Τον Ίβο Άντριτς. νομπελίστας ποιητής και συγγραφέας . Γεννήθηκε στο Ντοτς της Βοσνίας. Μετά το θάνατο του πατέρα του, δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα του τον εμπιστεύτηκε σε συγγενείς στο Βίσεγκραντ, στον ποταμό Δρίνο, καθώς ήταν πολύ φτωχή και δεν μπορούσε να τον μεγαλώσει. Εκεί τελείωσε το δημοτικό και έπειτα επέστρεψε στο Σαράγεβο, όπου πήγε γυμνάσιο. Ποιητής στο ξεκίνημα και φοιτητής φιλοσοφίας, πολιτικός κρατούμενος της Αυστρίας στον Πρώτο Παγκόσμιο, αργότερα διπλωμάτης και νομπελίστας λογοτεχνίας το 1961. «Για την επική ορμή με την οποία χαρτογράφησε θέματα και περιέγραψε τις μοίρες των ανθρώπων, αντλώντας από την ιστορία της χώρας του», σύμφωνα με το κείμενο απονομής του Νόμπελ. Ο συγγραφέας δώρησε τα χρήματα του βραβείου για να βελτιωθούν οι βιβλιοθήκες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Ήταν βουνίσιος αλλά αγαπούσε το νερό που ρέει από τους ποταμούς και φτάνει μέχρι την θάλασσα. Αγαπούσε το ίδιο και την Θάλασσα που βρέχει την πατρίδα του. Έλεγε: "Ξεπλύντε το στόμα σας με θαλασσινό νερό! Μέσα του τίποτα δεν σαπίζει και γι’ αυτό είναι πολύτιμο και ιερό σαν γιατρικό, κάτι μαγικό, κάτι σαν την αιωνιότητα που μας περιμένει.."
Σε κάποιες από τις σημειώσεις του έγραψε και μια προτροπή για τους ομότεχνούς του: "Γράφοντας, θα πρέπει ...να νιώθετε πολύ κοντά σ’ όλους τους ανθρώπους κι όλους τους ζωντανούς να τους νιώθετε συγγενείς σας.."
Ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του ήταν το "Γεφύρι του Δρίνου". Γραμμένο το 1945, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι το δημοφιλέστερο και το πιο μεταφρασμένο μέχρι σήμερα έργο της σερβικἠς λογοτεχνίας που εξασφάλισε στον συγγραφέα του, Ίβο Άντριτς, Βόσνιο την καταγωγή αλλά Σέρβο από επιλογή, το βραβείο Νόμπελ του 1961. Στους Έλληνες αναγνώστες το έκανε πρώτη φορά γνωστό, πριν εκδοθεί σε βιβλίο, το εβδομαδιαίο περιοδικό «Ταχυδρόμος» που το δημοσίευε σε συνέχειες. Ο Άντριτς αφηγείται στο έργο του ένα χρονικό τεσσάρων αιώνων γύρω από το γεφύρι που βρίσκεται στη βοσνιακή πόλη Βίσεγκραντ. Στην πραγματικότητα αφηγείται «τι είναι ο άνθρωπος».
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τη φράση: «Οι άνθρωποι θυμούνται και διηγούνται μόνο αυτό που μπορούν να κατανοήσουν και να μετατρέψουν σε μύθο».
Στο Βίσιεγκραντ της Βοσνίας πάνω από τ’ αφρισμένα νερά του ποταμού Δρίνου και ανάμεσα στα απότομα βουνά ξεπετιέται ένα καλοπελεκημένο πέτρινο γεφύρι με έντεκα φαρδιές καμάρες με την Πύλη του, που έχει δυο εξώστες έναν από κάθε μεριά της κεντρικής κολόνας του γεφυριού και το χάνι για να ξεκουράζονται και να κοιμούνται οι ταξιδιώτες και τ’ άλογά τους. Στη δεξιά όχθη βρίσκεται το κεντρικό μέρος της πόλης με την αγορά του και από την άλλη όχθη στην αριστερή πλευρά βρίσκεται το χωριό Μαλούχινο Πόλε που πάει κατά το Σαράγιεβο.
Βεβαίως το κτίσιμο τόσο σπουδαίου γεφυριού δεν ήταν δυνατόν να μη συνδυαστεί με θρύλους και παραδόσεις, που έλεγαν πως ό,τι χτιζόταν το πρωί τη νύχτα γκρεμιζόταν και πως για να τελειώσει έπρεπε ο πρωτομάστορας να βρει δυο νεογέννητα δίδυμα αγόρι και κορίτσι και να τα χτίσει στις μεσιανές κολόνες του γεφυριού.
Το γεφύρι ανέλαβε να το χτίσει ο βεζίρης, Μεχμέτ πασάς, που καταγόταν από εκεί, αλλά οι Τούρκοι τον είχαν πάρει με το παιδομάζωμα. Μπορεί να είχε τουρκέψει, αλλά δεν ξέχασε ποτέ τον τόπο του και πάντα ήθελε να κάνει κάτι καλό γι’ αυτόν. Όμως κι εδώ οι κάτοικοι με τους θρύλους και τα παραμύθια τους δημιούργησαν έναν σπουδαίο ήρωα, Ακρίτα, τον γενναίο και άτρωτο Ράντισαβ, που ήρθε αντιμέτωπος με τον πασά κι αντιστεκόταν στο χτίσιμο. Ήταν τόσο άτρωτος, που ο πασάς μην μπορώντας να τον εξουδετερώσει αναγκάστηκε να εξαγοράσει κάποιον από τους άντρες του Ράντισαβ, όπου με την προδοσία τον έπιασε στον ύπνο και τον έπνιξε.
Βρισκόμαστε στα μέσα του 16ου αιώνα. Το χτίσιμο ξεκινά και διαρκεί πέντε χρόνια όμως μέσα σ’ αυτά τα χρόνια διαδραματίστηκαν πολλά γεγονότα. Χρειάστηκαν πολλοί άνθρωποι να δουλεύουν ασταμάτητα και σχεδόν χωρίς να πληρώνονται, οπότε άρχισαν να σαμποτάρουν το έργο, πότε αφαιρώντας πέτρες από το γεφύρι και πότε εργαλεία. Η τιμωρία ήταν άμεση. Αυτούς που υποψιάζονταν τους αποκεφάλιζαν ή τους παλούκωναν ζωντανούς και τους εξέθεταν στο γεφύρι για να τους βλέπουν όλοι προς παραδειγματισμό. Οι δυσκολίες του χτισίματος ήταν μεγάλες και οι κάτοικοι πίστευαν πως ποτέ δε θα τελείωνε. Οι Τούρκοι του Βίσιεγκραντ σήκωναν τις πλάτες και κουνούσαν με νόημα τα χέρια τους και οι χριστιανοί δε μιλούσαν, κοίταζαν όμως το γιαπί με βαθιά υποψία και εύχονταν να μην πετύχει, μια και ήταν έργο των Τούρκων. Την Τρίτη χρονιά του έργου συνέβη κι ένα πολύ σοβαρό εργατικό ατύχημα. Τη στιγμή που μετακινούσαν ένα αγκωνάρι, μια τεράστια τετράγωνη πέτρα δεμένη με χοντρόσχοινα, για να την τοποθετήσουν στη μεσιανή κολώνα του γεφυριού, ο γερανός δεν μπόρεσε να την αποθέσει στο μέρος που έπρεπε, τη στιγμή εκείνη τα σχοινιά ξέφυγαν και το αγκωνάρι έπεσε πάνω στον βοηθό του μαστρ-Αντώνη και του πλάκωσε όλο το κάτω μέρος του κορμιού του, όπου στο τέλος ξεψύχησε. Παρ’ όλες τις ατυχίες και τα απρόσμενα που συνέβαιναν πάνω στο γεφύρι έφτασε και η πέμπτη χρονιά που επιτέλους άρχισαν να φεύγουν οι σκαλωσιές κι άρχισε να ξεχωρίζει το πραγματικό γεφύρι, φτιαγμένο από την όμορφη πέτρα της Μπάνια. Όταν πραγματικά τέλειωσε, το 1571 μ. Χ., όλοι οι κάτοικοι ένιωσαν περήφανοι γι’ αυτό το έργο και μάλιστα ο Αρίφμπεη έκανε μεγάλη γιορτή για το τέλειωμα του γεφυριού, που κράτησε δυο μέρες με φαγοπότι και όργανα που έπαιζαν για να τραγουδά και να χορεύει ο κόσμος.
Πέρασαν 4 αιώνες και το 1914 με την δολοφονία του Αρχιδούκα Φερδινάρδου και της γυναίκας του στο Σαράγιεβο άρχισαν οι διώξεις κατά των Σέρβων. Όσοι Σέρβοι κατάφεραν να φύγουν γλίτωσαν, οι άλλοι που ξέμειναν παγιδεύτηκαν σ’ αυτόν τον τόπο που έβραζε. Τότε άρχισε το άγριο κυνηγητό των Σέρβων στην πολιτεία. Οι αρχές τ’ άφησαν όλα ελεύθερα, λεηλασίες κάθε λογής, αρπαγές, αλλά και σκοτωμούς, αρκεί να γίνονταν στ’ όνομα κάποιων ύψιστων συμφερόντων. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο χάθηκε μονομιάς η αγορά. Την άλλη μέρα με την κήρυξη του πολέμου κατά της Σερβίας, στρατολογήθηκαν γύφτοι, μεθύστακες και τεμπέληδες κάθε λογής, για να βοηθήσουν στο διωγμό των Σέρβων. Έπιαναν αθώους ανθρώπους και τους πήγαιναν στο απόσπασμα επειδή κάποιοι τους κατηγόρησαν πως ήταν συνωμότες. Έγιναν κάποιες επιθέσεις με βομβαρδισμούς και από τις δυο πλευρές κοντά στο γεφύρι, το γεφύρι όμως συνέχιζε να μένει και πάλι απείραχτο. Όσοι είχαν σπίτια εκεί κοντά αναγκάστηκαν να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές πιο ασφαλείς. Οι αυστριακές δυνάμεις καταλαβαίνοντας πως δεν υπήρχε περιθώριο για νίκη ανατίναξαν μόνοι τους το γεφύρι με τη δυναμίτιδα που είχαν βάλει και φυσικά έπαθαν σοβαρές ζημιές τα γύρω κτίρια, αλλά και το γεφύρι. Έτσι το γεφύρι βρήκε ένα τραγικό τέλος, που στην ουσία δεν του άξιζε, γιατί επί 4 αιώνες παρακολουθούσε άτρωτο κι αμετακίνητο την ιστορία τεσσάρων θρησκειών και τριών εθνοτήτων, που μοιράζονταν τον ίδιο τόπο, την πόλη Βίσιεγκραντ στη Βοσνία.
Σε αυτή την πολύπαθη περιοχή των Βαλκανίων υπάρχει μια σπουδαία ανοιξιάτικη γιορτή. Ο ερχομός της άνοιξης ήταν για τους ανθρώπους πάντα ένα γεγονός μεγάλης σημασίας. Το χειμώνα η φύση πεθαίνει αλλά την άνοιξη ανασταίνεται. Γι’ αυτό το λόγο οι γιορτές της άνοιξης ήταν πολλές και γιορτάζονταν με μεγαλοπρέπεια από όλους τους λαούς του κόσμου. Μια τέτοια γιορτή που έχει σωθεί μέχρι τις μέρες μας είναι και το Εντερλέζι , η μεγαλύτερη γιορτή των τσιγγάνων που ζουν στα Βαλκάνια. Με το Εντερλέζι οι Τσιγγάνοι γιορτάζανε την επιστροφή της άνοιξης που τους επέτρεπε να μετακινηθούν από τόπο σε τόπο μιας και η ζωή τους για πολλά χρόνια ήταν νομαδική και η άνοιξη ήταν η καλύτερη εποχή για εμπόριο και για εργασίες στα χωράφια. Σταδιακά μεσα στον χρόνο και όσο οι Ρομά ασπάζονταν τον χριστιανισμό, το Εντερλέζι ταυτίστηκε με την γιορτή του άγιου Γεωργίου η οποία μέχρι και σήμερα μαζί με τον 15αύγουστο αποτελούν τις δύο μεγαλύτερες γιορτές των τσιγγάνων. Γιορτάζεται στις σλαβικές χώρες στις 6 Μαΐου με το παλιό ημερολόγιο και στις χώρες όπως η Ελλάδα με το νέο ημερολόγιο, στις 23 Απριλίου. Είναι η γιορτή που σηματοδοτεί την αρχή της άνοιξης, η οποία εμφανίζεται περίπου 40 ημέρες μετά την εαρινή ισημερία. Στις περιοχές των Βαλκανίων που υπάρχουν τσιγγάνοι μουσουλμάνοι ή και άλλων θρησκειών παρ΄όλο που ο Άγιος Γεώργιος δεν ανήκει στην θρησκεία τους τον γιορτάζουν και τον τιμούν με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν οι χριστιανοί.
Το Εντερλέζι είναι γνωστό στους περισσότερους από εμάς από το παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι που τραγουδιέται εκείνη την ημέρα και έγινε διάσημο όταν χρησιμοποιήθηκε στην ταινία «Ο καιρός των Τσιγγάνων», του Εμίρ Κουστουρίτσα, με την εκδοχή του Γκόραν Μπρέγκοβιτς. Το τραγούδι κυκλοφόρησε και με ελληνικούς στίχους, με τίτλο “Του Αϊ Γιώργη”, από τον Μπρέγκοβιτς και το τραγούδησε η Άλκηστη Πρωτοψάλτη το 1991. Τους ελληνικούς στίχους έγραψε η Λίνα Νικολακοπούλου. Στο πρωτότυπο κομμάτι ένα αγόρι περιγράφει την γιορτή και τον κόσμο που διασκεδάζει ενώ αυτός είναι λυπημένος και δεν μπορεί να χαρεί επειδή τον παράτησε η κοπέλα του.
Απ’ τους ώμους να
η άνοιξη περνά
γύρω φτερουγίζει
ξεχνάει εμένα.
Μέρα της χαράς
ποια ζωή φοράς
δρόμο δρόμο παίρνεις
χωρίς εμένα.
Τ’ ουρανού πουλιά
πάρτε με αγκαλιά
το βουνό γεμίζει
κεριά αναμμένα.
Να κι η Πούλια, ξημερώνει,
το Θεό παρακαλώ
μα το φως που δυναμώνει
δε μου φέρνει, δε μου φέρνει
κείνον π’ αγαπώ.
Τ’ όνομά του ανθός
ευωδιάς βυθός
πείτε στα κορίτσια
να μην το λένε
Μέρα σαν κι αυτή
στου Αη Γιωργιού τ’ αφτί
που όλα τα τραγούδια
γι’ αγάπη κλαίνε.
η άνοιξη περνά
γύρω φτερουγίζει
ξεχνάει εμένα.
Μέρα της χαράς
ποια ζωή φοράς
δρόμο δρόμο παίρνεις
χωρίς εμένα.
Τ’ ουρανού πουλιά
πάρτε με αγκαλιά
το βουνό γεμίζει
κεριά αναμμένα.
Να κι η Πούλια, ξημερώνει,
το Θεό παρακαλώ
μα το φως που δυναμώνει
δε μου φέρνει, δε μου φέρνει
κείνον π’ αγαπώ.
Τ’ όνομά του ανθός
ευωδιάς βυθός
πείτε στα κορίτσια
να μην το λένε
Μέρα σαν κι αυτή
στου Αη Γιωργιού τ’ αφτί
που όλα τα τραγούδια
γι’ αγάπη κλαίνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου