=================================
Κοιμήθηκε το Σάββατο 22/4/2017 ο π. Σεραφείμ Αγιαννανίτης, Γέροντας της Καλύβης του Αγίου Σεραφείμ της Ιεράς Σκήτεως Αγίας Θεοπρομήτωρος Άννης. Η Εξόδιος ακολουθία εψάλλη στο Κυριακό της Σκήτης, παρουσία των πατέρων της Σκήτης και άλλων αγιορειτών μοναχών. Άφησε μνήμη αγαθού ανδρός, ο οποίος δίδαξε με τη βιοτή του την υπακοή, την ησυχία την ταπείνωση, ακολουθώντας τα προστάγματα της μοναχικής πολιτείας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι κατά την εξόδιο ακολουθία ο κεντρικός πολυέλεος κουνιόταν κυκλικώς και με σταθερή φορά, σημείο της θεϊκής ευαρέσκειας για τον εκλιπόντα μοναχό
===========================================
Τον είχα γνωρίσει πριν από 21 χρόνια, όταν έμεινα για 2 ημέρες στη Σκήτη της Αγίας Άννας. Δεν τον είχα ξαναδεί από τότε, αλλά ούτε και τον είχα ξεχάσει. Δεν είχα μάθει τίποτα για εκείνον και δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να ακούσω ποτέ για αυτόν, τον ταπεινό, τον πένητα και αγαθό μοναχό που είχα γνωρίσει εκεί. Ένας άσημος και αφανής μοναχός με τριμμένο και ξασπρισμένο ράσο, ούτε λόγιος, ούτε προβεβλημένος Ηγούμενος. Και όμως διάβασα χθες με έκπληξη στο διαδίκτυο την παραπάνω είδηση για αυτόν και συγκινήθηκα. Ειδικά για τη θεοσημεία που συνέβη στην Εξόδιο του. Ο π. Σεραφείμ έφτασε με τους αγώνες του σε μεγάλα ύψη.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Νιώθω ότι για κάποιον λόγο έπρεπε να πληροφορηθώ το οσιακό τέλος του, όπως και το πληροφορήθηκα και μάλιστα από έναν ιστότοπο που δε συνηθίζει τέτοιες ειδήσεις.
Ανακαλώ με συγκίνηση από το Ημερολόγιο μου την ευτυχή συγκυρία της συνάντησης μου με τον π. Σεραφείμ, όπως την κατέγραψα εκείνες τις ημέρες. Μου είναι αδύνατο να επιλέξω ένα μικρό μόνο απόσπασμα, χωρίς να καταστρέψω τον ρυθμό της αφήγησης και την εντύπωση που μου άφησε. Όποιος έχει ενδιαφέρον, θα πρέπει να αφιερώσει 5' για να το διαβάσει.
================================================
.ΜΑΡ-13-1996-Τετάρτη-Ιερά Σκήτη Αγίας Άννας- Άγιο Όρος
Λίγο αργότερα στον εξώστη του Κυριακού είχαμε ακόμη μια μικρή κουβέντα με το νέο μοναχό από το Αιγάλεω. Ένας άλλος μεσήλικος μοναχός άπλωνε κάτι χαλιά πλυμένα για να στεγνώσουν, ενώ ξεσκόνιζε κάποια άλλα χτυπώντας τα με ένα χοντρό ραβδί. Κάποια στιγμή μας πλησίασε για να ρωτήσει κάτι το συνομιλητή μας και καθώς το έφερε η κουβέντα, αναφερθήκαμε στον Όσιο Σεραφείμ του Σάρωφ το βιογραφικό βιβλίο του οποίου είχα στα χέρια μου. Ο π. Σεραφείμ, αυτό ήταν το όνομα του, είχε σε μεγάλη εκτίμηση και ευλάβεια τον Όσιο που τον θεωρούσε ως έναν από τους μεγαλύτερους Ρώσους Αγίους. Είχε τόσο ενθουσιασμό με το βιβλίο, που το φυλλομετρούσε στα όρθια, λέγοντας ότι ήταν πολύ δύσκολο να βρει ρωσικό βιβλίο στο Όρος. Μου ήταν τόσο συμπαθής που μου έκανε χαρά να του το προσφέρω και έτσι του ζήτησα να το κρατήσει. Αρνήθηκε ευγενικά και μου το επέστρεψε, έχοντας κοκκινίσει. «Όχι κ. Γεράσιμε, ευχαριστώ». «Πάρε το π. Σεραφείμ», του έλεγα εγώ αντιπροτείνοντάς το, «μου κάνει χαρά να στο δώσω, άλλωστε το βιβλιοπωλείο είναι δίπλα μου, δεν είναι τίποτα για μένα». «Όχι κ. Γεράσιμε μου», επέμενε εκείνος. Σ' αυτό το επίμονο πάρε-δεν παίρνω, καθώς και οι δύο είμαστε ανυποχώρητοι, του είπα και εγώ: «Για όνομα του θεού, π. Σεραφείμ, από αγάπη στο δίνω, από αγάπη πάρτο και εσύ». Τελικά και με την ενθάρρυνση των υπολοίπων που ήταν παρόντες, δέχτηκε συνεσταλμένα να το κρατήσει, λες και του είχαν δωρίσει ένα θησαυρό. Η χαρά του έμοιαζε με χαρά μικρού παιδιού. Τα μάτια του έλαμπαν και το χαμόγελό του άφησε να φανούν τα λιγοστά του δόντια. Έσκυψα να φιλήσω το χέρι του και να πάρω την ευχή του, φαίνεται όμως ότι τον αιφνιδίασα και δεν πρόλαβε να τραβήξει το χέρι του. Σε ανταπόδοση της πράξης μου, έσκυψε και εκείνος ευκίνητα και αιφνιδίασε και εμένα φιλώντας το δικό μου χέρι. Έμεινα άφωνος και συγκινημένος για το μάθημα ταπεινότητας που είχα πάρει. Είχαμε κερδίσει τη συμπάθεια του και εκείνος τη δική μας. Από εκείνη τη στιγμή ο π. Σεραφείμ έκανε ό,τι μπορούσε για να μας ευχαριστήσει. Του φαινόταν αδιανόητο απλά να κρατήσει ένα μικρό βιβλίο, χωρίς να ανταποδώσει αυτή τη φιλοφρόνηση. «Κύριε Γεράσιμε, θα σας πάω να δείτε την καλύβη του Αγίου Σεραφείμ που μου την άφησε ο γέροντας μου. Δεν πηγαίνω άλλους εκεί, εσείς όμως θέλω να έρθετε».
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, ο Χρήστος και εγώ, ακολουθώντας έξω από το Κυριακό τον υπερβολικά ευκίνητο για την ηλικία του π. Σεραφείμ. Λίγο μετά το Κυριακό, σταματήσαμε μπροστά σε ένα μικρό οίκημα δίπλα στο οποίο υπήρχε ένας μικρός κήπος με δύο-τρεις απέριττους τάφους μοναχών. Ο π. Σεραφείμ άρχισε να ψάχνει μέσα σε μια αρμαθιά κλειδιών, που έβγαλε από την τσέπη του τριμμένου και χιλιομπαλωμένου ζωστικού του. Βρήκε το κλειδί που έψαχνε και άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα. Μπήκε πρώτος και τον ακολουθήσαμε, όταν με έκπληξη συνειδητοποιήσαμε ότι βρισκόμαστε μέσα στο οστεοφυλάκιο της σκήτης, για την φύλαξη του οποίου ήταν υπεύθυνος. Εκατέρωθεν του μακρόστενου δωματίου υπήρχαν μεγάλα και ψηλά ράφια πάνω στα οποία ήταν τοποθετημένα με εμφανή τάξη και επιμέλεια, περίπου δύο εκατοντάδες ανθρώπινα κρανία. Το καθένα από αυτά είχε γραμμένο στο μέτωπο με καλλιγραφικά βυζαντινά γράμματα, το όνομα, την ιδιότητα και την ημερομηνία θανάτου του νεκρού. Ο π. Σεραφείμ πήρε με προσοχή στα χέρια του ένα από τα κρανία, το ασπάστηκε με ευλάβεια και μας είπε χαμηλόφωνα: «Αυτός είναι ο γέροντας μου». Βλέποντας πόσο σημαντικό ήταν εκείνο το κρανίο για αυτόν, το πήραμε διαδοχικά στα χέρια μας και το ασπαστήκαμε επίσης. Ο π. Σεραφείμ ήταν ολοφάνερο, ότι εκεί μέσα ένιωθε όπως ανάμεσα σε φίλους. Κοιταχθήκαμε σιωπηλά με τον Χρήστο, νιώθοντας επίσης εκείνο το συναίσθημα πληρότητας που δίνει η απρόσμενη και σπάνια ευκαιρία. Είμαστε βέβαιοι, ότι ο π. Σεραφείμ μας τιμούσε με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο, καθώς ελάχιστοι κοσμικοί είχαν διαβεί αυτή την πόρτα. «Είναι μερικές φορές, κύριε Γεράσιμε, που κάποια από αυτές τις κάρες ευωδιάζει, μέχρι το Κυριακό φτάνει η ευωδία που είναι καλύτερη και από το καλύτερο λιβάνι. Αυτό είναι σημείο, ότι ο Κύριος αξίωσε να τιμήσει τον μεταστάντα δούλο του με την αγιότητα. Ερχόμαστε τότε όλοι εδώ, για να βρούμε ποια είναι αυτή η κάρα, ώστε να αναδειχθεί ο άγιος. Βέβαια, δεν είναι κάτι που γίνεται συχνά. Η οικονομία του θεού είναι ανεξιχνίαστη. Κάποια φορά που νιώσαμε την ευωδία αυτή, που όμοια της δεν υπάρχει, ήρθαμε εδώ, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε ποια ήταν η κάρα που αγίασε. Ο ένας έλεγε είναι αυτή, ο άλλος κάποια άλλη, λες και ευωδίαζαν όλες μαζί». Σε ένα μικρό πεζούλι, βρίσκονταν τοποθετημένες ξεχωριστά από τις υπόλοιπες, τρεις κάρες. Πλησίασα εκεί και είδα, ότι η μία από αυτές ανήκε στον φημισμένο παπά Σάββα τον Πνευματικό, μια από τις θρυλικές μορφές του Όρους για τον οποίο τόσα είχα διαβάσει σε αφηγήσεις και ιστορίες για τον Άθωνα. Η διπλανή ανήκε στον π. Ιωακείμ επίσης γνωστό για τις αρετές και την αγωνιστικότητά του. «Αυτός, έγινε μοναχός στην Αμερική, όπου είχε πάει να σπουδάσει και ύστερα χειροτονήθηκε. Δεν είχε πολλά γένια εκ φύσεως και λυπόταν γι' αυτό. Προσευχήθηκε, λοιπόν, στην Παναγία να του χαρίσει άφθονα γένια και η προσευχή του εισακούστηκε. Ήρθε στην Αγία Άννα στη συνοδεία του γέροντα Αναστασίου και φαινόμενο μοναδικό, απόκτησε τόσο μακριά γενειάδα που έφτανε μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών του. Τον πρόλαβα και εγώ, ας έχουμε την ευχή του».
Όλες αυτές οι κάρες, περιποιημένες και καθαρές, βαλμένες με τάξη πάνω στα ράφια, αποτελούσαν ένα σκηνικό αλησμόνητης φθοράς και συνάμα αφθαρσίας. Αφθαρσίας, επειδή στην ακλόνητη πίστη κάποιων ανθρώπων, όπως ο π. Σεραφείμ, οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν πεθάνει ποτέ, παρά μόνο εξέλειψαν βιολογικά. Και αυτό ήταν κάτι που δεν γινόταν αποδεκτό ως θάνατος. Στεκόμασταν στοχαστικοί ανάμεσα στα παρατεταγμένα ανθρώπινα κρανία, που έμοιαζαν με στρατιώτες με γραμμένα τα μητρώα τους, έτοιμους να ξεκινήσουν στους πρώτους ήχους της σάλπιγγας. Καμιά φρικιαστική αποκρουστικότητα, όπως αυτή των ανθρωποφάγων νεκροταφείων των μεγάλων πόλεων, που η αφροντισιά και η αδιαφορία απέναντι στα λείψανα των νεκρών, μοιάζει να είναι μια ανευλάβεια χειρότερη και από τον ίδιο τον θάνατο. Στις πόλεις πασχίζουμε να κρύψουμε τον θάνατο, να τον καταχωνιάσουμε όπως όπως, να γλιτώσουμε σαν τις στρουθοκαμήλους από την αναπόφευκτη ύπαρξη του, στριμώγνοντας τον σε μια άκρη της πόλης ή έξω από αυτήν, όπως τα σκουπίδια μας. Όμως εδώ, νιώθεις ότι συνυπάρχουν αρμονικά δύο κοινότητες, μια αυτή των ζωντανών και η άλλη των μεταστάντων αδελφών. Αδελφών, πόση ομορφιά και τι βαθιά νοήματα κρύβει αυτή η λέξη. Εδώ οι μεν επισκέπτονται τους δε, θέλουν να τους κρατούν όχι στο περιθώριο αλλά στο κέντρο της σκήτης. Έτσι ο θάνατος, δεν είναι πια αυτό που οι περισσότεροι από εμάς νομίζουμε ότι είναι, αλλά η αλυσίδα με τους άσπαστους κρίκους αγάπης που γεφυρώνει το χθες με το σήμερα και το αύριο.
Ο π. Σεραφείμ μας επανέφερε από τους συλλογισμούς μας. «Πάμε, κύριε Γεράσιμε μου, για να προλάβουμε πριν κλείσει ο Δικαίος». Βγήκαμε από το οστεοφυλάκιο και ακολουθώντας τον πάντα, πήραμε ένα μονοπάτι δεξιά από το Κυριακό, περάσαμε ορισμένες καλύβες και περιβόλια, ενώ ο ευκίνητος π. Σεραφείμ που προπορευόταν με το ζωστικό του να ανεμίζει, σαν αγριοκάτσικο στους οικείους του βράχους, μας περίμενε να τον προφτάσουμε. Πέντε λεπτά αργότερα, φτάσαμε στη μεγάλη αλλά ξεχαρβαλωμένη καλύβη την αφιερωμένη στο όνομα του Αγίου Σεραφείμ. Είχε κατώϊ και πρώτο όροφο, ανεβήκαμε μια ετοιμόρροπη ξύλινη σκάλα και μπήκαμε μέσα. «Αυτή είναι η καλύβη που μου άφησε ο γέροντας μου, κύριε Γεράσιμε. Κοιμήθηκε πριν μερικά χρόνια και τώρα μένω μόνος εδώ. Χρησιμοποιώ ένα μικρό της μέρος μόνο. Ελάτε». Τον ακολουθήσαμε μέσα από κάποια δωμάτια και διαδρόμους όπου υπήρχε μια αίσθηση εγκατάλειψης και κάποιας αταξίας. Μας οδήγησε στην άκρη της καλύβης, όπου μερικά σκαλοπάτια ανέβαζαν στο ενσωματωμένο εκκλησάκι του Αγίου Σεραφείμ. Ήταν πανέμορφο, με κυκλικό σχήμα και θόλο με γύψινες διακοσμήσεις, είχε δε πολλές εικόνες, κηροστάσια και αναλόγια. Ο χώρος ήταν αρκετός ώστε να χωράει γύρω στα δέκα ξυλόγλυπτα στασίδια, σημάδι ότι εδώ κάποτε εγκαταβίωνε μια ανθηρή συνοδεία. Προσκυνήσαμε τις εικόνες και περιεργαστήκαμε τον όμορφο χώρο. «Την καλύβη αυτή την είχε αφήσει στο γέροντα μου ο δικός του γέροντας και πριν από εκείνον άλλος. Είναι 300 χρόνων αυτό που βλέπετε, εδώ μέσα έχουν ζήσει πολλοί, ανάμεσά τους και μερικοί φημισμένοι για την αγιότητά τους μοναχοί. Δυστυχώς, κύριε Γεράσιμε μου, εγώ απόμεινα μόνος γιατί ο γέροντας μου δεν είχε άλλους υποτακτικούς. Θέλω να την επιδιορθώσω αλλά μόνος μου δεν μπορώ, ούτε χρήματα έχω για να πάρω εργάτες». Η ενθύμηση των προβλημάτων και η δυνατότητα να μιλήσει για αυτά σε κάποιους τον έκαναν να δακρύσει. «Φοβάμαι ότι κάποια μέρα θα πέσει και θα με πλακώσει ενώ θα κοιμάμαι. Η υγρασία και οι βροχές έχουν σαπίσει τα ξύλινα δοκάρια στο κατώϊ, έκανα μερικές μικρο-επισκευές αλλά είναι μάταιο. Λυπάμαι, ύστερα από τόσα χρόνια να την εγκαταλείψω και να φύγω. Οι υπόλοιποι και ο Δικαίος υποσχέθηκαν ότι θα με βοηθήσουν, αλλά τα χρήματα που απαιτούνται είναι πολλά. Βλέπετε, όλα τα υλικά ανεβαίνουν με τα μουλάρια και ο βουρδουνάρης ζητάει πολλά. Έγραψα και σε δύο-τρεις σεβασμιώτατους, αν μπορούν να με βοηθήσουν, αλλά απάντηση δεν έχω πάρει. Μερικοί μου έστειλαν ότι μπορούσαν, μα δεν φτάνουν». Μας πήγε έπειτα στο σκοτεινό κατώϊ και με το φως ενός φακού μας έδειξε τα ξύλινα υποστηλώματα που πραγματικά έσταζαν νερό. Ανήμποροι και εμείς να τον βοηθήσουμε να σώσει την καλύβη, ευχηθήκαμε να δώσει ο θεός να γίνει δυνατό. Από την πλευρά μου ανέλαβα να μεταφέρω δύο-τρεις επιστολές σε ενοριακούς ιερείς και μητροπολίτες της περιοχής μας. Από σύμπτωση γνώριζε τον παπά- Άγγελο της δικής μου ενορίας. «Είχε έρθει εδώ κάποτε, γνώριζε τον γέροντα μου, στην πλάτη μου τον είχα κουβαλήσει (ο π. Άγγελος είναι χωλός) μας είχε λειτουργήσει κιόλας. Πες του το και θα με θυμηθεί. Ο γέροντας μου είχε μεγάλη φήμη στο Όρος, έφτιαχνε και το καλύτερο λιβάνι μου έμαθε και εμένα τη συνταγή. Περιμένετε λίγο». Μπήκε σ' ένα δωμάτιο και βγήκε κρατώντας κάνα-δύο πακέτα που μας έβαλε στα χέρια. «Να, λιβάνι τριαντάφυλλο που έχω φτιάξει μόνος μου, πάρτε το για ευλογία είναι το καλύτερο στο Όρος». Η ώρα του εσπερινού είχε φτάσει πια. Τον ρωτήσαμε, αν θα μπορούσαμε να τον παρακολουθήσουμε κάπου και μας απάντησε ότι στη σκήτη ο καθένας κάνει στην καλύβη του τη λατρεία. Θα μπορούσε να μας πάει στην καλύβη των Καρτσωναίων, αλλά θα αργούσαμε στην επιστροφή και ο Δικαίος θα έκλεινε την πόρτα μόλις έπεφτε το πρώτο σκοτάδι. Ως εκ τούτου, έπρεπε να βιαστούμε για να επισκεφτούμε και το σπήλαιο του αγίου Γεράσιμου, πριν επιστρέψουμε στο Κυριακό.
Πήραμε πάλι το μονοπάτι και ύστερα από μερικές δεκάδες μέτρα το συναντήσαμε στη ρίζα ενός βράχου. Ο π. Σεραφείμ ξεκλείδωσε μια μικρή πόρτα και κατεβήκαμε 4-5 απότομα σκαλοπάτια. Βρεθήκαμε σε ένα χώρο εμβαδού δύο περίπου μέτρων, όπου υπήρχε ένα μανουάλι και μερικές εικόνες του αγίου Γερασίμου με καντήλι. Προσκύνησα με ιδιαίτερη συγκίνηση την εικόνα του προστάτη μου αγίου, που ασκήτεψε σ' αυτό το μικρό σπήλαιο για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, πριν μεταβεί στο νησί της Κεφαλονιάς όπου βρίσκεται το ολόσωμο λείψανο του. Αφήσαμε το σπήλαιο και λίγο αργότερα περνούσαμε την πόρτα του αυλόγυρου γύρω από το Κυριακό. Εκεί ο π. Σεραφείμ μας χαιρέτισε: «Πηγαίνετε για φαγητό τώρα που σας περιμένει ο Δικαίος, μη μας μαλώσει που αργήσαμε, και αύριο το πρωί πριν φύγετε θα έρθω να σας βρω».
ΜΑΡ-14-1996-Πέμπτη-Ιερά Μονή Σίμωνος-Πέτρας- Άγιο Όρος
Νωρίς το πρωί ακόμη ο π. Σεραφείμ με περίμενε έξω από τον ξενώνα. Πήραμε χαρτί και στυλό και συντάξαμε μαζί το περιεχόμενο της επιστολής που του είχα υποσχεθεί να διακομίσω. Με μεγάλη ταπεινότητα εξέθετε το πρόβλημα του ζητώντας από τους παραλήπτες την παραμικρή βοήθεια. Στο τέλος του ζήτησα να προσεύχεται για μένα, πήρα την ευχή του, φιλώντας το χέρι του κι εκείνος φίλησε το δικό μου. «Είθε ο άγιος Σεραφείμ να σας φωτίζει και να σας οδηγεί».
================================================
Αιώνια του η μνήμη, Καλό Παράδεισο.
Γ.Γ.Γ.
μας τόστειλε το mail
1 σχόλιο:
Ο γέροντας του π. Σεραφείμ είναι ο αδερφός της γιαγιάς μου. Έκανε το καλύτερο θυμίαμα έχουμε λιβανισει το σπιτιας με πολύ θυμίαμα δικό του που μας έστελνε. Άγιος...
Δημοσίευση σχολίου