Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

Οδυσσέας Ελύτης: "Εύχομαι να μην χάσω ποτέ το αίσθημα του Κολόμβου. Υπάρχουνε τόσα μικροπράγματα γύρω μας που κανένας δεν αξιώθηκε ακόμη να κάνει ή να ανακαλύψει..."



Ακούστε  όπως ίδιος  περιγράφει  πως ανακάλυψε την αγάπη του για την ποίηση μέσα από ένα ταξίδι του..
"Η αγάπη στην ποίηση μού ήρθε από μακριά και, αν μπορεί να το πει αυτό κανένας, έξω από τη λογοτεχνία. Το συνειδητοποίησα μια μέρα καθώς τριγύριζα στις αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου και βρέθηκα μπροστά σ’ έναν πάπυρο πρασινωπό, αν θυμάμαι καλά, με χαραγμένο επάνω του αρκετά καθαρά ένα απόσπασμα της Σαπφώς. Ύστερα από τους σωρούς τα λατινικά χειρόγραφα που κατάπινα τα χρόνια εκείνα ένιωθα μια πραγματική ανακούφιση· μου φαινότανε ότι ο κόσμος ίσιωνε κι έμπαινε στη σωστή του θέση. Αυτά τα λιγνόκορμα συμπαγή κεφαλαία συγκροτούσανε μια γραφική παράσταση διαυγή και μυστηριακή μαζί, που μου ’κανε νόημα φιλικό μέσ’ από τους αιώνες. Σα να βρισκόμουν πάλι σ’ ένα γιαλό της Μυτιλήνης και ν’ άκουγα την κόρη του περιβολάρη μας να τραγουδά. Κι άξαφνα, όπως ένας ήχος ή μια μυρωδιά, πριν προλάβουμε να το καλοσκεφτούμε, ανασταίνουν μέσα μας μια θαμμένη από καιρό εντύπωση, ξανάβλεπα τον εαυτό μου μαθητή στο Δημοτικό Σχολείο να σκαλίζει τα βιβλία των μεγάλων και να στέκεται με απορία μπροστά σε μιαν ωδή του Πινδάρου. Δεν κάνω λάθος, είμαι βέβαιος, από τότε μου ’μεινε το κλασικό εκείνο: άριστον μεν ύδωρ (το νερό είναι το καλύτερο). Αλλά εδώ δεν ήταν η ουσία, ήταν η διαφορετική διάταξη της γραφής, που με τραβούσε, νομίζω, τόσο ακατανίκητα. Τι τους έπιανε τους ανθρώπους να συνδυάζουν τις λέξεις έτσι που να μην λεν αυτά που λέμε κάθε μέρα; Και γιατί δεν τραβούσαν ως την άκρια της σελίδας αλλά σταματούσαν και ξανάρχιζαν από την άλλη αράδα;
Λίγες μέρες νωρίτερα, μ' ένα φίλο μου νέο ζωγράφο, είχαμε πρωτοδοκιμάσει την επίσκεψη του απροσδόκητου κάτω από τη μορφή παιχνιδιού, δίνοντας ο ένας στον άλλον ερωτήσεις και αποκρίσεις που αγνοούσαμε αμοιβαία το περιεχόμενό τους. Θυμούμαι ότι πολλές φορές το αποτέλεσμα ήταν εύστοχο στη συνειρμική του αλληλουχία και στην εικονοπλαστική του πρωτοπορία.

Ε. — Τι είναι το κόκκινο χρώμα;
Α. — Ένα χαστούκι από παπαρούνες!

Ε. — Τι είναι η δόξα;
Α. — Ένα βουνό για να το βλέπουν οι αιώνες!

Ε. — Τι είναι το χρυσάνθεμο;
Α. — Μια καλόκαρδη μέρα στο ποτήρι.

Ε. — Τι είναι η Πούλια;
Α. — Μυστική κρύπτη των ποιητών.

Ε. — Τι είναι η Ποίηση;
Α. — Συνουσία επ' άπειρον.

Ε. — Τι είναι ο αετός;
Α. — Εκείνο που βάζουμε πολύ πιο πάνω απ' το κεφάλι μας.

Ε. — Τι είναι οι τέσσερις εποχές του έτους;
Α. — Ένα παγόνι, μια γαλιάντρα και δυο μεγάλες θάλασσες.

Στα τραγούδια που άκουγα κάθε μέρα, στα ποιήματα που μαθαίναμε στο σχολείο, δε μού ‘ρθε ποτέ να σκεφτώ ένα τέτοιο πράγμα. Ίσως τ’ απλά νοήματα, ίσως η ομοιοκαταληξία, προπαντός αυτή, να μου έδιναν μια επαρκή εξήγηση. Αλλά εδώ, στη γερμανική στερεότυπη έκδοση που κρατούσα, δεν υπήρχανε τέτοια πράγματα. Κάτι άλλο υπήρχε, που δεν το καταλάβαινα επειδή, βέβαια, δεν καταλάβαινα τα Αρχαία· και αυτό, σίγουρα, θα εξηγούσε τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής.
Το φαινόμενο της γέννησης είναι, στη γλώσσα και στη γραφή της, όπως και στη ζωή την ανθρώπινη, λιγότερο ίσως εντυπωσιακό, πολύ πιο ισχυρό όμως από το φαινόμενο του θανάτου. Κι απ’ αυτή την άποψη, της ελληνικής γλώσσας η γέννηση και η διαμόρφωση με απασχολήσανε πολύ σαν ποιητή, που είναι φυσικό να πασχίζει να ξυπνήσει τα πράγματα από τη νάρκη τους μέσα στις λέξεις, να ξαναφέρει τις λέξεις στην κατάσταση του νεογέννητου..

 
Τα στόματα που μπόρεσαν να μιλήσουν έτσι κι όχι αλλιώς, που αρθρώσανε τις λέξεις με τελείωση φθογγολογική, ικανή να παρακολουθεί τη γραμματολογική, χωρίς ούτε να υπολείπεται απ’ αυτήν ούτε να την ξεπερνάει ούτε να την αλλοιώνει, ασύνειδά τους υπακούανε στην ιδιαίτερη ακτινοβολία που προσλαμβάνουν τα φυσικά φαινόμενα στη συγκεκριμένη αυτή γεωγραφική περιοχή, τα πράγματα που υπήρξανε η γενεσιουργός τους αιτία – ένα βουνό στην πρώτη αιθρία, έναν ήλιο καταμεσής της θάλασσας, ένα βότσαλο μες στη διαύγεια του βυθού.
Το φαινόμενο της ελληνικής γλώσσας πήρε στα μάτια μου τα γνωρίσματα του αναπόφευκτου που παρουσιάζουν τα φαινόμενα τα φυσικά· σε τέτοιο βαθμό, που έφτασα να πιστεύω ακράδαντα ότι κι η πιο θολή κι η πιο φευγαλέα ξένη γλώσσα ύστερα από μια χιλιετηρίδα ζωής στην περιοχή αυτή θα ’βλεπε τη φύση της ν’ αλλάζει, τους ήχους ν’ ανεβαίνουν από το λάρυγγα και να κατεβαίνουν από τη μύτη στη στοματική κοιλότητα, τις λέξεις να χάνουν τις άχρηστες συλλαβές τους, να ξεπλένονται στο φως και να λειαίνονται, την ουσία τους να καθαρίζει μ’ έναν τρόπο, αν όχι ακριβώς τον ίδιο, τουλάχιστον παραπλήσιο προς τον ελληνικό...

 
Αν υπάρχει ένας χώρος επάνω στη γη όπου όλοι οι παράγοντες, όσοι συντελούν στη δημιουργία, φυσικοί, εθνικοί, φυλετικοί, ιστορικοί, συνηγορούν για την ύπαρξη μιας τέχνης –στις θεμελιακές της βάσεις- καθαρά αντιμιμητικής, ο χώρος αυτός είναι η Ανατολική Μεσόγειος, ο τόπος αυτός είναι η Ελλάδα.
Κέντρο της καλλιτεχνικής ενέργειας στην Ελλάδα, χιλιάδες χρόνια τώρα κι από την εποχή της αυγής των πολιτισμών, υπήρξε στο Αιγαίο. Εκεί, στη γαλάζια λεκάνη που ενώνει και χωρίζει συνάμα τις τρεις ιστορικές ηπείρους, συντελέστηκαν ανέκαθεν οι πιο τολμηρές κι οι πιο γόνιμες συναντήσεις του πνεύματος. Ο Ελληνισμός, παρών πάντοτε στα χείλη της λεκάνης αυτής (και τότε μονάχα όντας σε θέση να ολοκληρώνει το νόημα της αποστολής του μέσα στον κόσμο) γινόταν ο ενσυνείδητος λειτουργός μιας ακατάπαυστης αφομοιωτικής ενέργειας, που, με υλικό παρμένο από την Ανατολή και τη Δύση, εξακολουθητικά πλαστουργούσε πρότυπα πολιτισμού...

 
Και εκεί δίπλα στη θάλασσα αυτός ο πολιτισμός έμαθε να ζει αληθινά.. 


Και με έκανε να νιώσω κι εγώ διαφορετικά ανακαλύπτοντας τον εαυτό μου..
Πότε, μα πότε θα μπορέσουμε να νιώσουμε όλοι μας πόσο βαθύ, σοβαρό, γοητευτικό πράγμα είναι η ζωή; Να τη δούμε, να τη βλέπουμε δηλαδή ολοένα, σε κάθε δευτερόλεπτο, διαφορετική, παρθένα, παθητική; Σ’ όποια στιγμή κι αν παραμερίσουμε τις αραχνιασμένες ιδέες, που μας εμποδίζουν να σταθούμε ανεπηρέαστοι αντικρύ της, θα διαγνώσουμε μέσα στα βάθη του είναι της όλα όσα και μέσα στο βάθος του δικού μας είναι αξεδιάλυτα ζουν συμπλεγμένα, όλα όσα μάταια προσπαθούμε να βάλουμε από τη μια μεριά κι από την άλλη μεριά, τονίζοντας από αδυναμία –ίσως και από συνήθεια – τις αντιθέσεις τους. Η χαρά και η θλίψη, το πάθος και η έκσταση, το όνειρο και η δράση, ο φόβος κι η ελπίδα, η θέρμη κι η δροσιά, το ναι και το όχι, ρέουνε, ρέουνε μέσα σ’ αυτά τα βάθη και συνθέτουν ένα σημείο τελικό όπου η αντίφαση τους οριστικά εξαφανίζεται. Και το σημείο τούτο, το συμφιλιωμένο πια με το θάνατο, δεν είναι άλλο από το κινούμενο άγαλμα της ζωής, αυτό που προχωρεί με τα βήματά μας, κοιτάζεται με τα μάτια μας, προτείνεται με τα στήθια μας, αυτό που βλέπει μια μέρα τον Ποιητή να’ρχεται με το ρυθμό ενός χορού αρχέγονου για ν’ακουμπήσει ευλαβικά στα πόδια μας ένα μάτσο αγριολούλουδα..."

Δεν υπάρχουν σχόλια: