Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Το ανακοινωθέν «Προς το Λαό» της Δ.Ι.Σ. και ο σχολιασμός του από τον καθηγητή Γ. Λαρεντζάκη

04022017 
 
 
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού -Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς
Εν Πειραιεί τη 16η Μαρτίου 2017.
 
 
 
Πριν από λίγο καιρό, (17.1.2017), η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εξέδωσε Ανακοινωθέν με τίτλο: «Προς τον Λαό για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης». Σύμφωνα με το Ανακοινωθέν: «Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απευθύνεται σε όλους τους πιστούς προκειμένου να τους ενημερώσει για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία συνήλθε τον Ιούνιο του 2016 στην Κρήτη». Η ενημέρωση αυτή γίνεται, όπως ισχυρίζεται ο συντάκτης,  «με βάση τα συμπεράσματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» σε δέκα παραγράφους, κατακλείεται δε με έναν επίλογο, στον οποίο διακηρύσσεται η προσήλωση των επισκόπων της ελλαδικής Εκκλησίας στην ορθόδοξη πίστη.

Ωστόσο το Ανακοινωθέν από την στιγμή της δημοσιεύσεώς του κατέστη «σημείον αντιλεγόμενον». Έγινε αντικείμενο σφοδρής κριτικής όχι μόνον από καθηγητές Θεολογικών Σχολών, από πολλούς παραδοσιακούς θεολόγους και από μέλη της Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών, αλλά και από θεολόγους που ανήκουν στον χώρο του Οικουμενισμού, από εκείνους δηλαδή που θεωρούν την Σύνοδο της Κρήτης ως αληθινή και γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδο.  Ένας εξ’ αυτών ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Graz κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης σε άρθρο του με τίτλο: «ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ ΜΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΕΙ ΤΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΗΣ Ι. ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ;» ασκεί σκληρή κριτική στο παρά πάνω Ανακοινωθέν. Το Γραφείο Αιρέσεων της Ι. Μητροπόλεώς μας είχε ασχοληθεί και παλαιότερα με τον καθηγητή κ. Γ. Λαρεντζάκη, απαντώντας με εκτενή μελέτη μας σε άρθρο του με τίτλο «Το παπικό πρωτείο και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας», (Νοέμβριος 2012), στην οποία ανατρέψαμε πολλές αντορθόδοξες θέσεις και απόψεις του. Ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση, πιστεύουμε ότι μέχρις ενός σημείου δεν έχει άδικο στην κριτική την οποία ασκεί στο Ανακοινωθέν.
Ο καθηγητής εκφράζει την πικρία και την λύπη του, αλλά και την μεγάλη απογοήτευσή του, διότι το Ανακοινωθέν «δεν αναφέρει πλήρως» τις κατά την άποψή του «πολύ σημαντικές αποφάσεις» της Συνόδου της Κρήτης. Επί πλέον  «κάνει μη ακριβή απόδοση του Μηνύματος της Συνόδου. Σχολιάζει και παραποιεί… μάλλον διαστρεβλώνει, αποφάσεις και συμπεράσματα της Συνόδου, ή αναφέρει μόνο επιλεκτικά και αποσπασματικά τμήματα μόνο των συμπερασμάτων του Μηνύματος, χωρίς να λαμβάνει όλα τα συγκεκριμένα Κείμενα υπ’ όψη του. Το Ανακοινωθέν αναφέρει απόψεις των Αρνητών της Συνόδου και τις εμφανίζει ως αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης, ενώ εκείνη δεν τις έκανε αποδεκτές», διαψεύδοντας έτσι τον σκοπό για τον οποίον εξεδόθη, που υποτίθεται ότι είναι «να πληροφορήσει το ορθόδοξο πλήρωμα ακριβώς για τις αποφάσεις και τα συμπεράσματα της Συνόδου εκείνης». Κατά την ταπεινή μας γνώμη όντως το συνοδικό Ανακοινωθέν δεν αποδίδει με πιστότητα και ακρίβεια τις αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης, επί πλέον παρουσιάζει δογματικά λάθη και εμφανίζει πολλά κενά και αντιφάσεις. 
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά:
Κατ’ αρχήν η πρώτη φράση της πρώτης παραγράφου του Ανακοινωθέντος πάσχει σοβαρά από δογματικής απόψεως. Γράφει: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει την ενότητα και την καθολικότητά Της δια των Ιερών Μυστηρίων». Η αλήθεια είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει την ενότητα και την καθολικότητά Της πρωτίστως και κυρίως δια της κοινής ορθής πίστεως και στη συνέχεια, και σαν συνέπεια αυτής, δια των Ιερών Μυστηρίων. Προηγείται η πίστις και έπονται τα μυστήρια. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πολύ ορθά επισημαίνει: «Όταν δε πάντες ομοίως πιστεύομεν, τότε ενότης εστίν», (Ερμηνεία στην προς Εφεσίους επιστολήν, PG 62,83). Επίσης στη Θεία Λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου ο ιερεύς σ’ ένα από τα αιτήματα ζητάει από τον Κύριο την ενότητα της πίστεως: «Την ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του αγίου Πνεύματος αιτησάμενοι εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Αυτό που ζητάει ο ιερεύς από τον Κύριο δεν είναι η ενότης των μυστηρίων, αλλά η ενότης της πίστεως, διότι αυτή η ενότης  είναι η αναγκαιότερη και βασικότερη, η οποία, όταν υπάρχει, τότε οπωσδήποτε υπάρχει και η ενότης στα μυστήρια. Βέβαια η Εκκλησία όπως παρατηρεί ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις», θεμελιώνεται όμως δια της κοινής ορθής πίστεως. Εάν δεν υπάρχει ενότης στην πίστη δεν μπορεί να υπάρχει ενότης στα μυστήρια. Έπρεπε λοιπόν το Ανακοινωθέν να κάνει οπωσδήποτε λόγο για την ενότητα πάνω στη βάση της κοινής ορθής πίστεως, διότι επί τη βάσει αυτής επιδιώκεται η επανένταξις των ετεροδόξων στην Ορθόδοξο Εκκλησία μέσω των διεξαγομένων Διαχριστιανικών Διαλόγων και όχι επί τη βάσει των Ιερών Μυστηρίων.
Παρά κάτω το Ανακοινωθέν αναφέρει: «Η Συνοδικότητα υπηρετεί την ενότητα και διαπνέει την οργάνωση της Εκκλησίας, τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις Της και καθορίζει την πορεία Της». Η παρά πάνω φράση είναι μεν ορθή, αλλά από μόνη της δεν λέει τίποτε. Διότι εκείνο που πρωτίστως θέλει να μάθει ο λαός δεν είναι το να πληροφορηθεί, τι είναι Συνοδικότης και πως αυτή υπηρετεί την ενότητα της Εκκλησίας, αλλά να μάθει, αν αυτή η Συνοδικότης εκφράσθηκε στην Σύνοδο της Κρήτης σύμφωνα με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας. Έχουμε ήδη αναφερθεί σε παλαιότερα εκτενή άρθρα μας στον τρόπο οργανώσεως και λειτουργίας της εν λόγω Συνόδου και καταδείξαμε σ’ αυτά, ότι αυτή σε καμιά περίπτωση δεν ακολουθεί την Συνοδική και Κανονική Παράδοση. Όπως ορθότατα διεπίστωσε ο Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος: «Η ‘Σύνοδος’ της Κρήτης ήταν μια Σύνοδος προκαθημένων  με τις Συνοδείες τους», το δε αποτέλεσμα ήταν ότι η «Σύνοδος» αυτή όχι μόνον δεν υπηρέτησε την ενότητα της Εκκλησίας, αλλά αντίθετα την τορπίλισε. Δημιούργησε σχίσματα και αποτειχίσεις, που με την πάροδο του χρόνου όλο και περισσότερο αυξάνουν. Το Ανακοινωθέν δυστυχώς τηρεί σιγήν ιχθύος, πάνω σ’ αυτό το σοβαρότατο έλλειμμα συνοδικότητος και έτσι δίδει την ψευδή εντύπωση στον λαό ότι όλη η διαδικασία συγκροτήσεως και ο τρόπος λήψεως των αποφάσεων ήταν σύμφωνες με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας.   
Παρά κάτω ο κ. καθηγητής γράφει: «Επίσης δεν θα παρασιωπούσε το Ανακοινωθέν αυτό, με απαράδεκτο τρόπο, ότι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος χρησιμοποιεί και αποδέχεται την ιστορική ονομασία Εκκλησία και για τις ετερόδοξες Εκκλησίες…. Όλα τα επίσημα σχετικά Κείμενα της Ορθοδόξου Εκκλησίας όλων των τελευταίων δεκαετιών και οι σοβαροί επιστήμονες Θεολόγοι και Καθηγητές Πανεπιστημίων, οι ασχολούμενοι με τα θέματα αυτά, αναφέρουν τις ετερόδοξες Εκκλησίες, Εκκλησίες». Εδώ αναφέρεται στο νέο κακόδοξο εκκλησιολογικό δόγμα που υιοθέτησε και συνοδικώς επεκύρωσε η Σύνοδος της Κρήτης, δηλαδή στην αναγνώριση των ετεροδόξων ως Εκκλησιών. Πράγματι, είναι γεγονός ότι το Ανακοινωθέν παρασιωπά με απαράδεκτο τρόπο, ότι η Σύνοδος της Κρήτης αποδέχεται την ιστορική ονομασία «Εκκλησία» για τις ετερόδοξες Εκκλησίες. Και όχι μόνον παρασιωπά, αλλά παρουσιάζει ψευδώς την Σύνοδο της Κρήτης να έχει πάρει ορθόδοξες αποφάσεις σχετικά με το εκκλησιολογικό αυτό ζήτημα, ονομάζοντας τους ετεροδόξους «άλλες χριστιανικές ομολογίες – αιρέσεις». Ωστόσο πουθενά στα συνοδικά κείμενα δεν ονομάζονται οι ετερόδοξοι «άλλες χριστιανικές ομολογίες – αιρέσεις», αλλά Εκκλησίες. Κατ’ ακρίβεια η λέξη αίρεση είναι άγνωστη στα κείμενα της. Στο σημείο αυτό το Ανακοινωθέν παραπλανά τον λαό και σε τελική ανάλυση παρουσιάζει την Σύνοδο της Κρήτης ως γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδο. Και φυσικά αυτή η διαστρέβλωση εξοργίζει όχι μόνον τον πιστό λαό του Θεού, ο οποίος δεν ανέχεται να παραποιούνται οι κακόδοξες αποφάσεις της Κρήτης και να παρουσιάζονται ως Ορθόδοξες, αλλά και τους οικουμενιστές οι οποίοι δεν ανέχονται να παραποιούνται οι κατ’ αυτούς «Ορθόδοξες» αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης και να παρουσιάζονται αλλοιωμένες.
Παρά κάτω γράφει: «Ούτε θα διαστρέβλωνε το Κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αναφέροντας  ότι η Ορθοδοξία κάνει «διαλόγους με τους ετεροδόξους χριστιανούς (άλλες χριστιανικές ομολογίες - αιρέσεις).... Πουθενά το Κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου δεν ομιλεί ότι η Ορθοδοξία κάνει Θεολογικούς Διαλόγους με αιρέσεις!». Και εδώ έχει δίκαιο ο κ. καθηγητής, διότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα. Και εδώ διαστρεβλώνεται η πραγματικότητα. Όντως πουθενά στο 6ο Κείμενο της Συνόδου της Κρήτης, όπου γίνεται λόγος για τους Διαχριστιανικούς Διαλόγους, δεν αναφέρεται ότι η Ορθοδοξία κάνει Θεολογικούς Διαλόγους με αιρέσεις. Βέβαια στο σημείο αυτό ο κ. καθηγητής φαίνεται να αγνοεί μια μεγάλη αλήθεια, που δεν δικαιολογείται για ένα καθηγητή. Ότι δηλαδή κατ’ αρχήν οι Διάλογοι έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται επειδή υπάρχουν δογματικές διαφορές με τους ετεροδόξους. Εάν δεν υπήρχαν αυτές οι διαφορές δεν υπήρχε λόγος να γίνονται διάλογοι. Όπου όμως υπάρχουν δογματικές διαφορές, εκεί σίγουρα υπάρχει και η αίρεση, διότι και η ελάχιστη ακόμη δογματική παρέκκλιση οδηγεί στην αίρεση. Επομένως  μια από τις δύο πλευρές των διαλεγομένων, (και στην προκειμένη περίπτωση οι ετερόδοξοι),  βρίσκεται στην αίρεση. Εφ’ όσον όμως βρίσκεται στην αίρεση, δεν μπορεί να είναι Εκκλησία, επειδή η Εκκλησία είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας», (Α  Τιμ.3,15). Η Εκκλησία είναι ο Χριστός «παρατεινόμενος εις τους αιώνες» και επειδή ο Χριστός είναι αδύνατον να πλανηθεί, αφού Αυτός είναι «η Αλήθεια», κατ’ επέκταση και η Εκκλησία είναι αδύνατον να πλανηθεί και να πέσει στην αίρεση.
Επί πλέον εις ό,τι αφορά τους Διαχριστιανικούς Διαλόγους, το Ανακοινωθέν αναφέρει  στην 2η  παράγραφο της τρίτης σελίδος ότι: «Οι Διάλογοι δεν σημαίνουν ούτε θα σημαίνουν ποτέ οποιονδήποτε συμβιβασμό σε ζητήματα πίστεως». Εδώ ο συντάκτης παρασιωπά το γεγονός ότι ενώ θεωρητικά η Σύνοδος της Κρήτης διεκήρυξε την παραπάνω πρόταση, στην πράξη οι Διάλογοι απέδειξαν το εντελώς αντίθετο. Κατέληξαν δυστυχώς σε «συμβιβασμούς σε ζητήματα πίστεως». Οι συμβιβασμοί φαίνονται ξεκάθαρα στις θεολογικές συμφωνίες που υπεγράφησαν από Ορθόδοξους και ετεροδόξους στα κείμενα επί της Χριστολογίας των Αντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτών, του Μπαλαμάντ, του Πόρτο Αλέγκρε, του Πουσάν, κ.α.
Σχολιάζει επίσης τη φράση: «Όλοι οι επίσκοποι της Εκκλησίας της Ελλάδος αγρυπνούμε και παραμένουμε αμετακίνητοι στην ορθόδοξη πίστη και αφοσιωμένοι στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» και ερωτά: «Μα αυτό δεν είναι αυτονόητο; Αμφιβάλλει κανείς;». Ασφαλώς και δεν είναι αυτονόητο ότι όλοι οι επίσκοποι της ανά την οικουμένην Ορθοδόξου Εκκλησίας παραμένουν «αμετακίνητοι στην ορθόδοξη πίστη και αφοσιωμένοι στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Για την ακρίβεια σήμερα η μεγάλη πλειοψηφία των επισκόπων δεν παραμένουν «αμετακίνητοι στην ορθόδοξη πίστη…», επειδή ακριβώς ακολουθούν την παναίρεση του Οικουμενισμού, η οποία μάλιστα πανηγυρικά επικυρώθηκε, αντί να καταδικαστεί, στην Σύνοδο της Κρήτης. Μια πλειάδα πατριαρχών, επίσκοπων, κληρικών, μοναχών, και καθηγητών, θεολόγων και θεολογούντων, διδάσκουν «γυμνή τη κεφαλή», ότι η Ορθοδοξία μας δεν μπορεί να διεκδικήσει την αποκλειστικότητα, ότι δηλαδή μόνον Αυτή είναι η μοναδική αληθινή Εκκλησία του Χριστού.  Πρώτος απ’ όλους ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος θεωρεί τον αιρετικό Παπισμό ως «αδελφή Εκκλησία» και τον αιρεσιάρχη του Βατικανού «επίσκοπο της πρεσβυτέρας Ρώμης». Το ίδιο επίσης θεωρεί ως «αδελφές Εκκλησίες» τους Προτεστάντες και τους Μονοφυσίτες.
Ισχυρίζεται επίσης ότι η παρουσία των ετεροδόξων ως παρατηρητών στη Σύνοδο της Κρήτης είναι κατά πάντα νόμιμη και έγκυρη, αφού «υπεγράφη από όλους ανεξαιρέτως τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, κατά την Ιερά Σύναξή των την 27η Ιανουαρίου 2016 στο Σαμπεζύ της Ελβετίας». Και ότι το «επίσημο αυτό πανορθόδοξο Κείμενο …χαρακτηρίζει τους Παρατηρητές της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου εκπροσώπους Εκκλησιών, ή Οικουμενικών Οργανισμών Εκκλησιών χωρίς κανένα περιοριστικό,ή επιφυλακτικό σχόλιο». Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την ταπεινή μου γνώμη, οι προκαθήμενοι έκαναν δύο σοβαρότατα ολισθήματα: Όχι μόνον αγνόησαν το γεγονός, ότι ουδέποτε στο συνοδικό παρελθόν της Εκκλησίας προσκλήθηκαν αιρετικοί ως παρατηρητές και ως τιμώμενα πρόσωπα, αλλά επί πλέον χαρακτήρισαν «τους Παρατηρητές της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου εκπροσώπους Εκκλησιών», προτού ακόμη η Σύνοδος της Κρήτης αποφανθεί επίσημα και συνοδικά, αν αυτοί οι ετερόδοξοι παρατηρητές μπορούν να χαρακτηριστούν ως «εκπρόσωποι Εκκλησιών», ή αν θα πρέπει να χαρακτηριστούν ως εκπρόσωποι χριστιανικών ομολογιών. Τόσο το χειρότερο λοιπόν για την «Σύνοδο» της Κρήτης! Είναι και αυτό ένα ακόμη τεκμήριο, ότι αυτή δεν είναι ούτε Αγία, ούτε Μεγάλη, αλλά ψευδοσύνοδος! Αυτό βεβαίως το σοβαρότατο ολίσθημα θα έπρεπε να το είχε επισημάνει το Ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου!
Παρά κάτω προσθέτει: «Μερικοί μάλιστα ψάχνουν να βρουν κάπου αιρετικές διατυπώσεις και σε ορθοδόξους Θεολόγους, κληρικούς και λαϊκούς, χαρακτηρίζουν μη ορθόδοξες Εκκλησίες αιρετικές και τους Πατριάρχες των αιρετικούς και αν ακόμα δεν υπάρχει καταδίκη από Οικουμενική Σύνοδο, όπως κάνει μεταξύ άλλων ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ για πολλούς και τελευταία για τον νυν πατριάρχη της κοπτικής Εκκλησίας Θεόδωρο…». Εν τέλει συμπεραίνει ότι οι μονοφυσίτες δεν είναι αιρετικοί επειδή ο Διόσκορος «δεν πήγε στη Σύνοδο εκείνη, άρα δεν έχει καταδικαστεί ως αιρετικός». Το συμπέρασμα είναι ότι ο κ. Γ. Λαρεντζάκης καταλογίζει σφάλμα στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία κακώς έπραξε που τον καταδίκασε ερήμην τον Διόσκορο. Μόνο αν ήταν παρών ο Διόσκορος στη Δ΄ Οικουμενική, θα ήταν έγκυρη η καταδίκη του. Ωστόσο, αν έπεσαν έξω οι άγιοι πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής, τότε η Σύνοδος αυτή δεν μπορεί να είναι όντως Οικουμενική Σύνοδος με κύρος θεοπνευστίας και διαχρονικότητος, διότι όπου υπάρχει σφάλμα, εκεί δεν μπορεί να υπάρχει θεοπνευστία. Ούτε επίσης οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι θα πρέπει να θεωρηθούν θεόπνευστες και αλάθητες, επειδή κακώς ανανέωσαν την καταδίκη του Διοσκόρου. Δεν αντιλαμβάνεται όμως, ότι μ’ αυτά που γράφει, γκρεμίζει την θεοπνευστία και το αλάθητο των οικουμενικών Συνόδων;
Παρά κάτω κάνει λόγο για την 8η Οικουμενική Σύνοδο, η οποία κατά την άποψή του θα πρέπει «να χαρακτηριστεί και ως ενωτική, οπωσδήποτε δε όχι ως ‘αντιπαπική’ ως ισχυρίζονται ορισμένοι υπερθόδοξοι». Αλλά γιατί δεν είναι αντιπαπική, αφού στη Σύνοδο αυτή καταδικάστηκε η παπική κακοδοξία του Φιλιόκβε, την οποία από κοινού καταδίκασαν οι ορθόδοξοι και οι εκπρόσωποι του πάπα, εκ των υστέρων όμως, μετά το 1014, η κακοδοξία αυτή υιοθετήθηκε επίσημα από τους παπικούς και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί επίσημο δόγμα των παπικών;
Διαμαρτύρεται επίσης ο κ. καθηγητής διότι «το κείμενο, [Σχέσεις της ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόνκόσμον], δεν ομιλεί πουθενά περί ‘επιστροφής των ετεροδόξων και αλλοδόξων εις αυτήν’, δηλαδή στην Ορθόδοξη Εκκλησία». Και εδώ έχει δίκαιο ο κ. καθηγητής, διότι όντως πουθενά δεν υπάρχει αυτή η φράση στα συνοδικά κείμενα,  ούτε εκφράζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο η αντίληψη,  ότι οι διάλογοι γίνονται με την προοπτική της επιστροφής των ετεροδόξων και αλλοδόξων. Και εδώ έχουμε άλλη μια προσπάθεια του Ανακοινωθέντος να εμφανίσει την ψευδοσύνοδο της Κρήτης ως Ορθόδοξη Σύνοδο.  
Τέλος καταλήγει: «Μετά λύπης μου πρέπει να διαπιστώσω γενικά, ότι το Ανακοινωθέν αυτό δεν αποδίδει ούτε το γράμμα ούτε το φρόνημα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δυστυχώς δεν αποτελεί πληροφόρηση του πληρώματος της Εκκλησίας, αλλά παραπληροφόρηση και δημιουργεί τεράστια σύγχυση και διασπάσεις στους κόλπους της Εκκλησίας. Η ευθύνη είναι μεγάλη». Συμφωνούμε και εμείς μαζί του, όχι βέβαια όπως αντιλαμβάνεται ο ίδιος τη διαφωνία του. Την ίδια γνώμη με μας έχουν κορυφαίοι καθηγητές Θεολογικών Σχολών εγνωσμένου και παγκοσμίου κύρους, όπως ο πρωτ. π. Θεόδωρος Ζήσης, ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. και ο πρωτ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, οι οποίοι  απορρίπτουν το Ανακοινωθέν και το χαρακτηρίζουν ο μεν πρώτος ως «ψευδέστατο», ο δεύτερος ως «αηδιαστικό». Επίσης το απορρίπτουν πολλά μέλη της Συνάξεως Κληρικών και μοναχών και μια πλειάδα ορθοδόξων θεολόγων, κληρικών και μοναχών, αγιορειτών και μη. Κατά την ταπεινή μας γνώμη το Ανακοινωθέν θα έπρεπε να συνταχθεί όχι από ένα πρόσωπο, αλλά από ομάδα προσώπων, που να αποτελείται από αρχιερείς, καθηγητές Θεολογικών Σχολών, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς θεολόγους με γνήσιο ορθόδοξο φρόνημα. Θα μπορούσε δε να έχει την εξής δομή και περιεχόμενο: Στο πρώτο μέρος του κειμένου να παρατίθενται με πιστότητα και ακρίβεια όλες οι αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης, χωρίς καμία παραποίηση και διαστρέβλωση. Και στο δεύτερο να γίνεται ανατροπή όλων των κακοδόξων αποφάσεων της Συνόδου της Κρήτης με αδιάσειστα επιχειρήματα από τους Ιερούς Κανόνες, την αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρες.  
Περαίνοντας τον σχολιασμό μας εκφράζουμε τη λύπη και την απογοήτευσή μας, διότι όντως το Ανακοινωθέν αυτό δεν εξεπλήρωσε την αποστολή του. Είναι ένα παραπλανητικό και διπλωματικό κείμενο, το οποίο προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, να συμβιβάσει την αλήθεια με το ψέμα, προφανώς για να μην έρθει σε σύγκρουση με το Φανάρι και παράλληλα  να αμβλύνει τις αντιδράσεις του πιστού λαού, να προλάβει αποτειχίσεις και να επιφέρει την ειρήνη. Κατάφερε όμως δυστυχώς το αντίθετο. Να δημιουργήσει νέες εντάσεις, οργή και αγανάκτηση. Δεν μπόρεσε δυστυχώς ο συντάκτης, να συνειδητοποιήσει,ότι σε θέματα πίστεως δεν χωρούν διπλωματίες! Ότι πάνω από το Φανάρι είναι η πίστη και όχι πάνω από την πίστη το Φανάρι!Όταν το Φανάρι δεν ορθοτομεί, τότε δεν διστάζουμε να έρθουμε σε σύγκρουση μ’ αυτό, διότι διαφορετικά, μοιραία θα έρθουμε σε σύγκρουση με τον Χριστό. Και τότε αλλοίμονο, αν έρθουμε σε σύγκρουση με τον Χριστό. Οι άγιοι πατέρες δεν ήξεραν να κάνουν διπλωματίες σε θέματα πίστεως; Ήξεραν, αλλά δεν έκαναν. Προτίμησαν να υπομένουν θλίψεις, διωγμούς, εξορίες, θανάτους. Εμείς δυστυχώς σήμερα θέλουμε να χαράξουμε άλλη γραμμή, τη γραμμή της διπλωματίας. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να μιμηθούμε τους αγίους πατέρες μας, παρ’ όλο που διακηρύσσουμε θεωρητικά, ότι τους ακολουθούμε και ότι «αγρυπνούμε και παραμένουμε αμετακίνητοι στην Ορθόδοξη πίστη και αφοσιωμένοι στην Μία, Αγία, Καθολική, και Αποστολική Εκκλησία».Δυστυχώς!  

Δεν υπάρχουν σχόλια: