Το πρωινό της ίδιας ημέρας που γνώρισα τον π. Σεραφείμ, είχα συναντήσει και τον γέροντα Κλήμη "τον αμαρτωλό", όπως συστηνόταν ο ίδιος και θα μοιραστώ τα όσα είχα γράψει για εκείνον στο ημερολόγιο μου. Η φωτογραφία είναι δική του και την ανακάλυψα τυχαία έπειτα από χρόνια, ξεφυλλίζοντας ένα τόμο- αφιέρωμα για το Άγιο όρος ...
ΜΑΡ-13-1996-Τετάρτη
Ιερά Σκήτη Αγίας Άννας- Άγιο Όρος
.....Ανάμεσα στους λιγοστούς ανθρώπους που επιβιβάστηκαν από την Αγίου Παύλου, ήταν και ένας μικρόσωμος υπερήλικος μοναχός, που όπως αντιλήφθηκα έχαιρε σεβασμού και ήταν ιδιαίτερα γνωστός ανάμεσα στους υπόλοιπους ρασοφόρους συνεπιβάτες μας. Οπωσδήποτε, η εξωτερική του εμφάνιση ήταν χαρακτηριστικά εντυπωσιακή, σχεδόν μια μορφή βιβλική. Κάπως σκυφτός, περπατούσε κουρασμένα στηριζόμενος σε ένα αυτοσχέδιο μπαστούνι από κλαδί ξύλου. Τα πολύ μακριά λευκά γένια αναλύονταν πάνω στο στήθος του σε μπερδεμένους πλοκάμους, σχεδόν συμπαγείς, που θύμιζαν ξεφτισμένα σχοινιά. Ήταν φανερό, ότι είχε χρόνια να λουστεί. Από τον ώμο του κρέμονταν ένα ταγάρι, ενώ τα ράσα και τα υποδήματα του ήταν από την πολυκαιρία και την χρήση έτοιμα να διαλυθούν. Ένας ξασπρισμένος, πρώην μαύρος σκούφος, έφτανε μέχρι τα δασειά λευκά φρύδια και αντί για ζώνη, είχε περασμένο στη μέση του ένα απλό σχοινί. Ένας παρίας καλόγερος, που θύμιζε τους άστεγους εκείνους ρακοσυλλέκτες των μεγάλων πόλεων. Και όμως, τίποτα στο φωτεινό εκείνο πρόσωπο με τα υγρά μάτια, δεν άφηνε την υποψία κάποιας μιζέριας ή ενός ανικανοποίητου πόθου. Στο Όρος, όπως και αλλού, η φυσικότητα των αντιθέσεων είναι έκδηλη, αν και όχι υπερβολική. Είχα δει και ορισμένους «αρχοντο-καλόγερους» από εύπορα κοινόβια με ολοκαίνουργια ατσαλάκωτα ράσα και επιτηδευμένη συμπεριφορά.
Αφήσαμε την προβλήτα του Αγίου Παύλου και συνεχίσαμε νοτιότερα μέσα σε ένα ελαφρύ παγωμένο αεράκι. Οι ακτές συνέχισαν να είναι απόκρημνες καθώς πλησιάζαμε περισσότερο στο νότιο βραχώδες άκρο της χερσονήσου του Άθω, στην λεγόμενη «έρημο», εξαιτίας του δύσβατου και απρόσιτου εδάφους του. Εκεί, στα Καυσοκαλύβια, στα Καρούλια, στα Κατουνάκια, είναι οι ησυχαστές καλόγεροι, οι ασκητές με τα ερημητήρια τους, σκαρφαλωμένα σαν αετοφωλιές πάνω στα από απόκρημνα βράχια. Εκεί τα μέτρα ξεπερνούν κατά πολύ τους συμβατικούς ανθρώπινους όρους. Σε λίγα λεπτά, πιάσαμε στην προβλήτα της Νέας Σκήτης της Αγίας Άννας και συνεχίζοντας ακόμη λίγο, φτάσαμε στον προορισμό μας και αποβιβαστήκαμε στην προβλήτα της Σκήτης της Αγίας Άννας. Μαζί μας αποβιβάστηκαν μερικοί ακόμη και ανάμεσα τους ο υπερήλικος εκείνος καλόγερος.
Το πλοιάριο συνέχισε το δρομολόγιο για νοτιότερα και εμείς απομείναμε σε ένα μώλο με καμιά 15αριά μουλάρια, κατάσπαρτο από καβαλίνες και ανάλογη μυρωδιά. Έκπληξη ήταν η ύπαρξη ενός καρτοτηλεφώνου- υπήρχαν και αλλού, φυσικά- όμως εδώ στην ερημιά, η αντίθεση έμοιαζε ακόμη μεγαλύτερη. Η χρησιμότητά του, ωστόσο, ήταν αδιαμφισβήτητη. Πλησιάσαμε το γεροντάκι και ρωτήσαμε, αν θα μπορούσαμε να τον βοηθήσουμε σε κάτι. Αρνήθηκε καλοσυνάτα, λέγοντάς μας ότι το μόνο που μεταφέρει είναι το ταγάρι του και αυτό άδειο. Τον ρωτήσαμε έπειτα το όνομα του και πήραμε την αφοπλιστική για την ειλικρινή της ταπεινότητα, απάντηση: «Το όνομά μου είναι Κλήμης παιδιά μου, Κλήμης ο αμαρτωλός…».
Ο γέροντας για καλή μας τύχη είχε τη διάθεση να μιλήσει και εμείς πιάνοντας την ευκαιρία να ωφεληθούμε από τα λεγόμενα του, αναβάλαμε για λίγο την ανάβαση μας στη Σκήτη. Δυστυχώς, μόνο λίγες σκόρπιες φράσεις, μου έμειναν στη μνήμη, καθότι η μεγάλη ηλικία και το ψεύδισμα της ομιλίας του, συν τις συχνές αλλαγές των θεμάτων, έκαναν δύσκολη την παρακολούθηση του. Χαράχτηκαν όμως ανεξίτηλα στη μνήμη μου, τόσο η κατά τα άλλα, χαριτωμένη και αξιαγάπητη παρουσία του, όσο και τα διαρκώς δακρυσμένα μάτια του, που τα σκούπιζε με την αναστροφή του χεριού του. «Προσέχετε παιδιά μου, προσοχή και προσευχή. Να είστε καλοί άνθρωποι για να βρίσκετε καλούς ανθρώπους. Να μην στενοχωρούμε τον Χριστό μας και τον λυπούμε με ό,τι κάνουμε. Εκείνος ήρθε για να μας σώσει, για να μας βοηθήσει και εμείς οι άνθρωποι τον σταυρώσαμε και τον βασανίσαμε (δάκρυα). Περίσσεψε η αχαριστία παιδιά μου, και η κακία των ανθρώπων. Πλησιάζει και η ημέρα της κρίσης, δεν βλέπετε τι γίνεται στον κόσμο; Γι’ αυτό να προσέχετε παιδιά μου από τον πονηρό, να πάτε με τον Χριστό μας για να σωθείτε. Ήρθα στο Όρος μετά τον πόλεμο, νέο παιδί, και από τότε είμαι εδώ, πενήντα χρόνια. Και τι μας είχαν κάνει τότε οι γερμανοί…».
Το πρόσωπο του καλοκάγαθου γέροντα, πότε άστραφτε με ιστορικές μνήμες, που κάπου είχε διαβάσει ή ακούσει, και πότε γινόταν θλιμένο και δάκρυζε με έναν αυθορμητισμό που σε μαγνήτιζε. Αναφερόταν στον στρατηγό Ναρσή και στους άπιστους εχθρούς και χτυπούσε το ραβδί του σχεδόν με θυμό στο χώμα. Μιλούσε για κάποιους βυζαντινούς αυτοκράτορες και για τους ήρωες του 1821 με τέτοιο πάθος, που νόμιζες ότι ζούσε νοερά εκείνα τα γεγονότα.
Κάποτε, ήρθε η ώρα να αρχίσουμε την ανάβαση προς την Σκήτη που φαινόταν πολύ ψηλά, μετέωρη, ανάμεσα σε βράχια ανεμοδαρμένα και καταπράσινες απότομες πλαγιές. Ο γέρων Κλήμης, αφού μας περιέγραψε το πώς θα βρίσκαμε το κελί του στην Σκήτη, μας προέτρεψε να ξεκινήσουμε μόνοι. «Εγώ θα ανέβω σιγά- σιγά, προχωρήστε εσείς να πάτε στον Δικαίο».....
Γ.Γ.Γ.
μας τόστειλε το mail
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου