π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Η ιστορική αυτή τοποθέτηση για τις Οικουμενικές Συνόδους,
που είδαμε πιο πάνω, δεν αλλοιώνει την μεγάλη άξια και
σημασία τους, αφού απέκτησαν μεγάλη αξία στην ζωή της
Εκκλησίας. Δεν έχει σημασία ποια ήταν η αιτία της
συγκροτήσεώς τους ούτε ποιος τις συγκαλούσε, αλλά έχουν αξία
οι θεολογικές και εκκλησιαστικές προϋποθέσεις κάτω από τις
οποίες συνεκαλούντο.
«Η
βασική προϋπόθεση όχι μόνον Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και
Τοπικών Συνόδων είναι ότι, εκείνοι που συνεδριάζουν σε
Τοπική Σύνοδο ή σε Οικουμενική Σύνοδο, είναι άνθρωποι οι
οποίοι τουλάχιστον βρίσκονται στην κατάσταση του φωτισμού.
Αλλά η κατάσταση του φωτισμού δεν αρχίζει όταν πουν την
εναρκτήριο προσευχή μιας Οικουμενικής Συνόδου. Δεν αρχίζει
τότε ο φωτισμός.
Οπότε ορισμένοι φονταμελίστ Ορθόδοξοι, δεν ξέρω πώς να το
περιγράψω, φαντάζονται τους ιστορικούς Επισκόπους σαν τους
σημερινούς Επισκόπους, οι οποίοι ιδέα δεν έχουν από δόγματα,
αλλά έχουν δογματικούς δίπλα τους, δηλαδή συμβούλους οι
οποίοι αυτοί τους συμβουλεύουν επάνω στα δόγματα. Ο Δεσπότης
είναι καλός άνθρωπος, ο οποίος ασχολείται με ορφανοτροφεία,
με γηροκομεία, νοσοκομεία, με καλά έργα, να κτίσει Εκκλησίες
και δεν ξέρω τι άλλο, δηλαδή, μαζεύει χρήματα σε εράνους για
να βοηθάει τους φτωχούς σεισμοπλήκτους· αυτός είναι
ο Δεσπότης, είναι ο άνθρωπος της δράσης, δηλαδή, ή της
βράσης δεν ξέρω ποιο από τα δύο. Διότι λέει ένας φίλος
κοινός. Μητροπολίτης, έλεγε ο Πνευματικός του: "Δράσις,
δράσις, δράσις, μετά βράσις, βράσις και ατμός", δηλαδή στο
τέλος δεν υπάρχει τίποτα.
Φαντάζονται μερικοί ότι συνήλθαν όλοι αυτοί οι Επίσκοποι, οι
οποίοι ως φοιτητές της θεολογίας πήραν πέντε στις εξετάσεις,
δεν καταλαβαίνουν τίποτα και, αφού συνεδριάζουν, έρχεται το
Άγιον Πνεύμα σαν τσεκούρι, δηλαδή, τους δίνει μια στο
κεφάλι, ανοίγει το κεφάλι και μπαίνει μέσα το Άγιον Πνεύμα
και μετά βγαίνουν από το στόμα τους, ας πούμε, λόγοι σοφίας,
επεμβαίνει στην Οικουμενική Σύνοδο ή σε μία Τοπική Σύνοδο,
φωτίζει με αυτόν τον τρόπο τους Επισκόπους να βγάζουν σωστές
αποφάσεις».
Εκείνο
που προσδιορίζει μια Σύνοδο, Τοπική ή Οικουμενική, ως
Ορθόδοξη, είναι κατά πόσον η πλειοψηφία των Επισκόπων που
συμμετέχουν σε αυτήν βρίσκονται στην κατάσταση του φωτισμού
του νοός. Η μελέτη των Ορθοδόξων Τοπικών και Οικουμενικών
Συνόδων αποδεικνύει ότι οι αποφάσεις τους είναι Ορθόδοξες,
γιατί στηρίχθηκαν σε Πατέρες, οι οποίοι όχι μόνον γνώριζαν
θεωρητικά την θεολογία της Εκκλησίας, αλλά ήταν και φορείς
της αποκαλύψεως. Οπότε οι θεούμενοι Πατέρες έδωσαν κύρος
στην Σύνοδο και όχι η Σύνοδος στους Πατέρες.
«Και
υποτίθεται ότι, όταν συγκαλούνται οι εκπρόσωποι των
Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Οικουμενική Σύνοδο ή σε μια Τοπική
Σύνοδο, τουλάχιστον η πλειοψηφία από τους Επισκόπους εκείνα
τα χρόνια ήταν τουλάχιστον σε κατάσταση φωτισμού και ίσως
είχαν περάσει προς την θέωση κάποτε-κάποτε μερικοί. Αλλά
ήταν άνθρωποι που αυτά τα θέματα που συζητούμε τα ξέρανε
πολύ καλά.
Γι' αυτό δεν μιλάνε για την πίστη της Αγίας Γραφής ποτέ. Εγώ
δεν το 'χω βρει ποτέ, η πίστη της Παλαιάς Διαθήκης ή Καινής
Διαθήκης, Σήμερα, επειδή καταργήσαμε την εμπειρία των
Προφητών και των Αποστόλων, έχουμε καταργήσει με άλλα λόγια
τον φωτισμό και την θέωση και μιλάμε για την διδασκαλία της
Παλαιάς Διαθήκης και της Καινής Διαθήκης, ενώ οι Πατέρες της
Εκκλησίας μιλάνε για την πίστη των Προφητών και των
Αποστόλων και των Αγίων. Δεν μιλάνε ποτέ για την πίστη ενός
βιβλίου».
«Λέμε
τώρα στην μοντέρνα Ορθόδοξη θεολογία: "οι αποφάσεις των
Οικουμενικών Συνόδων, είναι αλάθητες. Ότι κατά την διάρκεια
τών Οικουμενικών Συνόδων οι Πατέρες υπήρξαν θεόπνευστοι και
απεφάσισαν θεοπνεύστως περί των δογμάτων της Εκκλησίας.
Εντάξει. Αυτό κληρονομήθηκε από την παράδοση. Πώς όμως
εξηγείται; Όταν οι Επίσκοποι που συνέρχονται σε μια Σύνοδο
ασχολούνται με δογματικά θέματα, ποιμαντικά θέματα κ.ο.κ.
Έχουν ορισμένα κριτήρια.
Πρώτο κριτήριο είναι η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη.
Δεν μπορούν να διδάξουν τίποτα που αντιβαίνει στην Αγία
Γραφή, Μετά είναι η συνεχής παράδοση της Εκκλησίας, των
Πατέρων, των Αγίων, η εκκλησιαστική παράδοση. Μετά έχουμε
τις αποφάσεις των Τοπικών Συνόδων. Μετά, όμως, έχουμε και
την πνευματική κατάσταση τών Επισκόπων που συνέρχονται.
Διότι, σ’ εκείνα τα χρόνια υπήρχε ακόμη η παράδοση που οι
Επίσκοποι τουλάχιστον έπρεπε να επιλέγονται από αυτούς οι
οποίοι έχουν φθάσει στον δοξασμό. Είναι οι "Προφήτες" του
Αποστόλου Παύλου, δηλαδή.
Εάν κανείς θέλει να εξετάσει τις απόψεις αυτές, τις βρίσκει
ολοκάθαρα στο "περί εκκλησιαστικής Ιεραρχίας" του Αγίου
Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Τα εκθέτει εκεί μια χαρά. Ότι ο
Επίσκοπος είναι εκείνος ο οποίος έχει φθάσει στην ένωση με
τον Θεό. Ένωση σημαίνει, εδώ, θέωση, θεοπτία κ.ο.κ. Είναι ο
Προφήτης του Αποστόλου Παύλου, διότι στην αρχαία Εκκλησία ο
Επίσκοπος ελέγετο "Προφήτης". Στον δεύτερο βαθμό έχουμε τους
Πρεσβυτέρους και όλους τους άλλους Κληρικούς, οι οποίοι
είναι τουλάχιστον στην κατάσταση φωτισμού. Οπότε,
συνερχόμενοι οι Πατέρες με τέτοια πνευματικότητα εν Συνόδω,
τότε βέβαια, το Πνεύμα το Άγιον ομιλεί δια μέσου των
Επισκόπων.
Και γι' αυτό, οι Πατέρες λένε: "Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και
ημίν". Επικαλούνται το γεγονός, ότι έτσι θέλει το Πνεύμα το
Άγιον. Πού το ξέρουν, ότι έτσι θέλει το Πνεύμα το Άγιον; Εάν
συνέλθει μια ομάδα εκατό Επισκόπων και οι είκοσι πέντε
Επίσκοποι ευρίσκονται σε κατάσταση φωτισμού, οι είκοσι πέντε
θα είναι οι καθοδηγητές της Συνόδου. Οι άλλοι θα
ακολουθήσουν. Γιατί; Διότι, όχι μόνο ομιλούν εκ πείρας γι'
αυτά τα θέματα, αλλά επικαλούνται και την Παλαιά και την
Καινή Διαθήκη και την πατερική παράδοση και κάνουν σωστή
ερμηνεία. Οπότε, εκείνοι που παρακολουθούν αυτήν την
ερμηνεία που κάνουν αυτοί οι φωτισμένοι Πατέρες της
Εκκλησίας, πείθονται από τα επιχειρήματα και δέχονται αυτές
τις απόψεις και ας μην είναι οι ίδιοι ακριβώς σε κατάσταση
φωτισμού.
Τώρα, αν συνέλθουν από το άλλο μέρος εκατό Επίσκοποι και
κανείς δεν ευρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού και όχι μόνο δεν
ευρίσκονται σε αυτή την κατάσταση, αλλά ούτε και ξεύρουν τι
είναι αυτή η κατάσταση, δεν έχουν ακούσει ποτέ για νοερά
ευχή και αδιάλειπτη ευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην
καρδιά και δεν έχουν συναντήσει ποτέ έναν Πνευματικό Πατέρα,
που έχει πνευματικά τέκνα, που έχουν αυτήν την πνευματική
κατάσταση, είναι δυνατόν οι εκατό αυτοί να βγάλουν Ορθόδοξες
αποφάσεις; Το θέτω το θέμα».
«Και
μάλιστα σε μια Σύνοδο, στην ΣΤ' νομίζω, αναφέρεται στον
"έκαστον" ο οποίος έχει την μαρτυρία του νοός του, δηλαδή,
ώστε η συμμαρτυρία του νοός ολονών να βγάλει την απόφαση της
Συνόδου. Δηλαδή, είναι η συμφωνία όσων έχουν φωτισμένο τον
νου, έχουν την ίδια εμπειρία, αυτοί θα βγάλουν την απόφαση
εάν ο Χριστός έχει δύο φυσικά θελήματα κάθε ενέργειας ή ένα
φυσικό θέλημα και μία ενέργεια».
Οι
Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούνταν «από
Επισκόπους που ήταν κάτοχοι της θεραπευτικής μεθόδου της
Εκκλησίας, Ο σκοπός δε συγκροτήσεως της Συνόδου ήταν η
διαφύλαξη, όχι απλώς του δόγματος και της λατρευτικής τάξεως
της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά της θεραπευτικής
μεθόδου της Εκκλησίας. Οπότε, ο σωστός Επίσκοπος είναι ο
κάτοχος της θεραπευτικής μεθόδου της Εκκλησίας».
Αυτή η
θεραπευτική μέθοδος στην πραγματικότητα είναι ο Ορθόδοξος
ησυχασμός.
«Αυτή
η εμπειρία της Θεώσεως είναι η ραχοκοκαλιά της Ορθοδόξου
παραδόσεως, καθώς και το θεμέλιο των Τοπικών και
Οικουμενικών Συνόδων, του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας
και της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας μέχρι σήμερα».
«Ο
θεσμός των Οικουμενικών Συνόδων είναι χαρισματικός θεσμός,
δεν είναι καθιδρυματικός θεσμός. Ενώ για τις Τοπικές
Συνόδους υπάρχουν κανόνες που ορίζουν πόσες φορές πρέπει να
συνέλθει Τοπική Σύνοδος, δεν υπάρχουν Κανόνες για την
σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι
συνεκαλούντο μόνο περιπτωσιακώς, κατά τις ανάγκες της
Εκκλησίας.
Η Τοπική Σύνοδος θεωρείται θεόπνευστος κατά τις αποφάσεις
της, όταν συμφωνεί με την παράδοση, δηλαδή όταν συμφωνεί με
την διαγνωστική και θεραπευτική αγωγή των Πατέρων της
Εκκλησίας και έχει την θεολογική εκείνη παράδοση, που
συντελεί σε αυτά. Διερωτάται κανείς από αυτής της απόψεως,
αν συνέλθει σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία σε Οικουμενική
Σύνοδο, τι αποτελέσματα θα βγάλει. Γι' αυτό και υπάρχουν
ορισμένοι Ορθόδοξοι θεολόγοι, οι οποίοι έχουν μεγάλες
αμφιβολίες και δισταγμούς γι' αυτήν την συγκληθησομένη
Οικουμενική ή Μεγάλη Σύνοδο».
Το Άγιον
Πνεύμα ενεργεί στην Εκκλησία ανάλογα με την κατάσταση των
μελών της Εκκλησίας. Σε όλα τα θέματα ισχύει η θεολογική
έννοια της συνέργειας, αφού ο Θεός είναι ο ενεργών και ο
άνθρωπος ο συνεργών. Αυτό συμβαίνει και στις Συνόδους των
Επισκόπων. Απαιτείται η συνέργεια των Επισκόπων προκειμένου
να ενεργήσει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Με άλλα λόγια, το
Άγιον Πνεύμα ενεργεί όχι απλώς στην λογική του ανθρώπου,
αλλά στην καθαρή καρδιά του, μέσα στην οποία γίνεται η
προσευχή.
«Σήμερα,
όμως, που σπανίζει η νοερά προσευχή στους Επισκόπους, αν
συνέλθει μία Σύνοδος εξ Επισκόπων και σηκωθούν κατά την
έναρξη να πουν όλοι μαζί "Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το
Πνεύμα της αληθείας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών…
", θα έλθει οπωσδήποτε το Πνεύμα το Άγιο να τους φωτίσει;
Επειδή, δηλαδή, είναι κανονικοί Επίσκοποι και συνέρχονται σε
Σύνοδο και κάνουν προσευχή;
Όμως δεν ενεργεί το Πνεύμα το Άγιο έτσι, μόνο, δηλαδή, κάτω
από αυτές τις προϋποθέσεις. Χρειάζονται και άλλες.
Χρειάζεται ο προσευχόμενος να έχει ήδη ενεργουμένη την νοερά
προσευχή μέσα του, όταν προσέρχεται στην Σύνοδο, για να τον
φώτιση η Χάρη του Θεού. Στις ψευδοσυνόδους οι προσερχόμενοι
δεν είχαν αυτήν την προσευχητική κατάσταση.
Οι παλαιοί Επίσκοποι, όμως, είχαν τέτοια πνευματική εμπειρία
και όταν προσήρχοντο ως Σώμα, ήξεραν τι το Πνεύμα το Άγιο
τους πληροφορούσε μέσα στην καρδιά για ένα συγκεκριμένο
θέμα. Και, όταν έβγαζαν αποφάσεις, ήξεραν ότι οι αποφάσεις
τους ήταν σωστές. Διότι ευρίσκοντο σε κατάσταση φωτισμού,
ενώ ορισμένοι από αυτούς είχαν φθάσει και στον δοξασμό,
δηλαδή την θέωση».
Με αυτές
τις προϋποθέσεις οι Οικουμενικές Σύνοδοι είναι αλάθητοι,
επειδή δηλαδή συμμετείχαν Πατέρες που βρίσκονταν στον
φωτισμό και την θέωση.
Πηγή:
"Εμπειρική Δογματική τής
Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π.
Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ.
Βλασίου Ιεροθέου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου