Οι μεγαλύτερες αλήθειες είναι κι οι μεγαλύτερες κοινοτοπίες. Η μεγάλη τέχνη δεν κάνει τίποτε άλλο από το να λέει αυτές τις κοινοτοπίες μ' έναν τρόπο πρωτόγνωρο, να ρίχνει πάνω τους ένα φως δυνατό, έτσι που να νομίζουμε πως τις βλέπουμε για πρώτη φορά. Μια τέτοια κοινότατη αλήθεια παρουσιάζει, με τρόπο όμως μοναδικό κι ανεπανάληπτο, κι η καβαφική “Πόλις”:
Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ' αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γη την χάλασες.
Δεν είναι λίγες οι φορές η καβαφική πόλις συσχετίσθηκε με άλλα κείμενα διαφόρων εποχών που εκφράζουν, με διαφορετικό τρόπο, την ίδιαν, πάνω - κάτω, ιδέα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τα λόγια της Χαλιμάς που παραθέτει ο Σεφέρης στην αρχή του δοκιμίου του για τον Σαρεγιάννη:
Άφησε τα σπίτια να γίνουν κατοικίες των νεκρών
Θα βρείς άλλους τόπους, αλλιώτικες πολιτείες
Όμως άλλη ψυχή από τη δική σου δεν θα βρείς.
Δεν ξέρω εντούτοις αν έχει συσχετισθεί η καβαφική πόλις με την ακόλουθη πολύ ενδιαφέρουσα
περικοπή από τα Δοκίμια του Έμερσον:
“Αυτός που ταξιδεύει για να διασκεδάσει ή για να βρει κάτι που δεν το κουβαλάει ξεφεύγει από τον εαυτό του κι ήδη απ' τα νιάτα του γερνάει ανάμεσα σε γερασμένα πράγματα. Στις Θήβες ή στην Παλμύρα, το μυαλό κι η θέλησή του γίνονται όμοια γερασμένες κι ερειπωμένες μ' αυτές τις αρχαίες πολιτείες. Φέρνει συντρίμμια στα συντρίμμια. Τα ταξίδια είναι ο παράδεισος των μωρών. Τα πρώτα ταξίδια μας μάς δείχνουν πόσο αδιάφοροι είναι οι λογής τόποι. Στο σπίτι μου ονειρεύομαι πως στη Νεάπολη ή τη Ρώμη θα μεθύσω από ομορφιά και θα διώξω τη μελαγχολία μου. Φτιάχνω τη βαλίτσα μου, αποχαιρετώ τους φίλους μου και επιτέλους να με στη Νεάπολη. Αλλά δίπλα μου βρίσκω πάλι τον θλιβερό εαυτό μου, αδυσώπητα ίδιο και απαράλλακτο όπως όταν τον άφησα. Περιηγούμαι το Βατικανό και τα παλάτια. Ο γίγαντάς μου πηγαίνει όπου πηγαίνω κι εγώ”*.
Ο γίγαντάς μου, λοιπόν, πηγαίνει όπου πηγαίνω, η πόλις θα σ' ακολουθεί. Η ίδια ακριβώς ιδέα με άλλα λόγια.
*He who travels to be amused, or to get somewhat which he does not carry, travels away from himself, and grows old even in youth among old things. In Thebes, in Palmyra, his will and mind have become old and dilapidated as they. He carries ruins to ruins.
Travelling is a fool’s paradise.
Our first journeys discover to us the indifference of places. At home I dream that at Naples, at Rome, I can be intoxicated with beauty, and lose my sadness. I pack my trunk, embrace my friends, embark on the sea, and at last wake up in Naples, and there beside me is the stern fact, the sad self, unrelenting, identical, that I fled from. I seek the Vatican, and the palaces. I affect to be intoxicated with sights and suggestions, but I am not intoxicated. My giant goes with me wherever I go.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου