Η
Αγία Γραφή των χριστιανών, ως γνωστόν, είναι μια συλλογή αρχαίων κειμένων
(βιβλίων), που χωρίζεται σε δύο μέρη: την Παλαιά
Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη.
Στην
πραγματικότητα, παλαιά και καινή διαθήκη ονομάζονται οι υποσχέσεις του Θεού
προς τους ανθρώπους για τη σχέση Του με αυτούς. Η Παλαιά Διαθήκη είναι η
υπόσχεση του Θεού προς τον αρχαίο λαό των Εβραίων (Ισραήλ), ότι, όσο παραμένουν
πιστοί σε Αυτόν, θα τους ευλογεί και θα τους προστατεύει, καθώς και ότι θα
στείλει το Μεσσία (το Χριστό), που θα είναι ο αιώνιος σωτήρας και βασιλιάς του
λαού του Θεού.
Η
Καινή (=καινούργια) Διαθήκη είναι η διαβεβαίωση του Θεού στην ανθρωπότητα, σε
όλους τους λαούς της γης, ότι ο Μεσσίας ήρθε και είναι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ,
και η υπόσχεσή Του ότι όλοι όσοι θα ζήσουν σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ιησού
Χριστού θα κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, δηλαδή τον παράδεισο.
Οι
υποσχέσεις αυτές ονομάζονται διαθήκες, όπως εξηγεί ο απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή (που βρίσκεται
μέσα στο βιβλίο που λέμε Καινή Διαθήκη),
επειδή κάθε διαθήκη ισχύει με το θάνατο εκείνου που τη συνέταξε, και η διαθήκη
του Θεού, με την οποία κάνει τους ανθρώπους κληρονόμους της βασιλείας Του,
ισχύει μετά το θάνατο του Ιησού Χριστού, που είναι ο Υιός του Θεού και Θεός, το
ένα από τα τρία πρόσωπα της τριαδικής Θεότητας, της Αγίας Τριάδας (δείτε
σχετικά στην προς Εβραίους επιστολή, κεφ. 19, στίχοι 16-17).
Η
Παλαιά Διαθήκη δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η προετοιμασία των ανθρώπων για την
Καινή Διαθήκη. Όπως η Καινή Διαθήκη (δηλαδή η υπόσχεση του Θεού προς τους
ανθρώπους για την κληρονομιά της βασιλείας των ουρανών) επισφραγίστηκε με το
αίμα του Ιησού Χριστού, το οποίο χύθηκε στο σταυρό και βρίσκεται επίσης στο
ποτήριο της θείας μετάληψης, έτσι και η Παλαιά Διαθήκη επισφραγιζόταν με το
αίμα των ζώων, που θυσίαζαν οι Εβραίοι κατά τη λατρεία του αληθινού Θεού στο
αρχαίο Ισραήλ. Οι θυσίες ζώων ήταν συνηθισμένη πρακτική λατρείας σε όλες τις
θρησκείες. Μόνο που οι ειδωλολατρικές θρησκείες, αυτά τα ζώα τα πρόσφεραν στους
«θεούς» (και πολλές φορές θυσίαζαν και ανθρώπους!), ενώ στην Παλαιά Διαθήκη οι
θυσίες ανθρώπων απαγορεύονται και οι θυσίες των ζώων προσφέρονται για τη
συγχώρηση των αμαρτιών των ανθρώπων, είναι δηλαδή συμβολισμός (προτύπωση) της
θυσίας του αναμενόμενου Μεσσία, του Χριστού, που θα έσωζε τους ανθρώπους με τη
δική Του θυσία, το θάνατό Του.
Μόνο
που (όπως εξηγεί ο απόστολος Παύλος) το αίμα των ζώων δεν εξαφανίζει τις
αμαρτίες και δεν τελειοποιεί τον άνθρωπο. Αυτό το κάνει μόνο το άγιο αίμα του
Ιησού Χριστού (προς Εβραίους επιστολή,
κεφάλαια 9 και 10).
Ο
όρος «καινή διαθήκη» είναι παρμένος από την Αγία Γραφή. Στην Παλαιά Διαθήκη ο
Θεός, μέσω του προφήτη Ιερεμία, λέει: «ιδού, έρχονται ημέρες,
κατά τις οποίες θα συντάξω για το λαό των Ιουδαίων μια
νέα διαθήκη» (στο αρχαίο: διαθήκην καινήν) «…θα δώσω
νόμους στο
μυαλό τους και θα τους γράψω στην καρδιά τους· και θα
είμαι ο Θεός τους και εκείνοι θα είναι ο λαός μου·
όλοι θα με γνωρίζουν και εγώ θα συγχωρήσω τις αμαρτίες τους» (βιβλίο του Ιερεμία, στην Π.Δ., κεφ. 38, 31-34).
Η νέα αυτή διαθήκη βεβαίως δεν απευθύνεται μόνο στους Ιουδαίους (τους Εβραίους),
αλλά στο συμβολικό «νέο Ισραήλ», δηλαδή όλη την ανθρωπότητα, που είναι
προσκαλεσμένη για τη βασιλεία του Θεού μέσω του Ιησού Χριστού και της Ορθόδοξης
Εκκλησίας Του.
Στην
Καινή Διαθήκη, ο Ιησούς Χριστός, όταν κοινώνησε τους μαθητές Του κατά το
Μυστικό Δείπνο, είπε: «αυτό το ποτήρι είναι η καινή διαθήκη, με το αίμα μου,
που χύνεται για εσάς» (κατά Λουκάν
ευαγγέλιο, κεφ. 22, στίχος 20).
Έτσι,
όπως τα βιβλία των αρχαίων προφητών συγκεντρώθηκαν σε μια συλλογή, η οποία
ονομάστηκε Παλαιά Διαθήκη (δηλαδή η παλαιά έκφραση του θελήματος και της
υπόσχεσης του Θεού), έτσι τα βιβλία των μαθητών του Χριστού συγκεντρώθηκαν σε
μια συλλογή, η οποία ονομάστηκε Καινή Διαθήκη.
Γιατί ο Ιησούς
Χριστός έπρεπε να πεθάνει;
Ο
Θεός ευλογεί τον Αδάμ, πρόσωπο προς πρόσωπο. Ο Τριαδικός Θεός
εικονίζεται με τη μορφή του Χριστού, γιατί είναι η μόνη μορφή Του που μπορούμε να ζωγραφίσουμε.
Κατά
την πνευματική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο
έχοντας από την αρχή σκοπό να ενωθεί με αυτόν. Το ον, μέσω του οποίου
πραγματοποιείται αυτή η ένωση Θεού και κόσμου, είναι ο άνθρωπος.
Έτσι,
ακόμη κι αν δεν είχε γίνει το προπατορικό αμάρτημα (δηλαδή η αμαρτία των
πρωτοπλάστων, που κατά το χριστιανισμό απομάκρυνε συνολικά την ανθρωπότητα από το
Θεό και έβαλε στον άνθρωπο την ισχυρή τάση προς το κακό), ο Υιός του Θεού θα γινόταν άνθρωπος, ώστε με γέφυρα αυτόν (τον Ιησού Χριστό) κάθε άνθρωπος να
μπορεί να φτάσει στη θέωση, δηλαδή στην ένωση με το Θεό, όπως μπορεί να συμβεί και
τώρα (αλλά δεν θα μπορούσε να συμβεί αν ο Θεός δεν είχε γίνει και άνθρωπος).
Φυσικά, η πορεία του Ιησού Χριστού στη γη θα ήταν ομαλή και ειρηνική και δεν θα
περιελάμβανε το βασανισμό και τη σταύρωσή Του.
Όμως
το προπατορικό αμάρτημα άλλαξε τα πράγματα. Την ιστορία του Αδάμ και της Εύας
όλοι κάποτε την ακούσαμε. Ας διευκρινίσουμε ότι ο απαγορευμένος καρπός στον
παράδεισο δεν ήταν «μήλο», αλλά «το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού»,
το οποίο, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, σημαίνει την επιλογή του
ανθρώπου να γνωρίσει είτε το καλό είτε το κακό. Σε καμία περίπτωση δεν
θεωρείται κυριολεκτικά ένα δέντρο, ούτε όμως και ότι οι άνθρωποι δεν είχαν τη
δυνατότητα να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό (ότι ήταν δηλαδή μειωμένης ηθικής
και πνευματικής αντίληψης), γιατί αυτό θα σήμαινε ότι καλώς παρέβησαν την
εντολή του Θεού. Αντίθετα, κατά τους αγίους διδασκάλους του χριστιανισμού, η
παράβαση της θείας εντολής συσκότισε τις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του
ανθρώπου.
Ο
Χριστός ήρθε στη γη ως δεύτερος και έσχατος (τελευταίος) Αδάμ. Έτσι, οι πράξεις
του έχουν αντιστοιχία με τις πράξεις του πρώτου Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ έλαβε από το
Θεό μια εντολή, την οποία παρέβη, με συνέπεια την απομάκρυνση όλης της ανθρωπότητας
απ’ το Θεό, επειδή στον Αδάμ εμπεριέχεται εν δυνάμει όλη η ανθρωπότητα (η
ιστορία του Αδάμ και της Εύας δίνεται με συμβολικό τρόπο στην Παλαιά Διαθήκη,
αλλά, κατά το χριστιανισμό, αντιστοιχεί σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν
στην αυγή της ανθρώπινης ιστορίας).
Ο
νέος Αδάμ, ο Χριστός, έλαβε επίσης μια
εντολή από το Θεό Πατέρα: να μην αντιδράσει ενάντια στους εχθρούς του,
αλλά να τους
αφήσει να του κάνουν ό,τι θέλουν. Υπάκουσε αυτή την εντολή, παρά τη
δυσκολία της
και παρά το ότι, ως αληθινός άνθρωπος, προς στιγμήν λύγισε υπό το βάρος
του
φόβου, του πόνου και της αγωνίας. Η τέλεια αυτή υπακοή του δεύτερου
Αδάμ, που έγινε λόγω της τέλειας αγάπης Του προς τον άνθρωπο, θεράπευσε
την ανθρώπινη φύση από την πληγή που της είχε ανοίξει η παρακοή του
πρώτου Αδάμ.
Με αυτό τον τρόπο, κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η σταύρωση του Χριστού
«έσωσε
τον άνθρωπο».
Στη
συνέχεια, κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα, αν ζήσει κατά τη διδασκαλία του
Χριστού, να ενωθεί με Αυτόν και, μέσω του Χριστού, με το Θεό και να γίνει
άγιος, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, πράγμα που είναι και η ορθόδοξη διδασκαλία για
τη σωτηρία του ανθρώπου (παράδεισος = να είσαι άγιος, έστω και «μικρός άγιος»).
Όπως
έχουμε δεύτερο Αδάμ, έχουμε και δεύτερη Εύα, την Παναγία. Μόνο που, όπως, κατά την
Παλαιά Διαθήκη, η πρώτη Εύα δημιουργήθηκε από το σώμα του Αδάμ (πράγμα που
συμβολίζει την ισοτιμία μεταξύ τους), έτσι και ο δεύτερος Αδάμ δημιουργήθηκε από
το σώμα της δεύτερης Εύας, δηλαδή γεννήθηκε από τη Θεοτόκο. Η πρώτη Εύα
απέρριψε το λόγο του Θεού, ενώ η δεύτερη Εύα τον δέχτηκε, όταν είπε το «ναι»
στον άγγελο κατά τον Ευαγγελισμό, παρά το ότι θα γινόταν μια άγαμη μητέρα και
κινδύνευε με λιθοβολισμό.
πηγή
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου