Τζιόρτζιο ντε Κίρικο και τα τοπία του μυαλού του
Νίτσε και Πινόκιο
Ο Ντε Κίρικο γεννήθηκε στον Βόλο το 1888, τη χρονιά που ο Νίτσε άρχισε να παρουσιάζει δείγματα παραφροσύνης στο Τορίνο. Ο ζωγράφος αργότερα ταυτίστηκε με τον Γερμανό φιλόσοφο, ενώ ένα άλλο βιβλίο που θαύμαζε απεριόριστα ήταν ο «Πινόκιο» του Κάρλο Κολόντι για τον παιδικό, αφελή του κόσμο, τόσο ωραία αναδημιουργημένο από έναν ενήλικα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο αυτοί συγγραφείς, Νίτσε και Κολόντι, εμφανίζονται μαζί δεμένοι σε ένα κίτρινο τόμο σε πολλά από τα μεταφυσικά έργα του.
Μολονότι ο ίδιος επέμενε στην ιταλική καταγωγή του, η οικογένειά του ήταν ένα τυπικό δείγμα της λεβαντίνικης μεσαίας τάξης, με τις μεικτές ρίζες, στα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι πρόγονοί του είχαν ζήσει πάνω από ενάμιση αιώνα, η μητέρα του από τη Σμύρνη προερχόταν από ιταλικές, ελληνικές και τουρκικές ρίζες και η βαθιά γνώση από τον αδελφό του Αλμπέρτο, της ελληνικής, ιταλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας, τον βοήθησαν πολύ να δημιουργεί γόνιμες επαφές όταν η οικογένεια ξεκίνησε την περιπατητική της ύπαρξη ανά την Ευρώπη, το 1906. Ο Τζιόρτζιο όμως πάντα έπασχε από το αίσθημα του ξεριζωμού, ότι δεν ανήκε πουθενά.
Στα κατοπινά χρόνια του, συνήθιζε να υποβιβάζει τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν τα πρώτα χρόνια του στην Ελλάδα, μολονότι πολλά τον αποκαλύπτουν στο καλλιτεχνικό του έργο. Σίγουρα, τον καθόρισε αυτό το ισχυρό αίσθημα της συνεχούς παρουσίας αρχαίων θεών και μύθων που μεταδίδει το ελληνικό τοπίο, και πάντα τού προξενούσε ευχαρίστηση η ιδέα ότι οι Αργοναύτες είχαν ξεκινήσει από τον Βόλο. Σε ένα από τα πρώιμα έργα του, γέννημα των σπουδών του στην Ακαδημία του Μονάχου (1906-1909), «Ο απόπλους των Αργοναυτών», φαίνεται ένα άγαλμα της Παλλάδας Αθηνάς πάνω στην παραλία. Το άγαλμα τούτο βρισκόταν στην πραγματικότητα έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Βόλου, και η παρουσία του στον πίνακα προλέγει τα άλλα αγάλματα, ελαφρώς ανώμαλα τοποθετημένα, στις έρημες, θολωτές στοές και πλατείες, των κατοπινών, μεταφυσικών έργων. Και η ιδιαιτερότητα της σιδηροδρομικής γραμμής του Βόλου που έτεμνε στη μέση τον κεντρικό δρόμο, μπορεί να ερμηνεύσει την παρουσία, στους μεταφυσικούς πίνακες, των ατμομηχανών στις πλατείες των πόλεων.
Και από την Αθήνα
Οι αναμνήσεις του Ντε Κίρικο από την Αθήνα, όπου νεοκλασικά κτίρια υψώνονταν στην ύπαιθρο και μεγάλες λεωφόροι κατέληγαν ξαφνικά στην εξοχή, πιθανόν συνδημιούργησαν το αλλόκοτο αίσθημα ονείρου στα μεταφυσικά του έργα. Όταν ο ίδιος εμφάνισε 30 από τις πρώτες μεταφυσικές σκηνές του, στο στούντιό του, στο παρισινό Μονοπαρνάς, το 1913, η υποδοχή ήταν ευνοϊκή. Όμως, υπέγραψε συμφωνία με τον έμπορο έργων τέχνης Πολ Γκιγιόμ, την πρώτη από μια σειρά παρόμοιες που ακολούθησαν και που την άφηναν δίχως απόθεμα έργων για να πουλήσει, όταν οι τιμές τους ανέβηκαν. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο πρώην φουτουριστής Κάρολο Καρά, που ζωγράφιζε μαζί του στη Φεράρα της Ιταλίας, το 1917, αντέγραψε τη σειρά εκείνη του Ντε Κίρικο, εσωτερικών χώρων με τις απρόσωπες κούκλες και τους παράδοξους συσχετισμούς των αντικειμένων και τα πούλησε στο Μιλάνο, παραβαίνοντας τη συμφωνία με τον Ντε Κίρικο, ότι οι δύο ζωγράφοι θα εξέθεταν μαζί.
Το γεγονός αυτό μαζί με την εμφάνιση παρόμοιων έργων από τον Τζιόρτζιο Μοράντι, δημιούργησαν τη λαθεμένη εντύπωση ότι υπήρχε κάποια Μεταφυσική Σχολή, στερώντας από τον Ντε Κίρικο τα πρωτεία του εφευρέτη και του πραγματικού εκφραστή τού είδους τούτου. Ανεπιτυχής ήταν και η επιλογή του Ντε Κίρικο να εκθέσει, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα έργα του στη Ρώμη αντί του Παρισιού. Έξι περίπου έργα που παρουσιάστηκαν εκεί το 1918, είχαν αρνητική υποδοχή. Το επόμενο έτος, η πρώτη επίσης εκεί αναδρομική του, έγινε δεκτή ακόμη πιο αρνητικά και την καυτηρίασε η κριτική. Το μόνο έργο που πωλήθηκε, ήταν το μόνο μη μεταφυσικό, ένα λίγο πολύ συμβολικό πορτρέτο.
Οι αντιδράσεις αυτές που τον βρήκαν ανέτοιμο, έγιναν αφορμή για μια μεγάλη κρίση αυτοπεποίθησης. Συγκεντρώθηκε σε συμβατικότερες σκηνές και στην απόδοση κλασικών μορφών εμπνευσμένων από αρχαία αγάλματα και από την Αναγεννησιακή Τέχνη. Υπήρχαν και αλλόκοτα στοιχεία, αλλά το μεταφυσικό πνεύμα, ο ανήσυχος εκείνος παραξενισμός και υπαινικτικότητα, το καταβύθισμα στην ψυχή και το αίσθημα ότι όσα δεν μπορούν να ειπωθούν με λόγια, μπορούν να εκφραστούν με αινιγματικές εικόνες, είχαν χαθεί.
Περίπου 30 χρόνια αργότερα, ο αδελφός του Αλμπέρτο, προσφυώς παρατηρούσε ότι για τον Ντε Κίρικο, η ζωγραφική ήταν περισσότερο μέσο παρά σκοπός. Πράγματι, η μεταφυσική τέχνη ήταν περισσότερο τρόπος σκέψης παρά ζωγραφικής. Ο Ντε Κίρικο είχε ταλέντο, αλλά όχι αξιόλογη, επιδέξια τεχνική. Και έπεισε πια και τον εαυτό του ότι ο ζωγραφικός τρόπος και όχι το θέμα ήταν ο δρόμος για την υψηλή τέχνη.
Οι αναμνήσεις του Ντε Κίρικο από την Αθήνα, όπου νεοκλασικά κτίρια υψώνονταν στην ύπαιθρο και μεγάλες λεωφόροι κατέληγαν ξαφνικά στην εξοχή, πιθανόν συνδημιούργησαν το αλλόκοτο αίσθημα ονείρου στα μεταφυσικά του έργα. Όταν ο ίδιος εμφάνισε 30 από τις πρώτες μεταφυσικές σκηνές του, στο στούντιό του, στο παρισινό Μονοπαρνάς, το 1913, η υποδοχή ήταν ευνοϊκή. Όμως, υπέγραψε συμφωνία με τον έμπορο έργων τέχνης Πολ Γκιγιόμ, την πρώτη από μια σειρά παρόμοιες που ακολούθησαν και που την άφηναν δίχως απόθεμα έργων για να πουλήσει, όταν οι τιμές τους ανέβηκαν. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο πρώην φουτουριστής Κάρολο Καρά, που ζωγράφιζε μαζί του στη Φεράρα της Ιταλίας, το 1917, αντέγραψε τη σειρά εκείνη του Ντε Κίρικο, εσωτερικών χώρων με τις απρόσωπες κούκλες και τους παράδοξους συσχετισμούς των αντικειμένων και τα πούλησε στο Μιλάνο, παραβαίνοντας τη συμφωνία με τον Ντε Κίρικο, ότι οι δύο ζωγράφοι θα εξέθεταν μαζί.
Το γεγονός αυτό μαζί με την εμφάνιση παρόμοιων έργων από τον Τζιόρτζιο Μοράντι, δημιούργησαν τη λαθεμένη εντύπωση ότι υπήρχε κάποια Μεταφυσική Σχολή, στερώντας από τον Ντε Κίρικο τα πρωτεία του εφευρέτη και του πραγματικού εκφραστή τού είδους τούτου. Ανεπιτυχής ήταν και η επιλογή του Ντε Κίρικο να εκθέσει, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα έργα του στη Ρώμη αντί του Παρισιού. Έξι περίπου έργα που παρουσιάστηκαν εκεί το 1918, είχαν αρνητική υποδοχή. Το επόμενο έτος, η πρώτη επίσης εκεί αναδρομική του, έγινε δεκτή ακόμη πιο αρνητικά και την καυτηρίασε η κριτική. Το μόνο έργο που πωλήθηκε, ήταν το μόνο μη μεταφυσικό, ένα λίγο πολύ συμβολικό πορτρέτο.
Οι αντιδράσεις αυτές που τον βρήκαν ανέτοιμο, έγιναν αφορμή για μια μεγάλη κρίση αυτοπεποίθησης. Συγκεντρώθηκε σε συμβατικότερες σκηνές και στην απόδοση κλασικών μορφών εμπνευσμένων από αρχαία αγάλματα και από την Αναγεννησιακή Τέχνη. Υπήρχαν και αλλόκοτα στοιχεία, αλλά το μεταφυσικό πνεύμα, ο ανήσυχος εκείνος παραξενισμός και υπαινικτικότητα, το καταβύθισμα στην ψυχή και το αίσθημα ότι όσα δεν μπορούν να ειπωθούν με λόγια, μπορούν να εκφραστούν με αινιγματικές εικόνες, είχαν χαθεί.
Περίπου 30 χρόνια αργότερα, ο αδελφός του Αλμπέρτο, προσφυώς παρατηρούσε ότι για τον Ντε Κίρικο, η ζωγραφική ήταν περισσότερο μέσο παρά σκοπός. Πράγματι, η μεταφυσική τέχνη ήταν περισσότερο τρόπος σκέψης παρά ζωγραφικής. Ο Ντε Κίρικο είχε ταλέντο, αλλά όχι αξιόλογη, επιδέξια τεχνική. Και έπεισε πια και τον εαυτό του ότι ο ζωγραφικός τρόπος και όχι το θέμα ήταν ο δρόμος για την υψηλή τέχνη.
Η εκκεντρική γοητεία
Το καλλιτεχνικό του ναδίρ έφτασε στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που τον πέρασε στην Ιταλία, όπου ζωγράφιζε πορτρέτα στελεχών του φασιστικού κόμματος και αυτοπροσωπογραφίες (συνολικά έχει κάνει πάνω από 50) ντυμένος με ιστορικές ενδυμασίες. Όταν ήταν πια πάνω από τα 80 του, ο καλλιτέχνης επέστρεψε στις ρίζες του, με την «Νεομεταφυσική» φάση του (1968-74). Αναβίωσε παλιά θέματα, αλλά τώρα με τα φανταχτερά χρώματα των παιχνιδιών. Εφηύρε και κάποια νέα. Δίχως να 'ναι πια ανήσυχα και ανησυχητικά, τα έργα τούτα έχουν την εκκεντρική γοητεία ενός εικονογραφημένου βιβλίου για παράξενα παιδιά.
Τζόρτζιο ντε Κίρικο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου