Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

+ Αρχιμανδρίτης Ευγένιος


Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 8 Απριλίου του 1938, δεύτερο κατά σειρά τέκνο του Γεωργίου Θεοδοσιάδη, πρόσφυγα από το Νεοχωράκι Νικομηδείας της Μικράς Ασίας, και της Σοφίας Πεχλιβανίδου, επίσης προσφυγοπούλας από χωριό του Πόντου. Κατά τη βάπτισή του στον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής Τρικάλων έλαβε το όνομα Ευστράτιος. 


Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια εξ’ αιτίας του πολέμου του 1940 και της Γερμανικής κατοχής, ενώ μετά το δημοτικό σχολείο -σε ηλικία μόλις 13 ετών- πηγαίνει στην Αθήνα για δουλειά. Εκεί διέμεινε με την αδελφή του Μαρία στην περιοχή της Αγίας Ζώνης Κυψέλης. Σύντομα γνωρίστηκε με τον επίσης νεαρό Χρήστο Παρασκευαΐδη (μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο) και μαζί εκκλησιαζόταν στον ίδιο ναό. Εργάστηκε για τρία χρόνια σε ορειχαλκουργείο , άλλα δύο χρόνια σε σπίτι εύπορου δικηγόρου εκτελώντας θελήματα και οικιακές δουλειές και άλλα τρία χρόνια σε εργοστάσιο νηματουργίας. Την ίδια εποχή φοίτησε στην τεχνική σχολή του Αποστόλου Παύλου στον Πειραιά και γράφτηκε στο νυχτερινό Γυμνάσιο, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε και τους κύκλους της ΧΕΕΝ έχοντας πνευματικό τον π. Γεώργιο Κουτή, στον οποίο εκμυστηρεύτηκε τον πόθο για την αφιέρωση στο Θεό και την ιεροσύνη. Αυτός τότε του υπέδειξε να δει τον μητροπολίτη - Λήμνου τότε – Διονύσιο, ο οποίος, αφού τον δέχτηκε, του υποσχέθηκε να τον ξαναδεί μετά από κάποιο χρονικό διάστημα και να συζητήσουν πάλι το θέμα. 
Στη συνέχεια, κι αφού το 1960-61 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία σε Πάτρα-Ξάνθη, επιστρέφει στα Τρίκαλα, όπου ο από Λήμνου Διονύσιος είχε ήδη μετατεθεί στη μητρόπολη Τρίκκης και Σταγών. Αυτό διευκόλυνε κατά πολύ την εκ νέου συνάντησή τους και την οριστική απόφαση του γέροντα να αφιερωθεί στο Θεό. Έτσι, το απόγευμα της Δευτέρας της Διακαινησίμου 30 Απριλίου του 1962 κείρεται μοναχός στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων από τον Τρίκκης Διονύσιο και από Ευστράτιος μετονομάζεται σε Ευγένιο (και οι δύο άγιοι γιορτάζουν την ίδια ημέρα 13 Δεκεμβρίου). Τα σανδάλια, τη ζώνη και τον κούκο, του τα χάρισε ο επίσης νέος κληρικός τότε, παλαιός γνώριμος φίλος του και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, που είχε χειροτονηθεί το προηγούμενο έτος (1961) στον ίδιο ναό ως διάκονος.
Την επομένη, Τρίτη της Διακαινησίμου 1η Μαΐου του 1962 σε ηλικία 24 ετών, χειροτονείται διάκονος στον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής Τρικάλων, εκεί όπου έλαβε και το άγιο βάπτισμα, ενώ παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα στη Δ΄ Γυμνασίου. Μετά τη χειροτονία του, εκτός των διακονικών καθηκόντων κοντά στον μητροπολίτη, μετέβαινε συχνά στη Μονή του Μεγάλου Μετεώρου, όπου ως εγγεγραμμένος μοναχός αυτής, βοηθούσε σε πολλά και βαριά διακονήματα τον ηγούμενο π. Σωφρόνιο, ενώ στην ίδια Μονή έρχονται μετά από λίγο διάστημα και μονάζουν οι  π. Παντελεήμων Καθρεπτίδης (νυν μητροπολίτης Κορωνείας ) και π. Αιμιλιανός Βαφείδης (μετέπειτα ηγούμενος του Μ. Μετεώρου και αργότερα της Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους).
Το 1964, κατά ευτυχή συγκυρία, προσλαμβάνεται ως διάκονος στην ενορία που εκκλησιαζόταν ως έφηβος , την Αγία Ζώνη Κυψέλης, της οποίας  προϊστάμενος ήταν ο αρχιμανδρίτης Νικόδημος Βαλληνδράς (μετέπειτα μητροπολίτης Ζιχνών και αργότερα Πατρών). Μαζί του έζησε πολλές «πνευματικές πανδαισίες» και διδάχθηκε πολλά θέματα ,τόσο λειτουργικής φύσεως όσο και ιεροκηρυκτικά, γνώρισε από κοντά πλήθος αρχιερέων και αρχιμανδριτών - που αργότερα έγιναν μητροπολίτες - και έζησε πολλά γεγονότα. Μετά την εκλογή του π. Νικοδήμου ως Ζιχνών, προϊστάμενος του ναού έγινε ο Αρχιμ. Πέτρος Δακτυλίδης (μετέπειτα Χριστουπόλεως), με τον οποίο συνεργάστηκε επίσης άριστα, όπως και με όλους τους εφημερίους του ναού.
Στην Αθήνα- επί εποχής αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου του Α΄- συχνά τον καλούσαν στον μητροπολιτικό ναό των Αθηνών, όπου μαζί με άλλους διακόνους λάμβαναν μέρος στα διάφορα πατριαρχικά και συνοδικά συλλείτουργα  προσδίδοντας ιδιαίτερη λαμπρότητα  με τη βροντώδη και στεντόρεια φωνή του.
Το 1967 ,σε ηλικία 29 ετών, εισάγεται στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών απ’ όπου αποφοίτησε το 1972. Κατά τη διάρκεια των σπουδών, αλλά και σ’ όλη του τη ζωή, διακρίνονταν για το ήθος και την ευθύτητα του χαρακτήρα του, ενώ όπως είπαν κάποια στιγμή οι συμφοιτητές του μητροπολίτες, Φθιώτιδος Νικόλαος και Εδέσσης Ιωήλ, «ο π. Ευγένιος αποτελούσε οδοδείκτη ζωής για όλους τους φοιτητές και ιδιαίτερα τους κληρικούς».
Μετά την αποφοίτησή του στις 11 Ιουνίου του 1972 χειροτονήθηκε από τον τότε  μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών και νυν Σταγών και Μετεώρων κ. Σεραφείμ πρεσβύτερος στον Ι. Ν. Αγίας Ζώνης. Μετά από λίγες μέρες έρχεται στα Τρίκαλα μόνιμα πλέον, για να διακονήσει την Εκκλησία του Χριστού  ως ιεροκήρυκας, (του ΟΔΕΠ) ,ενώ στις 23 Οκτωβρίου του ίδιου έτους κατά τη Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου λαμβάνει το οφίκιο του αρχιμανδρίτη. Στο εξής θα αναλωθεί στο ιεροκηρυκτικό και πνευματικό  του έργο οργώνοντας κυριολεκτικά όλο το Νομό Τρικάλων (το μόνο χωρίο - από τα 200 περίπου του Νομού - που δεν πήγε ήταν η Γλίστρα) τελώντας αδιαλείπτως: Θείες Λειτουργίες, εσπερινά κηρύγματα, εξομολογήσεις, ομιλίες, ενώ στις αγρυπνίες (που πιθανότατα στο σύνολό τους να ήταν και περισσότερες από τις ημερήσιες Θ. Λειτουργίες) έδινε ξεχωριστή λαμπρότητα μεταφέροντας το αγιορείτικο τυπικό, κυρίως με το χτύπημα του κατζίου στο οποίο ήταν άφθαστος.
Το 1974 επί αρχιερατείας Στεφάνου έρχονται μαζί με τον αρχιμανδρίτη π. Ιγνάτιο Πούτο στο παρηκμασμένο μέχρι τότε μοναστήρι του Δουσίκου ,όπου ο μεν πολιός γέροντας Ιγνάτιος τοποθετήθηκε ως καθηγούμενος, ο δε πατήρ Ευγένιος ως ακάματος συνοδοιπόρος και υποτακτικός. Οι δυο τους αναλαμβάνουν να ανορθώσουν και να εξωραΐσουν  τη μονή, στην οποία σταδιακά άρχισαν να προσέρχονται και οι νεώτεροι πατέρες, για να καταστεί η Μονή σήμερα κόσμημα  όχι μόνο για τη Θεσσαλία και την Ελλάδα αλλά και για την Ορθοδοξία γενικότερα.
Η συνεργασία του με τους εκάστοτε  αρχιερείς της μητροπόλεως Τρίκκης και Σταγών  κ. κ.  Σεραφείμ, Στέφανο και Αλέξιο, υπήρξε κατά πάντα άριστη και υποδειγματική, αλλά και με πλείστους αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος που τον καλούσαν στις μητροπόλεις τους για ομιλίες και κηρύγματα είχε άριστες σχέσεις. Σημαντική επίσης ήταν η βοήθεια που πρόσφερε κάθε μήνα από τον μισθό του σε διάφορα ευαγή ιδρύματα, την εξωτερική ιεραποστολή, μοναστήρια, αδελφότητες, συλλόγους κλπ.
Το σπίτι του ήταν πάντοτε ανοιχτό προς όλους: επιφανείς και αφανείς, ντόπιους και ξένους, ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς «και παν γένος ανθρώπων από πάσης της οικουμένης» είτε ορθόδοξους, τους οποίους οικοδομούσε πάντοτε πνευματικά, είτε αιρετικούς, τους οποίους προσπαθούσε να  πείσει να επιστρέψουν στη γνήσια ορθόδοξη πίστη, είτε  ακόμη και αλλόθρησκους, στους οποίους επίσης έδειχνε αγάπη, η δε φροντίδα του για περιθωριακούς, άστεγους, και ενδεείς αδελφούς -ακόμα και προς τα αδέσποτα κατοικίδια- ήταν καθημερινό μέλημά του. Από τα πλήθη φαγητών και γλυκών  που του έστελναν από μοναστήρια αλλά και τα πνευματικά του τέκνα, τα περισσότερα τα μοίραζε, ενώ η φιλοξενία του ήταν αβραμιαία και πλουσιοπάροχη, «πρέπει να δίνουμε για να μας στέλνει ο Θεός, αν δε δίνουμε, δεν έρχονται» επαναλάμβανε συχνά.
Επίσης θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε και ως «πηγή» Εκκλησιαστικής Ιστορίας των νεότατων χρόνων της Εκκλησίας της Ελλάδος, μιας και η εν γένει εκκλησιαστική του διακονία, τόσο στα Τρίκαλα 1962-1964 και 1972-2016, όσο και στην  Αθήνα την οκταετία 1964-1972 συνέπεσε με πολλές εκκλησιαστικές ανακατατάξεις. Στο δε φωτογραφικό του αρχείο αν ανατρέξει κάποιος, μπορεί να δει αρκετές σπάνιες φωτογραφίες και να αντλήσει πολλές πληροφορίες.
Αγαπούσε πολύ τα μοναστήρια και ήταν πρόθυμος να εξυπηρετήσει οποιεσδήποτε ανάγκες τους, ιδιαίτερα τις λειτουργικές. Ατέλειωτες αγρυπνίες, λειτουργίες, μυστήρια και άλλες αγιαστικές πράξεις, ειδικά στα γυναικεία, όπου οι λειτουργοί ιερείς ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια είναι  δυσεύρετοι.
Ιδιαίτερη αγάπη έτρεφε και στον αγιορείτικο μοναχισμό μιας και συνδεόταν από παλιά με τους ηγουμένους και τις αδελφότητες των Μονών Σίμωνος Πέτρας και Ξενοφώντος. Του άρεσε πολύ η ψαλτική του ηγουμένου της Ξενοφώντος π. Αλεξίου. Εκεί όμως που πραγματικά ευφραινόταν ήταν η Σιμωνόπετρα με τους εξαιρετικούς χορούς, αλλά και με την τάξη και αρχοντιά που διέπει τη μονή αυτή γενικότερα. Επιπλέον λόγος ήταν ότι πολλούς από τους αδελφούς  τους ήξερε από μικρά παιδιά στο οικοτροφείο των Αγίων Αναργύρων στα Τρίκαλα, όπου για κάποιο διάστημα διετέλεσε και υπεύθυνος, ενώ κατά τις διάφορες επισκέψεις του στο περιβόλι της Παναγιάς γνώρισε από κοντά τους μεγάλους γέροντες της εποχής μας: Όσιο Παΐσιο, π. Εφραίμ Κατουνακιώτη, π. Γεώργιο Καψάνη, π. Μωϋσή κ.ά. Τον δε Όσιο Πορφύριο τον γνώρισε νωρίτερα, το 1964, όταν νέος διάκονος στην Αθήνα έπαθε πλευρίτιδα και παρέμεινε νοσηλευόμενος για ένα μήνα στην πολυκλινική Αθηνών.
Αρκετές φορές επίσης αναφερόταν στις αναμνήσεις  του από τις εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις και εκδρομές, καθώς και τα οφέλη που αποκόμισε απ’ αυτές κατά τη διάρκεια των νεανικών του χρόνων μιας και όπως έλεγε «δεν υπήρχε τότε άλλος τρόπος ψυχαγωγίας και καλοκαιρινών διακοπών  τα δύσκολα εκείνα χρόνια».
Πραγματοποίησε επίσης πολλά προσκυνηματικά ταξίδια ανά την Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό ( Αγίους Τόπους, Κύπρο, Ιταλία, Μικρά Ασία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ρωσία κλπ), ενώ εξυπηρέτησε για τρία καλοκαίρια 1993-1994-1995 ναούς της Μητροπόλεως Γερμανίας, αλλά και την Εκκλησία της Αλβανίας.
Επειδή όμως έχουμε «τον θησαυρόν εν οστρακίνοις σκεύεσιν» η συνεχής παρουσία του παντού, όπως ήταν φυσικό, έφθειρε την υγεία του.  Το 2010 διαγνώστηκε με κακοήθεια στον προστάτη, υποβλήθηκε σε εγχείρηση και ακτινοβολίες και θεραπεύτηκε. Από το 2011 όμως άρχισαν άλλες διάφορες ουρολογικές επιπλοκές, ενώ παράλληλα ο σακχαρώδης διαβήτης στον οποίο ο γέροντας δεν έδωσε τόσο σημασία, του κατέστρεψε τα νεφρά με αποτέλεσμα από το 2014 να υποβάλλεται σε αιμοκάθαρση. Παρόλα αυτά συνέχιζε ακούραστος, με τον παλμό και τη ζωντάνια που τον διέκρινε πάντοτε, τις λειτουργίες και αγρυπνίες σε ναούς και μοναστήρια, καθώς επίσης την εξομολόγηση και την ανιδιοτελή προσφορά αγάπης προς όλους.
            Η «αρχή του τέλους» ξεκίνησε στις 29 Νοεμβρίου 2015, όταν μετά το πέρας του Πανηγυρικού Εσπερινού για την υποδοχή της Παναγίας Γοργοϋπηκόου στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου Τρικάλων, έπεσε και έσπασε το πόδι του, ενώ υπέστη και πνευμονικό οίδημα. Με τις θερμές προσευχές όλων, το αμέριστο και έμπρακτο ενδιαφέρον  των μητροπολιτών  του Νομού ( πρώην Τρίκκης Αλεξίου, Τρίκκης Χρυσοστόμου και Σταγών Σεραφείμ ), καθώς και την πάσης φύσεως συμπαράσταση των αδελφών της Ιεράς Μονής Δουσίκου, των μοναστηριών των  Μετεώρων, αλλά και των άλλων  Μονών της περιοχής, κατόρθωσε να ξεπεράσει τα προβλήματα.
Τον Φεβρουάριο του 2016 εξέρχεται από το κέντρο αποκατάστασης. Μετά από ολιγοήμερη παραμονή στο σπίτι και έχοντας τον πόθο να  εκκλησιαστεί και να κοινωνήσει στον ενοριακό του ναό της Παναγίας Επισκέψεως, την ώρα που ετοιμαζόταν, το πρωί της Κυριακής 28 του μηνός, πέφτει και παθαίνει κάταγμα στο άλλο του πόδι, γεγονός που επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την όλη κατάσταση. Έτσι ξεκινά ένας νέος κύκλος δοκιμασιών.
Τις ημέρες της Διακαινησίμου μεταφερόμενος και βοηθούμενος από πνευματικά του τέκνα έκανε μια τελευταία περιοδεία σε αρκετά μοναστήρια της περιοχής. Ήταν κάτι που τον αναπτέρωσε ψυχικά και πνευματικά. Τελευταία δημόσια εμφάνισή του ήταν  στην πανήγυρη της Μονής Αγίου Νικολάου Σιαμάδων (19 Μαΐου), όπου  έψαλλε το  «Θεοτόκε Παρθένε» κατά τον δικό του μοναδικό  τρόπο.
Στα μέσα  Ιουνίου εξέρχεται και πάλι από το κέντρο αποκατάστασης. Πλέον όμως η υγεία του έχει επιβαρυνθεί πολύ, δεδομένου ότι μαζί με όλα τα παραπάνω αντιμετώπιζε παράλληλα και το διαρκές σιωπηλό μαρτύριο της αιμοκάθαρσης. Παρέμεινε  στο σπίτι του απολαμβάνοντας όσο το δυνατόν τις φροντίδες των δύο αδελφών του Μαρίας και Παναγιώτας, άλλων συγγενών και των πνευματικών του τέκνων. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτής ολιγοήμερης παραμονής του στο σπίτι ενδιαφερόταν και παρακολουθούσε τα της Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας, ενώ διαβλέποντας ότι «ο καιρός συντέμνει» προσκάλεσε την κάρα του προστάτη του Αγίου Βησσαρίωνα, την οποία μετέφεραν οι πατέρες της Μονής της μετανοίας του. Την Κυριακή 26 Ιουνίου κι αφού την προσκύνησε,  έψαλλε και αποσύρθηκε αμέσως, κάτι που δεν το έκανε ποτέ άλλοτε, ειδικά όταν υποδεχόταν επισκέπτες  και πολύ περισσότερο λείψανα αγίων, δείγμα ότι πλέον οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν .
Τελευταίο, σύντομο, διήμερο μαρτύριό του ήταν ο ειλεός εντέρου, όχι ιδιαίτερα δύσκολη περίπτωση για οποιονδήποτε υγιή κατά τα άλλα οργανισμό. Όμως για τον γέροντα, που  ήταν ήδη καταπονημένος και εξασθενημένος με καρδιοαναπνευστικά, ουρολογικά και ορθοπεδικά προβλήματα, ένα ακόμη χειρουργείο -όπως είπαν οι γιατροί- δεν θα το άντεχε. Έτσι, ενισχυόμενος με φαρμακευτική αγωγή αφέθηκε στα χέρια του Θεού,  ο οποίος τον κάλεσε κοντά του την Τρίτη 28 Ιουνίου στις 5:15 το απόγευμα, για να συνεορτάσει μαζί με τον κλειδούχο της Βασιλείας του Θεού Απόστολο Πέτρο, αλλά και τον Απόστολο Παύλο που υπεραγαπούσε, την ημέρα της μνήμης τους και να συνευφραίνεται εφεξής στο υπερουράνιο θυσιαστήριο μαζί με τον Τριαδικό Θεό, την Παναγία και όλους τους Αγίους! Καλόν Παράδεισο γέροντα και να πρεσβεύεις από κει για μας τα πνευματικά σου παιδιά, τους οικείους σου και όλον τον κόσμο.
Σπύρου ΕυθύμιοςΘεολόγος-Ιεροψάλτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: