ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ
σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμη, και λόγο, κ’ εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κοιτάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώση
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
.... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984 |
1 σχόλιο:
Έλεγα δεν θα ξανασχολιάσω τίποτε..τίιι όμορφα που μεγαλώνουν μερικοί άνθρωποι, θέλω κι εγώ να γεράσω έτσι..μα, δεν ταιριάζουν κιόλας οι δυό τους; ο κύριος του Καβάφη και η κυρία του χορού..Τέχνη!
Δημοσίευση σχολίου