Στην Καλαμάτα πήγαμε με τη μητέρα μου για πρώτη φορά, με το τρένο,
ένα φθινοπωρινό μεσημέρι, παιδάκι, γιατί είχα πυρετό. Αλλά έστω κι έτσι
όμως, θυμάμαι έντονα τη μαγική εκείνη στιγμή που φτάσαμε στην πόλη και,
αφού αγοράσαμε ένα κουλούρι, πήραμε τη λεωφόρο Σταθμού για να
προχωρήσουμε στους μεγάλους δρόμους της μέσα.
Η λεωφόρος Σταθμού ήταν φαρδιά, αρκετά φαρδιά μάλιστα, και αριστερά και δεξιά της υψώνονταν υπέροχα νεοκλασικά, πολλά από τα οποία ήταν σπίτια αλλά και χώροι εργασίας ταυτοχρόνως των γιατρών, που κάποια από τα ονόματά τους ηχούν ακόμη και τώρα στα αυτιά μου μυθικά: Σπανομίχος, Λαμπρινόπουλος, Προνοήτης, Τσόλκας, Αδαμόπουλος, Αντζακλής, Παρνασάς, Κυσκίρας και Μιχαλόπουλος.
Ο πρώτος κεντρικός δρόμος στον οποίο περάσαμε αμέσως βγαίνοντας από τη λεωφόρο Σταθμού ήταν η περιβόητη –και κρατούσα τα σκήπτρα μέχρι και σήμερα– οδός Αριστομένους, η οποία διέσχιζε και την πόλη, πράγματι, ολόκληρη. Ήταν δρόμος σπουδαίος, με υφασματοπωλεία, που μοσχοβολούσε το πανί στην αρχή του, ενώ στη μέση λαμπρυνόταν από μια εκπληκτική πλατεία, τα «Ψαράκια», ζαχαροπλαστεία γεμάτη γύρω γύρω –με πιο καλό τον «Γαλάξια»– αλλά και τράπεζες, βιβλιοθήκη άκρως επιβλητική, δύο κινηματογράφους –τον «Έσπερο» και το «Τριανόν»– και σφαιριστήρια, ποδοσφαιράκια, όπου ως μειράκια αργότερα –και πηγαίνοντας πλέον μόνοι και κρυφά στην πόλη– τονώναμε μέσω του παιχνιδιού την ευρισκόμενη στα πρώτα της σκιρτήματα, αρκούντως ανήσυχη ομολογουμένως, αρρενωπότητά μας. Αλλά ας επανέλθουμε.
Ένας άλλος λοιπόν, επίσης σπουδαίος –και παράλληλος της Αριστομένους– δρόμος τον οποίο συναντήσαμε κατά την πορεία μας την ημέρα εκείνη ήταν η ιστορική οδός Φαρών, από μια στάση της οποίας μάλιστα πήραμε στη συνέχεια ένα λεωφορείο για την παραλία και φτάσαμε κατευθείαν στη θάλασσα, στο λιμάνι, όπου εγώ δεν ήθελα τίποτε άλλο από το να με αφήσουν απερίσπαστο να παρακολουθώ και να απολαμβάνω την κίνηση έξω από το επιβλητικό εργοστάσιο των αλευρομύλων «Ευαγγελίστρια», το οποίο με θάμπωσε, όντως, έτσι σκιερό, σκούρο καθώς ήταν και κάπως σαν λερωμένο. Ακόμη, δεν γύρευα παρά να χαζεύω τις υπέροχες εγκαταστάσεις των τελωνείων, να ονειροπολώ κοιτάζοντας από τις τζαμαρίες του καφενείου «Πανελλήνιον» το χαλκοπράσινο χρώμα του Ταϋγέτου με τα χωριά φωτισμένα, μια και είχε αρχίσει να σουρουπώνει ήδη, ή, τέλος, να παίζω με τα εντυπωσιακά, πολύχρωμα παιχνίδια με τα οποία, σαν τον επισκεφθήκαμε, προσπάθησε να με αποσπάσει, για να ελέγξει τις αμυγδαλές μου, ο μπεργκμανικός εκείνος, μακαρίτης τώρα πια, παθολόγος Κυβέλλος. Αλλά και πάλι ας επανέλθουμε.
Είχε βραδιάσει για τα καλά πια όταν τελειώσαμε την εξέταση, οπότε και πήραμε το λεωφορείο της ίδιας γραμμής, το οποίο και μας άφησε στην καρδιά της πόλης, στην πλατεία 23ης Μαρτίου, όπου είδαμε κάπως εν τάχει το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, από όπου ξεκίνησε και η Επανάσταση του 1821. Ακόμη, θαυμάσαμε την επιβλητική μητρόπολη της Υπαπαντής του Κυρίου λίγο πιο ψηλά και κάπως δεξιά, το «Αλεξανδράκειον» γηροκομείο σχεδόν δίπλα της και το κάστρο της Ιζαμπώς ακριβώς από πάνω τους, να απειλεί και ταυτόχρονα να περιβάλλει και τα δύο αυτά πανέμορφα κτίσματα. Τέλος δε, προχωρώντας προς το σταθμό του σιδηροδρόμου για την επιστροφή, φάγαμε στα πεταχτά στο εστιατόριο «Γαλλία» μια σούπα για το λαιμό μου και πήραμε γλυκά για το σπίτι, για τους άλλους, από το ζαχαροπλαστείο του «Αλησμόνη», από το οποίο μάλιστα βγαίνοντας μάς έπιασε μια βροχή, τρομερή βροχή, άρχισε να ρίχνει ο Θεός με το Θεό, ώσπου καθίσαμε δυο ώρες, δυο ολόκληρες ώρες, χωρίς κανείς να μας δίνει σημασία, κάτω από μια μαρκίζα. Και τότε ήταν που κύλησε ανεξήγητα από τα μάτια μου ένα δάκρυ, που αργότερα, μεγάλος πια, φέρνοντάς το κάπου κάπου και πάλι στο μυαλό, αλλά και έχοντας ζήσει ήδη γεγονότα και καταστάσεις έντονες κατά καιρούς μέσα στην πόλη αυτή, αργότερα λοιπόν, μεγάλος πια, κατάλαβα ότι ακόμη και εκεί που είσαι ταγμένος να αγαπάς, ακόμη και εκεί, είσαι στο βάθος ξένος.
Γιώργος Μαρκόπουλος
Σεπτέμβριος 2013
Το ανωτέρω κείμενο περιλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση της Εταιρείας Συγγραφέων Τόποι της Λογοτεχνίας (εκδόσεις Καστανιώτη, 2015).
Η λεωφόρος Σταθμού ήταν φαρδιά, αρκετά φαρδιά μάλιστα, και αριστερά και δεξιά της υψώνονταν υπέροχα νεοκλασικά, πολλά από τα οποία ήταν σπίτια αλλά και χώροι εργασίας ταυτοχρόνως των γιατρών, που κάποια από τα ονόματά τους ηχούν ακόμη και τώρα στα αυτιά μου μυθικά: Σπανομίχος, Λαμπρινόπουλος, Προνοήτης, Τσόλκας, Αδαμόπουλος, Αντζακλής, Παρνασάς, Κυσκίρας και Μιχαλόπουλος.
Ο πρώτος κεντρικός δρόμος στον οποίο περάσαμε αμέσως βγαίνοντας από τη λεωφόρο Σταθμού ήταν η περιβόητη –και κρατούσα τα σκήπτρα μέχρι και σήμερα– οδός Αριστομένους, η οποία διέσχιζε και την πόλη, πράγματι, ολόκληρη. Ήταν δρόμος σπουδαίος, με υφασματοπωλεία, που μοσχοβολούσε το πανί στην αρχή του, ενώ στη μέση λαμπρυνόταν από μια εκπληκτική πλατεία, τα «Ψαράκια», ζαχαροπλαστεία γεμάτη γύρω γύρω –με πιο καλό τον «Γαλάξια»– αλλά και τράπεζες, βιβλιοθήκη άκρως επιβλητική, δύο κινηματογράφους –τον «Έσπερο» και το «Τριανόν»– και σφαιριστήρια, ποδοσφαιράκια, όπου ως μειράκια αργότερα –και πηγαίνοντας πλέον μόνοι και κρυφά στην πόλη– τονώναμε μέσω του παιχνιδιού την ευρισκόμενη στα πρώτα της σκιρτήματα, αρκούντως ανήσυχη ομολογουμένως, αρρενωπότητά μας. Αλλά ας επανέλθουμε.
Ένας άλλος λοιπόν, επίσης σπουδαίος –και παράλληλος της Αριστομένους– δρόμος τον οποίο συναντήσαμε κατά την πορεία μας την ημέρα εκείνη ήταν η ιστορική οδός Φαρών, από μια στάση της οποίας μάλιστα πήραμε στη συνέχεια ένα λεωφορείο για την παραλία και φτάσαμε κατευθείαν στη θάλασσα, στο λιμάνι, όπου εγώ δεν ήθελα τίποτε άλλο από το να με αφήσουν απερίσπαστο να παρακολουθώ και να απολαμβάνω την κίνηση έξω από το επιβλητικό εργοστάσιο των αλευρομύλων «Ευαγγελίστρια», το οποίο με θάμπωσε, όντως, έτσι σκιερό, σκούρο καθώς ήταν και κάπως σαν λερωμένο. Ακόμη, δεν γύρευα παρά να χαζεύω τις υπέροχες εγκαταστάσεις των τελωνείων, να ονειροπολώ κοιτάζοντας από τις τζαμαρίες του καφενείου «Πανελλήνιον» το χαλκοπράσινο χρώμα του Ταϋγέτου με τα χωριά φωτισμένα, μια και είχε αρχίσει να σουρουπώνει ήδη, ή, τέλος, να παίζω με τα εντυπωσιακά, πολύχρωμα παιχνίδια με τα οποία, σαν τον επισκεφθήκαμε, προσπάθησε να με αποσπάσει, για να ελέγξει τις αμυγδαλές μου, ο μπεργκμανικός εκείνος, μακαρίτης τώρα πια, παθολόγος Κυβέλλος. Αλλά και πάλι ας επανέλθουμε.
Είχε βραδιάσει για τα καλά πια όταν τελειώσαμε την εξέταση, οπότε και πήραμε το λεωφορείο της ίδιας γραμμής, το οποίο και μας άφησε στην καρδιά της πόλης, στην πλατεία 23ης Μαρτίου, όπου είδαμε κάπως εν τάχει το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, από όπου ξεκίνησε και η Επανάσταση του 1821. Ακόμη, θαυμάσαμε την επιβλητική μητρόπολη της Υπαπαντής του Κυρίου λίγο πιο ψηλά και κάπως δεξιά, το «Αλεξανδράκειον» γηροκομείο σχεδόν δίπλα της και το κάστρο της Ιζαμπώς ακριβώς από πάνω τους, να απειλεί και ταυτόχρονα να περιβάλλει και τα δύο αυτά πανέμορφα κτίσματα. Τέλος δε, προχωρώντας προς το σταθμό του σιδηροδρόμου για την επιστροφή, φάγαμε στα πεταχτά στο εστιατόριο «Γαλλία» μια σούπα για το λαιμό μου και πήραμε γλυκά για το σπίτι, για τους άλλους, από το ζαχαροπλαστείο του «Αλησμόνη», από το οποίο μάλιστα βγαίνοντας μάς έπιασε μια βροχή, τρομερή βροχή, άρχισε να ρίχνει ο Θεός με το Θεό, ώσπου καθίσαμε δυο ώρες, δυο ολόκληρες ώρες, χωρίς κανείς να μας δίνει σημασία, κάτω από μια μαρκίζα. Και τότε ήταν που κύλησε ανεξήγητα από τα μάτια μου ένα δάκρυ, που αργότερα, μεγάλος πια, φέρνοντάς το κάπου κάπου και πάλι στο μυαλό, αλλά και έχοντας ζήσει ήδη γεγονότα και καταστάσεις έντονες κατά καιρούς μέσα στην πόλη αυτή, αργότερα λοιπόν, μεγάλος πια, κατάλαβα ότι ακόμη και εκεί που είσαι ταγμένος να αγαπάς, ακόμη και εκεί, είσαι στο βάθος ξένος.
Γιώργος Μαρκόπουλος
Σεπτέμβριος 2013
Το ανωτέρω κείμενο περιλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση της Εταιρείας Συγγραφέων Τόποι της Λογοτεχνίας (εκδόσεις Καστανιώτη, 2015).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου