Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ποιητής που τον έλεγαν Κ.

karthaios 



 
Θα μπορούσα να το βάλω και για κουίζ αλλά δεν θα άντεχε για πολύ, οπότε ας το παρουσιάσω ευθέως: ποιος ήταν ο ποιητής που τον έλεγαν Κ; Βέβαια, λογοτεχνικοί ήρωες με όνομα Κ. υπάρχουν πολλοί, με πιο γνωστόν τον Κ. στο Κάστρο του Κάφκα και τον Γιόζεφ Κ. στη Δίκη του Κάφκα πάλι (άλτερ έγκο του συγγραφέα υποθέτω), ενώ και ο Β. Βασιλικός, μετά το Ζ έβγαλε και το Κ, ίσως από τον Κοσκωτά (ή από το «κακέκτυπο»). Αλλά και τις μπρεχτικές Ιστορίες του κ. Κόινερ, μερικές φορές θα τις δούμε να γράφονται Ιστορίες του κ. Κ.
Όμως όλοι αυτοί είναι λογοτεχνικοί ήρωες, εγώ ζητάω λογοτέχνη, ποιητή συγκεκριμένα, που να λεγόταν Κ. Για να το πω αλλιώς, που το μικρό του όνομα να ήταν Κ. Όχι Κώστας, όχι Κυριάκος ή Κοσμάς, όχι Κλέαρχος, Κρίτωνας ή Καλλισθένης, αλλά σκέτο Κάπα. Θα μου πείτε, γίνεται αυτό; Μπορεί κανείς να βαφτιστεί ή να πάρει όνομα σκέτο Κ; Όχι. Αλλά μπορεί να το δώσει στον εαυτό του. Μπορεί δηλαδή να διαλέξει τέτοιο λογοτεχνικό ψευδώνυμο που να αποτελείται μόνο από το επώνυμο και το αρχικό γράμμα του μικρού του ονόματος.
Διάσημη τέτοια περίπτωση είναι ο Καραγάτσης· ο Δημήτρης Ροδόπουλος διάλεξε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μ. Καραγάτσης, και έτσι υπέγραφε. Το Μ. δεν σήμαινε Μιχάλης, όπως πολλοί υπέθεσαν επειδή είδαν στον Μιχάλη Καραμάνο, τον συγγραφέα φίλο του Γιούγκερμαν το άλτερ έγκο του Καραγάτση. Είτε σήμαινε Μίτια (το ρώσικο Δημήτρης, λόγω της αγάπης προς τον Ντοστογιέφσκι), είτε ένα σκέτο Μι χωρίς εξήγηση. Σήμερα δεν νομίζω να βρεθεί έργο αναφοράς να αναφέρει Μιχάλη τον Καραγάτση.
Δυστυχώς όμως, τον ποιητή που λεγόταν Κ. βρίσκονται και σήμερα ακόμα αρκετές πηγές να τον βαφτίζουν Κώστα, ενώ Κώστας ούτε ονομάστηκε, ούτε διάλεξε να τον λένε. Εννοώ τον Κ. Καρθαίο (1878-1955), ποιητή, ονομαστό μεταφραστή, κορυφαίο στον αγώνα του δημοτικισμού. Ο Καρθαίος γεννήθηκε Κλέανδρος Λάκων, γιος του καθηγητή Πανεπιστημίου Βασ. Λάκωνα. Σπούδασε στην Ευελπίδων, βγήκε αξιωματικός του πυροβολικού και έκανε μεταπτυχιακά στα μαθηματικά. Πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους, και παράλληλα συμμετείχε στον Νουμά και στους γλωσσικούς αγώνες, ενώ, πράγμα όχι συνηθισμένο για αξιωματικό, δημοσίευε στον Νουμά αντιπολεμικά ποιήματα, που ακόμα διεθνιστικά θα μπορούσε να τα πει κανείς, πιστεύοντας ότι πρέπει να γράφεται πολεμική λογοτεχνία αλλά δεν είναι ανάγκη να είναι πολεμόχαρη.
Με τα πολιτικά του Καρθαίου δεν έχω βγάλει άκρη· ασφαλώς ήταν αντιβενιζελικός, και μάλιστα εξορίστηκε το 1917, αλλά δεν είμαι βέβαιος πως ήταν τυπικός βασιλόφρονας. Κατά καιρούς, πλησίαζε τους σοσιαλιστές, άλλωστε ανέλαβε αρχισυντάκτης στον Νουμά ακριβώς την περίοδο της πιο αριστερής στροφής του δημοτικιστικού αυτού εντύπου. Αλλά το θέμα δεν το έχω μελετήσει, οπότε ας το σταματήσουμε εδώ.
Κάτι άλλο που δεν ξέρω, είναι από πού εμπνεύστηκε ο Καρθαίος το ψευδώνυμό του, κι αν κάποιος από σας ξέρει κάτι τον παρακαλώ θερμά να μου το πει. Καρθαία ήταν μια από τις αρχαίες πόλεις της Κέας, της Τζιας παναπεί, και όταν το 1974 εξορίστηκαν οι πρωτοδικτάτορες στη Τζια έμεναν στο ξενοδοχείο Καρθαία. Ωστόσο, ο Καρθαίος δεν φαίνεται να είχε σχέση με το νησί (αλήθεια είναι ότι εξορίστηκε εκεί το 1917, αλλά είχε πάρει προ πολλού το ψευδώνυμό του). Πάντως υπέγραφε πάντοτε Κ. Καρθαίος και σκέτο Καρθαίος, και ποτέ «Κώστας». Αν θέλουμε σώνει και καλά να του βρούμε μικρό όνομα για το «Κ.», αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από το Κλέανδρος, το πραγματικό του όνομα. Σε μερικά έργα ανθρώπων που τον ήξεραν, όπως στο Υπό εχεμύθειαν της Έλλης Αλεξίου (μια σπαρταριστή ανθολογία με ατάκες και κουτσομπολιά διανοουμένων μας) λημματογραφείται στο ευρετήριο ως Κλ. Καρθαίος, ενώ στα έγκυρα έργα αναφοράς (παλιές εγκυκλοπαίδειες, Πάπυρος, Παπυράκι, Λεξικό νεοελλ. λογοτεχνίας του Πατάκη κτλ.) παντού γράφεται «Κ. Καρθαίος», χωρίς να αναλύεται το Κ. και ασφαλώς χωρίς να αντιστοιχίζεται σε Κώστας. Και, ξαναλέω, κι ο ίδιος υπόγραφε «Κ. Καρθαίος» ή σκέτο «Καρθαίος», κι αν δεν με πιστεύετε δείτε τις 98 δημοσιεύσεις του Καρθαίου στον Νουμά (ή ίσως και σε άλλα έντυπα) για να πεισθείτε:
Τότε, πώς γεννήθηκε το «Κώστας»; Μα, είναι το κοινότερο όνομα που αρχίζει από Κ, οπότε δεν είναι παράλογο να το υποθέσει κανείς· αλλά βέβαια είναι εξοργιστικά επιπόλαιο να τον βαφτίσει Κώστα όταν είναι υπεύθυνος μιας ιστοσελίδας που θεωρείται (όχι πάντα δικαίως) έγκυρη. Εννοώ εδώ το ΕΚΕΒΙ, το οποίο ήρθε πρόσφατα στην επικαιρότητα όταν ο αρμόδιος υφυπουργός ζήτησε τις παραιτήσεις των μελών του ΔΣ επειδή στην επιτροπή αγοράς παιδικών βιβλίων για το πρόγραμμα Φιλαναγνωσία συμμετείχαν συγγραφείς που τα βιβλία τους προκρίθηκαν για αγορά. Μοιραία θα κάνω μια μικρή παρέκβαση για να πω ότι κακώς ήταν τέτοια η σύνθεση της επιτροπής, υπάρχει και η γυναίκα του Καίσαρα, όσο κι αν σε τέτοιες αποφάσεις πάντοτε κάποιοι θα βρεθούν να διαμαρτύρονται. Αλλά εγώ διαμαρτύρομαι για τον ιστότοπο του ΕΚΕΒΙ, που με το ζόρι βάφτισε Κώστα τον Καρθαίο και το σχετικό άρθρο είναι υπεύθυνο για την αναπαραγωγή αυτής της λαθεμένης πληροφορίας στο Διαδίκτυο, διότι αν γκουγκλίσετε Καρθαίος βγαίνει πρώτο-πρώτο το άρθρο του ΕΚΕΒΙ, σε σημείο που σκέφτομαι ύστερα από μερικές μέρες να αλλάξω τον τίτλο του άρθρου μου και να τον κάνω «Ο Καρθαίος δεν λεγόταν Κώστας» ώστε να βγει κι αυτό στον αφρό της αναζήτησης.
Να πω με την ευκαιρία ότι στις σελίδες του ΕΚΕΒΙ, που τη χρησιμότητά τους δεν την παραγνωρίζω, θάλλουν οι μαργαρίτες και ευδοκιμούν οι καραβίδες, όπως ίσως θυμάστε από ένα παλιότερο άρθρο για τον Λαπαθιώτη που εκθέτει τα απανωτά λάθη (καραβίδες στην ορολογία του ιστολογίου) που κάνουν άχρηστο το βιογραφικό του Λαπαθιώτη στο ΕΚΕΒΙ. Το αντίστοιχο βιογραφικό του Καρθαίου δεν είδα να έχει τόσο πολλά λάθη (αν και βέβαια δεν εμφανίστηκε στα γράμματα το 1917 αλλά πολύ νωρίτερα) αλλά το λάθος στο όνομα δεν είναι και αμελητέο. Θα δείτε επίσης ότι στη βιβλιογραφία του ΕΚΕΒΙ παρατίθενται κι άλλες πηγές που αναφέρουν τον Καρθαίο ως Κώστα, αλλά δεν είμαι και τόσο βέβαιος, δεν μπόρεσα να κάνω αυτοψία. Για μία πηγή που μπόρεσα να κάνω αυτοψία, είδα ότι το «Κώστας» είναι ερμηνεία του συντάκτη του ΕΚΕΒΙ· αναφέρει: Νέα Εστία73, 15/3/1963, αρ.857, σ.388-399 (Δημοσίευση των ομιλιών στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών προς τιμήν του Κώστα Καρθαίου) αλλά ανπάτε στο αντίστοιχο τεύχος της Νέας Εστίας θα δείτε «προς τιμήν του Κ. Καρθαίου».
Εκτός του ότι δεν τον λέγαν Κώστα, για τον Καρθαίο αξίζει επίσης να πούμε ότι ήταν γερός μεταφραστής. Μετέφρασε Σέξπιρ (σικ) αλλά και Θερβάντες· η μετάφρασή του στον Δον Κιχώτη θεωρείται κλασική. Δεν την έχω πρόχειρη τώρα που γράφω για να παραθέσω, αλλά έχει πολύ ενδιαφέρον. Και διάβασα με κατάπληξη στα Φιλολογικά Πορτρέτα του Ταγκόπουλου πως ο Καρθαίος ξεκίνησε να μεταφράζει τον Δον Κιχώτη χωρίς να ξέρει ισπανικά ή μάλλον άρχισε ταυτόχρονα να μαθαίνει ισπανικά από μια μέθοδο. Ήξερε βέβαια γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά και είχε και γαλλικές μεταφράσεις του Κιχώτη, αλλά κάποτε που είχα κάνει αντιπαραβολή της μετάφρασης την είχα βρει πολύ πιστή, αδύνατο να το υποθέσω. Επίσης μετέφρασε για το θέατρο, και ανέλαβε και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου το 1935, όπως και του (προοδευτικού) περιοδικού Νεοελληνικά Γράμματα τον καιρό του Μεταξά.
Ο Καρθαίος ήταν επίσης και μαχόμενος δημοτικιστής, και ήταν και αρκετά κανονιστικός· αυτός έπλασε τον όρο «μεχριτισμός», που σημαίνει την κακή χρήση του «μέχρι». Κατά τον Καρθαίο, το μέχρι δεν είναι της δημοτικής και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται, κάτι που μπορεί να ίσχυε τότε που το έγραφε, όχι όμως σήμερα. Τα διδάγματα του Καρθαίου τα ακολούθησε και ο Κοτζιούλας (μαθητής του σε πολλά), ο οποίος επίσης έχει γράψει εναντίον του «μέχρι», και κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει ποτέ χρησιμοποιήσει στο έργο του τη λέξη μέχρι (το έψαξα). Οι σημερινοί νεοκαθαρευουσιάνοι χρησιμοποιούν επίσης τον όρο μεχριτισμός σαν ένα από τα υποτιθέμενα αμαρτήματα της δημοτικής, αλλά κάπως διαφορετικά: λένε ότι το μέχρι συντάσσεται μόνο με γενική και ότι είναι μεχριτισμός να το συντάσσεις με αιτιατική -αλλά ο απλός κόσμος ξέρει πότε να πει «μέχρι σκασμού, μέχρι αηδίας, μέχρι τελικής πτώσεως» και πότε να πει «μέχρι το λιμάνι, μέχρι την Ομόνοια, μέχρι τις 2 το πρωί».
  πηγή
Από τα ποιήματα του Καρθαίου, γνωστό είναι το «Βάλτε να πιούμε», που το μελοποίησαν τα Διάφανα Κρίνα.




Βάλτε να πιούμε
 Μελοποίηση: 1998

Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε;

Βάλτε να πιούμε...

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει.
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι.
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;

Βάλτε να πιούμε...

Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ’ αγκάθια περπατά μια μέρα δε θ’ αφήσει
τ’ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;
Πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει;
Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.
Καπνοί `ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.
Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.
Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Δεν υπάρχουν σχόλια: