μέρος πρώτο
τρίτο μέροςΓεώργιου Καραλή
Ο τρόπος με τον οποίον ο Θεός ασκεί την οντολογική ελευθερία Του, εκείνο που τον κάνει να είναι οντολογικά ελεύθερος, είναι ότι υπερβαίνει και καταργεί την οντολογική αναγκαιότητα της ουσίας με το να είναι Θεός ως Πατήρ, δηλαδή ως Εκείνος, που γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα[2]!!! Κατά συνέπεια για να απαλλαγεί ο Θεός από την αναγκαιότητα της φύσεώς Του – σύμφωνα με τον Περγάμου – πρέπει να χωριστεί η ελευθερία Του από την βούλησή Του η οποία δεν θα πρέπει πλέον να θεωρείται αυτεξούσια, ούτε κάν ελεύθερη. Η βούληση Του κατ´αυτόν δεν είναι ελεύθερη. Η ελευθερία δεν εξαρτάται από την φύση, την θεωρεί αποκλειστική ιδιότητα του προσώπου και μάλιστα του προσώπου του Πατρός, ούτως ώστε κάθε πρόσωπο να προηγείται οντολογικά από την φύση και να γίνεται έτσι σημαντικότερο από αυτήν Για τους Έλληνας Πατέρας το ενιαίον του Θεού ο ένας Θεός και η οντολογική αρχή ή αιτία της προσωπικής τριαδικής ζωής του Θεού δεν συνίσταται εις την μίαν ουσίαν του Θεού, αλλά εις την υπόστασιν, δηλαδή το πρόσωπον του Πατρός. Ο ένας Θεός δεν είναι η μία ουσία, αλλά ο Πατήρ, ο οποίος είναι η αιτία της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του Πνεύματος[3] Το πρόσωπο του Θεού Πατρός προηγείται και καθορίζει την ουσία του δεν προκαθορίζεται από αυτήν[4] Σ᾽αυτήν την τερατώδη αντίληψη περί Θεού ο Άγιος Σωφρόνιος ο μέγας πατριάρχης Ιεροσολύμων και πνευματικός οδηγός του αγίου Μαξίμου του ομολογητού απαντά: έστιν ουν μετά το είναι Θεός, Πατήρ ο Πατήρ, και έστι μετά το είναι Θεός Υιός ο Υιός, και έστι μετά το είναι Θεός, Πνεύμα άγιον το Πνεύμα το άγιον
Εντελώς αντίθετα προς τον Άγιον Σωφρόνιο για τον Ζηζιούλια η θεία φύση είναι αναγκαστική και αν κάποιος πει τον Θεό, φύσει Θεό και φύσει αγαθό και φύσει δημιουργό, Τον βάζει υπό το κράτος μιας ανάγκης, η οποία αίρεται μόνο με τη “οντολογία» του προσώπου. Αν
η ψυχή είναι φύσει αθάνατος τότε η προσωπική επιβίωσις είναι
αναγκαστική , επανερχόμεθα πάλιν εις την αρχαίαν κλασσικήν οντολογίαν.
Τότε και ο Θεός είναι αθάνατος από την φύση του, δηλαδή κατ᾽ανάγκην και ο
άνθρωπος συγγενεύει ουσιαστικά, αναγκαστικά, με τον Θεόν[5]. Ο
Θεός λοιπόν δεν είναι αναγκασμένος από την φύση του να είναι Θεός,
διότι το πρόσωπο του Πατρός ελεύθερα αποφασίζει να είναι Θεός, να έχει
δηλαδή αυτή την φύση. Επομένως η φύση εκπηγάζει από το πρόσωπο του
Πατρός, πράγμα που για τον Παλαμά και όλους τους Πατέρες είναι μια
μεγάλη δυσέβεια. [6]
Είναι αλήθεια όμως ότι χωρίζοντας, με
αυτό τον τρόπο, την ελευθερία από την θέληση, φτάνει σε μια άλλη ανάγκη,
στην ανάγκη της ελευθερίας! Δηλαδή, για να το καταλάβουμε καλύτερα,
εμείς οι άνθρωποι είμαστε αναγκασμένοι να είμαστε ελεύθεροι.
Αναγκασμένοι γιατί η ελευθερία δεν εξαρτάται από την θέλησή μας. Κανένας
δεν μας ρώτησε αν θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι, μα από την στιγμή που
γεννιόμαστε είμαστε ελεύθεροι και θέλοντας ή όχι πρέπει να ασκήσουμε την
ελευθερία μας. Άραγε και στον Θεό υπάρχει αυτή η ανάγκη για ελευθερία,
πέφτει και ο Θεός στην ανάγκη να είναι ελεύθερος; Αν και στον Θεό η
ελευθερία είναι προσωπική επιλογή και όχι αυθόρμητο αναύρησμα της φύσεώς
Του τότε και το πρόσωπο του Πατρός είναι αναγκασμένο να είναι ελεύθερο.
Λύνεται το ζήτημα αν πεσουμε από την μία ανάγκη στη άλλη;
Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι λύνεται,
τι θα κάνουμε στο θεολογικό επίπεδο; Γιατί το κάθε πρόσωπο, τα
υποστατικά ιδιώματα, ανήκουν μόνα σε αυτό και όχι σε άλλα προσωπο. Δεν
υπάρχει υποστατική κοινωνία προσώπων γιατί τα πρόσωπα είναι υποστατικώς
ακοινώνητα. Αν λοιπόν η ελευθερία είναι δεμένη με το πρόσωπο του Πατρός
ανήκει μόνο σε αυτόν και δεν κοινωνείται σε κανένα άλλο πρόσωπο. Ρωτάμε
λοιπόν υπάρχει ελευθερία στον Υιο και στο Πνεύμα; Και αν υπάρχει τί
είδους ελευθερία είναι αυτή Κτιστή ή άκτιστη; Αν είναι άκτιστη ποιά θα
είναι η διαφορά της ελευθερίας του Υιού ή της ελευθερίας του Πνεύματος
από την ελευθερία του Πατρός; Μήπως με αυτό τον τρόπο σκέψεως είμαστε
αναγκασμένοι να διακρίνουμε τρεις ελευθερίες διαφορετικές στα τρία
πρόσωπα της Αγίας Τριάδος; Δεν πέφτουμε έτσι στον κίνδυνο της τριθείας;
Και μάλιστα αν κανείς ισχυρίζεται ότι το ενιαίον του Θεού οφείλεται στο
πρόσωπο του Πατρός, αν στην Τριάδα οι διακρίσεις προηγούνται των
ενώσεων, τότε ο ένας Θεός εξαφανίζεται. Και δεν σὠζουμε τη κατάσταση αν
στον Πατέρα αποδώσουμε απλώς την αιτία της ύπαρξης του Υιού και του
Πνεύματος. Και στην ελληνική μυθολογία ο Δίας είναι η αιτία των άλλων
θεών αλλά βέβαια δεν έχουμε έναν Θεό αλλά δώδεκα. Και ο Αδάμ είναι η
αιτία της Εύας αλλά δεν συναποτελεί με τη Εὐα έναν άνθρωπο.
Τα πρόσωπα σαν ελεύθερα που είναι και οι προσωπικές διαφορές τους, σύμφωνα με τον στοχασμό του Περγάμου, προηγούνται της δήθεν αναγκαστικότητος
της φύσεώς τους. Με άλλα λόγια την καταργούν οριστικά. Γιατί πλέον δεν
την έχουν ανάγκη από την στιγμή που μόνα τους μπορούν να βρεθούν σε
σχέση και να επικοινωνήσουν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μιλάει για
την οντολογία της ετερότητος, την οντολογία δηλαδή της διαφοράς. Για να
το καταλάβουμε καλύτερα ας δούμε πώς ορίζεται το πρόσωπο. “ όλοι
καταλαβαίνουμε ότι αυτό που διαφοροποιεί την προσωπική ύπαρξη από κάθε
άλλη μορφή υπάρξεως, είναι η αυτοσυνειδησία και η ετερότητα.
Αυτοσυνειδησία λέμε την αυτεπίγνωση της ύπαρξης, την βεβαιότητα που έχω
ότι υπάρχω, ένα όν με ταυτότητα, ταυτότητα που με διαφοροποιεί από κάθε
άλλο όν. Και αυτή η διαφοροποίηση είναι μια απόλυτη ετερότητα ένας
μοναδικός ανόμοιος και ανεπνάληπτος χαρακτήρας που καθορίζει την ύπαρξή
μου. Ωστόσο η αυτεπίγνωση της ύπαρξης το εγώ η ταυτότητα η συνείδηση της
απόλυτης ετερότητας, δεν είναι μόνον ένα προϊόν της σκέψης, αποτέλεσμα
μιας λειτουργίας του εγκεφάλου που τη λέμε νόηση. Η αυτοσυνειδησία είνα
κάτι πολύ περισσότερο από μια νοητική βεβαιότητα, έχει υποστρώματα που
σήμερα διερευνά μια ολόκληρη επιστήμη, η ψυχολογία του βάθους, και τα
ονομάζει υποσυνείδητο, ασυνείδητο, εγώ, υπερεγώ῎με μύριους τρόπους
προσπαθεί να καθορίσει αυτό το τελικά άπιαστο και απροσδιόριστο που
είναι ο άνθρωπος, πέρα από λειτουργίες σωματικές και βιοχημικές
αντιδράσεις και ερεθισμούς κυττάρων ή όποιες άλλες αντικειμενοποιημένες
ερμηνείες.
Μέσα από τις αναλύσεις των ονείρων,
των συνειρμών, των αυτοματισμών της συμτεριφοράς, την αναγωγή σε παιδικά
βιώματα, στις πρωτογενείς σχέσεις με το οικογενειακό περιβάλλον, η
ψυχολογία του βάθους προσπαθεί να ανιχνεύσει τον τρόπο συγκρότησης και
ωρίμανσης του εγώ και αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από την σχέση, την
αναφορά. Είναι η δυνατότητα που συνιστα τον άνθρωπο: να βρίσκεται
απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι να έχει όψη῎προς κάποιον ή κάτι, να είνα
πρόσωπον. Να λέει: εγώ απευθυνόμενος σε ένα σύ, να διαλέγεται να
κοινωνεί. Το πρόσωπο δεν είναι μια αριθμητική μονάδα, άτομο ενός
συνόλου, μια οντότητα καθευτή. Είναι μόνο ως αυτοσυνειδησία ετερότητας,
επομένως, μόνο έναντι κάθε άλλης ύπαρξης, μόνο σε σχέση και αναφορά.”[7]
Για να δουμε όμως πως οι μοντέρνοι
επιστήμονες ορίζουν την αυτοσυνειδησία του προσώπου στην κοινωνιολογία
και την ψυχολογία. Θα συνοψίσουμε την σκέψη του Arjun Appadurai ενός
μεγάλου μοντέρνου ανθρωπολόγου. Η κάθε ανθρώπινη ατομικότητα, σ᾽αυτή τη
ζωή, ορίζεται σαν μια αναγκαία αυταπάτη. Επειδή κατασκευάζει
την αυτοσυνειδησία και την ετερότητά της από εικόνες που σχηματίζει για
τον ευατό της, τους άλλους ανθρώπους και τον κόσμο. Αυτές οι εικόνες
δημιουργούνται από την βρεφική ηλικία, εξ᾽αιτίας των σχέσεων με το
οικογενεικό περιβάλλον. Αργότερα όταν μεγαλώνει κανείς θα δημιουργήσει
άλλες σχέσεις με το σχολείο, με τους φίλους, με την κουλτούρα της χώρας
που ζει και ορισμένες εικόνες μέσα στον εσωτερικό κόσμο θα αρχίσουν να
μεταβάλλονται. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται μια αυτοσυνειδησία και ο
άνθρωπος καταφέρνει να βρίσκεται σε επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο
γύρω του. Όλη όμως αυτή η διαδικασία της συγκρότησης μιας
αυτοσυνειδησίας, δεν είναι λειτούργημα του προσώπου, γιατί το πρόσωπο
από μόνο του δεν μπορεί να επικοινωνήσει, παρά μόνο μέσω της φύσεώς του.
Η σχέση με κάθε περιβάλλον οικογενειακό ή φιλικό , δεν αφήνει έξω την
όλη πραγματικότητα της φύσεως, όπως πιστεύουν αυτοί οι στοχαστές. Απλώς
στην εποχή της πτώσης που ζούμε κάθε ατομική αυτοσυνειδησία ιδιοποιείται
τις κοινές ενέργειες της φύσεώς της, και χωρίζεται από τους άλλους
μετόχους της ίδιας φύσης. Νομίζει έτσι η κάθε ατομική αυτοσυνειδησία ότι
είναι εντελώς ανόμοια από τους άλλους συναθρώπους της μόνο επειδή
σκέφτεται διαφορετικά, έχει μια διαφορετική θέληση και μια ιδιότυπη “ελευθερία».
Επομένως προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τον εαυτό της βασιζόμενη σε
διαφορές σκέψεων θελήσεων ελευθεριών. Δεν μπορεί να φανταστεί αυτή η
αυτοσυνειδησία τι στην πραγματικότητα είναι, δηλαδή ότι ανήκει σε κοινή
ανθρωπίνη φύση και δημιουργεί πλαστή εικόνα του εαυτού της από αυτές τις
μεταβλητές εικόνες, που βασιζόμενες σε προϊόντα της φαντασίας εκφράζουν
επιδερμικές διαφορές. Κάθε άτομο σχηματίζει μια αναγκαία αυταπάτη για
τον εαυτό του και για τους γύρω του. Από την άλλη πλευρά και οι γύρω του
σχηματίζουν διαφορετικού είδους αυταπάτες, που δεν είναι παντοτε
ταυτόσημες με αυτές που έχει σχηματίσει ο ίδιος. Βασισμένες σε τέτοιου
είδους σχέσεις οι επιδερμικές διαφορές μεταβάλλονται διαρκώς
πασχίζοντας παραταύτα να επιτύχουν ένα είδος ταύτησης ή ταυτότητος της
ατομικότητος χωρίς ποτέ να καταφέρουν να το επιτύχουν πλήρως αυτό, με
αποτέλεσμα να υποφέρουν όλες οι ατομικότητες από μεγάλη ποικιλία
ψυχολογικών προβλημάτων. Για παράδειγμα ο Γιώργος σχημάτισε ορισμένες
εικόνες για τον εαυτό του από τη βρεφική ηλικία, από την σχέση που είχε
με το άμεσο οικογενειακό περβάλλον, το σχολείο, την εκπαίδευση, την
κουλτούρα της χώρας που ζει, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, τα μέσα
μαζικής ενημέρωσης το διαδύκτιο. Το σύνολο των στοιχείων αυτής της
εικόνας αυτοσυνειδησίας δεν είναι πραγματική, αλλά φαντασιώδης και
μεταβάλλεται καθημερινά, γιατί οι σχέσεις των στοιχείων που την
αποτελούν μεταβάλλονται. Πρόκειται για φαντασιακή γιατί ο Γιώργος δεν
έζησε στην κλασσική εποχή για να έχει πραγματική εμπειρία της, ούτε
βέβαια ζει στην Αφρική για να καταλάβει την πείνα ή τις αρρώστειες που
την μαστίζουν. Τα διάβασε, τα είδε μα δεν έχει μια άμεση εμπειρία. Και
ποιός μπορεί να εγγυηθεί ότι όλα αυτά ανήκουν σε μια πραγματικότητα, και
δεν είναι πληροφορίες που εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο σκοπό και αύριο
θα μεταβληθούν; Στην σημερινή εποχή μάλιστα το διαδύκτιο μεταβάλλει
γρήγορα την κάθε φαντασιακή εικόνα και αυτό το γεγονός διαφοροποιεί την
σημερινή εποχή από τις προηγούμενες. Όταν βλέπουμε μια είδηση στο
διαδύκτιο, αναγράφεται πάντα ώρα και στιγμή. Μετά από πέντε λεπτά οι
λεπτομέριες της ειδήσεως μεταβάλλονται, μεταβάλλοντας μαζί τους και την
ετερότητα του Γιώργου η οποία βασίζεται σε αυτό τον κονιορτό
φαντασιώσεων που θα διαλυθεί και θα φύγει. Έτσι ο Γιώργος με με αυτή την
αγναγκαία αυταπάτη, που τον συνοδεύει ως αυτοσυνειδησία του,
σχηματίζει σχέσεις με την οικογένειά του το τόπο του την Ευρώπη τους
διαφορετικούς πολιτισμούς και τους ανθρώπους που έχουν μια άλλη
αυτοσυνειδησία και ετερότητα εξίσου φαντασιακές. Φεύγει μια μέρα στην
δύση και γνωρίζει άλλους ανθρώπους άλλο τρόπο σκέπτεσθαι άλλον
πολιτισμό. Μεταβάλλει πολλές από τις φαντασιακές του εικόνες. Ξαφνικά
γνωρίζει την Άννα, την ερωτεύεται και δημιουργεί μαι φαντασιακή σχέση
μαζί της. Αυτή η σχέση εξαρτάται από την εικόνα έχει σχηματίσει
γι᾽αυτήν. Αλλά και η Άννα έχει δημιουργήσει μια άλλη αυταπάτη για τον
Γιώργο και τον εαυτό της. Όλες αυτές οι φαντασιακές εικόνες θα
μεταβληθούν και στον Γιώργο και στην γυναίκα του αν ζήσουν παντρεμένοι
για 30 χρόνια. Θα μεταβληθούν, αλλά δεν θα μπορέσουν ποτέ να ταυτηστούν
γιατί είναι αναγκαίες αυταπάτες που χωρίς αυτές δεν θα μπορούσε ποτέ να
δημιουργηθεί η σχέση. Φανταστείτε τον Γιώργο να ανακαλύπτει κάποια
στιγμή κοιτάζοντας στον εαυτό του στον καθρέπτη ότι δεν είναι αυτός που η
γυναίκα του (ή το άμεσό του περιβάλλον) φανταζόταν για τον ίδιο ότι ,
αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό. Αν προσπαθούσε εκφράσει αυτό το κάτι
στους άλλους τότε θα δημιουργούσε στον εαυτό του μεγάλα προβλήματα που
θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν όχι μόνο στην αποκοπή του από άμεσο
περιβάλλον του, αλλά και σε ψυχιατρική κλινική.
Κάθε ατομική αυτοσυνειδησία έχει ανάγκη
να κάνει σύγκριση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας επειδή κανένας
δεν γνωρίζει το πραγματικό του είναι. Επειδή η κάθε ατομική
αυτοσυνειδησία στηρίζεται σε φαντασιώδεις εικόνες που μεταβάλλονται και
όχι στην πραγματικότητα, καμία απολύτως σχέση δεν είναι δυνατόν ποτέ να
ορίσει το πρόσωπο. Δεν υπάρχει κανένα εγώ και κανένα εσυ που διαλέγονται και αγαπούν το ένα το άλλο γιατί και το εγώ και το εσύ είναι εντελώς φαντασιακές συλλήψεις, δηλαδή αναγκαίες αυταπάτες–
στην πτωτική κατάσταση που ζούμε- που μεταβάλλονται, πολλές φορές χωρίς
έλεος. Φανταστείτε για παράδειγμα τον Γιώργο να ανακαλύπτει ότι δεν
είναι έλληνας, μα Τούρκος. Η εικόνα που είχει σχηματίσει για τον εαυτό
του χάνεται και βρίσκεται ο ίδιος σε μεγάλη κρίση προς με τον άμεσο
περιβάλλον του και φυσικά προς την Άννα. Όταν πριν από χρόνια ζούσε στην
Ελλάδα και δεν χρησιμοποιούσε το διαδύκτιο, γιατί τότε δεν υπήρχε,
νόμιζε ότι οικογένεια είναι η σχέση μιας γυναίκας μ᾽έναν άντρα με άμεση
συνέπεια την γέννηση παιδιών. Τώρα στην Ευρώπη και στο διαδίκτυο αυτή η
εικόνα έχει μεταβληθεί. Βλέπει ότι η οικογένεια αποτελείται από τέσσερα
άτομα, δύο φυσικούς γονείς που είναι χωρισμένοι, συνοδευόμενοι ο καθένας
από άλλη γυναίκα ή αντρα. Ή παρατηρεί ότι υπάρχουν γονείς του ιδίου
φύλου, δύο γυναίκες ή δύο άντρες που έχουν υιοθετήσει παιδιά. Αυτό
μπορεί να έχει άμεση επιρροή και στην σχέση του Γιώργου με την Άννα που
θα μπορούσε να τους οδηγήσει και σε διαζύγιο, γιατί πλέον η εικόνα που
είχαν για την οικογένεια έχει ριζικά μεταβληθεί.
Πώς είναι δυνατόν μια ατομικότητα, που
στηρίζεται σε τόσο εύθραστη αυτοσυνειδησία και ετερότητα, να αποτελεί
τον ορισμό του επιμέρους ανθρώπου αφού στηρίζεται σε σχήματα του
παρόντος αιώνος που διαρκώς μεταβάλλονται; Πώς είναι δυνατόν αυτή η
ακατάπαυστη μεταβολή των ατόμων να υπερισχύει πάνω της δήθεν
αναγκαιότητας της φύσεως; Ή πώς είναι δυνατόν και ο ίδιος ο Θεός να
είναι μια αναγκαία αυταπάτη αν επιμένουμε να τον φανταζόμαστε σαν τρεις ατομικές αυτοσυνειδησίες;
Δεν είναι δυνατόν ποτέ να καθορίζουν τρεις ατομικές αυτοσυνειδίες την
πραγματικότητα ενός τρισυποστάτου Θεού αληθινού και μοναδικού.
Σ᾽αυτό ακριβώς το σημείο καλό θα ήταν να
προσθέσουμε και μία παρατήρηση από την βιολογική επιστήμη. Ο άνθρωπος
δεν καθορίζεται μόνο από ευμετάβλητες σχέσεις ούτε από ψυχολογία του
βάθους που στηρίζεται σε μεταβλητές εικόνες. Γιατί έχει και ένα
βιολογικό υπόστρωμα. Το γνωστό DNA.
Παρατηρούμε ότι ο γενετικός κώδικας του
ανθρώπου είναι κατά 98 % ο ίδιος σε όλους. Αυτό βέβαια επιβεβαιώνει ότι ο
άνθρωπος προέρχεται από ένα αρχέτυπο. Πώς είναι δυνατό μόνο οι κατά 2 %
διαφορές να εξηγήσουν όλες τις διαφοροποιήσεις των ανθρώπων; Από τις
επιγενετικές μελέτες ξέρουμε ότι μια πληροφορία γραμμένη στον γεννετικό
κώδικα του ανθρώπου, μπορεί να εκφραστεί όπως μπορεί και να μην το
κάνει. Το τελευταίο συμβαίνει γιατί υπάρχουν ορισμένες πρωτεΐνες που
ονομάζονται καταστολείς και απαγορεύουν στην πληροφορία να εκφραστεί.
Και υπάρχουν άλλες πρωτεΐνες που λειτουργούν σαν καταστολείς των
καταστολέων. Δηλαδή απαγορεύουν σ᾽έναν καταστολέα να δράσει και τότε μια
πληροφορία που δεν θα έπρεπε να εκφραστεί, εκφράζεται. Το σημαντικό
είναι ότι όλη αυτή η διαδικασία μπορεί να επιρρεαστεί από το περιβάλλον,
δηλαδή το περιβάλλον μπορεί να απαγορεύσει σ᾽έναν καταστολέα να δράσει
και αυτό κληρονομείται, χωρίς βέβαια να έχουμε μια μετάλλαξη, δηλαδή
αλλαγή γενετικού κώδικα του ανθρώπου. Η σχέση με το περιβάλλον όχι μόνο
μπορεί να δημιουργήσει μεταλλάξεις, δηλαδή αλλαγές στον γενετικό κώδικα,
αλλά μπορεί να επιφέρει αλλαγές με επιγενετικό τρόπο χωρίς ν᾽αλλάξει ο
γεννετικός κώδικας. Οι επιγενετικές αλλαγές και οι μεταλλάξεις είναι
ικανές να μεταβάλλουν το είδος ή την ποιότητα των φαντασιακών εικόνων
του ανθρώπου. Φανταστείτε έναν άνθρωπο που εξ᾽αιτίας μιας πληροφορίας
του DNA του γίνεται τυφλός ή δεν ακούει, ή αναπτύσει έναν καρκίνο. Οι
αναγκαίες αυταπάτες σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μεταβάλλονται.
Επομένως η αυτοσυνειδησία του ανθρώπου εξαρτάται και από τους γενετικούς
μηχανισμούς, που επενεργούν στον πτωτικό άνθρωπο. Γι᾽αυτόν ακριβώς τον
λόγο η διαφορές του Γιώργου από τον Γιάννη και την Άννα την γυναίκα του
δεν μπορεί να ορίσει το πρόσωπο, επειδή ακριβώς είναι συμβεβηκότα,
σκιές, και δεν μπορουμε ποτέ να κάνουμε οντολογία των σκιών και να
ορίσουμε τον άνθρωπο σαν σκιά, δηλαδή σαν αυτοσυνειδησία ετερότητας. Και η σκιά που κάποτε θα αφανιστεί δεν μπορεί να προηγείται από την δήθεν καταδυναστευόμενη από αναγκαιότητα φύση.
Είναι όμως αλήθεια ότι, αυτό που
διατύπωσαν με πομπώδη τρόπο, οι μοντέρνοι στοχαστές (Ζηζιούλιας
Γιανναράς και άλλοι), δεν είναι σημερινό αλλά το είχαν σκεφτεί και
διατυπώσει και αιρετικοί στον παρελθόν. Οι αρειανοί για παράδειγμα,
πίστευαν, ερμηνεύοντας όπως νόμιζαν τον Αριστοτέλη, ότι: πᾶν φυσικόν πάντως καί ἡναγκασμένον,
ότι δηλαδή η φύση είναι αναγκαστική, σε υποχρεώνει να είσαι αυτό που
είσαι και η φύση κινείται πάντοτε με αυτόν τον τρόπο. Και γιατί λοιπόν
εκμεταλλεόντουσαν έτσι τον Αριστοτέλη; Επειδή ήθελαν να αποδείξουν ότι ο
μόνος άκτιστος είναι ο Πατέρας και ότι ο Υιός και το Πνεύμα είναι
δημιουργήματα του Θεού, δηλαδή προϊόντα της Θείας θελήσεως, όπως είμαστε
εμείς οι άνθρωποι. Ο Πατέρας, σύμφωνα με αυτούς, ήθελε να γεννήσει τον
Υιόν και τον γέννησε με την θέλησή Του. Επομένως ο Υιός ως προϊόν είναι
ένα κτίσμα και δεν έχει άκτιστη φύση. Γιατί η θέληση, όπως είδαμε, είναι
μία άκτιστη ενέργεια του ακτίστου Πατρός και παράγει κτίσματα. Οι
ορθόδοξοι όμως έλεγαν ότι ο Υιός δεν είναι προϊόν της θελήσεως, αλλά της
φύσεως του Πατρός. Δηλαδή ο Πατήρ τον γεννάει κατά φύσιν (φυσικά)
και όχι από την θέλησή Του. Από την μοναδική κοινή θέληση του Πατρός
και των άλλων δύο προσώπων, πηγάζει ο ορατός και αόρατος κόσμος. Άλλο
λοιπόν για τους ορθοδόξους σήμαινε το ρήμα γεννώ και άλλο το ποιώ. Το
γεννώ είναι υποστατικό ιδίωμα ακοινώνητο του Πατρός, το ποιώ όμως είναι
ενέργεια και ανήκει και στα τρία πρόσωπα γιατί ανήκει στα κοινά, που
έχουν στον ίδιο βαθμό και τα τρία πρόσωπα της Παναγίας Τριάδος.
Οι Αρειανοί όμως όταν άκουσαν από τους ορθοδόξους να λένε ότι ο Πατήρ γεννά τον Υιόν κατα φύσιν (φυσικά) και Αυτός δεν είναι αποτέλεσμα της θελήσεως του Πατρός, ταραχτήκανε και σκεφτήκανε ως εξής. Αφού λοιπόν δεν είναι προϊόν της θελήσεως ο Υιός, ο Πατέρας είναι αναγκασμένος από την φύση Του να Τον γεννά. Επομένως το κατα φύσιν γι αυτούς ήτανε συνώνυμο με το κατ’ ανάγκην. Δηλαδή πᾶν φυσικόν πάντως καί ἠναγκασμένον.
Νομίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο σκέψης θα στριμώξουν τους ορθοδόξους,
έκαναν μια δύσκολη ερώτηση: πώς ο Πατήρ γεννά τον Υιόν; ἀραγε επειδή
Τον θελει; Ή μήπως Τον γεννάει φυσικά; Αν απαντούσε κάποιος επειδή Τον
θέλει θα του λέγανε: άρα ο Υιός είναι προϊόν της θελήσεως, δηλαδή
κτίσμα, τον έκτισε ο Πατήρ πριν από όλους τους αιώνες και βέβαια υπήρχε
χρόνος που υπήρχε ο Πατήρ άνευ του Υιού (ἧν ποτέ ὃτε οὐκ ἧν). Αν απαντούσε κάποιος ότι Τον γεννά φυσικά, γιατί δεν υπήρχε ποτέ καιρός που υπήρχε ο Πατήρ ανευ του Υιού (οὒκ ἧν ποτέ ὃτε οὒκ ἧν),
τότε θα του έλεγαν. Άρα είναι αναγκασμένος να Τον γεννά χωρίς να Τον
θέλει, απλώς η φύση Του Τον αναγκάζει να Τον γεννήσει. Σ’αυτήν την
δύσκολη ερώτηση πρώτος απαντησε ο μέγας Αθανάσιος, με πολύ ωραίο τρόπο
και αυτήν την απάντηση την συναντάμε σ᾽ όλους βέβαια τους Πατέρες: επειδή
αυτός είναι φυσικός Υιός και όχι κατά θέληση, μήπως νομίζετε ότι είναι
Υιός αθέλητος από τον Πατέρα και, είναι Υιός μη θέλοντος του Πατρός; όχι βέβαια!
Αντιθέτως είναι Υιός επιθυμητός και αποδεκτός από τον Πατέρα και, όπως
αυτός λέγει, ο Πατήρ αγαπά τον Υιόν και όλα τα δείχνει σ’ αυτόν
. Και όπως ο Πατήρ δεν άρχισε να είναι καλός από θέληση και είναι καλός
όχι ενάντια στην θέληση και πρόθεση Του, έτσι και ο Υιός δεν άρχισε να
υπάρχει από θέληση, δεν υπάρχει όμως παρά τη θέληση, ούτε ενάντια στην
πρόθεσή Του. Τον θέλει και τον αγαπά ο Πατήρ τον Υιόν και το θέλειν του
Θεού, κάποιος αν σκέφτεται με ευσέβεια, δεν πρέπει να το εννοήσει χωρίς
βούληση. Και βέβαια ο Υιός αγαπήθηκε και θελήθηκε με την ίδια θέληση από
τον Πατέρα που και αυτός ο ίδιος αγαπά και θέλει και τιμά τον Πατέρα,
και μία είναι η θέληση του Πατρός και του Υιού. Έτσι λοιπόν πρέπει να
θεωρήσουμε τον Πατέρα εν τω Υιω. Κανένας λοιπόν δεν πρέπει να νομίζει
ότι η θέληση στον Θεό προηγείται από την φύση, σύμφωνα με τον
Ουαλεντίνον. Ασφαλώς δεν υπάρχει τίποτε ενδιάμεσο μεταξύ Πατρός και Υιού
δηλαδή κάτι σαν θέληση. Γιατί βέβαια θα ήταν τρελλός αυτός που εισάγει
μεταξύ Πατρός και Υιού θέληση και σκέψη. (κατα Αρειανών ΙΙΙ,LXVI)
Δηλαδή ο Μέγας αυτός Πατήρ μας λέει ότι η
φύση δεν είναι αναγκαιότητα και εξηγεί το γιατί. Κατά τον Μεγα
Αθανασιο, ο αυθορμητισμός της φύσεως δεν ελέγχεται ούτε καθορίζεται από
τη θέληση, αλλά υπέρκειται της θελήσεως. Έτσι ο Πατήρ, ο Υιός και το
Πνεύμα είναι αγαθοί, όχι γιατί το διάλεξαν και το θέλησαν αλλά επειδή
αυθορμήτως και ανάρχως η φύση τους εκδηλώθηκε έτσι, γι᾽αυτό ακριβώς και
δεν υπάρχει ανάγκαιὀτητα ούτε στον Θεό, ούτε στον άνθρωπο. Και βέβαια
δεν υπάρχει καμμιά ενδιάμεση θέληση, ακριβώς γιατί η φύση είναι
αυθόρμητη, μα ο αυθορμητισμός αυτός της φύσεως, δεν είναι ούτε κατά της
θελήσεως, ούτε και ακούσιος. Τηρώντας τις αναλογίες ας πάρουμε ένα
παράδειγμα για να το καταλάβουμε καλύτερα. Αν κάποιος συζητά μ᾽ έναν
συνάθρωπό του, εντελώς αυθόρμητα ακουμπά το χέρι στον ώμο του, εντελώς
αυθόρμητα του σφίγγει το χέρι. Δεν το σκέφτηκε από πριν να το κάνει, δεν
το αποφάσισε, μα εντελώς αυθόρμητα τον ακούμπησε. Και ο άλλος εντελώς
αυθόρμητα απάντησε σ᾽ αυτή την κίνηση με το ίδιο τρόπο. Βέβαια αυτή η
πράξη δεν είναι κατά της θελήσεως, ούτε και ακούσια. Γιατί η φύση και η
ανθρωπίνη και η θεία δεν είναι μόνο ακούσια και αυτεξούσια, μα και
αυθόρμητη.
συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου