Ροβινσώνας Κρούσος, ένας Σκωτσέζος ναυτικός και πειρατής που ονομαζόταν Αλεξάντερ Σέλκιρκ και γεννήθηκε μια τέτοια μέρα πριν 341 χρόνια.
Όταν ο καπετάνιος του «Δούκα», ενός εγγλέζικου κουρσάρικου πλοίου, είδε μια φωτιά να καίει σ΄ ένα ακατοίκητο νησί στον Νότιο Ειρηνικό, έστειλε μια ένοπλη ομάδα για να ερευνήσει. Όταν οι άνδρες επέστρεψαν στο πλοίο, έφεραν μαζί τους και έναν άνθρωπο ξυπόλητο και με μαλλιαρό. Στο μυθιστόρημά του, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1719, ο Ντανιέλ Νταφόε ονόμασε το πλάσμα αυτό Ροβινσώνα Κρούσο. Όμως ο πραγματικός Ροβινσώνας ήταν ένας άνθρωπος ονόματι Αλεξάντερ Σέλκιρκ. Ήταν Σκωτσέζος, ο έβδομος γιος ενός τσαγκάρη από ένα χωριό κοντά στο Εδιμβούργο. Είχε περάσει τέσσερα χρόνια και τέσσερις μήνες στο Μας α Τιέρα, ένα ανεμοδαρμένο νησί στο αρχιπέλαγος Χουάν Φερνάντεζ, 650 χλμ. στα ανοιχτά των ακτών της Χιλής, στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο καπετάνιος του τον παράτησε στον νησί έπειτα από έναν καβγά, αφήνοντάς του λίγα ρούχα, ένα μαχαίρι, ένα τσεκούρι, ένα πυροβόλο όπλο, συσκευές πλοήγησης, μια κατσαρόλα, καπνό και μία Βίβλο.
Ο Σέλκιρκ ήταν πειρατής. Δούλευε σε πειρατικά στη Μεσόγειο και την Καραϊβική. Μετά τη διάσωσή του από τους Άγγλους κουρσάρους, ο Σέλκιρκ ταξίδεψε τρία χρόνια μαζί τους. Αμέσως μετά επέστρεψε στην Αγγλία. Διηγούνταν τις ιστορίες του στις παμπ έναντι φαγητού και ποτού. Ο μύθος λέει ότι εκεί τον άκουσε ο συγγραφέας Ντανιέλ Νταφόε και πήρε έμπνευση για να γράψει το κλασικό πλέον βιβλίο Ροβινσώνας Κρούσος. Πριν 20 χρόνια το νησί στο οποίο έζησε ο Σέλκιρκ μετονομάσθηκε επισήμως σε νησί Ροβινσώνας Κρούσος και σήμερα μένουν εκεί 600 άνθρωποι, κυρίως ψαράδες αστακού.
Στο μυθιστόρημα που έχει κάνει εκατομμύρια πωλήσεις από τότε μέχρι σήμερα ο Ροβινσώνας έρχεται αντιμέτωπος με την άγρια φύση και κατορθώνει χάρη στην ευρηματικότητα και τη σκληρή δουλειά όχι απλά να επιβιώσει, αλλά πραγματικά να δημιουργήσει μια νέα ζωή. Ο ήρωας θα μείνει 28 χρόνια σε αυτό το νησί και θα προσπαθήσει να νικήσει τη μοναξιά, τις αδυναμίες και τα πάθη του και κυρίως να ανακαλύψει την ουσία της ύπαρξής του.
Αυτά τα πολύτιμα μαθήματα ζωής που πήρε ο Ροβινσώνας κοντά στη φύση έγιναν έμπνευση για εκατομμύρια άτομα μέχρι σήμερα.
Ο αγιογράφος, ζωγράφος και συγγραφέας κυρ-Φώτης Κόντογλου που έζησε κι αυτός αρκετά χρόνια σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου (όπως περιγράφει τα έζησε σε μια βραχονησίδα που ήτανε κτήμα της οικογένειας του κ' έτσι δέθηκε στενά με τη φύση, ιδίως με τη θάλασσα..), θα γράψει μεταξύ άλλων και ένα άρθρο για τον Ροβινσώνα. Θα αναφέρει ότι με το διάβασμα αυτού του βιβλίου κατάλαβε ότι τα απλά πράγματα είναι και τα πιο σημαντικά. "Από μικρός είχα την ιδέα πως τα απλά πράγματα είναι τα πιο αληθινά και τα πιο καλά, και την έχω ακόμα κι όχι μονάχα την έχω ακόμα, μα όσο περνάνε τα χρόνια τόσο πιστεύω πως είχα δίκιο.
Τούτος ο κόσμος είναι ανάποδος. Ούτε στον ήλιο τον βρίσκεις, ούτε στον ίσκιο. Ο κάθε ένας λέγει το κοντό του και το μακρύ του. Για ο,τι ενθουσιάζεται ο ένας, για το ίδιο στενοχωριέται ο άλλος. Άλλη φορά μπορεί οι άνθρωποι να μην ήτανε όλοι σύμφωνοι, μα για τους πιο πολλούς το καλό ήτανε καλό και το κακό, κακό. Τώρα ο καθένας έχει σηκώσει μια παντιέρα και κάνει τον καπετάν Έναν….
Μα οι πιο πολλοί μποδίζονται από μικροπράγματα: ο ένας θέλει να φαίνεται πιο «βαθυστόχαστος» από ο,τι είναι, ο άλλος θέλει να φαίνεται μοντέρνος, να μην τον πάρουνε για χωριάτη, ο άλλος φοβάται μην τον πάρουνε για «αφελή», για όχι «σοβαρόν» άνθρωπο, ο άλλος δεν θέλει να δυσαρεστήσει κάποιον, έτερος κολακεύει τις γυναίκες και κάνει τον «ιππότη» μιλώντας με ψεύτικη ευγένεια κ.λ.π. Όσοι είναι ίσιοι και απλοί, δεν έχουνε καμιά σκοτούρα. Ζούνε μακρυά από λιβανίσματα από πονηριές ειδών – ειδών, από δυσπιστίες που φαρμακώνουν τον άνθρωπο, από σκηνοθεσίες, από ψευτιές. Χαίρονται για τα καλά, για τα απλά, για τα αγνά, για τα σεμνά, για τα ταπεινά.
Γι' αυτό σου λέω ένα.. Παράτησε πίσω σου την υποκρισία της ζωής κι έλα να δροσισθείς στη βρυσούλα που τρέχει κρυμμένη στη ρίζα του βουνού, κοντά στο παλιό ερημοκλήσι. Τι κάθεσαι κι εξετάζεις τα ανεξέταστα; Τι σε μέλλει αν είμαι την όψη έτσι η αλλιώς, εγώ και κάθε άλλος; Τι ρωτάς αν είμαι ψηλός η κοντός, μαύρος η άσπρος;
Πάνω απ όλα να αγαπάμε την καλοσύνη. Να χαιρόμαστε νά 'μαστε καλοί και να νοιώθουμε κοντά μας καλούς ανθρώπους. Κανένα πράγμα δεν είναι σαν την καλοσύνη. Το πρόσωπό της λαμποκοπά σαν τον ήλιο που χρυσώνει την πλάση το πρωί της έμορφης μέρας του καλοκαιριού. Τι ευλογημένοι που είναι οι καλοί άνθρωποι, οι πρόσχαροι, οι γλυκομίλητοι, οι απλοί, οι απονήρευτοι, οι πονετικοί, οι ταπεινοί! Γιατί τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο αν κερδίσει όλον τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του; Ας πετάξουμε από πάνω μας την ψευτιά. Και ανοίξουμε τα πανιά, να τα φουσκώσει ο καθαρός αγέρας του πελάγου. Να δροσισθεί η ψυχή σας, να νοιώσουμε πως αυτή η ψυχή πάντα θα ζητά τα αληθινά κι όχι τα ψεύτικα..."
Ο Κόντογλου έγραψε μάλιστα και ένα βιβλίο με θέμα του έναν Ισπανό κουρσάρο και με τίτλο "Πέδρο Καζάς".
"Εδώ, στο νησάκι μου, είμαι βασιλιάς. Περπατώ με μεγάλα βήματα, είμαι στο κέφι, και καταλαβαίνω το Θεό και τους προγόνους μου να μου κρατάν σιωπηλή συντροφιά. Σηκώνουμαι πολύ πρωί και κάνω ένα μικρό περίπατο γύρω στο μεγάλο και παράξενο βράχο, που κρέμεται απάνου απ' το σπιτάκι μου. Οι Σπανιόλοι μου αρέσουν, μου αρέσουν ακόμα οι Μπρετόνοι κ' οι νησιώτες του ελληνικού πελάγου. Περισσότερο όμως μου αρέσει η ερημιά. Τώρα θέλω να ξεκουραστώ. Πέρασα ένα χειμώνα στη Βαρκελώνα, ένα χρόνο στο Πόρτο, άλλο τόσο στο Σαιν Μαλό και στο Καλβαντός, στη Ντορντόνια λίγους μήνες, στο Παρίσι απάνου από τρία χρόνια. Είδα περαστικός τη Σενεγκάλη και τη Λιμπερία, τραβώντας για την Αγκόλα. Έγραψα του εξερευνητή Σάκλετον, παρακαλώντας τον να στρέξει να πάω μαζί του στο Νότιο Πόλο, μα δεν έγινε τρόπος... Αυτή τη στιγμή μου φαίνεται πως βλέπω αντίκρυ, απάνου στον τοίχο, την Κονκόρντ του Παρισιού γεμάτη νευρικό κόσμο που μυρμηγκιάζει, μελανιασμένος από το κρύο. Εγώ τρίβω τα χέρια μου μέσα στο ζεστό καλύβι μου, διαβάζοντας το Ροβινσών Κρούσο..
Εκείνο που κάνει στα μάτια μου την τέχνη πολύτιμη, είναι η απόλυτη ελευθερία που έχει να σοφίζεται και να φτιάχνει πράματα που δεν υπήρχαν πριν, να τα φτιάξει νέα πράματα κι όλο νέα κι όλο νέα.. Nα δροσίζει την ψυχή μας.."
"Κι εκεί στου μακελειού την άψη δαγκώνω τα σχοινιά τα λύνω και μα τον Άγιο Κωνσταντίνο όλους τους ρίχνω μες στη χάψη δεμένους με τα χέρια πίσω.. Θάλασσα πικροθάλασσα πώς να μη σ’ αγαπήσω;.."
ΣΕΒΑΧ Ο ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ
Μουσική - τραγούδι: Μάνος Λοΐζος
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
1 σχόλιο:
Ενα απο το πιό αγνά και υπέροχα ταλέντα , μία μουσική ιδιοφυΐα , που δυστυχώς έφυγε πολύ νωρις ο Μάνος Λοΐζος !
Δημοσίευση σχολίου