Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Τα Θεοφάνεια στον Διονύσιο Σολωμό




1. Ο Κωστής Παλαμάς για το Διονύσιο Σολωμό - Ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ τάφου

«Μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, τὰ Θεοφάνεια τὴ νύχτα, σὲ μιὰ στιγμὴ γιομάτη μυστήριο, ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ κι ὅποιος προφτάση τότε νὰ ζητήσῃ ὅ,τι θέλει, θὰ τἀποχτήσῃ αὐτὸ ποὺ θέλει...»

Ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ εἶναι σὰν ἕνας μυστικὸς οὐρανὸς τὴ νύχτα τὰ Θεοφάνεια. Πάντα χαρίζει θεῖα χαρίσματα. Ὅμως πρέπει κανεὶς ὄχι νὰ προφτάσῃ γιὰ νὰ ζητήσῃ• πρέπει νὰ φτάσῃ ν' ἀποχτήσῃ τὰ μάτια ἐκεῖνα ποὺ ξανοίγουν τοῦ ποιητῆ τὰ χαρίσματα, καὶ τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ θὰ μποροῦνε ν' ἁπλώνωνται πρὸς τὰ χαρίσματα καὶ δικά τους νὰ τὰ κάνουν.
Ἔπειτα ὁ ποιητής μᾶς δίνει πάντα κάτι ἀπὸ τὴν αἰώνιαν ἀλήθεια ποὺ εἶναι γιὰ τὸν αἰώνιον ἄνθρωπο• ὄχι ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἔτυχε νὰ θέλουμε• ἀλλ' ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ πρέπει νὰ θέλουμε. Μπορεῖ νὰ τὸ σβύσαμε κάποιο φῶς• ἢ μπορεῖ νὰ μή μᾶς ἦρθε ἀκόμα αὐτὸ τὸ φῶς.

Ὁ ποιητὴς πάντα μὲ τὸ φῶς αὐτὸ θὰ μᾶς φωτίσῃ. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του ὅσο ἀπὸ τὰ περασμένα κι ἄν μᾶς ἔρχεται, ποτὲ δὲν εἶναι παλιωμένος, πάντα καινούριος εἶναι• καὶ πάντα ὅσο κι ἂν τύχη νὰ παραξενέψῃ, ἔχει κάτι τι ταιριαστό, κάτι τι ἐπίκαιρο, κάτι «τῆς τελευταίας ὥρας», σὰ νὰ εἰποῦμε• γιατί μιλεῖ πρὸς τὸν παντοτεινὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἡ οὐσία του δὲν ἀλλάζει.

Δὲν ξέρω γιατὶ τὸ στοχασμὸν αὐτὸ μοῦ τὸν ξύπνησε μέσα μου τὸ γράμμα τοῦ Σολωμοῦ τὸ ἀνέκδοτο ὡς τώρα, ἀπὸ τὰ 1833 πρὸς τὸν ποιητὴ Τερτζέτη• τὸ ηὗρε ψάχνοντας κάποια χειρόγραφα στὴ Ζάκυνθο ὁ κ. Α. Σ. Μάτεσις• ἰταλικὰ γραμμένο τὸ ἔβαλε στὴ γλῶσσα μας, καὶ τὸ ἔδωκε καὶ τυπώθηκε στὰ «Παναθήναια».

Κανεὶς νομίζει πὼς κάποιος ρεπόρτερ σοφίστηκε καὶ πῆγε στὸν τάφο τοῦ Σολωμοῦ, ὅπως θὰ πήγαινε στὸ σπίτι του, καὶ πῆρε μ' ἐκεῖνον συνέντευξιν γιὰ μερικὰ ζητήματα ποὺ τώρα ἴσα ἴσα συγκινοῦν—ἀδιάφορο ἂν στοχαστικὰ ἢ ἠλίθια—τοὺς κύκλους ἐκείνους τῶν ἀνθρώπων, καὶ στὸν κόσμο τὸ δικό μας, ποὺ ζητᾶνε νὰ ζήσουν «οὐκ ἐπ' ἂρτῳ μόνῳ».

Καὶ τὰ εἶπε, κι ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ τάφου του, ὁ ἀθάνατος, ὅπως πάντα τὰ ἔλεγε, εἴτε σὲ στίχους, εἴτε σὲ πεζά, μετρημένα, λακωνικά, πλαστικὰ καὶ σὰ νὰ φιλαργυρεύονταν νὰ τὰ βγάλῃ ἀπὸ τὸ θησαυροφυλάκειο τῆς μεγάλης Σιωπῆς.

Καὶ πρῶτα πρῶτα τὸ κορυφαῖο ζήτημα, τὸ γλωσσικό:

«Διὰ τὴν γλῶσσαν πηγαίνει ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Μακιαβέλλος δι’ ὅλους τοὺς θεσμοὺς τῶν ἀνθρώπων, ὅτι ἡ μόνη σωτηρία σὲ κάθε διαφθορὰν εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὲς ἀρχές. Οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἑλλάδος γυρίζουν πολὺ ὀπίσω. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπιστροφὴ στὲς ἀρχές. Χαίρομαι νὰ παίρνωνται γιὰ ξεκίνημα τὰ δημοτικὰ τραγούδια... »

Χρόνια ὕστερ' ἀπὸ τὸ Σολωμὸ ὁ μέγας γερμανὸς διδάσκαλος Κούρτιος, πρόδρομος τοῦ Κρουμπάχερ, τὴν ἴδιαν ἰδέα, μὲ ἄλλα λόγια, ξανάρριχνε πρὸς τοὺς «διδασκάλους τῆς Ἑλλάδος» ποὺ θυμιάτιζαν τὴ σοφία του, ὅταν ἔγραφε κάπου γιὰ τὴν καθιερωμένη γλῶσσα της, γιὰ τὴν καθαρεύουσα: «Λείπει ἀπὸ τὴ γλῶσσα ποὺ γράφετε τὸ νερὸ ποὺ δροσίζει καὶ ζωντανεύει, τὸ νερὸ τὸ χυμένο ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λαοῦ».

Καὶ σ' ἕναν ἄλλο κύκλον ἰδεῶν, χρόνια ὕστερ' ἀπὸ τὸ Σολωμό, ὁ κοσμοξάκουστος Βάγνερ ὅταν ἀγωνίζονταν τὸ μουσικὸ Δρᾶμα νὰ πλάσῃ στοῦ Μύθου τὰ θεμέλια, τὸν ἴδιο λόγο πέταξε κατὰ τῶν διδασκάλων τοῦ καιροῦ του, ὅταν εἶπε τὴν Ὄπερα «τεχνητὸ εἶδος, ποὺ δὲ βγῆκεν ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λαοῦ». Πρὸς τὶς αἰώνιες Ἀρχές, a principi, ποὺ εἶναι σὰν τὲς «Μητέρες» τοῦ Γκαῖτε, πήγαινε νὰ γυρίση τὴ Μουσική.

Καὶ νὰ γιατί ἡ γλῶσσα «τῶν διδασκάλων τῆς Ἑλλάδος» ποὺ «γυρίζουν πολὺ ὀπίσω» εἶναι γλῶσσα Βαβέλικη καὶ γλῶσσα «ποὺ σκοτώνει τὸν πολιτισμὸν τῆς Ἑλλάδος».

Ὅμως δὲν εἶναι μόνο τὸ ζήτημα τῆς γλώσσας. Εἶναι, ὅμοια κορυφαῖο καὶ μέγα, ὅμοια παρεξηγημένο καὶ παραστρατισμένο, καὶ τὸ ζήτημα τῆς Τέχνης.

Βέβαια. Τὰ δημοτικὰ τραγούδια πρέπει νὰ παίρνωνται γιὰ ξεκίνημα. Δὲν πρέπει ὁ ποιητὴς νὰ κολλιέται ἀπάνω τοὺς σὰ στρείδι• πρέπει κανεὶς νὰ στυλώνεται ἀπάνου τους σὰ μάτι. Ὄχι νὰ σέρνεται ἀπὸ ἐκεῖνα, στὰ χαμένα, ἀλλὰ νὰ τὰ σέρνῃ πρὸς τὴν ψυχή του, καὶ νὰ τὰ μεταχειρίζεται σὰν τὰ πιὸ κατάλληλα ὄργανα γιὰ τὸ ξεσκέπασμα τῆς ψυχῆς του.

Πᾶρτε τῆς κλέφτικης γλώσσας, τὴν οὐσία, τὴν ἀρετή, τὴ δύναμη• (καὶ πῶς μποροῦν αὐτὰ νὰ ξεχωριστοῦν ἀπὸ τὴ γραμματική της;) ὅμως δὲν εἶστε ὑποχρεωμένοι νὰ δεθῆτε χεροπόδαρα καὶ στὸ ὕφος τῆς γλώσσας αὐτῆς.

Τοῦ ποιητῆ τὸ ἔργο δὲν εἶναι νὰ σταματήση στὴν μίμησιν τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ• μὰ τὴν ὁρμή του παίρνοντας ἀπὸ τὸ τραγοῦδι τοῦτο, «νὰ ὑψωθῇ κατακόρυφα», ὅπως ὑψώνεται ὁ κορυδαλὸς ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὰ αἰθέρια. «Τὸ ἔθνος ζητεῖ ἀπό μας τὸ θησαυρὸ τῆς διανοίας μας τῆς ἀτομικῆς, ἐνδυμένον ἐθνικά».

Ἐθνικὸς ποιητὴς σ' ἕνα ἔθνος εἶναι ὄχι ἐκεῖνος ποὺ διάλεξε γιὰ θέμα τοῦ ἔργου του τὰ ἱστορικὰ ἢ τὰ κοινωνικὰ ἰδεώδη τοῦ τόπου του, ἀλλ' ἐκεῖνος ποὺ κατορθώνει βαθιά, ὁλόβαθα νὰ τὰ σφραγίζῃ τὰ ἰδεώδη αὐτὰ μὲ τὴ σφραγίδα τῆς ἀτομικῆς του ψυχῆς. Καὶ ἡ ψυχὴ γιὰ νάχη κάποιαν ἀτομικὴν ἀξία, δὲ μπορεῖ παρὰ δυνατὴ καὶ βαθιὰ κι αὐτὴ νὰ εἶναι στῆς ἐνεργείας της τὸν κύκλο. Δὲ φτάνει λοιπὸν νὰ μελετᾶτε τὰ δημοτικὰ τραγούδια, νὰ γράφετε τὰ δημοτικά, νὰ παίρνετε θέματα πατριωτικά, καὶ νὰ διαλαλεῖτε τὰ πάτρια.

Ἄν ἔφταναν αὐτά, ὁ ἐθνικός μας ποιητὴς θὰ ἦταν ὁ κ. Ἀντωνιάδης, καὶ ὁ μέγας πεζογράφος μας ὁ κ. Βουτυρᾶς. Χρειάζεται ψυχή, ποὺ νὰ ξεχωρίζῃ σὰν κάποια πρόσωπα, ποὺ τὰ βλέπετε, καὶ σᾶς ἐντυπώνονται ἀξέχαστα.

Καὶ ἡ ψυχὴ αὐτὴ πρέπει νὰ δείχνεται ἐλεύθερη καὶ ἀνεμπόδιστη. Γιατί ἀλλιώτικα, νοθεύεται, καὶ ἀδυνατίζει. «Πρόσεχε, γράφοντας νὰ μὴ φορέσης τὰ μανικέτια». Τὰ μανικέτια εἶναι ἡ ρητορικὴ καὶ ἡ ἀνειλικρίνεια.

Κ' ἐπρεπεν ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ τάφου νὰ ἀκουστῇ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ φωνὴ τοῦ ποιητῆ γιὰ νὰ φυσήξῃ στ' αὐτιά μας τὴν αἰώνιαν ἀλήθειαν, τόσον ὀλιγόλογα, καὶ τόσο ζωγραφιστά![1]

2. Νίκος Καρούζος - Ὁ Σολωμός στ' ὄνειρό μου
Πῶς πέφτουμε στὴ νύχτα κι ἀπὸ τί πόθους...
Μὲ κοφτερὴ μοναξιὰ στολισμένος ἄρχισα νὰ κοιμᾶμαι 
λευκὸς ἱδρωμένος μέσα στὴν ἀγελάδα τοῦ ὕπνου 
κλεισμένος ὁλοῦθε ἀπ' τὸν ὄνειρο ποὺ κυματίζει στὰ βάθη 
κι ὁλοένα κερδίζει τὴν ὕλη πέρα της. 
Ἕνα ξημέρωμα καθάριζε τὰ μάτια μου 
στοὺς οὐρανοὺς ἄνοιγαν ὅλα τὰ παράθυρα κι ὁ Διονύσιος 
μαυροντυμένος μ' ἄσπρα χειρόκτια κρατοῦσε τὸ σκουληκάκι 
στὴν παλάμη ποὺ ἔμοιαζε μὲ στουπέτσι βαμμένη 
πλάι του σ' ὡραία παραλία
ἔπεφταν οἱ κολυμβητὲς νὰ πιάσουν τὸ σταυρὸ τὰ Θεοφάνια 
καὶ μακριὰ πῶς ἀκούγονταν ἀθῶα τουφέκια 
ὁ βρόντος τῆς ἀγάπης ἡ χαρὰ τῆς συμφορᾶς 
μ' ὅλα τ' ἄνθη σὲ γαλάζια δευτερόλεπτα μ' ὅλες τὶς ἀχτίδες
τὴν ἀγαπημένη του πεταλούδα στὸν ἱερὸ γλιτωμὸ της 
καὶ δράκοντες εὐωδιᾶς ἀνέβαιναν ἀπὸ κίτρινες σκάλες 
ὥς τὰ κοράσια ποὺ δὲ χάρηκαν τὸν ἒρωτα. 
Γύρω ἤτανε δάσος χιλιοπράσινο
μὲ τὰ πουλιὰ σὰν ἀναρίθμητους καρποὺς ἀπάνω στὰ δέντρα 
μὲ τὰ πουλιὰ σὲ μεθυσμένη σύναξη γιὰ πάντα κ' ἕνας σκύλος 
ἀργὰ πηγαίνοντας οὔρησε στὸ κορμὶ τῆς κοντινῆς ἀμυγδαλιᾶς 
μὲ σηκωμένο πόδι κι ἀνάμεσα
ὁ γόος ἒσφαξε τὴ φωνὴ ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τρεῖς λέξεις 
οἱ ἀπαίσιες χιλιετηρίδες.[2]

Παραπομπές
1. Ἀπὸ τὸ Διονύσιος Σολωμός, Ἐπιμέλεια Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμῆς, Ἀθήνα 1981, ἔκδ. Ἑρμῆς.
2. Ἀπὸ τὸν Ὑπνόσακκο. Ἀναδημοσιεύουμε ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια καὶ εισαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.
Επιμέλεια/Πηγή: aέναη επΑνάσταση

Δεν υπάρχουν σχόλια: