Αυτά που περιγράφουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας , τα βλέπουμε
καθαρά και μέσα στην εκκλησιαστική ζωή. Άλλωστε, οι άγιοι Πατέρες, που
αναφέραμε, δεν είναι στοχαστές φιλόσοφοι, που στοχάζονται πάνω στα
θέματα της πίστεως, αλλά ερμηνεύουν την εκκλησιαστική εμπειρία και είναι
εκφραστές της αποκαλύψεως που υπάρχει μέσα στην Εκκλησία.
Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου
Ο Παράδεισος και η Κόλαση στην εκκλησιαστική ζωή
Δύο απλά
παραδείγματα θα χρησιμοποιήσω για να δειχθεί ότι τα όσα αναφέραμε είναι
κοινή διαπίστωση και εμπειρία της Εκκλησίας.
Το ένα
παράδειγμα είναι η μετάληψη του Σώματος και Αίματος του Χριστού. Η θεία
Κοινωνία ενεργεί αναλόγως με την κατάσταση του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος
είναι ακάθαρτος, τον κατακαίει, αν αγωνίζεται να καθαρθεί ή βρίσκεται
στην θέωση, τότε ενεργεί αναλόγως.
Ο
Απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους για το θέμα αυτό: «ώστε ος αν
εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος
έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου» (Α' Κορ. ια', 27). Για να
βεβαιώσει στην συνέχεια: «δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι
και κοιμώνται ικανοί» (Α' Κορ. ια', 30). Και αυτό γίνεται γιατί «ο
εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει» (Α' Κορ. ια',
29). Η μετάληψη, δηλαδή, του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, ενώ
για τους κεκαθαρμένους και θεουμένους γίνεται ζωή, για τους ακάθαρτους
γίνεται κρίμα και θάνατος, ακόμη και σωματικός. Πολλές ασθένειες και
θάνατοι, όπως βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος, προέρχονται από την αναξία
μετάληψη των Τιμίων Δώρων. Γι' αυτό ο Απόστολος Παύλος συνιστά: «δοκιμαζέτω
δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηριού
πινέτω» (Α' Κορ. ια'. 28).
Αυτό το «δοκιμαζέτω»,
αν συνδυαστεί με το όλο πνεύμα του Αποστόλου Παύλου, κατά το οποίο μέσα
στην καρδιά πρέπει να έχει κανείς την Χάρη του Θεού, και με το χωρίο
«καλόν γαρ χάριτι βεβαιούσθαι την καρδίαν» (Εβρ. ιγ', 9) δείχνει ότι
πρέπει κανείς να εξετάζει σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεται για να
πλησίαση στην Θεια Κοινωνία. Γιατί η Θεία Κοινωνία για ιούς
καθαιρομένους γίνεται κάθαρση, για τους φωτιζομένους έλλαμψη, για τους
θεουμένους θέωση και για τους ακάθαρτους και αμετανόητους γίνεται κρίμα
και καταδίκη. Κόλαση. Γι' αυτό στις λειτουργικές ευχές ο ιερεύς
παρακαλεί τον Θεό να μη γίνει η θεία Κοινωνία εις κρίμα και κατάκριμα,
αλλά σε άφεση των αμαρτιών. Χαρακτηριστική είναι η ευχή του ιερού
Χρυσοστόμου: «καταξίωσον ημάς μεταλαβείν των επουρανίων σου και φρικτών
Μυστηρίων ταύτης της ιεράς και πνευματικής Τραπέζης, μετά καθαρού
συνειδότος, εις άφεσιν αμαρτιών, εις συγχώρησιν πλημμελημάτων, εις
Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν, εις βασιλείας ουρανών κληρονομίαν εις
παρρησίαν την προς σε, μη εις κρίμα, ή εις κατάκριμα».
Το ίδιο
πνεύμα μπορούμε να δούμε σε όλες τις ευχές της ακολουθίας της Μεταλήψεως
τόσο πριν όσο και μετά την θεία Κοινωνία. Αυτό που γίνεται τώρα με την
θεία Κοινωνία, θα γίνει στην Δευτέρα Παρουσία με την εμφάνιση του Θεού.
Γι' αυτούς που έχουν καθαρθεί και έχουν μετανοήσει ο Θεός θα είναι
Παράδεισος, ενώ γι' αυτούς που δεν έχουν καθαρθεί ο Θεός θα είναι
Κόλαση. Το άλλο παράδειγμα είναι από την ιερά αγιογραφία, που είναι,
οπωσδήποτε, έκφραση της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Βλέποντας την
εικονογράφηση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, όπως αγιογραφείται
στους νάρθηκες των Ιερών Μονών, παρατηρούμε ότι από τον θρόνο του Θεού
εκπορεύεται το φως, που κυκλώνει τους αγίους, και από τον θρόνο του
Θεού εκπορεύεται ο πύρινος ποταμός, που κατακαίει τους αμετανόητους
αμαρτωλούς. Η ίδια πηγή είναι, τόσο του φωτός, όσο και του πυρός. Και
αυτό εκφράζει θαυμάσια την διδασκαλία των Πατερών της Εκκλησίας, που
είδαμε προηγουμένως, για την φωτιστική και καυστική ιδιότητα της θείας
Χάριτος. Αυτό, βέβαια, συνδέεται με την κατάσταση του ανθρώπου.
Οι
θεολογικές και εκκλησιολογικές συνέπειες αυτής της αλήθειας
Όλα όσα
αναφέραμε μέχρι τώρα δεν είναι θεωρητικές αλήθειες, αλλά έχουν σχέση με
την όλη εκκλησιαστική ζωή. Άλλωστε, η διδασκαλία των άγιων Πατέρων για
τον Παράδεισο και την Κόλαση είναι ένα κλειδί ερμηνείας τόσο της Άγιας
Γραφής και των πατερικών κειμένων όσο και της εκκλησιαστικής ζωής. Στην
ενότητα αυτή θα εξετάσουμε αναλυτικότερα τις συνέπειες της ορθοδόξου
θεωρήσεως του Παραδείσου και της Κολάσεως για την εκκλησιαστική και
πνευματική ζωή.
α)
Παράδεισος και Κόλαση είναι ενέργεια της ακτίστου Χάριτος του Θεού, όπως
την βιώνουν οι άνθρωποι, γι' αυτό και είναι άκτιστα. Κατά τους αγίους
Πατέρας της Εκκλησίας, δεν υπάρχει άκτιστος Παράδεισος και κτιστή
Κόλαση, όπως διδάσκει η φραγκολατινική παράδοση. Οι Φράγκοι,
ακολουθούντες τον Αυγουστίνο, πίστευαν ότι οι κολαζόμενοι δεν θα βλέπουν
τον Θεό, και γι' αυτό εξέλαβαν το πυρ της Κολάσεως ως κτιστό. Είναι
γνωστή η Κόλαση του Δάντη και οι περιγραφές των κολασμένων. Έτσι, οι
Φράγκοι φαντάστηκαν τον κόσμο ως τριόροφο, που αποτελείται από τον
αμετάβλητο ουρανό για τους ευδαίμονες, μεταβλητή γη για να δοκιμάζωνται
οι άνθρωποι και μεταβλητά καταχθόνια για τους κολαζομένους και
καθοριζόμενους. Συνέπεια αυτής της απόψεως είναι και περί καθαρτηρίου
πυρός διδασκαλία των Φράγκων23.
Επομένως, Παράδεισος και Κόλαση υπάρχουν όχι με την μορφή απειλής και
τιμωρίας εκ μέρους του Θεού, αλλά με την μορφή ασθενείας και θεραπείας.
Οι θεραπευμένοι και κεκαθαρμένοι βιώνουν την φωτιστική ενέργεια της
θείας Χάριτος, ενώ οι αθεράπευτοι και ασθενείς βιώνουν την καυστική
ενέργεια του Θεού.
Στην Αγία
Γραφή η δόξα του Θεού χαρακτηρίζεται με τις αντιθέσεις φως - γνόφος, και
πυρ - σκότος ή δόξα - νεφέλη και αστραπή - καπνός. Αυτοί που έχουν
ανιδιοτελή αγάπη και είναι φίλοι του Θεού βλέπουν τον Θεό «εν φωτι -
γνόφω», ενώ οι ιδιοτελείς και ακάθαρτοι βλέπουν τον Θεό κριτή ως «πυρ -
σκότος»24. Έτσι, λοιπόν, ο Παράδεισος καλείται και φως και γνόφος. Από
γλωσσικής πλευράς φαίνεται ότι είναι αντίθετες έννοιες, γιατί το φως
είναι αντίθετο από τον γνόφο και ο γνόφος είναι αντίθετος από το φως.
Βέβαια, στην πατερική παράδοση ο γνόφος είναι φως «δια την υπερέχουσαν
φανότητα». Επίσης, η Κόλαση χαρακτηρίζεται με τις εικόνες πυρ και
σκότος. Αλλά και οι δυο αυτές εικόνες είναι αντίθετες. Γι' αυτό η Κόλαση
δεν είναι ούτε πυρ ούτε σκότος, όπως εμείς γνωρίζουμε τις
πραγματικότητες αυτές. Και φυσικά ούτε ο Παράδεισος είναι φως και
γνόφος, όπως εμείς γνωρίζουμε αυτές τις πραγματικότητες. Γι' αυτό οι
άγιοι Πατέρες προτιμούν την αποφατική ορολογία, για να μη γίνεται καμμία
σύγχυση.
Το θέμα
είναι ότι τόσο ο Παράδεισος όσο και η Κόλαση δεν είναι κτιστές
πραγματικότητες, αλλά άκτιστες. Οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί θα δουν τον
Θεό στην άλλη ζωή, αλλά, ενώ οι δίκαιοι θα έχουν μέθεξη Θεού και
κοινωνία, οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη. Αυτό φαίνεται στην παραβολή
του άφρονος Πλουσίου. Ο Πλούσιος έβλεπε τον Αβραάμ και τον Λάζαρο στους
κόλπους του, αλλά δεν είχε μέθεξη του Θεού και γι' αυτό φλεγόταν.
Δεχόταν την καυστική ενέργεια της οράσεως του Θεού. Καίτοι είναι
παραβολή, εν τούτοις εκφράζει την πραγματικότητα. Η χρησιμοποίηση του
είδους της παραβολής γίνεται για να εκφραστούν οι αλήθειες.
β) Εφ'
όσον αναλόγως της πνευματικής τους καταστάσεως οι άνθρωποι έχουν
διαφορετική εμπειρία της θείας Χάριτος, άρα απαιτείται κάθαρση από αυτήν
ακόμη την ζωή. Η κάθαρση, κατά τους αγίους Πατέρες, γίνεται κυρίως στην
καρδιά και στον νου του ανθρώπου. Ο νους είναι το ηγεμονικό της -ψυχής,
δια του οποίου ο άνθρωπος έχει μέθεξη και κοινωνία με τον Θεό. Ο
σκοτασμός του ηγεμονικού λέγεται αλλοτρίωση· όχι ότι αποχωρίζεται ο
άνθρωπος τον Θεό αλλά ότι δεν έχει μέθεξη. Με την πτώση του ανθρώπου και
την αμαρτία του ο νους σκοτίστηκε και ταυτίστηκε με την λογική, τα πάθη
και τον περιβάλλοντα κόσμο. Τώρα απαιτείται κάθαρση του νου.
Ο άγιος
Γρηγόριος τονίζει επιγραμματικά: «Δια τούτο καθαρτέον εαυτόν πρώτον,
είτα τω καθαρώ προσομιλητέον». Αν κανείς θέληση να φθάσει στον Θεό και
να απόκτηση την γνώση Του, χωρίς προηγουμένως να περάση από σχετική
δοκιμασία, που είναι ή κάθαρση της καρδιάς, τότε θα συμβεί το ίδιο με
τόσες άλλες περιπτώσεις που συναντούμε στην Αγία Γραφή και τις οποίες
αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, θα συμβεί ό,τι και στον
Ισραηλιτικό λαό, που δεν μπορούσε να δη το ελλαμπόμενο πρόσωπο του
Μωϋσέως από την Χάρη του Θεού. Ή θα συμβεί ό,τι και στον Μανωέ, που
φώναξε: «Απολώλαμεν, ω γύναι, Θεόν εωράκαμεν». Θα συμβεί ό,τι και στον
Απόστολο Πέτρο, ο οποίος μετά το θαύμα της θαυματουργικής αλιείας, είπε:
«έξελθε απ’ εμού ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί Κύριε».
Θα συμβεί
ό,τι και στον Απόστολο Παύλο, ο οποίος έχασε την όρασή του, αφού είδε
τον διωκόμενο από αυτόν Χριστό, χωρίς προηγουμένως να καθαρθεί από τους
διωγμούς. Ακόμη θα συμβεί ό,τι με τον εκατόνταρχο ο οποίος, καίτοι
ζήτησε από τον Χριστό την θεραπεία, εν τούτοις Τον παρακαλεί να μην
έλθει στο σπίτι του από δειλία, που πάντως επαινείται από τον Χριστό.
Λέγοντας αυτά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, κάνει την εξής παρατήρηση.
Αν κάποιος από μας είναι ακόμη εκατόνταρχος δουλεύοντας στον
κοσμοκράτορα του κόσμου τούτου, και γι' αυτό είναι ακάθαρτος, ας το
αισθανθεί και ας πει τον λόγο του εκατοντάρχου: «ουκ ειμι ικανός ίνα μου
υπό την στέγην εισέλθης». Ας μη μείνει όμως σε αυτήν την διαπίστωση.
Αλλά αν θέλει να δη τον Χριστό, τότε ας κάνη αυτό που έκανε ο Ζακχαίος.
Ας δεχθεί τον Λόγο στο σπίτι του, αφού προηγουμένως όμως ανεβεί επάνω
στην συκομορέα, «νεκρώσας τα μέλη τα επί της γης και υπεραναβάς το σώμα
της ταπεινώσεως».
Απαιτείται συναίσθηση της ακαθαρσίας μας, αλλά και αγώνας για την
κάθαρση και την θεραπεία. Χρειάζεται να καθαρίσουμε και να κοσμήσουμε
την ψυχή μας και ακόμη να φωτισθούμε με την δύναμη και την ενέργεια του
Χριστού. Διότι, όταν τηρήσουμε την καρδιά μας με κάθε φυλακή, δηλαδή,
όταν βάλουμε την νήψη στην καρδιά μας και όταν ετοιμάζουμε την καρδιά
μας για αναβάσεις πνευματικές, τότε «φωτισθώμεν εαυτοίς φως γνώσεως-
τηνικαύτα λαλώμεν Θεού σοφίαν εν μυστηρίω την αποκεκρυμμένην, και τοις
άλλοις εκλάμπωμεν». Γι' αυτό επιγραμματικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
γράφει: «Τέως δε καθαιρώμεθα και προτελώμεθα τω Λόγω, ιν' ότι μάλιστα
αυτούς ημάς ευεργετώμεν, θεοειδείς εργαζόμενοι, και ήκοντα τον Λόγον
υποδεχόμενοι»25. Έτσι, στην
Ορθοδοξία γίνεται συνεχώς λόγος για κάθαρση και μετάνοια, κατά την
διδασκαλία του Χριστού: «μετανοείτε·
ήγγικε γαρ η
Βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. δ', 17). Μόνο μέσα από την μετάνοια
γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό εξ εμπειρίας, διότι ο Θεός δεν είναι
γνωσιολογική θεωρία ή ιδέα, αλλά θέα.
γ) Το
βαθύτερο έργο της Εκκλησίας είναι να θεραπεύει τον άνθρωπο, να καθαρίζει
τον νου και την καρδιά. Ο άνθρωπος, αφού καθαρθεί, στην συνέχεια πρέπει
να αποκτήσει φωτισμένο νου, ώστε να δη τον Θεό και να γίνει γι' αυτόν
Παράδεισος και Βασιλεία τών Ουρανών. Αυτό γίνεται με τα μυστήρια και την
άσκηση. Και πραγματικά, αυτά τα δύο πρέπει να συνδυάζονται. Η άσκηση,
όπως φαίνεται στην πατερική παράδοση, προηγείται του Βαπτίσματος και
ακολουθεί μετά από αυτό, προηγείται της θείας Κοινωνίας και ακολουθεί
μετά από αυτήν. Όταν απομονώσουμε τα μυστήρια από την άσκηση και την
άσκηση από τα μυστήρια, τότε διαστρέφουμε την εκκλησιαστική ζωή.
Αν
εξετάσει κανείς επισταμένως το ευχολόγιο τής εκκλησίας, θα διαπίστωση
ότι συνιστά μια θεραπευτική αγωγή. Είναι, θα λέγαμε λίγο παραβολικά, ένα
πνευματικό Ιατρικό σύγγραμμα για την θεραπεία της ψυχή του ανθρώπου.
Και, βέβαια, αυτή η θεραπεία, όπως φαίνεται καθαρά σε όλες τις ευχές των
μυστηρίων, αποβλέπει κυρίως στην θεραπεία του νου, στον φωτισμό του νου.
Γι' αυτό ο ιερεύς δεν «κόβει» απλώς εισιτήρια για τον Παράδεισο, αλλά
θεραπεύει τον άνθρωπο, ώστε όταν θα δει τον Θεό, να γίνει γι' αυτόν ο
Θεός Παράδεισος και όχι Κόλαση, αφού όλοι θα δούμε τον Θεό και δίκαιοι
και αμαρτωλοί. Αν εξετάσει κανείς προσεκτικά την φράγκικη «ασκητική», θα
διαπιστώσει ότι αποβλέπει να οδήγηση τον άνθρωπο στην θέα του Θεού. Αλλά
το πρόβλημα δεν είναι αυτό, αφού όλοι θα δουν τον Θεό και θα
συνομιλήσουν μαζί Του. Άλλωστε, αυτό περιγράφει ο Κύριος στην περικοπή
της Μελλούσης Κρίσεως. Το θέμα είναι να δει ο άνθρωπος τον Θεό
θεραπευμένος.
Η
Ορθοδοξία έχει μια μέθοδο θεραπείας. Αυτό φαίνεται εκτός των άλλων και
στον υπότιτλο της Φιλοκαλίας. Γράφεται: «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών εν
ή δια της κατά πράξιν και θεωρίαν ό νους καθαίρεται, φωτίζεται και
τελειούται».
δ) Δεν
πρέπει να έχουμε ζωηρή επιθυμία να δούμε την δόξα του Θεού, όπως κάνουν
πολλοί περίεργοι, και γι’ αυτό χρησιμοποιούν πολλούς τρόπους, τον
ανατολικό διαλογισμό και άλλες μεθόδους. Τέτοια περιέργεια εκτός τον ότι
μπορεί να οδήγηση σε πλάνη, μπορεί επίσης να διαγράψει διαφορετική
πορεία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ακριβώς επειδή ο Θεός γίνεται Κόλαση για
τους ακάθαρτους, γι' αυτό αισθανόμαστε πρωταρχικό έργο το να καθαρθούμε
ψυχικά. Η κάθαρση συνδέεται με την θεραπεία του ανθρώπου, και φυσικά, η
θεραπεία είναι η απόκτηση της ανιδιοτελούς αγάπης.
ε) Κόλαση
δεν είναι η απουσία του Θεού, όπως συνήθως λέγεται, αλλά η παρουσία και
θέα του Θεού ως φωτιάς. Και, φυσικά, όπως αναφέραμε σε άλλη ενότητα, από
τώρα μπορούμε να γευθούμε τον Παράδεισο και την Κόλαση, θα μπορούσα να
πω καλύτερα ότι από τον τρόπο με τον όποιο βιώνουμε από τώρα τον Θεό
εξαρτάται και το πώς θα Τον βιώσουμε και στην Δευτέρα Παρουσία Του. Κατά
τον όσιο Ηλία τον Πρεσβύτερο, Παράδεισος είναι η θεωρία των νοητών. Σε
αυτήν την θεωρία ο γνωστικός, αυτός, δηλαδή, που απέκτησε την γνώση του
Θεού, «ως εν οικείω οίκω ένδοθεν εισέρχεται εν ευχή». Ο δε πρακτικός,
αυτός, δηλαδή, που βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως, «ως παροδίτης
οφθήσεται». αφού έχει μεν την επιθυμία να εισέλθει, αλλά εμποδίζεται από
τον φραγμό της πνευματικής του ηλικίας26. Ο Παράδεισος είναι η απάθεια,
που στην πραγματικότητα, είναι η μεταμόρφωση του παθητικού της ψυχής. Ο
όσιος Ηλίας ό Πρεσβύτερος λέγει ότι ό Παράδεισος της απάθειας είναι
κρυμμένος μέσα μας. και αυτός «εικών εστί του μέλλοντος τους δικαίους
υποδέχεσθαι»27.
Κατά τον
όσιο Γρηγορώ τον Σιναΐτη, πυρ και σκότος και σκώληξ και τάρταρος, δηλαδή
Κόλαση, είναι «η γενική ηδυπάθεια και η καθολική του σκότους άγνοια και
ο εν πάσι γαργαλισμός του στρήνους και ο τρόμος και ο βρώμας ο δυσώδης
της αμαρτίας». Έτσι, η ηδυπάθεια, η άγνοια και το σκοτάδι, ο τρόμος και
η βρωμιά της αμαρτίας είναι βίωση της Κολάσεως από τώρα. Και όλα αυτά
είναι «ως αρραβώνες και απαρχαί των κολάσεων» από την ζωή αυτή28.
Το
συμπέρασμα αυτής της ανάλυσης είναι ότι ή Εκκλησία είναι Νοσοκομείο και
θεραπευτήριο, που θεραπεύει τον άνθρωπο. Αυτό είναι και το βασικότερο
έργο των Ιερέων. Έχοντας αυτήν την προοπτική μπορεί να ασχολείται και με
άλλα έργα. Μπορεί, δηλαδή ο ιερεύς να ενδιαφέρεται για τα γενικότερα
προβλήματα του λαού, για την φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη κ.λ.π. αλλά
το κυριότερο είναι να θεραπεύει τον άνθρωπο. Αυτό είναι το κατ' εξοχήν
φιλάνθρωπο έργο, που θα έχει αιώνιες συνέπειες. Γιατί, τι το όφελος να
ενδιαφέρεται μόνον για τις υλικές ανάγκες και να αδιάφορη για το αιώνιο
μέλλον του; Μια τέτοια Εκκλησία μπορεί να θεωρηθεί και είναι πραγματικά
μια εκκοσμικευμένη Εκκλησία. Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να εξαντληθεί
μόνον στο ενταύθα, αλλά να προχώρηση και στο επέκεινα. Έτσι, η Εκκλησία
ενδιαφέρεται για τον όλο άνθρωπο, που αποτελείται από ψυχή και σώμα.
Υπάρχουν μερικοί που κατηγορούν την Εκκλησία ότι αδιαφορεί για τις
κοινωνικές ανάγκες και απουσιάζει από κοινωνικούς και άλλους αγώνες.
Κανείς δεν αντιλέγει ότι και σε αυτό το θέμα πρέπει να επεκταθεί η
δραστηριότητα της Εκκλησίας. Άλλα τίθεται το ερώτημα. Ο θάνατος δεν
είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα; Εκτός του ότι ταλαιπωρείται ο κάθε
άνθρωπος με τον δικό του θάνατο, αφού τον κουβαλά μέσα του από την
γέννηση του, επειδή γεννιέται για να πεθάνει, συγχρόνως βασανίζεται από
τον θάνατο των προσφιλών του προσώπων. Δεν δημιουργεί κοινωνικά και
προσωπικά προβλήματα ο θάνατος; Η Εκκλησία ασχολείται με το φοβερό αυτό
πρόβλημα του θανάτου και βοηθά τον άνθρωπο να τον υπερβεί με την εν
Χριστώ ζωή.
Ακόμη,
όταν ασχολείται η Εκκλησία με την θεραπεία του νου του ανθρώπου, αυτό
έχει άμεσες κοινωνικές συνέπειες. Ο θεραπευμένος άνθρωπος είναι
ειρηνικός, ειλικρινής, απαθής και επομένως, καλός οικογενειάρχης, καλός
πολίτης. Άλλωστε, όπως ένα Νοσοκομείο κατά την διάρκεια κοινωνικών
ανωμαλιών εξακολουθεί να θεραπεύει, έτσι και η Εκκλησία κατά την
διάρκεια πολλών ανωμαλιών δεν ξεχνά τον θεραπευτικό της χαρακτήρα και
θεραπεύει τους ανθρώπους.
Γι' αυτό,
ζώντες μέσα στην Εκκλησία, πρέπει να θεραπευόμαστε με όλα τα μέσα που
έχει, τα μυστήρια και την άσκηση, με την μέθοδο που διαθέτει, ώστε και
από τώρα, αλλά κυρίως τότε στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, η Χάρη του
Θεού να ενεργεί φωτιστικά και σωτήρια και όχι κολαστικά.
Πηγή: Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου
Ιεροθέου Βλάχου: "Η ζωή μετά τον θάνατο".
Σημειώσεις:
23. Βλ.
Ιωάννου Ρωμανίδου, ενθ. ανωτ. σελ. 96
24. Ιω.
Ρωμανίδου: ενθ. ανωτ. σελ. 99
25. Γρηγορίου
Θεολόγου έργα, 5 ΕΠΕ, σελ. 86-90
26.
Φιλοκαλία, εκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Β'. σελ. 305, νη'
27. ενθ. ανωτ.
σελ. 101. ιβ'
28.
Φιλοκαλία, τόμος Δ', σελ. 36, λ6'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου