
Ένας από τους Γέροντες της σκήτης αρρώστησε κάποτε κι επεθύμησε, σαν άνθρωπος, να φάει λίγο ζεστό ψωμί. Πού να βρεθεί όμως τέτοιο πράγμα σ' εκείνη την έρημο; Όταν το έμαθε ένας από τους νέους Μοναχούς έβαλε στο δισάκι του όλα τα ξερά ψωμιά που είχε και ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Η πόλη απείχε δύο ημερών δρόμο από την έρημο. Ο καλός νέος αψήφησε τον κόπο. Κατέβηκε, άλλαξε τα ψωμιά, κι επέστρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στη σκήτη.
-Πού βρήκες φρέσκο ψωμί; τον ρωτούσαν με απορία οι αδελφοί.
-Στην Αλεξάνδρεια, απαντούσε με πολλή φυσικότητα εκείνος, σαν να επρόκειτο για το γειτονικό χωριό.
Όταν το άκουσε ο Γέροντας δεν ήθελε με κανένα τρόπο να το κρατήσει.
-Πώς να το φάω; Έλεγε. Αυτό είναι το αίμα του αδελφού μου. Οι άλλοι όμως τον ανάγκασαν να το φάει για να μην πάει χαμένη η θυσία του αδελφού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου