Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

 

 

Λόγος τρίτος- περί δειλίας καί φόβου.




Πώς ήμπορεϊ τίνος νά φθάση είς τήν άκροτά- την και τελειοτάτην μέθοδον τής νοεράς προσευ-χής- καί πώς δύνατα/ νά έξορίση καί νά διώξη άπό λόγου του τούς δαίμονας τής δειλίας, οί οποίοι τόν έκφοβίζουν δυνατά είς τόν καιρόν τής νυκτός, όταν θελήση νά προσευχηθή ή όπόταν θέληση νά ύπάγη
κατά μόνας τό μεσονύκτιον είς κανένα σπήλαιον ή
είς καμμίαν ερημιάν νά προσευχηθή ήσυχα.


Ευλόγησον πάτερ

Ω αληθινέ έργάτα της νοεράς προσευχής, εάν θέλης νά φθάσης είς τά αληθινά και υψηλά μέτρα της νοεράς προσευχής, άκουσε με προσοχήν τοΰτο όπου θέλω σοΰ είπη. Μερικαΐς φορας, είς τόν, καιρόν της νυκτός, πήγαινε μόνος σου είς τόπους άβάtους, είς τόπους αγρίους, είς τόπους φοβερούς, είς τόπους ζωφεροΰς, είς τοιούτους τόπους, είς τους όποιους γροικάς ‘ότι είναι φωλεά και κατοικία δαιμόνων. ‘΄Ομως, πριν νά ΰπάγης, νά προετοίμασθής διά τόν τοιοΰτόν σου δρόμον καί διά τό τοιοΰτόν σου κίνημα.

Ή συνείδησίς σου νά είναι ήσυχη καί είρηνευμένη, νά μη σε ένοχλη διά κανένα κρυφόν σου έγκλημα. Νά είσαι έξωμολογη μένος. Νά εχης κοινωνήσει τοΰ Δεσποτικοΰ Σώματος καί Αϊματος τότε όγλήγορα καί συντόμως νά είπώ, νά είσαι προετοιμασμένος είς όλα καί αρματωμένος μέ τά άρματα τοΰ ' Αγίου Πνεύματος. Καί λοιπόν, άφοΰ κίνησης τοΰτον τον δρόμον καί περιπατής μόνος σου την παράωρον νύκτα, συχνάκις - συχνάκις σφράγιζε τόν εαυ­τόν σου μέ τόν τΰπον τοΰ τιμίου καί παντοδυνάμου σταυροΰ, βάνοντας είς τόν νοΰν σου ότι πηγαίνεις (καθώς καί τη αληθείς είναι) είς μέγαν πόλεμον, καί είς τοιοΰτον πό­λεμον, ώσάν νά μην ήθελες ίδή πλέον τό φως τοΰ ήλιου, αλλά ώσάν νά έμελλες νά θανατωθής εξ άπαντος εκεί­νην τήν νύκτα, πολεμώντας μέ τούς αγρίους καί άσπλάγχνους δαίμονας τής δειλίας, τους όποιους ή νά τους νικήσης μέ τήν άμαχον δύναμιν τοΰ ονόματος τοΰ Κυρίου καί νά τούς διώξης άπό τήν κατοικίαν τους καί τοιουτο­τρόπως νά γυρίσης νικητής ή νά άποθάνης επάνω είς αύ­τόν τόν νοητόν πόλεμον, παρά νά γυρίσης νικημένος.

"Οθεν, αγαπητέ, άφοΰ προετοιμασθής καθώς εΐπαμεν, πήγαινε είς αύτόν τόν νοητόν πόλεμον μέ τοιαύτην γνώμην. Πηγαινάμενον δέ θέλουν σέ γροικήσει οί δαίμο­νες δτι πηγαίνεις κατ’ αύτών, διά νά τούς πολεμήσης μέ τό όνομα τοΰ Κυρίου, διά τοΰτο θέλουν σέ προϋπαντήσει καί αύτοί άοράτως, μέ τήν συνηθισμένην των πονηριάν. Διότι πρώτον μέν θέλουν σέ έκφοβήσει άοράτως καί θέλουν σοϋ δώσει κάποιον τοιοΰτον φόβον, ώστε όπού θέλεις αρχίσει νά ίδρώνης ψυχρόν καί κρύον ίδρωτα άπό τόν ύπερβολικόν σου φόβον καί θέλεις τρέμει άπό τήν τρομά­ραν, τήν όποίαν θέλουν σοϋ προξενήσει είς τά μέλη άορά­τως, διά νά σέ γυρίσουν είς φυγήν. Άνίσως όμως εσύ πολεμούμενος τοιουτοτρόπως δέν ψηφάς διά ούδετίποτε τόν πόλεμόν τους, τότε οί πονηροί θέλουν μεταβάλει τήν άγριότητά τους καί τόν φοβερισμόν τους είς κολακείαν καί τρόπον τινά είς νουθεσίαν, διά νά σέ γυρίσουν όπίσω, καν τοιουτοτρόπως. Διότι θέλουν σου προβάλει ταΰτα είς τήν διάνοιάν σου, ώσάν τάχα νά σέ συμβουλεύουν οί δόλιοι, λέγοντες «ώ άνθρωπε τοΰ Θεοΰ, σε βλέπομεν δτι έ­χεις μεγάλην απλότητα καί διά τούτο μή γνωρίζοντας τό συμφέρον σου έρχεσαι τώρα εις τούτον τον τόπον την παράωρον νύκτα της νυκτός, δίχως νά λυπηθης την ζωήν σου καί δίχως νά φοβηθης, μήν τύχη καί κολασθης άπό τήν άνετοιμασίαν σου, αν άποθάνης ταΰτην τήν ώραν. "Η τάχα δεν ήξεύρεις ποιοι εΐμεσθεν ήμεΐς καί έρχεσαι κατ’ επάνω μας; "Ακουσέ μας λοιπόν, ώ άνθρωπε, καί γύρισε όπίσω τό όγληγορώτερον, πριν θυμωθώμεν κατ’ επάνω σου καί πριν δοκιμάσης μέ τό έργον τήν δΰναμίν μας τήν μεγάλην. Ήσΰχασε είς τήν κέλλαν σου, άγωνίζου εκεί νά εύαρεστήσης τώ Θεώ, κάμνοντας ταΰτας κάκείνας τάς άρετάς, διότι ήξευρε καί τοΰτο δτι, αν άποθάνης τώρα εδώ πολεμώντας μέ ημάς, θέλουν σε φάγει τά θηρία, δίχως νά άξιωθης ενταφιασμόν καί δίχως νά σέ ψάλλουν επιτά­φια άσματα».

Αυτά λοιπόν καί άλλα παρόμοια με ταΰτα θέλουν σοΰ τά προβάλει υστέρα άπό τήν δειλίαν καί υστέρα άπό τον φοβερισμόν, ωσάν τάχα νά σέ παρακινοΰν εις προκο­πήν καλλίτερην καί είς άσφαλεστέραν διαγωγήν. Έσυ δμως, αγαπητέ δοΰλε τοΰ Κυρίου, μή δίδης καθόλου ά- κρόασιν είς τήν συμβουλήν τους, μήτε είς τήν καλωσύνην, όπου θέλουν νά σοΰ κάμουν, διότι είναι γεγραμμένον «Έλαιον άμαρτωλοΰ μή λιπανάτω τήν κεφαλήν μου»· διά τοΰτο άκούοντας ταΰτα, κάμε συχνάκις τον σταυρόν σου, καί λέγοντας άκατάπαυστα μυστικώς τό «Κύριε Ίησοΰ Χριστέ, Υίέ τοΰ Θεοΰ, έλέησόν με», πήγαινε κατ’ αύτών, ωσάν νά είσαι κωφός καί βωβός, έχοντας τό στόμα σου σφαλισμένον. Διότι, άνίσως τους ύπακούσης άπό τήν πρώτην προσβολήν καί γυρίσης είς φυγήν, γίνωσκε ότι έχεις νά κινδυνεΰσης μέγαν καί έλεεινόν κίνδυνον. Διότι έν τώ άμα όπού θέλεις γυρίσει είς φυγήν, θέλει σοΰ φανοΰν οί δαίμονες, κατά διάνοιαν, δτι σέ κυνηγοΰν όπισθεν ωσάν αναρίθμητοι λησταί μέ σπαθία ξεγυμνωμένα ή ωσάν νά όρμοΰν κατ’ επάνω σου τινά ανήμερα καί άγρια θηρία διά νά σέ καταπιούν ζωντανόν και σύσσωμον όθεν ό κίν­δυνός σου είναι διπλούς, διότι θέλεις κινδυνεύσει σωματι­κά καί ψυχικά. Καί σωματικά μέν θέλεις κινδυνεύσει, διό­τι φεύγοντας μέ πολλήν ορμήν άπό τόν φόβον σου ή εκ συνεργείας αυτών τών δαιμόνων, όπού σέ εκφοβίζουν καί σέ κυνηγούν ή άπό τήν σκοτίαν τής νυκτός καί άπό τήν αβλεψίαν της τεταραγμένης σου καρδίας και διανοίας, ήμπορεΐς νά σκοντάψης καί νά πέσης καί νά συντρίψης κανένα άπό τά μέλη σου. Ψυχικώς δέ θέλεις κινδυνεύσει, διότι άπό τήν φυγήν σου θέλουν πάρει οί δαίμονες δύναμιν κατά σου, ώσάν όπού δέν έδυνήθης νά τούς έναντιωθής, καί διά τούτο θέλουν προχωρέσει είς εσένα καί θέ­λεις γένει φρενόληπτος, ώστε όπού είς τό εξής νά φοβά­σαι καί άπό τόν ίσκιον τόν ίδιον σου. Διά τοΰτο λοιπόν, ώ στρατιώτα τοΰ Χριστού, επειδή έξήλθες είς τοιοΰτον νοητόν καί άόρατον πόλεμον, νηφε καί πρόσεχε, όσον δύνασαι, νά μή σέ παγιδεύσουν οί δόλιοι μέ κανένα πονηρόν ε­φεύρημα.

Πηγαινάμενος δέ κατ’ αύτών, δταν σέ άπαντήσουν αί τοιαΰται προσβολαί, στήριξον πρώτα τήν καρδίαν σου μέ τήν ένθύμησιν τοΰ Θεού, πιστεύοντας όλοψύχως δτι ό Θεός θέλει είναι παρών άοράτως είς αύτόν τόν άόρατον πόλεμον νά ίδή τόν άγώνα σου. Διότι, άπό ταύτην τήν ένθύμησιν τοΰ Θεοΰ, θέλεις καταλάβει ευθύς είς τόν εαυτόν; σου κάποιαν παρηγορίαν καί κάποιαν χαράν είς τήν καρ­δίαν σου. Διότι λέγει· «έμνήσθην τοΰ Θεοΰ καί ηύφράνθην»· έπειτα στήριξον τό πεφοβισμένον σου σώμα μέ τήν άκινησίαν καί, σκύπτοντας ολίγον είς τήν γήν, βίαζε τήν καρδίαν σου μέ τήν εύχήν, λέγοντας την άπό τό βάθος τής καρδίας σου πέντε - δέκα φοραΐς. Καί έπειτα σηκώσου καί πάλιν πήγαινε ήσυχα κατ’ εύθεΐαν πρός εκείνο τό μέρος άπό τό όποιον γροικάς ότι σοΰ έρχονται τά πεπυρωμένα βέλη τών δαιμόνων, αί προσβολαί, λέγω, τής δειλίας αύ­τών, ώσάν τινα άεικίνητα καί άσχόλαστα κύματα.

Πηγαινάμενος δέ κατ’ αύτών σφράγισον πάλιν συχνάκις τον εαυτόν σου μέ τό σημειον τοΰ τιμίου καί ζωοποιοΰ σταυροΰ. Καί πρόσεχε καλά νά μην άνοιξές καθό­λου τό στόμα σου καί φωνάζης άπό τον φόβον σου, ωσάν νηπιον, ζητώντας βοήθειαν μέ φωνήν, αλλά έχοντας τό στόμα σου κλεισμένον καί λέγοντας μυστικώς καί άδιακόπως μέ πολλήν προσοχήν τό «Κΰριε Ίησοΰ Χριστέ, Υίέ τοΰ Θεοΰ, έλέησόν με» είς πάσαν σου αναπνοήν μίαν φο­ράν, πήγαινε μέ τόλμην καί μέ άφοβίαν κατά τών εχθρών σου, οΐτινες βλέποντές σε τοιουτοτρόπως πηγαινάμενον κατ’ αυτών, θέλουν ταράξει πάλιν τήν διάνοιάν σου μέ τάς άπειρους προσβολάς τών διαφόρων λογιών καί ποικί­λων λογισμών. Καί τόσον σφοδρώς καί δυνατά θέλουν σέ πολεμήσει, ώστε όπου θέλεις αισθάνεσαι τον σφοδρόν τους πόλεμον φανερά είς τοΰ λόγου σου. Διότι αυτοί οί δαίμονες της δειλίας θέλουν ελθει κατ’ επάνω σου, ώσάν τινα άγριώτατα δαμάλια καί φοβερώτατα βουβάλια, ώ­σάν νά σέ κερατίζουν τρόπον τινά άπό ολόγυρά σου καί νά σέ καταπατοΰν.

Έσυ όμως, αγαπητέ, ταΰτην τήν ώραν στήριξον δυ­νατά τήν καρδίαν σου μέ τον φόβον τοΰ Θεοΰ, λέγοντας είς τον εαυτόν σου  «τώρα - τώρα τελειώνει ή ζωή μου, διότι ή οί δαίμονες μέ θανατώνουν ή έγώ αποθνήσκω άπό τήν βίαν της ευχής μέχρι θανάτου. Καί εί μέν μέ νικήσουν οί δαίμο­νες καί μέ θανατώσουν, ό Θεός φροντίζει διά τήν ψυχήν μου. Εί δέ άποθάνω έγώ άπό τήν βίαν της ευχής, ό Θεός θέλει αναπαύσει τήν ψυχήν μου εκεί όπου επισκοπεί τό φώς τοΰ προσώπου Αύτοΰ, διότι τοΰτον μου τον θάνατον θέλει τον λογιάσει ώς μαρτυρικόν θάνατον.

Άφοΰ λοιπόν στήριξής, άγαπητέ, τοιουτοτρόπως τον εαυτόν σου μόνος σου, άρχίνα νά λέγης τό «Κΰριε Ίη­σοΰ Χριστέ, Υίέ τοΰ Θεοΰ, έλέησόν με», άπό τό βάθος της καρδίας σου. Λέγοντας δέ ταΰτην τήν ευχήν άπό τό βάθος της καρδίας σου, καταβαίνεις άπό τό βάθος της καρδιακής σου ευχής είς βαθΰτερον βάθος της καρδιακής σου ευχής· καί όσον βλέπεις κοντά σου τόν κίνδυνον άπό τούς δαίμονας, τόσον βιάζεις τον εαυτόν σου είς την ευ­χήν, βιάζοντας δέ, βιάζοντας την καρδίαν σου είς την ευ­χήν, τόσον προχωρείς είς το βάθος της καρδιακής ευχής, ώστε όπού ευρίσκεις τήν άκροτάτην καί τήν τελειοτάτην μέθοδον της νοεράς προσευχής καί κατά αλήθειαν, αληθι­νός είναι ό λόγος, τόν όποιον είπέ τις των πατέρων ποτέ, όταν έρωτήθη, πόθεν εμαθε τήν νοεράν προσευχήν  διό­τι άπεκρίθη καί είπεν ότι τήν εμαθεν άπό τούς δαίμονας. Καί άλλος πάλιν ομοίως έρωτηθείς περί τούτου, είπεν ότι τήν εμαθεν άπό τά αγένεια παιδία, τά όποια φαίνονται μέν λόγια παράξενα, όμως δεν είναι παράξενα. Διότι, ό μέν ενας βιάζοντας τήν καρδίαν του είς τήν ευχήν νά δίω­ξη τούς δαίμονας, όπού τοΰ έσίμωναν, ώς άνω εΐρηται, τόσον έπροχώρησεν είς τήν ευχήν, ώστε όπού εύρήκε τήν ακρότητα ταύτης της ευχής. Καί είς τοΰτο οί δαίμονες εγιναν αιτία, διά τοΰτο είπεν δτι τήν εμαθεν άπό τούς δαί­μονας. Ό δέ ετερος πάλιν, βλέποντας τά αγένεια παιδιά έφοβεΐτο μήπως καί μολυνθή ή καρδία του άπό καμμίαν πονηράν ένθυμησιν καί κακήν συγκατάβασιν τής καρδίας, διά τοΰτο έβίαζεν ομοίως δυνατά τήν καρδίαν του τόσον είς τήν ευχήν, ώστε όπού εύρήκε καί αυτός τήν τελειοτάτην μέθοδον της νοεράς καί καρδιακής ευχής. Διά τοΰτο, λοι­πόν, όρθώς άπεκρίθησαν καί οί δύο. Ήμεΐς δέ ας έλθωμεν πάλιν είς τήν ύπόθεσιν τοΰ λόγου.

Καί λοιπόν, άγαπητέ, εύρίσκοντας τήν τελειοτάτην μέθοδον τής νοεράς καί καρδιακής ευχής τοιουτοτρόπως, βίαζε καί πάλιν τήν καρδίαν σου είς αυτήν τήν ευχήν, εως όπού νά χαραχθη έσω είς τήν καρδίαν σου ή ευχή, ώσάν είς καμμίαν χάλκινην καί πέτρινην πλάκα, καί εως όπού νά φυγαδευθη όλη ή ενέργεια τών σφοδρώς πολεμοΰντων σε δαιμόνων τής δειλίας.

Τότε θέλεις ήδη φανερά τήν δύναμιν τής ευχής, διότι όχι μόνον θέλουν άφανισΰή αί άγριαις αυτών φοβέραις καί αί διάφοραις φαντασίαις καί τά μορφώματά τους τά άνυπαρκτα, άλλά άκόμη θέλει λάμψει είς τήν ψυχήν σου ή ακτίνα και ό φωτισμός τοΰ Κυρίου σου Ίησοΰ Χριστοΰ, όθεν θέλεις γένει καί θέλεις είσαι μετέπειτα όλος χαρά, όλος παρηγορία, όλος ευφροσύνη, όλος άφοβία, ώσάν νά σέ περικυκλώνουν κάποιοι πολλοί τινες ήγαπημένοι σου φί­λοι καί εμπιστευμένοι φυλακάτορες καί δορυφόροι.

Καί κατά αλήθειαν τοιουτοτρόπως είναι τό πράγμα. Διότι θέλουν ελθει έκεΐ άοράτως πρός παρηγορίαν σου θείοι άγγελοι, νά σε φυλάγουν καί νά σε στεφανώνουν διά τό νικητικόν σου τρόπαιον, όπού έσήκωσες καί εστησες έ­κεΐ κατά τών έναντίων σου. "Οθεν θέλεις ψάλλει καί έσύ μαζί μέ τον προφήτην Δαβίδ καί θέλεις λέγει  «Κύριος φωτισμός μου καί Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, άπό τίνος δειλιάσω; εν τω εγγίζειν επ’ εμέ κακοΰντας τοΰ φαγεΐν τάς σάρκας μου, οί θλίβοντές με καί οί εχθροί μου αυτοί ή σθένη σαν καί επεσον  εάν δέ παρατάξηται επ’ εμέ παρεμβολή, ού φοβηθήσεται ή καρδία μου  εάν έπαναστη επ’ εμέ πόλεμος, εν ταύτη εγώ ελπίζω» καί τά λοιπά τοΰ Ψαλμοΰ (26) θέλεις ψάλλει μέ άμετρον χαράν τής καρδίας σου. Διότι εκείνοι όπού έσίμωσαν ολόγυρα είς τό σώμά σου καί εδειχναν ότι έχουν νά τό καταφάγουν, ήτοι νά τό θανατώσουν, καί εκείνοι οπού σε έθλιβαν μέ τήν πονηράν καί κακήν αυτών παρεμ­βολήν, εκείνοι, λέγω, ήσθένησαν καί αδυνάτισαν καί πίπτοντες άπό τον σκοπόν τους έχάθησαν άπό τον φωτισμόν τής νοεράς προσευχής, ώσάν χάνεται ή σκοτία της νυκτός από τον φωτισμόν τοΰ ήλίου καί της ήμέρας.

Διά τοΰτο λοιπόν άπό ταύτην τήν ώραν, όπού ένίκησας εκεί τούς εχθρούς σου μέ τό κραταιόν όνομα τοΰ Κυ­ρίου, θέλεις αγαπήσει τόσον πολύ εκείνον τον τόπον, όπού τόν έφοβόσουν πρώτα καί τον ετρεμες, ώστε οπού είς τό εξής, δταν ήθελες τον ένθυμηθη ή ήθελες τον ίδή, πάραυτα θέλει σκιρτά έσω ή καρδία σου χαίρουσα καί θέλει έπιποθεΐ ή ψυχή σου νά πηγαίνης έκεΐ συχνάκις διά νά προσευχηθής πάλιν τοιουτοτρόπως είς τον Θεόν. Είπε δέ περί της τοιαύτης ύποθέσεως και κάποιος άπό τούς πα­τέρας τοιουτοτρόπως.

Άδελφός τις άγωνίζετο πάντοτε είς ταύτην τήν νοε­ράν προσευχήν διά νά εύρη τήν ακρότητα και τήν τελειότη­τα ταύτης, όμως δέν έδύνατο, διότι ή άκρότης της νοεράς προσευχής είναι αδύνατον νά εύρεθη, δίχως άκρον αγώ­να και δίχως άκρον πειρασμόν.

Διά τούτο πολλάς φοράς ούτος ό άδελφός έμεταχειρίζετο διαφόρους άγώνας είς αυτήν τήν νοεράν προσευ­χήν, πλήν τούς έμεταχειρίζετο τάς περισσοτέρας φοράς είς τόν καιρόν της νυκτός, καθ’ ήν έκοιμούνταν οί επίλοιποι άδελφοί. Ενίοτε δέ ύπήγαινε κατά μόνας την νύκτα παρά­μερα άπό τούς ανθρώπους, και έκεΐ κλίνοντας τήν κεφα­λήν του πρός τό στήθος του έπροσηύχετο νοερώς άπό τό βάθος της καρδίας αύτοΰ μόνος μόνω Θεω.

Κάμνοντας δέ τοΰτο πολλάκις κατά μόνας την νύκτα είς τάς ερημιάς της έρημου, έθυμώθησαν μίαν φοράν οί δαίμονες κατ’ αύτοΰ καί ήθέλησαν νά τόν εκφοβίσουν, διά νά μή προσευχηθή πλέον τοιουτοτρόπως, διότι δέν τούς έκαλοφαίνετο εκείνο όπού εκαμνεν ό άδελφός. Διά τούτο τόν έτάραξαν διά μιάς, μέ κάποιον τοιοΰτον φόβον, ώστε όπού έκινδύνευσεν ό άδελφός νά ξεψυχήση άπό τόν ξαφνικόν εκείνον φόβον και ύπερβολικόν τρόμον. Καί όσον έπερνούσεν ή ώρα, τόσον ηΰξανε καί έκραταιοΰτο καί ό φόβος, διότι έφαίνονταν οί δαίμονες της δειλίας κατά φαντασίαν είς τήν διάνοιαν τοϋ άδελφού, ώσάν πώς νά ώρμούσαν κατ’ αύτοΰ παμπληθεί, μέ πανοπλίαν (παναρματωσίαν), διά νά τόν εξαλείψουν άπό τό πρόσωπον της γης. 'Όθεν είς ταύτην τήν άνάγκην μή έχοντας καμμίαν άνθρωπίνην βοήθειαν, έσυμμάζωξε καλλίτερα τόν νοΰν του μέσα είς τήν καρδίαν του είς τήν νοεράν προσευχήν.

Κλίνοντας λοιπόν τήν κεφαλήν του πρός τό στήθος, άρχισε νά λέγη τό «Κύριε Ίησοΰ Χριστέ, Υίέ τοΰ Θεοΰ, έλέησόν με», τόσον δυνατά, τόσον βιαστικά, τόσον βαθέως,

τόσον προσεκτικώς, ώστε όπου είς όλην του τήν ζωήν δέν έβίασεν άλλην φοράν τοιουτοτρόπως τήν καρδίαν του μέ τήν ευχήν. Διότι, όταν τά νοητά, άγρια καί φοβερά κύμα­τα τών δαιμόνων της δειλίας τόν έκυματοΰσαν μέ τήν δει­λίαν είς τήν διάνοιαν, μέ τήν τρομάραν είς τό σώμα, μέ τόν φοβερισμόν είς τόν νοΰν καί μέ τόν κατά φαντασίαν ανύπαρκτον κρότον, τότε καί αυτός έβίαζεν υπέρ φύσιν τήν καρδίαν του μέ τήν ευχήν, μέ άκραν πρός αυτήν νηψιν καί προσοχήν.

Καί ήτο τή αληθείς νά θαυμάζη τινάς είς τοϋτον τόν νοητόν πόλεμον καί αίσθητόν αγώνα τοΰ άδελφοΰ, διό­τι έβίαζε τόν εαυτόν του είς τήν καρδιακήν ευχήν μέχρι θα­νάτου. "Οθεν, άφοΰ έχάθη τελείως ή έδική του δΰναμις, τότε ήλθεν είς αύτόν ή άνωθεν δΰναμις. τότε τόν έπεσκέφθη ή Χάρις τοΰ Θεοΰ, ή οποία τους μέν δαίμονας καί τάς διαφόρους καί ποικίλους αυτών φαντασίας κατά κρά­τος έδιάλυσε καί είς τό τέλος ήφάνισεν, αυτόν δέ θαυμασίως τόν έπαρηγόρησε καί διπλασίως τόν έχαροποίησε. Διό­τι πρώτον μέν, μέ τήν βίαν της καρδιακής ευχής, εύρήκεν ό αδελφός τήν άκρότητα καί τήν τελειότητα της νοεράς προσευχής, δεύτερον δέ, τόσην χαράν, τόσην παρηγορίαν έλαβε καί τόση άφοβία τοΰ ήλθε παρ’ ελπίδα, ώσάν νά τόν επεριτριγΰριζεν καμμία παρεμβολή θείων αγγέλων. Καί όντως τοιουτοτρόπως ήτο ή αλήθεια, διότι λέγει  «παρεμβαλεϊ άγγελος Κυρίου κΰκλω τών φοβούμενων αύτόν, καί ρΰσεται αύτοΰς». Τώ δέ Θεώ ημών δόξα, κράτος, αΐνεσις καί προσκύνησις, είς τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.

 


ΣΧΟΛΙΟ
: Σ' αυτό εδώ ακριβώς τό σημείο τής πνευματικής μας καταστάσεως, επεμβαίνει ο Ζηζιούλας καί αφού δηλώσει ότι είναι ο μεγαλύτερος εχθρός τού Ησυχασμού, τόν οποίον δοκιμάζει νά αντικαταστήσει, ώς νέος Βαρλαάμ, μέ τήν δική του εκκλησιολογία, μάς προτείνει τήν ετερότητα σάν θεραπεία καί απελευθέρωση, από τήν σκλαβιά μας στούς δαίμονες. Από τήν δειλία καί τόν φόβο πού μάς κρατούν φυλακισμένους, δέσμιους, στήν εωσφορική μας πτώση. Τήν πρόσληψη καί καταλλαγή, μέ τήν ετερότητα  καί τήν διαφορετικότητα,αναλόγως τού Χριστού πού προσέλαβε τήν αμαρτωλή μας φύση καί τήν θεράπευσε άπαξ διά παντός( αγνοώντας προκλητικά τήν Θεοτόκο), τών θρησκειών καί τών αιρέσεων, όπως καί μέ τήν ηθική διαφορετικότητα καί ετερότητα, (ένεκεν τής αγάπης στούς δαίμονες, οι οποίοι κάνουν τόσο σκληρό αγώνα διά μέσου τών αιώνων, γιά νά τούς αποδεχθεί ο Θεός όπως είναι). 

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: