[4α ΜΕΡΟΣ]
π. Θωμάς Βαμβίνης
Κάθε συνετός ἀναγνώστης γνωρίζει ὅτι βιβλία μεστά ἀπό θεολογία καί ποιμαντική ἐμπειρία δέν εἶναι σωστό καί ἀποδοτικό νά διαβάζονται ἐπιπόλαια «μέ ὀλιγόλεπτον πρόχειρον ἄνοιγμα» τῶν σελίδων τους, ὅπως ὁμολογεῖ ὅτι ἔκανε ὁ π.Ἰ.Δ.. Μιά τέτοια μελέτη δέν μπορεῖ νά ὁδηγήση στήν κατανόηση τῶν θεμάτων τους, προπαν-τός ὅταν οἱ προσλαμβάνουσες παραστάσεις τοῦ «πρόχειρου καί ὀλιγόλεπτου ἀναγνώστη» ἀπέχουν πολύ ἀπό τήν ἀποστολική καί πατερική ὁρολογία καί εἰκονολογία πού προϋποθέτουν τά κείμενα αὐτά.
Κάθε συνετός ἀναγνώστης γνωρίζει ὅτι βιβλία μεστά ἀπό θεολογία καί ποιμαντική ἐμπειρία δέν εἶναι σωστό καί ἀποδοτικό νά διαβάζονται ἐπιπόλαια «μέ ὀλιγόλεπτον πρόχειρον ἄνοιγμα» τῶν σελίδων τους, ὅπως ὁμολογεῖ ὅτι ἔκανε ὁ π.Ἰ.Δ.. Μιά τέτοια μελέτη δέν μπορεῖ νά ὁδηγήση στήν κατανόηση τῶν θεμάτων τους, προπαν-τός ὅταν οἱ προσλαμβάνουσες παραστάσεις τοῦ «πρόχειρου καί ὀλιγόλεπτου ἀναγνώστη» ἀπέχουν πολύ ἀπό τήν ἀποστολική καί πατερική ὁρολογία καί εἰκονολογία πού προϋποθέτουν τά κείμενα αὐτά.
Ὁ π.Ἰ.Δ. ὁμολογεῖ πάντως εὐθαρσῶς τά ἀκόλουθα γιά τήν «μαχητική θεολογική» ἔρευνά του στά ἔργα τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου:
«Μέ
ὀλιγόλεπτον πρόχειρον ἄνοιγμα ἑνός ἀκόμη βιβλίου τοῦ Μητροπολίτου
Ναυπάκτου μέ τίτλον “Ὅσοι πιστοί” (β΄ ἔκδοσις 2002), ἐπείσθην ὅτι, ἐκτός
τῶν δύο ὡς ἄνω κριθέντων βιβλίων του [“Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία” καί “Οἶδα
ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ”] ὑπάρχουν καί πολλά ἄλλα βιβλία τοῦ Ναυπάκτου μέ
κακοδόξους καί παραδόξους πλάνας του. Ἡ ὑποψία μου περί αὐτοῦ ἦτο
ἔντονος. Τώρα ἡ ὑποψία ἔγινε πραγματικότης»[1].
Γιά
τήν ἀξιοπιστία καί τήν ἐρευνητική εὐσυνειδησία τοῦ π.Ἰ.Δ. ἐπισημαίνουμε
τά ἑξῆς ἁπλά πράγματα: Πρῶτον, ὡς ὀρθόδοξος κληρικός καί ἐπανεκδότης
τῆς Πατρολογίας, θά ἔπρεπε νά ἔχη πειστῆ ἀπό τόν Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας
ἀββᾶ Δωρόθεο (ἄν τόν ἔχη μελετήσει) νά μήν ἀφήνη τόν ἑαυτό του νά
διακατέχεται ἀπό «ἔντονες ὑποψίες», διότι οἱ ὑποψίες –«αἱ ὑπόνοιαι»–
συνιστοῦν τό «κατά διάνοιαν ψεῦδος». Καί τό χειρότερο: «χρονίζουσαι ἐν ἡμῖν ἄρχονται πείθειν ἡμᾶς καί ἐναργῶς δοκεῖν βλέπειν πράγματα μήτε ὄντα, μήτε γενόμενα»[2].
Δεύτερον, ὁ π.Ἰ.Δ. διαπίστωσε «ἐναργῶς» «πράγματα μήτε ὄντα, μήτε
γενόμενα», δηλαδή «κακόδοξες καί παράδοξες πλάνες» τοῦ Μητροπολίτου
Ναυπάκτου σέ πολλά –καί πολυσέλιδα– βιβλία του μελετώντας γιά λίγα λεπτά
καί πρόχειρα ἕνα ἀπό αὐτά!!!...
Νομίζουμε
ὅτι τά σχόλια περιττεύουν. Ἐμεῖς ὅμως μέ κάθε σοβαρότητα θά περάσουμε
στήν προσεκτική μελέτη τῆς πρόχειρης καί ὀλιγόλεπτης κριτικῆς τοῦ
π.Ἰ.Δ..
Ὁ π.Ἰ.Δ. ἁλιεύει ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου: «Ὅσοι πιστοί» τήν πρόταση:
«Μυστήρια χωρίς τήν ἄσκηση εἶναι, τρόπον τινά, μαγεία» (σελ. 61).
Καί ἀμέσως ἐξαπολύει τόν «πρόχειρο θεολογικό» θυμό του. Καί γράφει:
«Σεβασμιώτατε, μαγεῖαι χωρίς μάγους δέν ὑπάρχουν. Οἱ Ἱερεῖς λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μάγοι;
Ὄχι
Σεβασμιώτατε. Βλασφημεῖται τό Ἅγιον Πνεῦμα μέ αὐτήν τήν τερατώδη πλάνην
σας. Τά ἱερά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἔγκυρα καί πραγματικά,
ἀνεξαρτήτως τῆς “ἀσκήσεως”, ὅπως καί ἄν τήν ἐννοεῖτε σεῖς. Τό δέ μέτρον
τῆς ἀσκήσεως αὐτῆς εἶναι ἀκαθόριστον. Ποῖος καθορίζει αὐτό ἑκάστοτε καί
δι’ ἕκαστον πρόσωπον καί ἀποφαίνεται αὐθεντικῶς ἐν ποίᾳ δεδομένῃ στιγμῇ
τά Μυστήρια εἶναι “μαγεία” ἤ δέν εἶναι;»[3].
Πρῶτον,
ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου χρησιμοποιεῖ τήν φράση «τρόπον τινά, μαγεία»,
δηλαδή «κατά κάποιο τρόπο, μαγεία». Δέν εἶπε ὅτι τά «Μυστήρια χωρίς τήν
ἄσκηση εἶναι μαγεία», διότι τό ἴδιο μυστήριο γιά ἕναν πού μετέχει μέ
εἰλικρινῆ πίστη παρέχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ σέ ὅποιον μετέχει
μηχανικά, χωρίς ἀσκητική προσπάθεια συντονισμοῦ τῆς ζωῆς του μέ τίς
ἐντολές τοῦ Θεοῦ, λειτουργεῖ «τρόπον τινά» σάν μιά «μαγική τελετή». Ἡ
«τρόπον τινά, μαγεία» ἔχει σχέση μέ τίς προϋποθέσεις τῶν προσερχομένων
στά Μυστήρια καί ὄχι μέ αὐτά καθ’ ἑαυτά τά Μυστήρια.
Δεύτερον,
ἐλπίζουμε ὅτι π.Ἰ.Δ. θά διδάσκη τό ἀπαραίτητο τῆς τήρησης τῶν
εὐαγγελικῶν ἐντολῶν γιά τήν σωτηρία μας –δηλαδή θά διδάσκη τήν ἄσκηση–
καί ὅτι δέν ἀρκοῦν, χωρίς αὐτήν, μόνον τά Μυστήρια. Ἐλπίζουμε ἐπίσης νά
διδάσκη ὅτι χωρίς τήν κατάλληλη προετοιμασία καί τόν ἁρμόζοντα τρόπο
ζωῆς ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι πῦρ καί «κατάκριμα» καί ὄχι ζωή.
Τρίτον,
βιαστικός ὅπως ἦταν ὁ π.Ἰ.Δ. δέν πρόσεξε ὅτι δέν τίθεται ἀπό τόν
Μητροπολίτη Ναυπάκτου θέμα ἐγκυρότητας τῶν μυστηρίων. Γιά τό θέμα αὐτό
δέν γίνεται κἄν συζήτηση. Ὁ π.Ἰ.Δ. στήν παραπάνω μαχητική του
ἀμετροέπεια «βγῆκε ἐκτός θέματος». Τό θέμα πού θίγεται ἀπό τόν
Μητροπολίτη Ναυπάκτου, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, εἶναι τό πῶς μετέχουν στά
ἔγκυρα Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας τά μέλη της πού βρίσκονται σέ διάφορες
πνευματικές ἡλικίες· μέ ποιά συνείδηση προσέρχονται σ’ αὐτά. Διότι
πολλές φορές οἱ προϋποθέσεις καί ὁ τρόπος προσέλευσής τους εἶναι
βλασφημία τοῦ Μυστηρίου καί κατά συνέπεια βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γιά
νά γίνη αὐτό σαφές θά φέρουμε ὡς παράδειγμα ἕνα πραγματικό γεγονός.
Κάποιοι «χριστιανοί», ἐπειδή δέν ἤθελαν νά ἐπωμισθοῦν τήν προσωπική τους
εὐθύνη καί δέν εἶχαν διάθεση νά ἀποκόψουν τό ἴδιον θέλημά τους,
προσέφυγαν γιά κάποιο οἰκογενειακό τους πρόβλημα σέ μάγο, θεωρώντας ὅτι
μέ μηχανικό τρόπο, χωρίς τό κόστος τῆς εὐαγγελικῆς ἄσκησης, αὐτός θά
τούς τό λύση. Ὁ μάγος μέσα στήν «μαγική» λύση του «τούς ἔβαλε κανόνα» νά
κάνουν στό σπίτι τους τρία Εὐχέλαια μέ τρεῖς διαφορετικούς Ἱερεῖς.
Μεριμνώντας μάλιστα ὁ κάθε Ἱερέας νά μή γνωρίζει τίποτε γιά τά Εὐχέλαια
πού τέλεσαν ἤ ἐπρόκειτο νά τελέσουν οἱ ἄλλοι Ἱερεῖς. Οἱ Ἱερεῖς ἦταν
κανονικοί καί τά Εὐχέλαια, φυσικά, ἔγκυρα. Στήν συνείδηση ὅμως αὐτῶν τῶν
«χριστιανῶν» τά Εὐχέλαια ἦταν ἐντολή τοῦ μάγου καί οἱ Ἱερεῖς ἐν ἀγνοίᾳ
τους ἦταν οἱ ἐκτελεστές αὐτῆς τῆς ἐντολῆς. Αὐτά, λοιπόν, τά ἔγκυρα
μυστήρια ἀπό τούς κανονικούς Ἱερεῖς δέν ἦταν γι’ αὐτούς τούς
«χριστιανούς» μαγεία;
Τέτοιες
περιπτώσεις, δυστυχῶς, δέν εἶναι σπάνιες. Εἶναι λοιπόν κάτι τό τελείως
διαφορετικό ἡ ἐγκυρότητα τῶν Μυστηρίων ἀπό τήν «μαγική συνείδηση» μέ τήν
ὁποία προσέρχονται σ’ αὐτά ὁρισμένοι χριστιανοί. Ὁ Μητροπολίτης
Ναυπάκτου μέ τίς θεολογικές καί ποιμαντικές συγγραφές του θέλει νά
ἐνεργοποιήση τόν λαό στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Θέλει νά
ἐνεργοποιήση δηλαδή θετικά τήν ἐλευθερία τῶν ἀναγνωστῶν καί ἀκροατῶν
του. Αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς γρηγορούσης ποιμαντικῆς του συνειδήσεως.
Γι’ αὐτό θέλει νά ἀποτρέψη τόν λαό ἀπό τήν «μηχανική χρήση» τῶν
Μυστηρίων, δηλαδή ἀπό τήν μετοχή σ’ αὐτά χωρίς τήν ὀρθή πίστη, χωρίς τήν
ὀρθή ζωή, χωρίς ἀγάπη γιά τόν Χριστό καί τίς ἐντολές Του, χωρίς στόχο
τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς του.
Ἄς δοῦμε ὅμως ὅλη τήν παράγραφο ἀπό τήν ὁποία ἀπέσπασε τήν «κατακρινόμενη» πρόταση ὁ π.Ἰ.Δ.. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου γράφει:
«Ὁ
Χριστός παρήγγειλε στούς Μαθητάς Του: “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά
ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν”
(Ματθ. κη΄, 19-20). Ἑπομένως, καλοῦνται νά καταστήσουν τούς ἀνθρώπους
Μαθητάς τοῦ Χριστοῦ μέ τό νά τούς βαπτίζουν καί νά τούς διδάσκουν νά
τηροῦν τίς ἐντολές Του. Ἄρα χρειάζεται τό Βάπτισμα, ἀλλά καί ἡ ἄσκηση, ἡ
ὁποία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ προσπάθεια νά τηρήσουμε στήν ζωή μας
τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Μυστήρια χωρίς τήν ἄσκηση εἶναι τρόπον τινά,
μαγεία, καί ἄσκηση χωρίς μυστήρια δέν συνιστοῦν κοινωνία μέ τόν Χριστό»[4].
Εἶναι
σαφέστατα καί πατερικότατα αὐτά πού γράφει ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος:
Οὔτε τά μυστήρια χωρίς τήν ἄσκηση οὔτε ἡ ἄσκηση χωρίς τά μυστήρια
μποροῦν νά μᾶς φέρουν σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό.
Εἶναι
θεολογικά λανθασμένη καί ποιμαντικά ἐπιβλαβής ἡ πολεμική τοῦ π.Ἰ.Δ.
στήν ἄμεση σύνδεση τῶν Μυστηρίων μέ τήν ἄσκηση. Εἶναι μιά πολεμική πού
χτυπᾶ τό θεμέλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, πού εἶναι ἡ ἀναγκαιότατη
συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου στό ἔργο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Θέλοντας
μάλιστα ὁ π.Ἰ.Δ. νά ἀποφύγη τήν ἀναγκαιότητα τῆς συνέργειας τοῦ
ἀνθρώπου στήν Χάρη τῶν μυστηρίων, κατέφυγε στόν νηπιοβαπτισμό. Καί μέ
τόν συνήθη τρόπο του γράφει:
«Σεβασμιώτατε,
τό Μυστήριον τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος θά εἶναι “μαγεία”, ἐπειδή τό
βαπτιζόμενον βρέφος δέν ἦτο δυνατόν νά κάμῃ τήν “ἄσκησιν”;»[5].
Εἶναι
μιά ἁπλοϊκότατη ἐρώτηση, σάν καί αὐτές πού θέτουν –μέ τήν αἴσθηση τῆς
ἐξυπνάδας– κάποιοι ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν καί πολύ σχέση μέ τήν
Ἐκκλησία. Ἡ ἀπάντηση πάντως εἶναι ἁπλή γιά τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν στήν
Ἐκκλησία θεμελιωμένοι πάνω στήν πατερική θεολογία. Ἄν ὁ π.Ἰ.Δ. διάβαζε
λίγα βιβλία ἀκόμη ἀπό αὐτά πού ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου
στηριγμένος στίς διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων, θά γνώριζε τήν ἀπάντηση.
Τόν παραπέμπουμε στό βιβλίο του: Μεταξύ δύο αἰώνων, στό ὁποῖο δίνεται ἡ
ἀπάντηση στό θέμα πού ἔθεσε, μέ πατερική τεκμηρίωση καί μέ ὅλη τήν
θεολογική ὑποδομή πού ἀπαιτεῖ ἡ ἀπάντηση.
Ὁ
Μητροπολίτης Ναυπάκτου γράφει ὅτι «ἡ δημιουργία κάθε ἀνθρώπου γίνεται
–καί τώρα– κατά τόν ἴδιο τρόπο μέ τόν ὁποῖο δημιουργήθηκε ὁ Ἀδάμ»,
γίνεται δηλαδή ἀπό τόν Θεό. Μόνο πού τώρα ἡ πλάση τοῦ σώματος δέν
γίνεται ἀπό τόν «χοῦν» τῆς γῆς, ἀλλά ἀπό τούς γεννήτορες τοῦ νέου
ἀνθρώπου. Ταυτόχρονα ὁ Θεός –καί τώρα– μέ τή πλάση τοῦ σώματος «ἐμφυσᾶ
καί δημιουργεῖ τήν ψυχή». Ἔτσι, ἐνῶ μέσῳ τῶν γονέων μεταδίδονται στό
σῶμα ἡ φθορά καί ἡ θνητότητα, οἱ συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος,
«ἡ ψυχή βρίσκεται στήν κατάσταση φωτισμοῦ», διότι δέν δημιουργήθηκε
μέσῳ τῶν γονέων, ἀλλά ἀπευθείας ἀπό τήν πνοή τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ὁ νοῦς
τῶν βρεφῶν δέν ἔχει ἀνάγκη ἀσκήσεως καί θεραπείας, ἀφοῦ εἶναι ὑγιής καί
φωτεινός. Γράφει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου:
«Τό
ὅτι ὁ νοῦς τοῦ παιδιοῦ, ἀμέσως μετά τήν δημιουργία του καί τήν γέννησή
του, βρίσκεται στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, φαίνεται ἀπό τήν διδασκαλία
τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας...
Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: “Τό
δέ ἀπειρόκακον νήπιον μηδεμιᾶς νόσου τῶν τῆς ψυχῆς ὀμμάτων πρός τήν τοῦ
φωτός μετουσίαν ἐπιπροσθούσης, ἐν τῷ κατά φύσιν γίνεται, μή δεόμενον
τῆς ἐκ τοῦ καθαρθῆναι ὑγείας, ὅτι μηδέ τήν ἀρχήν τήν νόσον τῇ ψυχῇ
παρεδέξατο”[6].
Ἀπό ὅλα αὐτά συμπεραίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τήν γέννησή του βρίσκεται στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοός»[7].
Αὐτός
εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο τά νήπια δέν ἔχουν ἀνάγκη «ἀσκήσεως», ὅπως
οἱ ἐνήλικες, γιά νά καθαρθῆ ὁ νοῦς τους μέ τήν παραδοσιακή διαδικασία
τῆς κατηχήσεως προκειμένου νά δεχθοῦν τό «φώτισμα» τοῦ Βαπτίσματος καί
τοῦ Χρίσματος. Ἔχουν ὅμως ἀνάγκη τῆς κατηχήσεως καί τῆς ἀσκήσεως καθώς
μεγαλώνουν, προκειμένου νά διατηρήσουν τήν Χάρη πού ἔλαβαν ἀπό τά
Μυστήρια, ὥστε νά εἶναι ἐνεργός στήν ψυχή καί τό σῶμα τους. Καί ἄν
μεγαλώνοντας τήν χάσουν, ἔχουν ἀνάγκη μετανοίας γιά νά τήν ξαναβροῦν.
Ὁπότε, χωρίς τήν ἄσκηση ἡ Χάρη τοῦ Βαπτίσματος μένει ἀνενεργός, ἀλλά ὄχι
μόνον ἀνενεργός, διότι γίνεται καί κολαστική. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά
αὐτά πού διδάσκει σχετικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς:
«...μετά
τό θεῖον βάπτισμα τά ἔργα τῆς μετανοίας ἐπιζητεῖται· τούτων ἀπόντων, ὁ
λόγος τῆς πρός τόν Θεόν ὑποσχέσεως οὐ μόνον οὐκ ὠφελεῖ, ἀλλά καί
καταδικάζει τόν ἄνθρωπον»[8].
Μέ
πιό καυτερό λόγο ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης δείχνει τό ἀπαραίτητο τῆς
συνέργειας τοῦ ἀνθρώπου στήν Χάρη τοῦ Βαπτίσματος. Ἀναφερόμενος σ’
αὐτούς πού ἐνῶ βαπτίζονται συνεχίζουν τόν ἴδιο ἐμπαθῆ βίο, γράφει:
«Εἰ
δέ τό λουτρόν μέν ἐπαχθείη τῷ σώματι, ἡ δέ ψυχή τάς ἐμπαθεῖς κηλῖδας μή
ἀποῤῥίψοιτο, ἀλλ’ ὁ μετά τήν μύησιν βίος συμβαίνει τῷ ἀμυήτῳ βίῳ, κἄν
τολμηρόν εἰπεῖν ᾖ, λέξω, καί οὐκ ἀποτραπήσομαι, ὅτι ἐπί τούτων τό ὕδωρ,
ὕδωρ ἐστίν, οὐδαμοῦ τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπιφανείσης τῷ
γινομένῳ»[9].
Ἡ
δράση, λοιπόν, τοῦ Μυστηρίου ἔχει προϋποθέσεις. Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος
Γρηγόριος Νύσσης λέει ὅτι τό νερό τοῦ Βαπτίσματος, γιά ὅποιον ἐνῶ
βαπτίζεται συνεχίζει τόν ἴδιο ἐμπαθῆ βίο, «ὕδωρ ἐστίν, οὐδαμοῦ τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπιφανείσης τῷ γινομένῳ».
Λέγοντας αὐτό δέν ἀμφισβητεῖ τήν ἐγκυρότητα τοῦ Μυστηρίου. Ὅμως, γιά
τήν συγκεκριμένη περίπτωση τό καθαγιασμένο νερό, ἦταν ἁπλό νερό, ἀφοῦ ἡ
Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν ἐπεφάνη στόν βαπτιζόμενο.
Κατανοοῦμε
ὅτι αὐτός ὁ δυνατός λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης θά εἶναι πολύ
δύσκολο νά χωρέση στό στενό πλαίσιο τῶν νοημάτων μέσα στό ὁποῖο κινεῖται
ὁ π.Ἰ.Δ.. Ὅμως προέρχεται ἀπό ἔργο πού συγκαταλέγεται στά
θεμελιωδέστερα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί ποιμαντικῆς. Προέρχεται ἀπό
τό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου: Λόγος κατηχητικός ὁ μέγας.
[1]. Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 81.
[2]. Φιλοκαλία Χρήστου, τόμος 12ος, σ. 438.
[3]. Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 81.
[4]. Ὅσοι πιστοί, σ. 60.
[5]. Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 81-82.
[6]. Γρηγορίου Νύσσης ἔργα, ΕΠΕ τόμ. 8, σ. 460.
[7]. Μητρ. Ναυπάκτου, Μεταξύ δύο αἰώνων, σ. 344-345.
[8]. Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔργα, ΕΠΕ, τόμος 11ος, σ. 490.
[9]. Γρηγορίου Νύσσης ἔργα, ΕΠΕ, τόμος 1ος, σ. 538.
Σημ. Τό βιβλίο τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη: «Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία. Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη», σέ ὅσους ἐνδιαφέρονται γιά τό θέμα του, διατίθεται δωρεάν ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου.
3 σχόλια:
Ίσως το σημαντικότερο απόσπασμα μέχρι τώρα. Έλυσε και δικές μας απορίες.Ευχαριστούμε Τρελογιάννη.
"Κατανοοῦμε ὅτι αὐτός ὁ δυνατός λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης θά εἶναι πολύ δύσκολο νά χωρέση στό στενό πλαίσιο τῶν νοημάτων μέσα στό ὁποῖο κινεῖται ὁ π.Ἰ.Δ.."
Αυτό ακριβώς συμβαίνει.Κινείται σε ένα στενό πλαίσιο νοημάτων.Το αποτέλεσμα είναι η διαστρέβλωση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Λέει για τον Γ.Σωφρόνιο "ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο Σωφρόνιος που ισχυρίζεται ότι ανέβηκε στον ουρανό και ότι κατέβηκε στον Άδη;.. και συνεχίζει λέγοντας ότι είναι φαντασιόπληκτος και υπό δαιμονική επήρεια" (το απόδωσα με δικά μου λόγια αλλά με το νόημα ακριβώς που το είπε).Για να δούμε τώρα τι είπε ο Γέροντας με τον εκλεπτυσμένο του λόγο:
"Η θεία αγάπη, αποκτάται δια μακράς πείρας αυτοκενώσεως.Αποκάλυψις περί αυτής δίδεται εις βραχείας στιγμάς των Άνωθεν επισκέψεων. Ύστερον θα επακολουθήσουν αναποφεύκτως ημέραι Θεοεγκαταλείψεως.Φόβος τότε περιβάλλει την υπό του Θεού εγκαταλειφθήσαν ψυχήν.Ενδέχεται ημείς να μην γνωρίζομεν τον λόγον της εγκαταλείψεως.Ιστάμεθα προ κινδύνου.Η αγάπη αύτη ήτις εφανερώθει εις ημάς εν τω Φωτί, απέρχεται, κρύπτεται ως δύων ήλιος.. Επέρχεται νύξ αφεγγής. Ούτω μανθάνωμεν να ακολουθώμεν τον Χριστόν καταβαίνοντα εις τον Άδη. Να ακολουθώμεν Αυτόν "όπου αν υπάγη".
Αυτό είναι ένα μικρό απόσπασμα από το κεφ. "περί κενώσεως και θεοεγκαταλείψεως", το οποίο δείχνει πως εννοούσε ο Γέροντας την "άνοδο στον ουρανό" και την "κάθοδο στον άδη".Ως παρουσία ή απουσία του Θεού όχι όμως πραγματική αλλά κατά το αισθητό μέρος όπως λέει ο Άγιος Νικόδημος. Ολόκληρο το κεφάλαιο περιλαμβάνει πλήθος νοημάτων που διαφωτίζουν την πολύπλοκη πνευματική πορεία του κάθε ανθρώπου και αξίζει να διαβαστεί.
Να δούμε τώρα και την συμφωνία με τον Άγιο Νικόδημο:
"Καὶ μὴ θέλῃς νὰ ἀκολουθῇς τὸν Ἰησοῦ μόνον ὅταν πηγαίνῃ στὸ ὄρος τὸ Θαβώριο, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀκολουθῇς καὶ ὅταν πηγαίνῃ στὸ ὄρος τοῦ Γολγοθᾶ. Δηλαδὴ μὴ θέλῃς μόνο νὰ αἰσθάνεσαι μέσα σου τὸ θεϊκὸ φῶς καὶ τὶς πνευματικὲς χαρὲς καὶ γλυκύτητες, ἀλλὰ νὰ θέλῃς καὶ τοὺς σκοτισμοὺς καὶ τὶς λῦπες καὶ τὶς στενοχώριες καὶ τὰ πικρὰ φάρμακα ποὺ γεύεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τῶν δαιμόνων, ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικούς.
Ἀκόμη νὰ θυμηθῇς τὸ Χριστὸ ποὺ ὅταν βρισκόταν στὸν κῆπο καὶ στὸ σταυρὸ γιὰ μεγαλύτερη δοκιμασία, κατὰ τὸ αἰσθητὸ μέρος ἦταν ἐγκαταλειμμένος ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα του. Ἔτσι καὶ σὺ μὲ τὴν ἐνθύμησι αὐτὴ ὑποφέροντας τὸ σταυρό, θὰ πῇς μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά: «Κύριε, ἂς μὴ γίνῃ τὸ δικό μου θέλημα, ἀλλὰ τὸ δικό σου» (Ματθ. 26,39).
Καὶ ἐνεργώντας ἔτσι ἡ ὑπομονή σου καὶ ἡ προσευχή σου θὰ ἀνυψώσουν τὶς φλόγες τῆς θυσίας τῆς καρδιᾶς σου καὶ θὰ φθάσουν μέχρι τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ παραμείνης πραγματικὰ εὐλαβής, διότι ἡ ἀληθινὴ εὐλάβεια εἶναι μία ζωντανὴ προθυμία τῆς θελήσεως καὶ μία σταθερὴ ἀγάπη νὰ ἀκολουθῇ κανεὶς τὸ Χριστὸ μὲ τὸ σταυρὸ στοὺς ὥμους σὲ κάθε δρόμο ποὺ ὁ ἴδιος μᾶς προσκαλεῖ πρὸς τὸν ἑαυτό του, καὶ τὸ νὰ θέλουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, δηλαδή, γιατὶ ἔτσι θέλει ὁ Θεός.
(Συνέχεια από το 10.35)
Όταν ένας άνθρωπος αδυνατεί να καταλάβει αλλά έχει ταπείνωση, τουλάχιστον δεν προκαλλεί προβλήματα. Ούτε και μπορεί να κατηγορηθεί για κακές προθέσεις, γιατί καθένας έχει κάποιο τρόπο να σκέφτεται και να αντιλαμβάνεται τα πράγματα, ο οποίος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.
Το μεγάλο όμως δυστύχημα στην περίπτωση του π. Διώτη, είναι ότι ταυτόχρονα με την ανικανότητα κατανόησης υπάρχει η έπαρση του "αλάθητου", η απίστευτη σκληρότητα αντιμετώπισης του Γέροντα (ακατανόητη και ανάρμοστη για χριστιανό και ειδικά κληρικό), και η διαστρέβλωση.. Όλο αυτό (επειδή σχετίζεται με έναν Άγιο, πράγμα ακατανόητο για τον π. Διώτη) καταλήγει όχι απλώς σε μια αδικία ή συκοφαντία αλλά σε αγιομαχία. Να ευχηθούμε ο Θεός να του δώσει μετάνοια.
Δημοσίευση σχολίου