυτότητός τους ὡς ἄτομα πού ζοῦν καί συμμετέχουν ἐνεργά καί παραγωγικά στήν κοινωνία τῆς Μ. Βρεττανίας.
Τά Νέα Ἑλληνικά ἀναγνωρίζονται ὡς διδακτέα ὕλη ἀπό τό Βρεττανικό Ὑπουργεῖο Παιδείας. Συγκεκριμένα τήν τελευταία χρονιά τῆς ὑποχρεωτικῆς φοιτήσεως στό Βρεττανικό σχολεῖο, δηλαδή, σέ ἡλικία τῶν 16 ἐτῶν τό παιδί μπορεῖ νά ὁρίση τά Νέα Ἑλληνικά ὡς ἕνα ἀπό τά μαθήματα ἐπιλογῆς καί νά πάρη τό πιστοποιητικό ἐπάρκειας σέ ἐπίπεδο General Certificate of Secondary Education (GCSE). Ἡ ἔρευνα ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἡ ἐκμάθηση μίας δεύτερης γλώσσας εἶναι παιδαγωγικά ὠφέλιμη, γιατί καλλιεργεῖ τήν ἱκανότητα ἀναλυτικῆς σκέψεως καί βοηθάει τά παιδιά νά ἐξοικειώνωνται μέ ταχύτητα καί εὐκολία μέ τήν δομή καί τό νόημα προτάσεων καί στίς δύο γλῶσσες (Zeev 1977; Worrall 1972; Bialystok 1990; Yelland et. al. 1993 in Cook 2001, Brown 2007).
Οἱ Βρεττανοί ἐκτιμοῦν ἀφάνταστα τόν ἀνθρωπιστικό καί ἀνθρωποκεντρικό χαρακτήρα τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ἐπειδή θεωροῦν τήν διδασκαλία αὐτῶν τῶν ἀξιῶν ὡς παραγωγική ἐπένδυση μέ μακροχρόνιες θετικές ἐπιδράσεις στήν κοινωνία τους, τό πρόγραμμα διδασκαλίας τῆς πρωτοβάθμιας, καθώς καί τῆς δευτεροβάθμιας ἐκπαιδεύσεώς τους συμπεριλαμβάνει στοιχεῖα τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γραμματείας. Πολλές φορές, δάσκαλοι τῶν Ὁμογενειακῶν σχολείων ἐπισκέπτονται Βρεττανικά σχολεῖα τῶν περιοχῶν τους μέ σκοπό νά μιλήσουν στά παιδιά γιά τόν ἑλληνικό πολιτισμό καί τήν γλῶσσα. Μάλιστα σέ μερικά πειραματικά καί ἰδιωτικά σχολεῖα, τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά περιλαμβάνονται στήν διδακτέα ὕλη.
Περαιτέρω ἡ Βρεττανία εἶναι πολυπολιτισμική χώρα καί γι᾿ αὐτό μέρος τῆς πολιτικῆς της εἶναι νά ἐνθαρρύνη τήν διαπολιτισμική ἐκπαίδευση τῶν κατοίκων της (Andreouli 2013). Σκοπός αὐτῆς τῆς ἐνέργειας δέν εἶναι ἡ ἐξομάλυνση τῶν διαφορῶν μεταξύ τῶν πολιτισμῶν καί ἡ ἀφομοίωση τῶν μειονοτήτων στό σύστημα τῆς χώρας, ἀλλά ἡ ἀναγνώριση αὐτῶν τῶν διαφορῶν καί ἡ δημιουργία προϋποθέσεων, ὥστε νά ἐντάσσεται ἁρμονικά ἡ κάθε μειονότητα στήν Βρεττανική κοινωνία, κρατώντας μέν τά πολιτιστικά χαρακτηριστικά της, σεβόμενη δέ τόν ὑπόλοιπο πληθυσμό χωρίς προκαταλήψεις καί ρατσιστικές τάσεις (Andreouli 2013). Τό ἑλληνικό σχολεῖο συντελεῖ σέ αὐτό, γιατί ἐνῶ καλλιεργεῖ καί ἐνδυναμώνει τήν ἑλληνορθόδοξη πολιτισμική ταυτότητα τῶν παιδιῶν, παράλληλα γίνεται παράγοντας πολιτιστικός καί εὐεργετικός στήν περιοχή του. Ἐπίσης τά βοηθάει νά αὐξήσουν τήν αὐτοπεποίθησή τους γνωρίζοντας ὅτι γίνονται ἀπόλυτα ἀποδεκτά ἀπό τήν κοινωνία πού ζοῦν ὡς Ἑλληνορθόδοξοι Βρεττανοί, Ἕλληνες ἤ Εὐρωπαῖοι πολῖτες.
Ἡ γνωριμία μέ τήν ἑλληνική γλῶσσα καί τόν πολιτισμό ἀποτελοῦν αὐτοτελῆ πνευματικό πλοῦτο γιά ὅποιους γίνονται κοινωνοί καί μέτοχοι. Ἐκτός ἀπό τήν Βρεττανία, ἡ ὁποία αὐξάνει τό δυναμικό της σέ ἀνθρώπους πού μιλοῦν ἄπταιστα μία δεύτερη γλῶσσα καί ἐξομαλύνει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν στό ἔδαφός της, ἰσχυροποιεῖ τήν Ἑλλάδα καί τήν Κύπρο στό ἐξωτερικό καί ἐνισχύει τόν σύνδεσμο μεταξύ τῆς Βρεττανίας καί τῶν ἑλληνοφώνων χωρῶν (Papaphotis 1984).
Γιά τούς Ἕλληνες τῆς Βρεττανίας ἡ Ὁμογενειακή παιδεία εἶναι εὐεργετική, γιατί πληροφορεῖ τήν αἴσθηση τοῦ «ἀνήκειν» σέ μία ἐθνική ὁμάδα πού μέ τήν σειρά της προάγει τήν αὐτοαντίληψη, αὐτοπροσδιορισμό καί αὐτοεκτίμηση τοῦ ἀτόμου καί ἐλαττώνει τό αἴσθημα ἀποξενώσεως. Περαιτέρω συντελεῖ στήν ἐνδυνάμωση τῆς ἑλληνικότητός τους, αὐξάνει τόν βαθμό κατανοήσεως τῆς νοοτροπίας τῶν γονέων καί συγγενῶν τους, διευκολύνει τήν ἐπικοινωνία τους μέ ἄλλους ὅταν βρίσκωνται στήν Ἑλλάδα ἤ τήν Κύπρο, συμβάλλει στήν γενική τους παιδεία καί σέ περιπτώσεις παλιννοστήσεως ὁμαλοποιεῖ τήν προσαρμογή στά νέα δεδομένα. Παράλληλα καταργεῖ τήν ἀβεβαιότητα γιά τό ποῦ ἀνήκουν πολιτισμικά, περιορίζει τόν «πολιτισμικό κλονισμό» πού συνήθως προέρχεται ἀπό ἀμφίδρομες ἐπαφές μεταξύ διαφορετικῶν κοινωνικῶν ὁμάδων, ἐναρμονίζει τίς διατομικές καί διομαδικές σχέσεις.
Γιά τούς ἀποδήμους Ἕλληνες ἡ ἑλληνική πολιτισμική ταυτότητα εἶναι ἕνα νέο, λειτουργικά ἐνσωματωμένο συστατικό τῆς πολυπολιτισμικῆς κοινωνίας στήν ὁποία ζοῦν. Παράλληλα ὁ ἀνθρωποκεντρικός χαρακτήρας τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἐκτιμᾶται διεθνῶς, ἐπειδή ἑνώνει τούς λαούς καί ἀντιτάσσεται στίς ἀνισότητες καί τίς καταπατήσεις τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Ὡστόσο ἡ πολιτισμική ταυτότητα δέν εἶναι κάτι στατικό, ἀλλά μία δυναμικοῦ καί ρευστοῦ χαρακτήρα κοινωνική κατασκευή πού ἐπηρεάζεται σημαντικά ἀπό τά ἐρεθίσματα πού δέχεται καί ἀναλόγως ἐξελίσσεται (Phinney et.al 2001). Συμπερασματικά ἡ ἑλληνική παροικιακή παιδεία ἀποσκοπεῖ στήν ἐνίσχυση τῶν ἐρεθισμάτων πού ἐνδυναμώνουν, καλλιεργοῦν καί προωθοῦν τήν ἑλληνική πολιτισμική ταυτότητα τῆς νέας γενιᾶς, μέσῳ τῆς κοινωνικοποιήσεώς της στήν παροικία, τῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τῆς γλώσσας, τῆς ἱστορίας, τῆς παραδόσεως τῶν ἠθῶν καί τῶν ἐθίμων. Ἡ προσφορά τῶν ἐκπαιδευτικῶν φορέων, τῶν δασκάλων καί τῆς Κοινότητος εἶναι καθοριστική, ἀλλά ἡ συμβολή τῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀνεκτίμητη. 
Ὡς ἐκπαιδευτικός τῆς παροικίας, ἐκφράζω εὐγνωμοσύνη πρός ὅλους ὅσους στήριξαν τήν Ἑλληνική παιδεία στήν Μ. Βρεττανία καί ἰδιαίτερα στόν Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καί Μ. Βρεττανίας κ.κ. Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἦταν καί παραμένει ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος της. Ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ὑπηρεσίας του, τό 1960, ὡς ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Πάντων τοῦ Λονδίνου καί μετέπειτα ὡς Ἐπίσκοπος καί Ἀρχιεπίσκοπος, ἐργάστηκε μέ πίστη καί ὅραμα γιά τήν διατήρηση τῶν Ἑλληνορθοδόξων ἰδεωδῶν. Στίς δεκαετίες τοῦ ᾿60, ᾿70 καί ᾿80, ὅταν ὁ σκοπός τῆς βρεττανικῆς παιδείας ἦταν ἡ ἀφομοίωση τῶν ἐθνικῶν μειονοτήτων στό βρεττανικό κοινωνικό σύστημα, ὁ σθεναρός κληρικός πού πίστευε ἀκράδαντα ὅτι ἡ Ἑλληνικότητα δέν καταργεῖται, ἵδρυσε πολλές Κοινότητες καί Σχολεῖα καί ἄσκησε μεγάλη πίεση στίς τοπικές ἀρχές νά γίνουν πιό ἐλαστικές στό θέμα τῶν ἐθνικῶν μειονοτήτων (Papaphotis 1984). Ἐπίσης παρότρυνε τούς γονεῖς νά στέλνουν τά παιδιά τους στό σχολεῖο, τότε πού μεταξύ τῶν μεταναστῶν κυριαρχοῦσε ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ συμμετοχή στήν ἑλληνική παροικιακή ἐκπαίδευση ἐπιβαρύνει καί ἐπιβραδύνει τήν γενική παιδεία τῶν παιδιῶν, μύθος ὁ ὁποῖος καταρρίφθηκε ἀπό τήν ἐπιστημονική ἔρευνα δεκαετίες μετά (Papaphotis 1984).
Ἡ Ἑλληνική παροικία στήν Μ. Βρεττανία ἦταν καί παραμένει οἰκονομικά ἰσχυρή καί ἀνεξάρτητη. Τά τελευταῖα χρόνια ἔχει ἐνδυναμωθῆ μέ τήν ἄφιξη πολλῶν νέων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως στήν Ἑλλάδα καί τήν Κύπρο μεταναστεύουν σέ αὐτήν τήν φιλόξενη χώρα πρός ἐξεύρεση ἐργασίας καί καλυτέρων συνθηκῶν διαβιώσεως. Αὐτό ἐνισχύει τήν ἑλληνορθόδοξη παρουσία στήν Βρεττανία, ἀλλά ἐπίσης δημιουργεῖ νέες εὐθύνες γιά τήν ἔνταξή τους στήν Ἐκκλησία, στίς κατά τόπους Κοινότητες καί τήν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν τους στό ἑλληνικό σχολεῖο. Τό 2014 ὁ ἀριθμός τῶν παιδιῶν πού ὠφελήθηκαν ἀπό τά ἑλληνικά παροικιακά σχολεῖα ἀνῆλθε σέ περίπου 4.200 καί προβλέπεται νά κινηθῆ ἀνοδικά. Ἡ Ἐκκλησία, οἱ ἐκπαιδευτικοί φορεῖς καί οἱ Κοινότητες, στέκονται στό πλευρό τῶν δασκάλων, τῶν γονέων καί τῶν παιδιῶν, ὥστε τά σχολεῖα νά συνεχίσουν νά λειτουργοῦν παραγωγικά γιά νά ἐπιβιώση ὁ Ἑλληνισμός τῆς Μ. Βρεττανίας, χωρίς νά ἀλλοιωθῆ ἡ ἑλληνορθόδοξη πολιτισμική του ταυτότητα. 
πηγή
Βιβλιογραφία
Andreouli, E. (2013) “Identity and acculturation: The case of naturalised citizens in Britain” in Culture Psychology 2013 19:165 retrieved from http://cap.sagepub.com/content/19/2/165.
Archdiocese of Thyateira and Great Britain (2013) “Year book 2014”, Athens: Athena A.E.
Brown, H.D. (2007) “Principles of Language Learning and Teaching” 5th edition. New York: Pearson Education.
Cook, V. (2001) “Second Language Learning and Language Teaching”, 3rd edition. London: Hodder Headline Group.
Papaphotis, E. (1984) “Educational Initiatives of the Greek Community in Britain”. PhD Thesis, Institute of Education, University of London (1984).
Phinney, J., Horenczyk, G., Liebkind, K., Vedder, P. (2001) “Ethnic Identity, Immigration, and Well ― Being: An International Perspective” in Journal of Social Issues, Vol.57, No.3, 201, pp 493 ― 510.

Δεν υπάρχουν σχόλια: