Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, Τό χρονικό μιᾶς προμελετημένης ἐκτροπῆς

Γέροντας  Αθανάσιος Μετεωρίτης  

(Α΄μέρος)

Στήν μακραίωνη πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε ὁ θεματοφύλακας καί ὑπερασπιστής τῆς ἀληθείας τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας· εἶναι ὁ ἔσχατος κριτής τῆς ὀρθότητος καί τῆς ἐγκυρότητος τῶν ἀποφάσεων ὁποιασδήποτε Συνόδου· εἶναι αὐτός, πού μέ τήν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστική καί δογματική του συνείδηση ἐπικυρώνει ἤ ἀπορρίπτει αὐτά πού ἀποφαίνονται οἱ Σύνοδοι1.
Κατά ἀνάλογο τρόπο κρίνεται καί ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης. Καλούμαστε ὅλοι, ὡς πιστά μέλη τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μας, νά τήν ἀποτιμήσουμε. Εἶναι καθῆκον ὅλων μας νά μήν σιωπήσουμε. Εἶναι καθῆκον μας νά ἐκφράσουμε τήν ἱερατική καί μοναχική μας συνείδηση, νά καταθέσουμε ἁπλά καί ταπεινά τόν λογισμό μας, νά ἐκφράσουμε τήν ἄποψή μας ἐνώπιον τῶν Ποιμένων μας. Εἶναι καθῆκον μας νά ἀναλάβουμε τό μερίδιο τῆς προσωπικῆς μας εὐθύνης, ἀλλά καί τῆς εὐθύνης μας ἔναντι τῶν πνευματικῶν μας τέκνων καί πολλῶν πιστῶν, πού μᾶς ἐμπιστεύονται τήν ἀγωνία, τήν ἀνησυχία, ἀλλά καί τήν ἱερή ἀγανάκτησή τους γιά τά συμβάντα στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης.
Τά γραφόμενά μας στό παρόν τεῦχος, ὅπως καί ἄλλα σχετικά πού προηγήθηκαν καί ὅσα, σύν Θεῷ, θά ἀκολουθήσουν, συνιστοῦν τήν ἐλάχιστη ἀνταπόκρισή μας στά αὐτονόητα τῆς πίστεώς μας, στήν παρακαταθήκη τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν, ἐπισκόπων, κληρικῶν, ὁσίων μοναχῶν, καί λαϊκῶν ὁμολογητῶν τῆς πίστεώς μας, στό καθῆκον μας πρός τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία μας. Συνιστοῦν τήν ἐπιβαλλόμενη ὑπακοή μας στούς Ἁγίους Πατέρες μας, πού μᾶς τονίζουν στά θέματα τῆς πίστεως νά ἐκφέρουμε λόγο. Ὄχι λόγο καί ἀπόψεις ἀτομικές, ἀλλά τόν διαχρονικό ἁγιοπνευματικό λόγο τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, τόν αὐθεντικό καί ζωντανό λόγο τῶν συγχρόνων γερόντων μας καί ὅλων ὅσων παραμένουν πιστοί στήν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί πορεύονται «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι».


1. Συνηγορία τῶν Ἁγίων καί συγχρόνων Ἐπισκόπων, Κληρικῶν καί Καθηγητῶν Θεολογίας
 
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης τονίζει κατηγορηματικά ὅτι: «Εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου νά μή σιωπᾶμε ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη... ὅταν πρόκειται γιά τήν πίστη, δέν μποροῦμε νά ποῦμε· Ἐγώ ποιός εἶμαι; Εἶμαι ἱερέας; Ὄχι. Ἄρχοντας; Οὔτε. Στρατιώτης; Ἀπό ποῦ; Γεωργός; Οὔτε καί αὐτό. Εἶμαι φτωχός, ἐξασφαλίζοντας μόνο τήν καθημερινή μου τροφή. Δέν ἔχω λόγο, οὔτε ἐνδιαφέρον γιά τό θέμα αὐτό. Ἀλλοίμονο! Οἱ πέτρες θά κράξουν, καί σύ μένεις σιωπηλός καί ἀδιάφορος;... Ὥστε ἀκόμα καί ὁ φτωχός τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως δέν θά ἔχει καμμιά δικαιολογία, ἄν τώρα δέν μιλᾶ, γιατί θά κριθεῖ καί μόνο γι’ αὐτό»2.
Ἰδιαιτέρως δέ γιά τήν μαρτυρία τῶν μοναχῶν στά ζητήματα τῆς πίστεως, ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Καψάνης τόνιζε ὅτι «ὅταν ἡ πίστις εἶναι τό διακινδυνευόμενον, τότε οἱ λογιώτεροι ἐκ τῶν μοναχῶν, καί μάλιστα ὅσοι εἶναι ἐμπεπιστευμένοι τήν διαποίμανσι μοναχῶν, γιά τήν ὀρθή καθοδήγησι τῶν ὁποίων τόσο στήν πνευματική ζωή, ὅσο καί στά δόγματα τῆς εὐσεβείας, ἔχουν εὐθύνη, ὀφείλουν νά ὁμιλοῦν, ὄχι γιά νά διδάξουν τήν Ἐκκλησία, ἀλλά γιά νά ὁμολογήσουν τήν πίστι των κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου: “Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς” (Ματθ. ι΄, 32).  Ἡ Ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ὑπηρεσιακό ἔργο, ἀλλά ἔκφρασις ζωῆς. Ὁ Χριστός δέν λέγει “ὅστις ὁμολογήσει με” ἀλλά “ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί”. Ἡ ὁμολογία λοιπόν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἔκφρασις τῆς κοινωνίας μέ τόν Χριστό ἤ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή ἔχει ὡς φυσική συνέπεια τήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Καί οἱ μοναχοί ζώντας ἐν Χριστῷ ὁμολογοῦν καί ἔτσι διδάσκουν τούς χριστιανούς. Τό κάνουν ταπεινά, ὄχι γιά νά διδάξουν, ἀλλά γιά νά ὁμολογήσουν. Αὐτή εἶναι παράδοσις στόν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό ἱστορικά δικαιωμένη»3.
Οἱ ἐμπνευστές καί ὀργανωτές αὐτῆς τῆς «Συνόδου» ἐπεχείρησαν μέ βίαιο καί ἐξουσιαστικό τρόπο νά ἀνατρέψουν αὐτή τήν ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά ἀναβιβάσουν, ἀπροϋπόθετα, σέ ἀπόλυτη αὐθεντία μόνον τό συνοδικό θεσμό. Κύρια ἐπιδίωξή τους εἶναι ἡ ἑδραίωση ἑνός συγκεντρωτικοῦ ἐπισκοποκεντρικοῦ κατεστημένου -παπικοῦ τύπου καί προδιαγραφῶν- ὥστε ἀνεμπόδιστα καί ἀνεξέλεγκτα νά θεσπίσουν τίς καινοφανεῖς ἑτεροδιδασκαλίες τους, τήν ἐκκλησιαστικοποίηση, δηλαδή, τῶν αἱρέσεων μέ ἀπώτερο σκοπό τήν «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν», πού θά ὁδηγήσει τελικά στήν πανθρησκεία τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Πάνω σέ αὐτό τό μονομερές καί συγκεντρωτικό σύστημα ἀποφάσεων ὀργανώνεται, ἐπίσης, ἡ θεμελίωση ἑνός Πρώτου -ἄνευ ἴσων- καί στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Αὐτή ἡ συγκεντρωτική τακτική ἐκφράζεται στό Κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ὅπου ἀναφέρεται ὅτι: «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων»4.
Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, μέ τόν τρόπο αὐτό: «ἡ Μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τό ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της... Τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνο, ὅταν οἱ Συνοδικοί Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, τό Χριστό δηλαδή, ὁπότε ὡς Συν-Οδικοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶναι στήν πράξη καί “ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι”»5.
Αὐτό τό ἐπισκοποκεντρικό συγκεντρωτικό σύστημα εἶναι τελείως ξένο πρός τήν Ὀρθοδοξία. Τό ἴδιο ξένη, αὐθαίρετη καί παραπλανητική εἶναι ἡ ἐντύπωση, πού ἐσκεμμένα καλλιεργεῖται, ὅτι δῆθεν ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μέ τό ὄργανο Διοίκησής της, πού εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι. Ἔχει, ἔτσι, ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια νά ἐπαναλαμβάνουν πολλοί καί νά ἐπικαλοῦνται τήν λανθασμένη θέση «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «ἐμεῖς θά κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία» ἐννοώντας τούς Ἐπισκόπους ἤ τήν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, ἀκόμη καί ὅταν αὐτοί φρονοῦν ἤ ἀποφασίζουν ἀντίθετα πρός τήν Ὀρθόδοξη πίστη.
Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή τῆς Δογματικῆς κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη «ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις»6.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «τήν πλήρη ἱκανότητα νά διδάσκη δέν τήν ἔχει λάβει ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τό ποίμνιό του, ἀλλά ἀπό τό Χριστό, μέσω τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἀλλ’ ἡ πλήρης αὐτή ἱκανότης, πού ἔχει δοθῆ σ΄ αὐτόν, εἶναι ἱκανότης τοῦ νά φέρη τή μαρτυρία τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Περιορίζεται ἀπό τήν ἐμπειρία αὐτήν. Ἑπομένως, σέ ἐρωτήματα περί πίστεως, ὁ λαός πρέπει νά κρίνη ἀνάλογα μέ τή διδασκαλία του. Τό καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νά ἰσχύη, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ξεφεύγη ἀπό τό καθολικό πρότυπο, ὁπότε ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα νά τόν κατηγορήση ἀκόμη καί νά τόν καθαιρέση»7.
Καί ἐπισημαίνει, ἐπίσης, ὁ μεγάλος αὐτός θεολόγος, ὅτι «ὁ ἐπίσκοπος πρέπει ν΄ ἀγκαλιάση μέσα του ὅλη του τήν Ἐκκλησία· πρέπει νά ἐκδηλώση, νά φανερώση τήν ἐμπειρία καί τήν πίστι της. Δέν πρέπει νά ὁμιλῆ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀλλά ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, ‟ex consensu ecclesiae”». Καί καταλήγει ὅτι «τὸ ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπαληθεύη, ἤ, γιὰ νὰ εἴμαστε περισσότερο ἀκριβεῖς, τὸ δικαίωμα, καὶ ὄχι μόνο τό δικαίωμα, ἀλλὰ τὸ καθῆκον τῆς ‟ἐπιβεβαιώσεως”. Μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἔγραφαν στὴ γνωστὴ Ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ τοῦ 1848 ὅτι «ὁ λαὸς ὁ ἴδιος ἀπὸ μόνος του ὑπῆρξεν ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας»8.
Ὁ Σεβασμιώτατος  Μητροπολίτης  ηΝαυπάκτουη κ. Ἱερόθεοςη ὁριοθετεῖ μέ ἀπόλυτη σαφήνεια τόν ρόλο τῶν λαϊκῶν στίς Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας: «... καί οἱ λαϊκοί εἶναι μάρτυρες τῆς ἀληθείας, εἶναι ποιμένες (ἐμμέσως) τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι συνεργοί τῶν Ποιμένων, ἀκόμα συμμετέχουν ὡς σύμβουλοι στίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἐπί πλέον δέχονται ἤ ἀπορρίπτουν τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὁ λαός (κλῆρος καί λαϊκοί) δέν δέχθηκαν τήν ἕνωση τῶν “Ἐκκλησιῶν” πού ἔγινε στή Φερράρα-Φλωρεντία»9.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θέτει μέ ἀπόλυτη σαφήνεια τά ὅρια τῆς ὑπακοῆς τῶν πιστῶν στούς Ἐπισκόπους σέ θέματα ἀντίθετα πρός τήν πίστη μας: (μετάφραση) «Πῶς λοιπόν ὁ Παῦλος λέγει, ‘νά ὑπακοῦτε καί νά ὑποτάσσεσθε στούς προϊσταμένους σας’; Ἀφοῦ εἶπε προηγουμένως, ‘νά ἀναλογίζεσθε τήν ὅλη πορεία τῆς ζωῆς τους καί νά μιμῆσθε τήν πίστι τους’, κατόπιν πρόσθεσε, ‘νά ὑπακοῦτε καί νά ὑποτάσσεσθε στούς προϊσταμένους σας’. Τί λοιπόν θά συμβῆ, λέγει, ὅταν εἶναι κακός καί δέν τόν ὑπακοῦμε; Κακός, πῶς τό ἐννοεῖς; ἐάν εἶναι τέτοιος ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως, ἀπόφευγέ τον καί ἀπομακρύνσου ἀπ’ αὐτόν, ὄχι μόνο ἄν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά κι’ ἄν ἀκόμη εἶναι ἄγγελος πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό· ἐάν ὅμως εἶναι κακός ὡς πρός τήν ἰδιωτική του ζωή, μήν ἀσχολῆσαι μ’ αὐτήν. ...ἀφοῦ καί τό, ‘μή κρίνετε, γιά νά μή κριθῆτε’, ἀναφέρεται στόν τρόπο ζωῆς, κι’ ὄχι στήν πίστι· ... Βλέπεις ὅτι ὁ λόγος δέν γίνεται γιά δόγματα, ἀλλά γιά τρόπο ζωῆς καί πράξεως;»10.
Ἀναφερόμενος, ἐπίσης, ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν «ἀνθρωπίνην διαίρεσιν» τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος σέ «πρόβατα καί ποιμένες», παρατηρεῖ: «πρόβατα καί ποιμένες πρός τήν ἀνθρωπίνην εἰσί διαίρεσιν, πρός δέ τόν Χριστόν πάντες πρόβατα καί γάρ οἱ ποιμαίνοντες καί οἱ ποιμαινόμενοι ὑφ’ ἑνός, τοῦ ἄνω Ποιμένος, ποιμαίνονται»11.
Καί ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Καψάνης ἔγραφε γιά τό ἴδιο ζήτημα: «Ὅσον ἀφορᾷ δέ εἰς τήν διοίκησιν καί τήν διδασκαλίαν, ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ εἶναι θεμελιώδης, ἐφ’ ὅσον οὗτος, χαρισματοῦχος ὤν καί διδακτός Θεοῦ, ἀποτελεῖ μετά τοῦ κλήρου τήν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καί ἀποδέχεται, ἤ κατακρίνει καί ἀπορρίπτει) τήν διδασκαλίαν καί τάς πράξεις τῆς ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν καί οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῇ Ἐγκυκλίῳ αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1848»12.

2. Οἱ τεχνικές τῆς ὁμάδας κρούσης τῶν Οἰκουμενιστῶν


Αὐτός ὁ λαός, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί, ἀκόμη καί ἡ πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων παραθεωρήθηκαν, παραγκωνίστηκαν, περιθωριοποιήθηκαν, ἀγνοήθηκαν καί ἐξαπατήθηκαν ἀπό τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Φιμώθηκαν, λοιδορήθηκαν, ὑβρίστηκαν, χλευάστηκαν καί ἀπειλήθηκαν.
Εἶναι χαρακτηριστική καί ἄκρως ἀποκαλυπτική τοῦ πνεύματος πού κυριάρχησε σέ αὐτή τήν «Σύνοδο» ἡ μαρτυρία πού καταθέτει ἕνας ἀπό τούς συμμετέχοντες Ἐπισκόπους, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Τοὐλάχιστον ἐγώ προσωπικά δέχθηκα σοβαρή πίεση καί ὑβριστική ἀντιµετώπιση ἀπό Ἱεράρχες γιά τήν στάση µου, πληροφορήθηκα δέ ὅτι πιέσεις δέχθηκαν καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας µας. Καί ἐπειδή πάντοτε ἐνεργῶ µέ ψυχραιµία, νηφαλιότητα καί ἐλευθερία, δέν µποροῦσα νά ἀποδεχθῶ τέτοιες ὑβριστικές πρακτικές»13.
Εἶναι πραγματικά πρωτοφανής ἡ ἐκστρατεία συκοφάντησης καί τρομοκράτησης, στήν ὁποία ἐπιδίδονται οἱ γνωστοί κύκλοι καθ’ ὅλο τό διάστημα πρίν, ἀλλά καί μετά τήν «Σύνοδο». Πρόκειται γιά τό γνωστό κατεστημένο, τήν ὁμάδα κρούσης, πού δρᾶ στίς παρυφές τοῦ Φαναρίου καί τῶν λοιπῶν οἰκουμενιστικῶν κέντρων, καί ἔχει ἀναλάβει ἐργολαβικά τήν ἐπιχείρηση προώθησης καί προπαγάνδισης ὅλων τῶν καινοφανῶν ἀντιλήψεων καί τῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν πού εἰσβάλλουν στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι αὐτή ἡ κλειστή ὁμάδα, πού ἀποτελεῖ τόν κύριο φορέα καί ἐκφραστή μιᾶς ἐγκεφαλικῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, στοχαστικῆς, ἀλειτούργητης, ἀκοινώνητης, ἀμέτοχης στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀπνευμάτιστης καί τελικά ἀθεολόγητης∙ μιᾶς θεολογίας τῶν συνεδρίων καί τῶν «ἡμετέρων», ἀποκομμένης ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα∙ μιᾶς θεολογίας δυτικότροπης, ἐκκοσμικευμένης, νεωτεριστικῆς, μεταπατερικῆς.
Δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι τά μέλη αὐτῆς τῆς κλειστῆς ὁμάδας τά συναντᾶμε κάθε φορά νά ὑπερασπίζονται καί νά ἐκπροσωποῦν τίς πιό διαλυτικές καί διαβρωτικές τοῦ Ὀρθοδόξου Ἤθους καί τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας ἀντιλήψεις. Προτείνουν τήν δόλια λειτουργική «ἀνανέωση», τήν μετάφραση καί ἀνάγνωση τῶν λειτουργικῶν κειμένων στήν δημοτική, τήν ἀλλαγή τοῦ χαρακτήρα (θρησκειολογοποίηση) καί τήν σταδιακή κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα. Παρέχουν στήριξη καί προβάλλουν τά δῆθεν αἰτήματα γιά τήν «ἀναβάθμιση τῆς θέσης τῆς γυναίκας στήν Ἐκκλησία», ὥστε νά ὁδηγηθοῦμε, σταδιακά, καί στήν χειροτονία γυναικῶν, ὅπως στόν Προτεσταντισμό. Ὑποθάλπουν τίς διάφορες κινήσεις ποικίλων ὁμάδων γιά τό ὑποτιθέμενο «δικαίωμα στήν διαφορετικότητα» καί τόν ἐλεύθερο σεξουαλικό προσδιορισμό καί τήν ἀντιβιβλική κατοχύρωση τῆς ὁμοφυλοφιλίας.
Τά ἴδια αὐτά πάντα πρόσωπα -Ἐπίσκοποι, κληρικοί, ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι- τοποθετοῦνται ὡς ἐκπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν στούς Θεολογικούς Διαλόγους καί στίς Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Ἀλλά καί τά γνωστά φερέφωνα, οἱ προσκείμενοι, οἱ διαχειριστές ἱστοσελίδων, οἱ χειροκροτητές, πού κατακλύζουν τά συνέδρια, τίς ἡμερίδες, τά συμπόσια, τά διεθνῆ fora καί τό διαδίκτυο μέ ἀναρτήσεις, εἰσηγήσεις καί ἀρθρογραφία.
Καί ἀποτελεῖ πράγματι ἀπόλυτη παραδοξότητα καί καταφανή πρόκληση τό γεγονός, ὅτι αὐτοί, πού μέ τά οἰκουμενιστικά ἀτοπήματά τους ἔχουν καταστήσει προβληματική τήν θέση τους μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐγκαλοῦν τό εὐσεβές πλήρωμα καί ὅλους ὅσους ἀντιστέκονται στήν οἰκουμενιστική τους διολίσθηση. Αὐτοαναγορεύονται σέ κριτές καί τιμητές τῶν πάντων, καταλογίζουν παραβάσεις, ἀποφαίνονται γιά καθαιρέσεις καί ἐκδίδουν ἀφοριστήρια! Καλοῦν μάλιστα ὅλους ὅσους ἀρνοῦνται νά ἀπαρνηθοῦν τήν πίστη τῶν Ἁγίων μας καί τῶν Πατέρων μας «νά ἐγκαταλείψουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί νά ἀποτειχιστοῦν»14. Ἄς γνωρίζουν, λοιπόν, ὅτι ματαιοπονοῦν. Ὅσο καί ἄν ἐπιθυμοῦν κάτι ἀνάλογο, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θά διαψευσθοῦν.
Δέν ὑποκύπτουμε σέ ἀπειλές, δέν τρομοκρατούμαστε, δέν σιωποῦμε, δέν ὑποχωροῦμε, δέν ἐκχωροῦμε καί δέν τούς παραδίδουμε τά τιμαλφῆ τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Παραμένουμε, σύν Θεῷ, πιστοί καί ἀμετακίνητοι στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία∙ παραμένουμε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», σθεναροί καί σταθεροί στίς ἐπάλξεις τοῦ ἀγώνα ὑπέρ τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας, ἄχρι θανάτου.
Φωτεινός ὁδοδείκτης μας ὁ μεγάλος σύγχρονός μας Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης πού τόνιζε μέ προφητικό καί ἀποκαλυπτικό τρόπο: «Ἄς γνωρίσωμεν καλά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Ἡ μόνη ἔλλειψις, πού παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί»15. Καί σέ ἄλλο σημεῖο διεκήρυσσε μέ ἀπόλυτο καί ξεκάθαρο τρόπο ὁ ἴδιος ἅγιος: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει, δέν εἶναι Ναός, πού χτίζεται ἀπό πέτρες, ἄμμο καί ἀσβέστη ἀπό εὐσεβεῖς καί καταστρέφεται μέ φωτιά βαρβάρων, ἀλλά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. ‘‘Καί ὁ πεσών ἐπί τόν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ’ ὅν δ’ ἄν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν’’16»17.

πηγή
Υποσημειώσεις
1. Βλ.σχ. ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ἐγκύκλιο τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς (1848): «Παρ’  ἡ­μῖν οὔ­τε Πα­τριά­ρχαι οὔ­τε Σύ­νο­δοι ἐ­δυ­νή­θη­σάν πο­τε εἰ­σα­γα­γεῖν νέ­α, δι­ό­τι ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῆς θρη­σκεί­ας ἐ­στὶν αὐ­τὸ τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἤ­τοι αὐ­τὸς ὁ λα­ός, ὅ­στις ἐ­θέ­λει τὸ θρή­σκευ­μα αὐ­τοῦ αἰ­ω­νί­ως ἀ­με­τά­βλη­τον καὶ ὁ­μο­ει­δὲς τῷ τῶν Πα­τέ­ρων αὐ­τοῦ», Ἰ­ω. Καρ­μί­ρη, Τὰ Δογ­μα­τι­κὰ καὶ Συμ­βο­λι­κὰ Μνη­μεῖ­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τ. Ι­Ι, G­r­az-A­u­s­t­r­ia 1968, σελ. 920[1000]­.
2. Ἁγ. Θε­ο­δώ­ρου τοῦ Στου­δί­του, Ἐ­πι­στο­λή πα΄, Φι­λο­κα­λί­α 18Γ, σελ. 77.
3. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ἡγουμένου τῆς Ἱ.Μ.Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Συνέντευξη στόν Ὀρθόδοξο Τύπο, 14 Μαρτίου 1997.
4. Κείμενο Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, Ἄρθρο 22, https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world
5. Κα­θη­γη­τῆ Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ. κ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη, Ἐ­πι­στο­λή πρός τήν Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, 10-2-2016.
6. Κα­θη­γη­τῆ Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ. κ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη, Ἐ­πι­στο­λή πρός τήν Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, 30-8-2016.
7. π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθῆναι 1989, σελ. 207.
8. π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, ὅ.π.
9. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἀνατολικά, Τόμος Α΄, ἐκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 1993, σελ. 94.
10. Ὑ­πό­μνη­μα εἰς τήν πρός Ἑ­βραί­ους Ἐ­πι­στο­λήν, Ὁ­μι­λί­α ΙΔ΄,1, Ε­ΠΕ 25, σ. 372, «Πῶς οὖν ὁ Παῦ­λός φη­σι· ‘πεί­θε­σθε τοῖς ἡ­γου­μέ­νοις ὑ­μῶν καί ὑ­πεί­κε­τε’; Ἀ­νω­τέ­ρω εἰ­πών, ‘ὧν ἀ­να­θε­ω­ροῦν­τες τήν ἔκ­βα­σιν τῆς ἀ­να­στρο­φῆς μι­μεῖ­σθε τήν πί­στι­ν’, τό­τε εἶ­πε, ‘πεί­θε­σθε τοῖς ἡ­γου­μέ­νοις ὑ­μῶν καί ὑ­πεί­κε­τε’. Τί οὖν, φη­σίν, ὅ­ταν πο­νη­ρός ᾖ, καί μή πει­θώ­με­θα; Πο­νη­ρός, πῶς λέ­γεις; εἰ μέν πί­στε­ως ἕ­νε­κεν, φεῦ­γε αὐ­τόν καί πα­ραί­τη­σαι, μή μό­νον ἄν ἄν­θρω­πος ᾖ, ἀλ­λά κἄν ἄγ­γε­λος ἐξ οὐ­ρα­νοῦ κα­τι­ών· εἰ δέ βί­ου ἕ­νε­κεν, μή πε­ρι­ερ­γά­ζου.­.­. ἐ­πεί καί τό, ‘μή κρί­νε­τε, ἵ­να μή κρι­θῆ­τε’, πε­ρί βί­ου ἐ­στίν, οὐ πε­ρί πί­στε­ως· τό γοῦν ἐ­πα­γό­με­νον τοῦ­το δη­λοῖ. ‘Τί γάρ βλέ­πει­ς’, φη­σί, ‘τό κάρ­φος τό ἐν τῷ ὀ­φθαλ­μῷ τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σου, τήν δέ δο­κόν τήν ἐν τῷ σῷ ὀ­φθαλ­μῷ οὐ κα­τα­νο­εῖς;­’. ‘Πάν­τα οὖν ὅ­σα ἄν λέ­γω­σιν ὑ­μῖ­ν’, φη­σί, ‘ποι­εῖν, ποι­εῖ­τε’ (τό δέ ποι­εῖν ἔρ­γων ἐ­στίν, οὐ πί­στε­ως), ‘κα­τά δέ τά ἔρ­γα αὐ­τῶν μή ποι­εῖ­τε’. Ὁ­ρᾷς ὅ­τι οὐ πε­ρί δογ­μά­των ἐ­στίν ὁ λό­γος, ἀλ­λά πε­ρί βί­ου καί ἔρ­γων;
11. Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 52,784.
12. Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Κα­ψά­νη, Ἡ ποι­μαν­τι­κή δι­α­κο­νί­α κα­τά τούς ἱ­ε­ρούς Κα­νό­νας, Πει­ραι­εύς 1976, σ. 110-112.
13. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Γιατί δέν ὑπέγραψα τό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», http://parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-239/4555-2016-06-30
14. Καθ. Π. Βασιλειάδη, Ἡ διακονία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, http://www.amen.gr/article/i-diakonia-tou-oikoumenikou-patriarxi-stin-orthodoksi-ekklisia.
15.http://aktines.blogspot.gr/2016/07/blog-post_353.html.
16. Ματθ. κα΄, 44-45.
17. http://aktines.blogspot.gr/2016/07/blog-post_353.html.

Δεν υπάρχουν σχόλια: