Γέροντας Αθανάσιος Μετεωρίτης
(Β΄μέρος)
Β΄. ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΕΥΜΕΝΗ ΕΠΙΛΟΓΗ
Βασική προϋπόθεση γιά τήν ὁποιαδήποτε ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης εἶναι ὁ ἐντοπισμός τῶν ἰδιαιτεροτήτων της, πού τήν διαφοροποιοῦν πλήρως ἀπό κάθε ἄλλη Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Ἡ συγκεκριμένη «Σύνοδος» πραγματοποιήθηκε ὄχι γιά νά καταδικάσει κάποια αἵρεση, ἀλλά γιά νά παράσχει ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρέσεις∙ ὄχι γιά νά ἐπιλύσει κανονικά ζητήματα, ἀλλά γιά νά παραβιάσει συνειδητά τούς κανόνες καί νά λάβει ἀντικανονικές ἀποφάσεις∙ ὄχι γιά νά ἐνισχύσει καί ἀναδείξει τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά γιά νά ἐπιβάλει τήν κατασκευασμένη «ἑνότητα» μέ τούς αἱρετικούς!!Καί ὅπως πολύ ὀρθά παρατηρεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ: «Σύνοδος ἡ ὁποία δὲν διαστέλλει «ἀναμέσον βεβήλου καὶ ἁγίου» (Ὅρος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς), τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν δαιμονικὴ πλάνη, νομιμοποιώντας ἐκκλησιαστικὰ τὴν αἵρεση, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματικὰ Ὀρθόδοξη, ἀλλὰ ἐκπίπτει σὲ ψευδοσύνοδο»18.
Ἡ «Σύνοδος» δέ αὐτή ἦταν ἐξαρχῆς ἐνταγμένη στό συνολικό ἐγχείρημα γιά τήν ἀποδόμηση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἐγχείρημα αὐτό, πού ξεκίνησε, τῇ συνεργίᾳ τοῦ πονηροῦ, ἀπό τίς ἀρχές ἀκόμη τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, μέ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, εἶναι πολυεπίπεδο καί καταλαμβάνει διαφόρους τομεῖς. Κινεῖται δέ σέ δύο κεντρικούς ἄξονες: α) τόν Θεολογικό Διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους καί β) τίς Διορθόδοξες Συναντήσεις καί Διασκέψεις (πού συστηματοποιοῦνται ἀπό τό 1961 καί ἐντεῦθεν) στήν πορεία τους πρός τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο». Ἡ κοινή συνισταμένη καί τῶν δύο αὐτῶν ἀξόνων εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός.
1. Τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός
Ὁ Οἰκουμενισμός ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά κατά τό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰ. στόν αἱρετικό προτεσταντικό χῶρο ὡς προσπάθεια προσεγγίσεως καί συνεργασίας ὅλων τῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν.
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ., μέ ἀποκλειστική εὐθύνη καί πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Οἰκουμενισμός κυοφορεῖται, προβάλλεται καί σταδιακά ἐπιβάλλεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὡς ἡ κίνηση αὐτή, πού ἔχει στόχο της, σύμφωνα μέ τούς πρωταγωνιστές της, «τήν ἐπανένωση τῶν διηρημένων Χριστιανῶν καί τῶν ἐκκλησιῶν». Πρόκειται γιά μιά προσπάθεια «ἐπανένωσης», πού ἐπιχειρεῖται χωρίς θεολογικές προϋποθέσεις, παραβλέποντας τίς δογματικές διαφορές, τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί πρακτική τῶν Ἁγ. Πατέρων, τίς ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων καί τούς ἱερούς Κανόνες. Μιά προσπάθεια «ἐπανένωσης» πού βασίζεται κυρίως στά «ἑνοῦντα», στά κοινά σημεῖα, θεολογικά καί μή, κοινωνικά καί πολιτικά, καί πού γιά τό λόγο αὐτό «διολισθαίνει ὅλο καί περισσότερο σέ συμβιβαστικές–συγκρητιστικές τακτικές πού ἀναιροῦν θεμελιώδεις ἀρχές τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας»19 καί ἀναιροῦν τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Τό «οἰκουμενιστικό ὅραμα» στήν προέκτασή του δέν περιορίζεται μόνο στήν «ἕνωση τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν» (Ὀρθόδοξοι, Παπικοί, Προτεστάντες, Ἀντιχαλκηδόνιοι), ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στίς «θρησκεῖες τοῦ κόσμου». Σέ πρώτη φάση ξεκινᾶ ἀπό τίς λεγόμενες μονοθεϊστικές θρησκεῖες (Χριστιανισμός, Ἰουδαϊσμός, Ἰσλάμ) μέ προοπτική νά ἐπεκταθεῖ καί στίς ὑπόλοιπες (Ἰνδουισμό, Βουδισμό κ.ἄ.). Ἔχουμε, ἔτσι, ἐκτός ἀπό τόν διαχριστιανικό Οἰκουμενισμό, καί τόν διαθρησκειακό Οἰκουμενισμό.
Ὁ Οἰκουμενισμός προβάλλεται, ἐνεργεῖ καί ἐπιβάλλεται μέ τούς ὅρους, τά μέσα καί τίς πρακτικές τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ἡ ἰδιαιτερότητά του σέ σχέση μέ τίς ἄλλες γνωστές αἱρέσεις πού ἔχουν ἐμφανισθεῖ, εἶναι πώς ὁ Οἰκουμενισμός περικλείει μέσα του ὅλες τίς ἄλλες αἱρέσεις, γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς χαρακτήρισε πολύ εὔστοχα τόν Οἰκουμενισμό ὡς παναίρεση. «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμό. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»20.
Ὁ Οἰκουμενισμός δέν προσβάλλει, ἁπλά καί μόνο, μία συγκεκριμένη ἀλήθεια, ἀλλά τό συνολικό οἰκοδόμημα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, χωρίς ὅμως φαινομενικά νά τό ἀμφισβητεῖ. Ἡ οὐνιτίζουσα μάλιστα διάσταση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία παγιώθηκε στίς μέρες μας, στηρίζεται σέ καθαρά νεοεποχίτικη λογική. Δέν θίγει ἐξωτερικά τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά τήν ἀπογυμνώνει ἀπό τόν ἀποκαλυπτικό καί σωτηριολογικό της χαρακτήρα, καθώς τήν ἐξομοιώνει μέ τήν αἵρεση, τήν ὁποία ἀναγνωρίζει ὡς μία ἄλλη ἐκδοχή τῆς ἀληθείας.
Οἱ αὐθαίρετες τακτικές καί ἐπιλογές τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστῶν, οἱ ἀντορθόδοξες καί προδοτικές τῆς πίστεως ἐνέργειές τους συντείνουν καί ὁδηγοῦν στήν κατάλυση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, τήν προώθηση καί ἐπιβολή ἑνός Πρώτου -ἄνευ ἴσων- καί στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, τήν ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητας στούς αἱρετικούς, τήν ἐπιβολή τῆς ἰδέας τῆς ψευδοενότητος, πού θά ὁδηγήσει τελικά στήν λεγόμενη «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», μέ ἀπώτερη κατάληξη τήν πανθρησκεία τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ὅλες αὐτές οἱ προσπάθειες τῆς ἀποδόμησης τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἐκβάλει θεσμικά καί κατά ἀποδεικτικό τρόπο στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Εἶναι φανερό ὅτι ἡ Κανονική, Ἐκκλησιολογική καί, κατά συνέπεια, δογματική ἐκτροπή τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης δέν ἦταν μόνον μία ἐσφαλμένη δογματικά ἀπόφαση∙ δέν προέκυψε ξαφνικά καί ἀναπάντεχα κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν της. Ἀντίθετα, ἀποτελοῦσε συγκεκριμένη ἐπιλογή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν δορυφόρων του∙ ἦταν μία προμελετημένη, καλά ὀργανωμένη καί μεθοδικά στοχευμένη ἐκτροπή στά πλαίσια τοῦ ἐγχειρήματος, πού περιγράψαμε παραπάνω.
2. Ἡ προετοιμασία τῆς «Συνόδου»
Ἡ ἐπίτευξη ὅλων αὐτῶν τῶν στόχων ἀπαιτοῦσε καλά μελετημένους χειρισμούς. Γι’ αὐτό καί διήρκησε ἑκατό ὁλόκληρα χρόνια ὅλη αὐτή ἡ προσπάθεια∙ ἑκατό ὁλόκληρα χρόνια γεμάτα αὐθαιρεσίες, μονομερεῖς ἐνέργειες καί ἐπιβολές∙ γεμάτα τακτικισμούς, μεθοδεύσεις, ἴντριγκες, μηχανορραφίες∙ γεμάτα ἀδιαφάνεια, μυστικοπάθεια, ἀπειλές, ἐκφοβισμούς καί ἐκβιασμούς.
Μέ τέτοιες πρακτικές προετοιμάζονται καί ὁλοκληρώνονται, ἐδῶ καί ἕναν αἰώνα, -βῆμα πρός βῆμα- ὅλες οἱ ἀπαιτούμενες κινήσεις, ὥστε νά λάβει πανορθόδοξο κῦρος καί ἀναγνώριση ἡ οἰκουμενιστική ἐκτροπή τοῦ Φαναρίου, πού ξεκίνησε στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἐντελῶς αἰφνιδιαστικά καί χωρίς κανένα ἀπολύτως θεολογικό ἔρεισμα.
Οἱ Πατριαρχικές ἐγκύκλιοι τοῦ 1902, 1904 καί 1920 μετέβαλαν καθοριστικά τήν στάση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔναντι τῶν αἱρετικῶν τῆς Δύσεως, ἀνατρέποντας ριζικά καί καταπατώντας τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία.
«Αὐτό πού αἰφνιδιάζει», παρατηρεῖ ὁ π. Γ. Μεταλληνός, «εἶναι ἡ χρησιμοποιούμενη στό κείμενο αὐτό γλώσσα. Χωρίς καμμία, καί στό ἐλάχιστο, κίνηση ἐπιστροφῆς τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου στήν ἐκκλησιαστικότητα, καί ἐνῶ 32 χρόνια πρίν εἶχε δογματισθεῖ τό παπικό ἀλάθητο στήν Α΄ Βατικανή (1870), οἱ χριστιανικές αἱρέσεις τῆς Δύσεως καλοῦνται ‘αἱ δύο μεγάλες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδες’»21.
Ἡ Πατριαρχική ἐγκύκλιος τοῦ 1902 ἐστάλη πρός ὅλες τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί ζητοῦσε τίς ἀπόψεις τους γιά τήν δυνατότητα προσεγγίσεως μέ τούς παπικούς. Ὅλες οἱ ἀπαντήσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἦταν ἀρνητικές ὡς πρός αὐτή τήν δυνατότητα. Παρά τήν ἀρνητική αὐτή ἀπάντηση, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐπανέρχεται μέ τήν νέα ἐγκύκλιό του τό 1920 «πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» «φρονοῦσα ὅτι ἡ τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν προσέγγισις πρός ἀλλήλας καί κοινωνία οὐκ ἀποκλείεται ὑπό τῶν ὑφισταμένων μεταξύ αὐτῶν δογματικῶν διαφορῶν»22.
Τά κριτήρια πού τίθενται ἀπό πλευρᾶς Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γι’ αὐτή τήν «προσέγγιση» εἶναι ἀποκλειστικά κοινωνικά καί πολιτικά. Κάθε θεολογική ἀναφορά ἀπουσιάζει καί ὁ θεολογικός λόγος παραχωρεῖ τήν θέση του στήν κοινωνική πολιτική καί διπλωματία. Ὡς βασική ἀναγκαιότητα πού ἐπιβάλλει τόν οἰκουμενικό διάλογο καί τήν «συνεργασία τῶν ἐκκλησιῶν» ὁρίζονται τά δεινά πού προκάλεσε ὁ πρόσφατος τότε πρῶτος παγκόσμιος πόλεμος.
Παρά τήν παντελή ἔλλειψη θεολογικῶν ἐπιχειρημάτων ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος προτείνει τήν σύσταση τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν» -πρόδρομο τοῦ ΠΣΕ (Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν)- στά πρότυπα τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν», πού μόλις εἶχε ἱδρυθεῖ. Διατυπώνει δέ ἕντεκα βασικά σημεῖα βάσει τῶν ὁποίων θά οἰκοδομηθοῦν οἱ ἀπαραίτητες καλές σχέσεις καί ἡ φιλία μεταξύ τῶν «ἐκκλησιῶν». Εἶναι χαρακτηριστικό καί ἀποκαλυπτικό τῶν προθέσεων καί τῶν μεθοδεύσεων πού ὑπῆρχαν τό γεγονός ὅτι τά ἕντεκα αὐτά σημεῖα ἀπετέλεσαν τίς βασικές «σταθερές» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀκολουθήθηκαν -βῆμα πρός βῆμα- μέ ἀπόλυτη πιστότητα μέχρι καί τίς μέρες μας. Κάθε φορά δέ πού ἕνα ἀπό αὐτά τά βήματα ὁλοκληρώνεται, ξεκινᾶ ἡ προετοιμασία γιά τήν πραγματοποίηση καί τοῦ ἑπόμενου. Τά σημεῖα αὐτά περιγράφονται στήν Πατριαρχική Ἐγκύκλιο ὡς ἑξῆς:
«α) διά τῆς παραδοχῆς ἑνιαίου ἡμερολογίου πρός ταυτόχρονον ἑορτασμόν τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπό πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, β) διά τῆς ἀνταλλαγῆς ἀδελφικῶν γραμμάτων κατά τάς μεγάλας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐνιαυτοῦ ἑορτάς, ἐν αἷς εἴθισται, καί ἐν ἄλλαις ἐκτάκτοις περιστάσεσι, γ) διά τῆς οἰκειοτέρας συσχετίσεως τῶν ἑκασταχοῦ εὑρισκομένων ἀντιπροσώπων τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν, δ) διά τῆς ἐπικοινωνίας τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί τῶν ἀντιπροσώπων τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης καί διά τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν ἐν ἑκάστῃ Ἐκκλησίᾳ ἐκδιδομένων θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν περιοδικῶν καί συγγραμμάτων, ε) διά τῆς ἀποστολῆς νέων χάριν σπουδῶν ἀπό τῆς μιᾶς εἰς τάς σχολάς τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας, στ) διά τῆς συγκροτήσεως παγχριστιανικῶν συνεδρίων πρός ἐξέτασιν ζητημάτων κοινοῦ πάσαις ταῖς Ἐκκλησίαις ἐνδιαφέροντος, ζ) διά τῆς ἀπαθοῦς καί ἐπί τό ἱστορικώτερον ἐξετάσεως τῶν δογματικῶν διαφορῶν ἀπό τῆς ἕδρας καί ἐν ταῖς συγγραφαῖς, η) διά τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ τῶν κρατούντων ἐν ταῖς διαφόροις Ἐκκλησίαις ἠθῶν καί ἐθίμων, θ) διά τῆς παροχῆς ἀμοιβαίων εὐκτηρίων οἴκων καί κοιμητηρίων διά τάς κηδείας καί τήν ταφήν τῶν ἐν τῇ ξένῃ ἀποθνησκόντων ὀπαδῶν τῶν ἑτέρων Ὁμολογιῶν, ι) διά τοῦ διακανονισμοῦ μεταξύ τῶν διαφόρων Ὁμολογιῶν τοῦ ζητήματος τῶν μικτῶν γάμων, ια) διά τῆς πρόφρονος τέλος ἀμοιβαίας ὑποστηρίξεως τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τοῖς ἔργοις τῆς θρησκευτικῆς ἐπιρρώσεως, τῆς φιλανθρωπίας καί τοῖς παραπλησίοις»23.
Ὅλο αὐτό τό ἐγχείρημα, λοιπόν, πού ὀργανώθηκε καί ξεκίνησε τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἡ μετάλλαξη, δηλαδή, τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, πού ἔκτοτε καλλιεργήθηκε καί ἑδραιώθηκε συστηματικά, ἀποζητοῦσε καί ἐπεδίωκε, ἐπί ἑκατό ὁλόκληρα χρόνια, τήν πανορθόδοξη θεσμική κατοχύρωσή της, ὥστε νά προβάλλεται καί νά χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς οἰκουμενιστές ὡς πανορθόδοξη ἀπόφαση. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν θεσμική καταξίωση παρεῖχε ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης: προσέδωσε ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρέσεις, τίς ἀναγνώρισε, δηλαδή, ὡς «Ἐκκλησίες».
Πρόκειται οὐσιαστικά γιά τήν ἐκτέλεση ἑνός προσυμφωνημένου συμβολαίου, ἀφοῦ εἶναι γνωστό ὅτι ὅλα ὅσα διαδραματίστηκαν στήν διάρκεια τῶν ἑκατό αὐτῶν χρόνων ἦταν σέ ἀπόλυτη συμφωνία καί στενή συνεργασία μεταξύ Φαναρίου καί Βατικανοῦ καί ἐνταγμένα στά γενικά πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν.
Ἡ ἐκκλησιολογική μετάλλαξη μέ τήν θέσπιση μίας νέας ἐκκλησιολογίας, πού θά παρέχει ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρέσεις, θά τίς ἀναγνωρίζει δηλαδή ὡς «Ἐκκλησίες», ἦταν, ἤδη, προαποφασισμένη καί προσυμφωνημένη. Ἐξίσου προαποφασισμένη καί προσυμφωνημένη εἶναι καί ἡ τόσο προβαλλόμενη καί πολυδιαφημιζόμενη «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν». Παρουσιάζονται, ὅμως, καί κοινοποιοῦνται τμηματικά καί μέ προσεκτικά βήματα, ὥστε νά μήν ὑπάρχουν πολλές καί μεγάλες ἀντιδράσεις ἀπό τό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί νά ἀφομοιώνονται πιό εὔκολα ἀπό τούς ἀνυποψίαστους πιστούς.
Στίς γραμμές πού θά ἀκολουθήσουν, θά ἐπιχειρήσουμε, ἐντελῶς συνοπτικά, νά ἐκδιπλώσουμε καί νά παρουσιάσουμε ἕναν-ἕναν τούς κρίκους αὐτῆς τῆς ἁλυσίδας, πού ἐδῶ καί ἕναν αἰώνα -μεθοδευμένα καί συστηματικά- περισφίγγει ἀπειλητικά τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία.
3. Οἱ πρῶτες ἀπόπειρες γιά τήν σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου
Ἡ πρώτη ἀπόφαση γιά τήν σύγκληση τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» λήφθηκε τό 1923 στό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ἀπουσίαζε ἡ πλειοψηφία τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐπί πατριαρχίας Μελετίου Μεταξάκη, ὁ ὁποῖος, βέβαια, εἶναι γνωστός γιά τόν τεράστιο καί ἀνεπανόρθωτο διχασμό πού προκάλεσε στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν κατάφωρα παράνομη ἀπόφαση καί ἐπιβολή τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου.
Τότε ξεκίνησε καί ἡ κατάρτιση τοῦ καταλόγου μέ τά θέματα τῆς Συνόδου. Ἀρχική ἐπιδίωξη ἦταν νά πραγματοποιηθεῖ μία νέα «Οἰκουμενική Σύνοδος» τό 1925, μέ ἀφορμή τήν ἐπέτειο 1600 ἐτῶν ἀπό τήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Νίκαια τό 325. Αὐτό τελικά δέν κατέστη ἐφικτό καί εἶναι ἕνα δεῖγμα τῆς ἀσυμφωνίας καί τῶν ἀντιρρήσεων πού ὑπῆρχαν ἀνέκαθεν γιά τήν συγκεκριμένη Σύνοδο. Ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου συζητήθηκε, ἐκ νέου, στά πλαίσια τῆς «Προκαταρκτικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς», τό 1930 στό Ἅγιον Ὄρος, χωρίς καί πάλι νά ὑπάρξει κάποιο ἀποτέλεσμα.
Ἡ εἴσοδος στό δεύτερο μισό τοῦ 20οῦ αἰώνα ἐπέφερε μία κατακόρυφη αὔξηση καί μία ἰδιαίτερη ἄνθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού συνδέεται μέ συγκεκριμένα πρόσωπα καί γεγονότα.
Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τήν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) τό 1948 καί τήν ἀναρρίχηση στούς θρόνους τῆς Ρώμης καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως δύο ἀνδρῶν μέ προϊστορία καί προσωπική γνωριμία μεταξύ τους, μέ κοινούς στόχους καί κοινή ἐπικοινωνιακή τακτική. Ὁ Καρδινάλιος Angelo Roncalli ἐκλέγεται Πάπας τό 1958, γνωστός ὡς Πάπας Ἰωάννης ΚΓ΄ καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Ἀθηναγόρας ἐκλέγεται Οἰκουμενικός Πατριάρχης τό 1948.
Τήν ἴδια ἀκριβῶς περίοδο ἔχουμε τήν ἐμπλοκή τῆς πολιτικῆς, καί ἰδιαίτερα τοῦ ἀμερικανικοῦ παράγοντα, στά ἐκκλησιαστικά ζητήματα. Εἶναι ἡ ἐποχή πού κορυφώνεται ὁ Ψυχρός Πόλεμος καί οἱ ΗΠΑ ἐνισχύουν ἐνεργά τό Φανάρι ὡς τό ἀντίπαλον δέος στήν ἐπιρροή πού ἐπιθυμοῦν νά ἀσκήσουν οἱ Σοβιετικοί, μέσω τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, στίς ὁμόδοξες χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Στό πλαίσιο αὐτό οἱ δυτικές Κυβερνήσεις ὑποστηρίζουν καί ἐνισχύουν τόν «οἰκουμενικό διάλογο» καί τίς προσπάθειες γιά τήν «σύσφιγξη τῶν σχέσεων μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως».
Τό 1948 ἀνατρέπεται βίαια ἀπό τόν Οἰκουμενικό Θρόνο ὁ Πατριάρχης Μάξιμος ὁ Ε΄, καθώς τοῦ ἀποδόθηκαν φιλορωσικά αἰσθήματα καί κινήσεις. Οἱ ΗΠΑ ἀποφασίζουν νά δράσουν ἀποφασιστικά καί ἐπιθυμοῦν νά ἐγκαταστήσουν στό Φανάρι ἕνα ἰσχυρό πρόσωπο τῆς ἐμπιστοσύνης τους, ἱκανό νά ἀνταποκριθεῖ στίς ἀνάγκες πού προαναφέραμε καί νά ἐκπληρώσει τούς συγκεκριμένους στόχους.
Ἐν ὄψει τῆς ἐκλογῆς νέου Πατριάρχη, ἡ τουρκική κυβέρνηση διαγράφει ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου ἀπό τόν κατάλογο ὑποψηφίων κι αὐτό γιατί, μέ τήν σύμφωνη γνώμη καί τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς ἀμερικανικῆς κυβέρνησης, ἐκλεκτός ὑποψήφιος ἦταν ὁ Ἀμερικῆς Ἀθηναγόρας.
4. Ἡ ἐπιβολή «Πρώτου» καί στήν Ὀρθοδοξία
Ἔκτοτε, οἱ ΗΠΑ παρέχουν -ὡς μέσο ἐξουδετέρωσης τοῦ ρωσικοῦ παράγοντα ἐπιρροῆς- τήν ὑποστήριξή τους στήν πάγια ἐπιδίωξη τοῦ Φαναρίου γιά τήν ἐγκαθίδρυση τοῦ Πρωτείου του στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Τό ὅλο ζήτημα προβάλλεται συστηματικά ἀπό κορυφαίους ἐκπροσώπους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ Μητροπολίτης Προύσης Ἐλπιδοφόρος μάλιστα ἔφτασε μέχρι τό σημεῖο νά καταδικάζει ὡς αἱρετικούς ὅσους δέν ἀποδέχονται τήν ἐπιβολή τοῦ Πρωτείου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: «Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνός πρωτείου τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἐνσαρκώσει παρά κάποιος Πρῶτος –τοὐτέστι κάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τό προνόμιο νά εἶναι ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων– συνιστᾷ αἵρεση. Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτό πού συνήθως λέγεται ὅτι ἡ ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων διασφαλίζεται εἴτε ὑπό μιᾶς κοινῆς πίστεως καί λατρείας εἴτε ὑπό τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καί οἱ δύο αὐτοί παράγοντες εἶναι ἀπρόσωποι, ἐνῷ στήν ὀρθόδοξη θεολογία μας ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητάς μας εἶναι πάντοτε ἕνα πρόσωπο. Πράγματι, ὅπως στό ἐπίπεδο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητας δέν εἶναι ἡ θεία οὐσία, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Πατρός (ἡ «μοναρχία» τοῦ Πατρός), ἔτσι καί στό ἐκκλησιολογικό ἐπίπεδο, στήν τοπική ἐκκλησία, τό σημεῖο τῆς ἑνότητας δέν εἶναι τό πρεσβυτέριο ἤ ἡ κοινή λατρεία τῶν χριστιανῶν, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου. Ἑπομένως, ἐπί πανορθοδόξου ἐπιπέδου ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητας δέν μπορεῖ νά στηρίζεται ἐπί μιᾶς ἰδέας ἤ ἑνός θεσμοῦ, ἀλλά πρέπει νά εἶναι κάποιο πρόσωπο, ἄν βέβαια θέλουμε νά παραμείνουμε συνεπεῖς στή θεολογία μας»24.
Εἶναι ἐμφανές πώς οἱ ἀπόψεις αὐτές τοῦ Μητροπολίτη Προύσης ἀναπαράγουν τήν θεολογία τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου περί προσώπου. Σύμφωνα μέ τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου «ἡ ὅλη προβληματική περί τοῦ προσώπου ἀποτελεῖ, χωρίς νά κινδυνολογῶ, μιά αἵρεση, συνέχεια τοῦ ἀρειανισμοῦ, τοῦ μονοθελητισμοῦ καί εἶναι ἐπηρεασμός ἀπό τήν ὑπαρξιστική φιλοσοφία...»25. «Ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εἶναι Σῶµα Χριστοῦ, ἡ βάση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Χριστοκεντρική καί ὄχι Τριαδοκεντρική, ἀφοῦ ὁ Χριστός ”ὁ εἷς τῆς Τριάδος” ἐνηνθρώπησε, δηλαδή προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν θέωσε. Ὅταν χαρακτηρίζεται ἡ Ἐκκλησία ”εἰκών” ἤ ”κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος”, τότε ἀπό αὐστηρῆς θεολογικῆς πλευρᾶς γίνεται σύγχυση µεταξύ θεολογίας καί οἰκονοµίας καί σύγχυση µεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ. Ἐπί πλέον, στήν διατύπωση τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐµφαίνονται πολλοί προβληµατισµοί ὡς πρός τόν συσχετισµό µεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωµάτων τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος!!!»26.
Εἶναι, ἄλλωστε, χαρακτηριστικό ὅτι μέ τήν θεολογία του περί προσώπου καί περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τήν χρήση αὐτῆς τῆς θεολογίας γιά τήν ὑποστήριξη τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Πρωτείου, ὁ Μητροπολίτης Περγάμου ξεπέρασε ἀκόμη καί τούς παπικούς θεολόγους! Στήν Συνεδρία τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου, στό Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2014, ἐξέπληξε ἀκόμη καί τούς παπικούς ἀντιπροσώπους. «Οἱ τελευταῖοι στά διαλείμματα τῶν συνεδριάσεων [τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου] ἀπελογοῦντο στούς ἐκπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί δήλωναν ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ποτέ δέν στήριξε τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα στά ἐπιχειρήματα πού ἐξέθεσε ὁ Μητροπολίτης Περγάμου! Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί σημείωσαν ὅτι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος στήν ἐξουσία ἐπί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πέτρου, ἀλλά ὅτι ποτέ δέν ἐξέφρασαν τήν ἄποψη ὅτι ὁ Πάπας εἶναι, κατ’ ἀναλογίαν, στήν θέση τοῦ Θεοῦ Πατρός στήν Ἁγία Τριάδα, θέση πού ὑποστήριξε γιά τόν Ρώμης καί γιά τόν Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μητροπολίτης Περγάμου!...»27.
Δυστυχῶς, οἱ ἀπόψεις τοῦ ΜητροπολίτηΠεργάμου περιλαμβάνονται καί στό Κείμενο τῆς Ἐγκυκλίου τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καί στό Κεφάλαιο I «Ἡ Ἐκκλησία: Σῶμα Χριστοῦ, εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος». Σκοπός, ἄλλωστε, ἐξαρχῆς τῆς «Συνόδου» ἦταν, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί ἡ καθιέρωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ὡς Πρώτου, ἄνευ ἴσων, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ μονομερεῖς, ἄλλωστε, ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στά θέματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ παραμερισμός, ἡ ὑποτίμηση, ἡ ὑποβάθμιση καί ὁ παραγκωνισμός ὅλων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δημιούργησαν καί καθιέρωσαν de facto τήν ὑπεροχική αὐτή θέση τοῦ Φαναρίου. Οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Φαναρίου, ἀκολουθώντας παγίως μία μονομερή τακτική καί ἐπιβάλλοντας κάθε φορά τίς δικές τους ἐπιλογές καί ἀποφάσεις ὑπερέβησαν συστηματικά καί ἐξακολουθητικά τόν συντονιστικό ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στούς Θεολογικούς Διαλόγους καί τίς Διορθόδοξες Διασκέψεις. Προκάλεσαν, ἔτσι, τήν δίκαιη ἀντίδραση ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἀνατρέχοντας καί πάλι στό παρελθόν, διαπιστώνουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προέβαλε πάντοτε σθεναρή ἀντίσταση ἔναντι τῶν ἐπιβουλῶν τοῦ Φαναρίου καί ἀρνεῖτο νά ἀποδεχθεῖ καί νά ἀναγνωρίσει τήν μονοκρατορία, πού αὐτό ἐπεδίωκε νά ἐγκαθιδρύσει ἔναντι τῶν ἄλλων Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἀρνεῖτο, δηλαδή, νά ἀναγνωρίσει τήν ἐπιβολή ἑνός Πρώτου, ὄχι μεταξύ ἴσων, ἀλλά ἄνευ ἴσων∙ τήν ἐπιβολή ἑνός Πρωτείου ἐξουσίας καί ὄχι Πρωτείου τιμῆς μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τήν σφοδρή ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν σπουδή τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα νά συγκαλέσει ἐσπευσμένα τήν Πανορθόδοξη Διάσκεψη τό 1963 καί τήν προσπάθειά του γιά τήν ἐγκαθίδρυση τῆς πρωτοκαθεδρίας του ἔναντι τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «κατεδίκασεν ὁμοφώνως τόν ἔξω πάσης Κανονικῆς δεοντολογίας τρόπον, δι’ οὗ ἐπιδιώκεται ἡ συγκρότησις τοῦ περί οὗ πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη ἐκ τῶν Ἱ. Κανόνων νά ἀναγνωρίσῃ μονοκρατορίαν, εἰς οἱονδήποτε τῶν Πρωτοκαθέδρων Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας»28. Ἀπευθυνόμενη δέ πρός τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα τοῦ δηλώνει ὅτι «ἀπέληξεν εἰς τήν ἀμετάτρεπτον ἀπόφασιν, ὅπως μή μετάσχῃ τῆς ὑπό τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος καί μόνον ἀποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ἧς αἱ ἐπιπτώσεις θέλουν ἀσφαλῶς κατεργασθῆ τήν καταρράκωσιν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας ἡμῶν»29.
5. Ἡ πατριαρχία Ἀθηναγόρα - συμφωνία γιά τήν «ἕνωση»
Ἡ πατριαρχία Ἀθηναγόρα, τά ἀναπάντεχα καί ἀνεξέλεγκτα οἰκουμενιστικά του ἀνοίγματα, ἡ ἀνείπωτη καί ἀχαρακτήριστη περιφρόνηση καί καταπάτηση τῶν κανόνων καί τῆς τάξης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ παράτολμη καί καθ’ ὅλα ὑπερβολική, «ἄνευ ὅρων καί ὁρίων», σύμφωνα μέ τόν ἴδιο, προσέγγισή του πρός τούς παπικούς, ἡ ἀνεκδιήγητη ἱλαροτραγωδία καί ἡ ἀκατάσχετη ἀγαπολογία στίς συναντήσεις μαζί τους, τά ἐπικοινωνιακά τεχνάσματα καί ὁ πόλεμος τῶν ἐντυπώσεων, ἦταν μία διαρκής πρόκληση γιά τό ὀρθόδοξο ἦθος καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καί, ὅπως ἦταν φυσικό, δέν εἶχε σέ καμμία περίπτωση τήν συγκατάθεση τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Μέσα στήν συνολική πληθωρική οἰκουμενιστική του δραστηριότητα ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἦταν ἑπόμενο νά ἐντάξει τήν ἀνακίνηση τῶν διαδικασιῶν γιά τήν σύγκληση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου. Ἀναδεικνύεται, ἔτσι, μέ τόν πλέον ἐμφαντικό τρόπο, ἡ ἄμεση συνάρτηση τῆς λεγόμενης Μεγάλης Συνόδου μέ τούς στόχους καί τίς ἐπιδιώξεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Μέ τήν ἀναρρίχησή του στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ξεκίνησε ἐπίσημες καί μυστικές ἐπαφές μέ τό Βατικανό. «Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπί συνεχῆ ἔτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακῶς μέ τό Βατικανό τήν συνάντησί του μέ τόν Πάπα. Διαμεσολαβητής εἶναι ὁ Ρουμάνος Ἀρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, καί διάφορες προσωπικότητες τοῦ καθολικοῦ κόσμου»30.
Οἱ στενές σχέσεις καί οἱ ἐπαφές, πού εἶχε ἀναπτύξει ἀπό ἐτῶν μέ τόν Καρδινάλιο Angelo Roncalli, μετέπειτα Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄, εἶχαν ὁδηγήσει σέ ἀποφάσεις γιά τήν προώθηση, ἀπό κοινοῦ, τῆς «ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν». Γιά τόν Πάπα Ἰωάννη «ἡ ἕνωσις θά εἶναι ἕνωσις καρδιῶν. Ἕνωσις προσευχῆς. Ἕνωσις – καρπός ἀναζητήσεως τοῦ ἑνός ὑπό τοῦ ἄλλου»31 καί θά πρέπει νά στηριχθεῖ στίς ἀρχές τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως. «Ἐάν δέν ἐπικρατήση τό σύνθημα τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως: ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφότης, οὔτε εἰρήνη θά ὑπάρξη μεταξύ τῶν ἐθνῶν, οὔτε ἕνωσις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν»32.
Τήν μυστική αὐτή ἀπόφαση μεταξύ Φαναρίου καί Βατικανοῦ γιά τήν προώθηση τῆς «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν» ἀκολούθησαν συγκεκριμένες κινήσεις καί πρωτοβουλίες μέ τεράστιο συμβολικό καί ἐπικοινωνιακό χαρακτήρα. Πρόκειται γιά τήν πολύκροτη συνάντηση τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα μέ τόν μετέπειτα Πάπα Παῦλο ΣΤ΄ στά Ἱεροσόλυμα τό 1964. Ἦταν πραγματικά μία πρωτόγνωρη καί ἀναπάντεχη ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, πού ἀνέτρεψε μέσα σέ μιά στιγμή κάθε δεδομένο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἱερούς Κανόνες, συνοδικότητα, ἁγιοπατερική παράδοση, δογματική καί ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόσα ἄλλα. Καί νά σκεφτεῖ κανείς πώς ἐπρόκειτο γιά ἀποφάσεις ἑνός καί μόνο ἀνδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση ἐπ’ αὐτῶν! «Αἱ ἄνω ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου... ἐδημιούργησαν παρά τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀλγεινήν ἐντύπωσιν... Τό ἀποφασιστικόν τοῦτο καί ἀπρόοπτον βῆμα τοῦ Πατριαρχείου, ἔδει νά καταστῇ ἀντικείμενον κοινῆς συσκέψεως καί ἀποφάσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»33, κατήγγειλε καί πάλι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Ἡ συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη ἐπένδυσε συστηματικά στήν δύναμη τῆς εἰκόνας, τοῦ συμβολισμοῦ καί τῶν ἐντυπώσεων. Ἐπικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις καί μιά ἀκατάσχετη ἀγαπολογία κυριάρχησε στήν διαβόητη συνάντηση ἔτσι, ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας. Ταυτόχρονα, ὅμως, περιελάμβανε καί ἰδιαίτερες συναντήσεις καί τήν σύναψη μυστικῶν συμφωνιῶν μεταξύ Πάπα καί Πατριάρχη: «Ἐπήγαμε οἱ δύο μας χέρι μὲ χέρι εἰς τὸ δωμάτιόν του, καὶ εἴχαμεν μίαν μυστικὴν ὁμιλίαν οἱ δύο μας. Τί εἴπαμεν; Ποιὸς ξέρει τί λέγουν δύο ψυχὲς ὅταν ὁμιλοῦν! Ποιὸς ξέρει τί λέγουν δύο καρδίαι, ὅταν ἀνταλλάσσουν αἰσθήματα!... Τί εἴπαμεν; Ἐκάμαμε κοινὸν πρόγραμμα, μὲ ἰσοτιμίαν ἀπόλυτον, ὄχι μὲ διαφοράν»34.
Αὐτό τό «κοινό πρόγραμμα» ἐφαρμόζεται σταδιακά -βῆμα πρός βῆμα- μέχρι καί σήμερα. Ἡ «ἕνωση» εἶναι προδιαγεγραμμένη καί προαποφασισμένη ἀπό τότε. Ὑπῆρξε σαφής συμφωνία γιά «ἕνωση στό κοινό ποτήριο», ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἦταν ἡ ἀρχική ἐπιθυμία τῶν δύο μερῶν. «Καὶ εἴπαμεν ὅτι ἤδη εὑρισκόμεθα εἰς τὴν ὁδὸν εἰς Ἐμμαούς», συνεχίζει στήν περιγραφή του ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, «καὶ πηγαίνομεν νὰ μᾶς συναντήση ὁ Κύριος ἐν τῷ κοινῷ ἁγίῳ Ποτηρίῳ. Ὁ Πάπας ἀπαντῶν μοῦ προσέφερε ἅγιον Ποτήριον. Δὲν ἤξευρεν ὅτι ἐγὼ θὰ μιλοῦσα δι’ Ἅγιον Ποτήριον, οὔτε ἤξερα ὅτι θὰ μοῦ προσέφερεν Ἅγιον Ποτήριον! Τί εἶναι; Συμβολισμὸς τοῦ μέλλοντος»35.
Αὐτή ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» ἐπιχειρήθηκε μέ τήν περίφημη «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου, πού πραγματοποιήθηκε στά τέλη τοῦ 1965, μέ μονομερή ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία «μέ πολλήν δυσμένειαν ἐπληροφορήθη τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παν. Ἀθηναγόρα. Οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά προβαίνῃ εἰς παρομοίας πράξεις. Τό δικαίωμα ἔχει μόνον ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία»36.
Στό λατινικό μάλιστα κείμενο τῆς «ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων» ὑπάρχει ὁ ὅρος excommunicatio=ἀκοινωνησία, ὁ ὁποῖος στήν ἐπίσημη μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταφράζεται ὡς «ἀναθέματα»37. Τό κείμενο, δηλαδή, μιλοῦσε γιά «ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας». Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ μακαριστός πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Ρωμανίδης, «οἱ New York Times μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν τοῦ excommunicatio (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας πού εἶχε τότε δῆθεν διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον πού ἀναγγέλλει τήν ”ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων” ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικάς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»38.
Ἐπιβεβαιωτικό τῆς συμφωνίας πού εἶχε ἐπέλθει γιά τήν ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας εἶναι καί τό γεγονός ὅτι «ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ πρίν ἐπισκεφθεῖ τό Φανάρι (30-11-1979)... ἐξέφρασε τή βεβαιότητά του ὅτι ἡ ἑνότητα ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)»39.
Αὐτή ἦταν καί ἡ βαθειά πεποίθηση τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὅτι ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» δέν θά ἀργοῦσε νά ἔλθει καί ὅτι τήν «ἕνωση ὅλων τῶν χριστιανῶν» θά ἀκολουθοῦσε καί ἡ ἕνωση τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν θρησκειῶν, ἡ πανθρησκεία, δηλαδή, τῆς Νέας Ἐποχῆς. «Πιστεύω, ὅτι θὰ ἔλθη. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ ἔλθη, διότι ἤδη ἔρχεται. Διότι ἤδη εἰς τὴν Ἀμερικὴν μεταλαμβάνετε πολλοὺς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ποτήριον καὶ καλὰ κάνετε! Καὶ ἐγὼ ἐδῶ, ὅταν ἔρχωνται Καθολικοὶ ἤ Προτεστάνται καὶ ζητοῦν νὰ μεταλάβουν, τοὺς προσφέρω τὸ Ἅγιον Ποτήριον! Καὶ εἰς τὴν Ρώμην τὸ ἴδιο γίνεται καὶ εἰς τὴν Ἀγγλίαν καὶ εἰς τὴν Γαλλίαν. Ἤδη ἔρχεται μοναχό του. Ἀλλὰ δὲν κάνει νὰ ἔλθη ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Πρέπει νὰ εἶναι σύμφωνος καὶ ἡ Ἱεραρχία καὶ ἡ Θεολογία. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν προσπαθοῦμε νὰ ἔχωμεν καὶ θεολόγους μαζί, διὰ νὰ ἔλθη αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονός, τοῦ Παγχριστιανισμοῦ. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονός, θὰ ἔλθη μίαν ἡμέραν τὸ ὄνειρόν μας τῆς Πανανθρωπότητος»40.
Εἶναι χαρακτηριστικό πώς ὅ,τι ἀποφασίστηκε στίς μυστικές συναντήσεις καί ἐπαφές τῶν ἀντιπροσωπειῶν τῶν δύο πλευρῶν (Βατικανοῦ καί Φαναρίου) τό συναντοῦμε νά ἀναπτύσσεται ὡς σχεδιασμός καί νά ἐφαρμόζεται σταδιακά μέσα ἀπό ἀνάλογες ἐπιλογές καί πρακτικές. Αὐτό δηλώνεται ἀπό ὅλους τούς ὑπέρμαχους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού ἐπιβε-βαιώνουν πώς «πράγματι οἱ ἀρχηγοί τῶν Ἐκκλησιῶν μας τίς τελευταῖες δεκαετίες, μέχρι καί τοῦ Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, δέν ἐκφράζουν μόνον μέ λόγια τήν θέλησή των πρός ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ Κυρίου πρός ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά προβαίνουν καί σέ συγκεκριμένες ἐλπιδοφόρες καί ἀδελφικές πράξεις μέ πλήρη ἀγάπη καί ἀλληλοεκτίμηση, πράξεις, οἱ ὁποῖες ἀποδεικνύουν τήν πραγματική καί εἰλικρινή θέλησή των»41.Ἡ ἀνάγκη «νὰ εἶναι σύμφωνος καὶ ἡ Ἱεραρχία καὶ ἡ Θεολογία»42, τήν ὁποία διαπιστώνει ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ἔπρεπε νά δρομολογηθεῖ καί νά ὁλοκληρωθεῖ, ὥστε ἡ ἀπόφαση γιά τήν «ἕνωση» νά ὑλοποιηθεῖ λαμβάνοντας καί θεσμικό χαρακτήρα, νά ἐπικυρωθεῖ, δηλαδή, ἀπό Πανορθόδοξο Σύνοδο.
Γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ καί παράλληλα μέ τόν «διάλογο τῆς ἀγάπης» εἶχε σχεδιασθεῖ ἡ σύγκληση μίας «Μεγάλης Συνόδου» ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί μία ἀπό τούς Παπικούς. Οἱ δύο αὐτές «Σύνοδοι» ἦταν ἀπαραίτητες γιά νά θεσμοθετήσουν τίς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις καί τίς ἀλλαγές πού ἔπρεπε νά ἐπέλθουν, ὥστε νά προχωρήσει ἡ «ἕνωση».
Υποσημειώσεις:
18. Ἀνακοινωθέν Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, 2 Μαρτίου 2016.
19. Ὑπόμνημα περί Οἰκουμενισμοῦ, Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004.
20. Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ.Μ.Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο-Σερβία, σ. 224.
21. Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνοῦ, Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Οἰκουμενισμός, Πρακτικά Διορθόδοξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Οἰκουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Τόμος Α΄, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 237-238.
22. Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 2, Ἀθήνα 1953, σελ. 957
23. Ἰω. Καρμίρη, ὅ.π., σελ. 958-959.
24. Ἐπίσκεψις, τ. 698, 31/3/2009, σελ. 25.
25. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Παρατηρήσεις γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο κατά τήν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-236/4447-2016-03-18
26. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Μετά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-240/4566-2016-07-09-ligo-meta-amsoe
27. Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου, Μεταδοτικό μικρόβιο τό παπικό πρωτεῖο..., http://aktines.blogspot.gr/2014/11/blog-post_899.html
28. Χρυσοστόμου Β΄, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, Τά Πεπραγμένα ἀπό 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, σελ. 18-19.
29. Χρυσοστόμου Β΄, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, ὅ.π., σελ. 19-20.
30. Καθ. Δ. Τσάκωνα, Ἀθηναγόρας ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν, Ἀθῆναι 1976, σελ. 93.
31. Καθ. Δ. Τσάκωνα, ὅ.π. σελ. 95.
32. Καθ. Δ. Τσάκωνα, ὅ.π. σελ. 95.
33. Δήλωση Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου, ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, Νοέμβριος 1965.
34. Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ προσλαλιά τοῦ Ἀθηναγόρου - Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖον [Ἀνάτυπο ἐκ τοῦ περιοδικοῦ Παρακαταθήκη], σελ. 4.
35. Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνοῦ, ὅ.π., σελ. 4.
36. Δήλωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου, ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, Νοέμβριος 1965.
37. Τά πρωτότυπα κείμενα εἶναι δημοσιευμένα στό Τόμος Ἀγάπης, Vatican-Phanar (1958-1970), Rome- Istanbul 1971, σελ. 288-289.
38. π. Ἰω. Ρωμανίδου, Ὀρθόδοξος καί βατικάνειος συμφωνία περί Οὐνίας, http://www.romanity.org/htm/-rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_sumfonia_peri_ounias.01.htm.
39. Ἀντ. Παπαδόπουλου, Θεολογικός Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν (Ἱστορία-Κείμενα-Προβλήματα), ἐκδ. οἶκος ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα 1996, σελ. 40.
40. Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ προσλαλιά τοῦ Ἀθηναγόρου, ὅ.π., σελ. 5.
41. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ἡ νέα μορφή ἐπικοινωνίας Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως – Πάπα Ρώμης καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Συνέχειες ή ἀσυνέχειες; http://blogs.auth.gr/moschosg/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου