Γιατί σήμερα ο ήλιος φεγγοβολά πιο
πολύ και πιο γλυκά, και το φως του το νοιώθουμε να μπαίνη μέσα στη
καρδιά μας και να μας πλημμυρίζη από αγαλλίαση; Γιατί μαζί με τον ήλιο
ανέτειλε ο Ήλιος που φωτίζει τον ήλιο, ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, ο
Χριστός. Και βγήκε μέσα από το σκοτεινό μνήμα, που έγινε, όπως λέγει ο
υμνωδός, εμορφώτερο από τον Παράδεισο κι’ από παλάτι βασιλικό. Απ’ αυτόν
τον τάφο ανάβρυσε νερομάνα της ζωής, κ’ ήπιε ο απελπισμένος άνθρωπος
που τον κατάτρωγε το σαράκι της φθοράς και του θανάτου και ντύθηκε στολή
αφθαρσίας.
Πώς
να μη λάμπει ο πρωινός αγέρας σαν κρούσταλλο; Πώς να μη χαίρουνται όλα
τα κτίσματα, αφού ελευθερώθηκαν από τη σκλαβιά του φόβου και του
θανάτου; Η λαμπροφόρος Ανάστασις τα γεμίζει όλα από χαρά. Άνοιξη φυσική
κι’ άνοιξη πνευματική! Ύστερ’ από την αγωνία, το καλοκαίρι. Ύστερα από
την αγωνία, η χαρά. Ο Καταπληγωμένος Χριστός, ο καταβασανισμένος μάς
κράζει: «Χαίρετε!»
Ναι,
χαιρόμαστε Χριστέ, μαζί σου, όπως υποφέραμε και κλάψαμε μαζί σου. Δεν
υπάρχει αληθινή χαρά δίχως πόνο. Το άνθος της έχει τη ρίζα του στον πόνο
κι’ είναι ποτισμένο με δάκρυα. Αυτό είναι το λεγόμενον «χαροποιόν
πένθος» ή «χαρμολύπην». Μακάριος όποιος την αξιώθηκε.
Κανένα
άλλο έθνος της Οικουμένης δεν νοιώθει τόσο βαθειά την Ανάσταση, όπως
εμείς οι Έλληνες, γιατί η μάνα μας η Ελλάδα είναι πονεμένη σαν την
Παναγία και βασανισμένη σα τον Χριστό, και γιατί ανασταίνεται δοξασμένη
σαν κ’ Εκείνον και ντροπάζονται οι εχθροί της. Κάθε φορά την προδίνουνε
με δολερό φίλημα, τη δέρνουνε, την βρίζουνε, την τυραννάνε, την
εμπαίζουνε, βάζοντας στην πολύπαθη κεφαλή της τον αγκάθινο στέφανο και
δίνοντας στο χέρι της, αντί για σκήπτρο, ένα καλάμι, την ποτίζουνε χολή,
την καρφώνουνε στον σταυρό, τη θάβουνε. Μα κείνη ανασταίνεται
ολοζώντανη κι’ αθάνατη, κι’ αντί γρηά καταπληγωμένη, φανερώνεται στον
κόσμο κοπέλλα δροσερώτατη, που λαμποκοπά από μιαν αμάραντη κι’ ακατάλυτη
νεότητα.
Ο
Χριστός διάλεξε τη φυλή μας για να κηρυχθή με τη γλώσσα της το
Ευαγγέλιό του στην οικουμένη, κ’ η φυλή μας έγινε ένα με τον Χριστό, στα
πάθη του και στη δοξασμένη Ανάστασή του.
Κατά
τη σημερινή πανευφρόσυνη μέρα, στην Ελλάδα δεν βγαίνει από την ανατολή ο
ήλιος για να τη φωτίση, μα ο ίδιος ο Χριστός, «φώταυγος αρρήτου φάους».
Όποιος δεν το νοιώθει αυτό δεν είναι Έλληνας, αφού δεν θέλει το φως.
Και το φως είναι ο Χριστός, που είπε ο ίδιος με εξουσία «Εγώ είναι το
φως του κόσμου. Όποιος με ακολουθήση, δεν θα περπατήση στο σκοτάδι, αλλά
θα έχει το φως της ζωής».
Φώτης Κόντογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου