Κατά
την διάρκεια της μαθητείας μου στο νηπιαγωγείο των χωραφιών και των
λόγγων, έβλεπα τους γονιούς μου να καλλιεργούν την γη και τους θαύμαζα
κι απορούσα πως γνωρίζουν τις, τόσο πολλές, εργασίες της γης. Έτσι το
πήρα απόφαση: έπρεπε και εγώ να μάθω αυτά τα μυστικά και να γίνω ένας
καλός γεωργός.
Mαθητής
του Δημοτικού τόλμησα να πάρω το βάπτισμα του πυρός, ως ζευγάς του
ησιοδείου γελαδαλέτρου. Παρά την αυστηρή απαγόρευση, σε μια στιγμή
πλημμελούς επιτηρήσεως του ζευγαριού, πήρα την λούρα, έπιασα τον
χερουλάτη και άρχισα: «ω! ω! Μπάλια, ω! ω! Περδίκα». Δεν πήγα δύο μέτρα
και το υνί μπλοκάρισε σε μια ρίζα. Εγώ ω! ω! και ω! ω!, ώσπου έσπασε το
αλέτρι και ξεχαρβαλώθηκε το σύστημα. Οι αγελάδες με τον ζυγό στον ώμο
και σέρνοντας το σταβάρι και την σπάθα, πήγαν κι έτρωγαν το μεσημεριανό
τους δεμάτι με το τριφύλλι κι εγώ άφησα σφηνωμένα στο όργωμα τα υπόλοιπα
εξαρτήματα του συστήματος και με την λούρα στο χέρι κρύφτηκα για να
αποφύγω το… αυτόφωρο. Έτσι έληξε άδοξα, πριν ακόμα αρχίσει, η
σταδιοδρομία μου ως ζευγάς και κατέληξε να μάθω γράμματα.
To σχολείο μου άρεσε, «τάπαιρνα τα γράμματα» όπως έλεγαν και είχα και τις διακρίσεις μου. Στην φωτογραφία παραλαμβάνω τον τρίτο κουμπαρά στο Δημοτικό, συνοδευόμενον με το σχετικό βιβλιάριο Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, περιέχον 30 αργύρια (=300 δρχ.), ως βραβείο για τις καλές μου εκθέσεις, με το σαδιστικό θέμα περί «οικονομίας και αποταμιεύσεως». Ήταν η εποχή της καπιταλιστικής αθωότητας που έλεγε: «όποιος δουλεύει κι αποταμιεύει θα προκόψει» («ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω» γράφει πίσω μου στην φωτογραφία). Στην συνέχεια ήλθαν τα χρόνια της καπιταλιστικής ασωτίας, που πρυτάνευε η αρχή: «όποιος κλέβει το δημόσιο χρήμα θα προκόψει», ώσπου φθάσαμε σήμερα στον αστερισμό του γνησίου καπιταλισμού με το δόγμα: «όποιος ζήσει ας μολογάει!» Ενώ στο Δημοτικό ήθελα να γίνω αυτό που ήταν ο πατέρας μου, δηλαδή ένας καλός γεωργός κι ένας δυνατός εργάτης, στο Γυμνάσιο το πήρα αλλοιώς. Έβλεπα τον αυταρχισμό του μάστορα στον εργάτη πατέρα μου κι απεφάσισα να γίνω αυτό που δεν ήταν ο πατέρας μου, δηλ. ένας καλός Μάστορας. Τα «χέρια μου έπιαναν» μου «έκοβε και λίγο το μυαλό» κι έτσι άρχισα τις μάχες τις μαστοροποιήσεώς μου. Μετά το Λύκειο, πήγα στην Αθήνα και δούλευα στις οικοδομές, που τότε οργίαζαν. Επί ένα χρόνο με ξεπάτωσαν στα κτισίματα και στα σοβατίσματα, χωρίς να αγγίξω το όνειρό μου, δηλαδή να πάρω μυστρί στα χέρια μου. Και τότε το πήρα απόφαση, ότι δεν θα μπορέσω να γίνω σοβατζής ή κτίστης ή καλουπατζής και διάλεξα πάλι τον εύκολο δρόμο των γραμμάτων.
Χουλιαρᾶς Ἀλέξανδρος
To σχολείο μου άρεσε, «τάπαιρνα τα γράμματα» όπως έλεγαν και είχα και τις διακρίσεις μου. Στην φωτογραφία παραλαμβάνω τον τρίτο κουμπαρά στο Δημοτικό, συνοδευόμενον με το σχετικό βιβλιάριο Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, περιέχον 30 αργύρια (=300 δρχ.), ως βραβείο για τις καλές μου εκθέσεις, με το σαδιστικό θέμα περί «οικονομίας και αποταμιεύσεως». Ήταν η εποχή της καπιταλιστικής αθωότητας που έλεγε: «όποιος δουλεύει κι αποταμιεύει θα προκόψει» («ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω» γράφει πίσω μου στην φωτογραφία). Στην συνέχεια ήλθαν τα χρόνια της καπιταλιστικής ασωτίας, που πρυτάνευε η αρχή: «όποιος κλέβει το δημόσιο χρήμα θα προκόψει», ώσπου φθάσαμε σήμερα στον αστερισμό του γνησίου καπιταλισμού με το δόγμα: «όποιος ζήσει ας μολογάει!» Ενώ στο Δημοτικό ήθελα να γίνω αυτό που ήταν ο πατέρας μου, δηλαδή ένας καλός γεωργός κι ένας δυνατός εργάτης, στο Γυμνάσιο το πήρα αλλοιώς. Έβλεπα τον αυταρχισμό του μάστορα στον εργάτη πατέρα μου κι απεφάσισα να γίνω αυτό που δεν ήταν ο πατέρας μου, δηλ. ένας καλός Μάστορας. Τα «χέρια μου έπιαναν» μου «έκοβε και λίγο το μυαλό» κι έτσι άρχισα τις μάχες τις μαστοροποιήσεώς μου. Μετά το Λύκειο, πήγα στην Αθήνα και δούλευα στις οικοδομές, που τότε οργίαζαν. Επί ένα χρόνο με ξεπάτωσαν στα κτισίματα και στα σοβατίσματα, χωρίς να αγγίξω το όνειρό μου, δηλαδή να πάρω μυστρί στα χέρια μου. Και τότε το πήρα απόφαση, ότι δεν θα μπορέσω να γίνω σοβατζής ή κτίστης ή καλουπατζής και διάλεξα πάλι τον εύκολο δρόμο των γραμμάτων.
Χουλιαρᾶς Ἀλέξανδρος