Ἀσεβεῖς περί θεολογίας ἀπόψεις
[5ον ΜΕΡΟΣ]
π. Θωμάς Βαμβίνης
Ἡ ἀδυναμία κατανόησης τοῦ πῶς συνδέεται καί ταυτίζεται ἡ θεολογία μέ τήν πνευματική πατρότητα, μέ τήν ὁποία ἀσχοληθήκαμε στήν προηγούμενη ἑνότητα, ἐξηγεῖται ἐν μέρει ἀπό κάποιες καθαρά ἀντορθόδοξες ἀπόψεις τοῦ π.Ἰ.Δ. γιά τήν θεολογία. Ἄλλωστε, ἡ λανθασμένη θεολογία ὁδηγεῖ σέ λανθασμένη ποιμαντική. Ὅταν μάλιστα πρεσβεύουμε ἀπόψεις περί θεολογίας πού τήν χωρίζουν τελείως ἀπό τήν θεοπτική ἐμπειρία, ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, τότε ἀπομακρυνόμαστε πολύ ἀπό τήν Παράδοση, ἀλλά καί ἀπό τόν Θεό τῶν Πατέρων μας.
Ἡ ἀδυναμία κατανόησης τοῦ πῶς συνδέεται καί ταυτίζεται ἡ θεολογία μέ τήν πνευματική πατρότητα, μέ τήν ὁποία ἀσχοληθήκαμε στήν προηγούμενη ἑνότητα, ἐξηγεῖται ἐν μέρει ἀπό κάποιες καθαρά ἀντορθόδοξες ἀπόψεις τοῦ π.Ἰ.Δ. γιά τήν θεολογία. Ἄλλωστε, ἡ λανθασμένη θεολογία ὁδηγεῖ σέ λανθασμένη ποιμαντική. Ὅταν μάλιστα πρεσβεύουμε ἀπόψεις περί θεολογίας πού τήν χωρίζουν τελείως ἀπό τήν θεοπτική ἐμπειρία, ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, τότε ἀπομακρυνόμαστε πολύ ἀπό τήν Παράδοση, ἀλλά καί ἀπό τόν Θεό τῶν Πατέρων μας.
Αὐτές
καί μόνο οἱ ἀπόψεις, ὅπως θά δοῦμε, μποροῦν νά χαρακτηρίσουν τήν
θεολογική παιδεία τοῦ π.Ἰ.Δ. ὡς ξένη πρός τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀφοῦ
δείχνουν παντελῆ ἄγνοια τῶν ἁγίων Πατέρων, τῶν ὁποίων τά ἔργα ἐξέδωσε.
Γράφει, λοιπόν, ὁ π.Ἰ.Δ.:
«Ὁ
θεολόγος ποιμενάρχης τῆς Ναυπάκτου γράφει περί Θεολογίας: “Ἡ θεολογία
εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο” (σελ.31). “Ἡ θεολογία εἶναι
γέννημα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ” (σελ. 31). “Ἡ ὀρθοδοξη θεολογία εἶναι
καρπός μιᾶς θεραπείας” (σελ. 28). “Ἡ θεολογία εἶναι γνῶσις περί τοῦ
Θεοῦ” (σελ. 30). “Ἡ Θεολογία πού δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καθάρσεως,
δηλαδή τῆς πράξεως, εἶναι δαιμονική” (σελ. 31). “Τό χάρισμα τῆς
θεολογίας εἶναι ἐνέργεια τοῦ Παρακλήτου, ἀλλά καί συνέργεια τοῦ
ἀνθρώπου” (σελ. 32). “Ἡ θεολογία εἶναι ἡ θεωρία” (σελ. 32).
Κυκεών,
τελεία σύγχυσις, συσκοτισμός. Ἡ Θεολογία δέν εἶναι ἀποκάλυψις. Ἡ
θεολογία εἶναι προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἐρμηνεύσῃ τήν ὑφισταμένην
θείαν ἀποκάλυψιν»[1].
Οἱ
σελίδες στίς ὁποῖες παραπέμπει ὁ π.Ἰ.Δ. εἶναι τῆς Ὀρθόδοξης
ψυχοθεραπείας. Τό παραπάνω ἀπόσπασμα ἀπό τήν θεολογική τραγωδία τοῦ π.
Ἰ.Δ. εἶναι ἐκπληκτικό ὡς πρός τήν ἀσέβειά του ἀπέναντι στήν θεολογία τῶν
ἁγίων Πατέρων, τήν ὁποία χαρακτηρίζει «κυκεώνα, τελεία σύγχυση,
συσκοτισμό». Δείχνει νά μήν ἔχει ἀντιληφθῆ ὅτι ὅλες σχεδόν οἱ περιγραφές
τῆς θεολογίας πού παίρνει ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, ἀπομονώνον-τας
«χειρουργικά» λέξεις καί προτάσεις, δέν εἶναι τοῦ Μητροπολίτου
Ναυπάκτου, ἀλλά μεγάλων ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἄς ἐξετάσουμε τήν πατρότητα τοῦ κατά τόν π.Ἰ.Δ. κυκεῶνος καί τελείας συγχύσεως καί συσκοτισμοῦ.
Γιά
νά καταλάβουν καλά οἱ ἀναγνῶστες τό πῶς βγάζει τά συμπεράσματά του ὁ
π.Ἰ.Δ. παραθέτουμε δύο ἀποσπάσματα (τό δεύτερο κάπως ἐκτενέστερο) ἀπό τό
βιβλίο Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, μέσα στά ὁποῖα μέ ἐντονα γράμματα
ἐπισημαίνονται οἱ προτάσεις πού ἀπομόνωσε (σέ κάποιες περιπτώσεις οἱ
λέξεις πού ἀπομόνωσε, ὥστε νά δημιουργήση προτάσεις) καί παρέθεσε στό
κείμενο τῆς θεολογικῆς του τραγωδίας... Χρησιμοποιοῦμε ὀξεία ἔκφραση,
γιατί ὅπως θά διαπιστώσουν οἱ ἀναγνῶστες ὁ π.Ἰ.Δ. ὑβρίζει ἀμέσως ἤ
ἐμμέσως Πατέρες ὅπως τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Νεῖλο, τόν
ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, τόν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή, τόν ἅγιο Διάδοχο
Φωτικῆς, τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἀλλά καί σύνολη τήν ἀποστολική καί
πατερική μας Παράδοση.
Ἄς παρακολουθήσουμε τό κείμενο τῆς Ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας, μέ τονισμένες τίς λέξεις καί τίς προτάσεις πού ἀπό αὐτό «χειρουργικά» ἀποκόπηκαν.
«Ἡ
ὀρθόδοξη θεολογία δείχνει καθαρά ὅτι ἀφ’ ἑνός μέν εἶναι καρπός μιᾶς
θεραπείας καί ἀφ’ ἑτέρου ὅτι εἶναι δρόμος πού δείχνει τήν θεραπεία. Μέ
ἄλλα λόγια μόνον ὅσοι ἔχουν θεραπευθῆ καί ἀπέκτησαν κοινωνία μέ τόν Θεό
εἶναι θεολόγοι καί μόνον αὐτοί μποροῦν νά δείξουν τόν ἀληθινό δρόμο
στούς Χριστιανούς γιά νά φθάσουν στόν “τόπο” τῆς θεραπείας. Ἄρα ἡ
θεολογία εἶναι καί καρπός καί μέθοδος θεραπείας»[2].
Ὁ π.Ἰ.Δ. ἀπό τό παραπάνω κείμενο δέν ἀπέσπασε τήν φράση πού λέει ὅτι «ἡ θεολογία εἶναι καί καρπός καί μέθοδος θεραπείας», ἀλλά μόνο ὅτι εἶναι «καρπός μιᾶς θεραπείας».
Στήν
συνέχεια, τό κείμενο τῆς Ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας, ἀναφέρεται σέ
διδασκαλίες ἁγίων Πατέρων πού ἐπιβεβαιώνουν τό ὅτι ἡ θεολογία γιά τήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού κρατᾶ ἀναλλοίωτη τήν ἀποστολική καί πατερική
Παράδοση, εἶναι καρπός ἀλλά καί μέθοδος θεραπείας. Στήν ἀρχή ἀναφέρεται ὁ
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί τό χωρίο του, στό ὁποῖο καί προηγουμένως
παραπέμψαμε, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ἡ θεολογία εἶναι ἔργο μόνο
«τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων τό μετριώτατον».
Στήν συνέχεια ἀναφέρονται οἱ σχετικές διδασκαλίες ἄλλων ἁγίων Πατέρων. Γράφει:
«Ὁ
Νεῖλος ὁ ἀσκητής συνδέει τήν θεολογία μέ τήν προσευχή καί κυρίως τήν
νοερά προσευχή. Ξέρουμε καλά ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ὅτι
ἐκεῖνος πού ἀπέκτησε τό χάρισμα τῆς νοερᾶς ἤ καρδιακῆς προσευχῆς εἰσῆλθε
στά πρῶτα στάδια τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι καί αὐτή ἕνα εἶδος
θεωρίας. Γι’ αὐτό ὅσοι προσεύχονται νοερά ἀποκτοῦν κοινωνία μέ τόν Θεό
καί αὐτή ἡ κοινωνία εἶναι γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Λέγει λοιπόν ὁ
ἅγιος Νεῖλος: “Εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς. Καί εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ,
θεολόγος εἶ”[3].
Ὁ
ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος σέ πολλά σημεῖα στό πνευματικότατο ἐντρύφημά
του πού ἀποκαλεῖται “Κλῖμαξ” παρουσιάζει τήν ἀληθινή θεολογία. “Τέλος
ἁγνείας, θεολογίας ὑπόθεσις”. Ἐκεῖνος πού ἥνωσε τελείως τίς αἰσθήσεις
του μέ τόν Θεό μυσταγωγεῖται ὑπ’ Αὐτοῦ. Ἄν δέν ἔχη γίνη αὐτό, τότε
“χαλεπόν περί Θεοῦ διαλέγεσθαι”[4]. Ἀντίθετα ἐκεῖνος πού δέν γνώρισε τόν Θεό ὑπαρκτικά, αὐτός “στοχαστικῶς ἀποφθέγγεται”[5].
Μάλιστα, κατά τήν πατερική διδασκαλία, τό νά μιλᾶ κανείς στοχαστικά γιά
τόν Θεό εἶναι πολύ κακό, γιατί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν πλάνη. Ὁ ἴδιος
ἅγιος γνωρίζει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀναπτύσσεται μέσα μας “ἡ τῶν
δαιμόνων θεολογία”. Σέ καρδιές κενόδοξες, πού δέν ἔχουν προηγουμένως
καθαρθῆ μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος, οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες
“τήν τῶν θείων γραφῶν ἑρμηνείαν ἐν προοιμίοις ὑφηγοῦνται”[6]. Γι’ αὐτό ἐκεῖνος πού ἔχει πάθος εἶναι ἀδύνατον “θεολογίας ἅπτεσθαι”[7]...
Τήν
ἴδια διδασκαλία συναντοῦμε στά ἔργα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζῆ τήν πρακτική φιλοσοφία, πού εἶναι ἡ μετάνοια καί ἡ
κάθαρση ἀπό τά πάθη, “εἰς φρόνησιν προκόπτει”. Ὅταν ζῆ τήν θεωρία τότε
προκόπτει “εἰς γνῶσιν”. Στήν πρώτη περίπτωση μπορεῖ νά διακρίνη μεταξύ
ἀρετῆς καί κακίας, στήν δεύτερη περίπτωση (στήν θεωρία) “εἰς τούς περί
ἀσωμάτων καί σωμάτων λόγους ἄγειν τόν μέτοχον”. Καί προχωρεῖ στήν
συνέχεια ὅτι “τῆς θεολογικῆς χάριτος τηνικαῦτα καταξιοῦται, ὁπηνίκα τά
προειρημένα πάντα διά τῶν τῆς ἀγάπης πτερῶν διαπεράσας καί ἐν θεωρίᾳ
γενόμενος, τόν περί αὐτοῦ λόγον διά τοῦ Πνεύματος, ὡς ἀνθρωπίνῳ νῷ
δυνατόν, διασκοπήσῃ”[8]. Ἡ θεολογία, δηλαδή ἡ γνώση περί τοῦ Θεοῦ[9],μυσταγωγεῖται
σ’ ἐκεῖνον πού ἔφθασε στήν θεωρία. Μάλιστα σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἴδιος Πατήρ
λέγει ὅτι ἐκεῖνος πού ἀδιάλειπτα “περί τά ἔνδον τάς διατριβάς ποιεῖται”
ὄχι μόνο σωφρονεῖ, μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ταπεινοφρονεῖ, ἀλλά “καί
θεωρεῖ καί θεολογεῖ καί προσεύχεται”[10]. Ἡ θεολογία καί στό σημεῖο αὐτό συνδέεται στενότατα μέ τήν θεωρία καί τήν προσευχή.
Πρέπει
νά ὑπογραμμισθῆ δεόντως ὅτι ἡ θεολογία πού δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς
καθάρσεως, δηλαδή τῆς πράξεως, εἶναι δαιμονική. Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο,
“δαιμόνων θεολογία ἡ δίχα πράξεως γνῶσις”[11].
Καί
ὁ ὅσιος Θαλάσσιος εὑρισκόμενος στήν ἴδια προοπτική γράφει ὅτι ὅταν ὁ
νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζη ἀπό τήν πίστη “εἰς τήν παντός ἐπέκεινα νοῦ
καταλήγει θεολογίαν, ἥν ἄληστον πίστιν καί πράγματος ἀφανοῦς θεωρίαν
ὁρίζουσιν”[12]. Ἡ θεολογία εἶναι
πέρα ἀπό τήν λογική, εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί οἱ
Πατέρες τήν ὁρίζουν ὡς θεωρία. Καί ἐδῶ ἡ θεολογία εἶναι κυρίως θεωρία
τοῦ Θεοῦ, δηλαδή θέα τοῦ Θεοῦ. Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἴδιος ὅσιος γράφει ὅτι
ἀπό ἀγάπη εἰλικρινῆ γεννιέται ἡ γνώση “ταύτην δέ διαδέχεται τό ἔσχατον
ὀρεκτόν. Τοῦτο δέ ἐστιν, ἡ τῆς θεολογίας Χάρις”[13].
Στήν
διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διαδόχου τοῦ Φωτικῆς ἡ θεολογία παρουσιάζεται ὡς
τό μεγαλύτερο χάρισμα πού προσφέρει στόν ἄνθρωπο τό Πανάγιο Πνεῦμα. Ὅλα
τά χαρίσματα “καλά λίαν”, “οὐδέν δέ οὕτως ἡμῶν ἀναφλέγει καί κινεῖ τήν
καρδίαν εἰς τήν ἀγάπην τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος ὡς ἡ θεολογία”. Γιατί ἡ
θεολογία ὡς γέννημα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ[14] “πρῶτα πάντως καί δῶρα τῇ ψυχῇ χαρίζεται”[15].
Κατά
τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τό Ἅγιο Πνεῦμα δίδει στόν ἕναν ἄνθρωπο
τό χάρισμα τῆς γνώσεως, σέ ἄλλον τό χάρισμα τῆς σοφίας (Α΄ Κορ, ιβ΄, 8).
Καί ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Διάδοχος ἀναφέρει ὅτι ἡ γνώση συνάπτει τόν
ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, ἀλλά δέν κινεῖ τήν ψυχή στούς λόγους τῶν πραγμάτων.
Ὑπάρχουν μοναχοί πού ἀγαποῦν τήν ἡσυχία καί φωτίζονται ἀπό τήν Χάρη τοῦ
Θεοῦ, “εἰς λόγους δέ θείους οὐκ ἔρχονται”. Ἡ σοφία εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό
σπάνια δῶρα πού δίδονται ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού ἔχει καί
ἔκφραση καί νοῦ χωρητικό. Γι’ αὐτό τήν γνώση τοῦ Θεοῦ “εὐχή φέρει καί
πολλή ἡσυχία ἐν ἀμεριμνίᾳ παντελεῖ, τήν δέ σοφίαν ἀκενόδοξος μελέτη τῶν
λογίων τοῦ Θεοῦ καί πρῶτον ἡ χάρις τοῦ διδόντος Θεοῦ”[16].
Τό χάρισμα τῆς θεολογίας εἶναι ἐνέργεια τοῦ Παρακλήτου, ἀλλά καί
συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν δίδει τήν γνώση τῶν
μυστηρίων “χωρίς τῆς κατά φύσιν ζητούσης καί ἐρευνώσης τήν γνῶσιν
δυνάμεως”[17].
Στήν
διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ οἱ θεολόγοι εἶναι κυρίως οἱ
θεόπτες καί ἡ θεολογία εἶναι ἡ θεωρία. “Ἔστι γάρ καί ἡ περί Θεοῦ καί τῶν
κατ’ αὐτόν δογμάτων γνῶσις, θεωρία, ὅ θεολογίαν ὀνομάζομεν...”[18]»[19].
Ἔχοντας
ὑπ’ ὄψη μας τά ἀποσπάσματα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία μέσα ἀπό τά
ὁποῖα ἀπομονώθηκαν λέξεις καί προτάσεις γιά νά ἀπαρτισθῆ ὁ κατά τήν
ἀντίληψη τοῦ π.Ἰ.Δ. «κυκεώνας», μποροῦμε νά κάνουμε ὁρισμένες χρήσιμες
καί διαφωτιστικές παρατηρήσεις.
Πρῶτον,
ὅπως εὔκολα διαπιστώνει κανείς μέ μιά ἁπλή ἀνάγνωση τῶν παραπάνω
ἀποσπασμάτων, οἱ προτάσεις πού ἀπέκοψε ὁ π.Ἰ.Δ. ὡς ὁρισμούς τῆς
θεολογίας, προέρχονται ἀπό καταγραφή διδασκαλιῶν ἁγίων Πατέρων, πράγμα
πού σημαίνει ὅτι δέν εἶναι ἀτομικές ἀπόψεις τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου.
Π.χ. τό ὅτι «ἡ θεολογία εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο», ἐκτός
τοῦ ὅτι εἶναι θεμελιώδης διδασκαλία σύνολης τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας
Παραδόσεως, στό κείμενο λαμβάνεται ἀπό τόν ὅσιο Θαλάσσιο. (Αὐτή τήν
πρόταση θά τήν σχολιάσουμε λίγο ἐκτενέστερα παρακάτω). «Ἡ θεολογία εἶναι
γέννημα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ», εἶναι λόγος εἰλημμένος ἀπό τόν ἅγιο
Διάδοχο Φωτικῆς. Τό ὅτι «ἡ ὀρθοδοξη θεολογία εἶναι καρπός μιᾶς
θεραπείας» λαμβάνεται στό κείμενο ἀπό τίς σχετικές διδασκαλίες τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ὁσίου Νείλου καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς
Κλίμακος. «Ἡ Θεολογία πού δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καθάρσεως, δηλαδή τῆς
πράξεως, εἶναι δαιμονική», εἶναι διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ
Ὁμολογητοῦ. Τό ὅτι «τό χάρισμα τῆς θεολογίας εἶναι ἐνέργεια τοῦ
Παρακλήτου, ἀλλά καί συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου», προκύπτει ἀπό τήν
διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς περί γνώσεως καί σοφίας, ἀλλά καί
τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ γιά τήν «κατά φύσιν» ζητοῦσα καί
ἐρευνῶσα «τήν γνῶσιν» δύναμη. Τέλος τό ὅτι «ἡ θεολογία εἶναι ἡ θεωρία»,
εἶναι διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ὁ
π.Ἰ.Δ. βάζοντας τόν ἑαυτό του ἀπέναντι στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο,
τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, τόν ὅσιο Νεῖλο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν
Παλαμᾶ, τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητῆ, τόν ἅγιο Διάδοχο Φωτικῆς καί τόν
ὅσιο Θαλάσσιο χαρακτηρίζει οὐσιαστικά τίς παραπάνω ἐκφράσεις τῆς
ἐμπειρικῆς θεολογίας τους «κυκεώνα, τελεία σύγχυση, συσκοτισμό»,
δείχνοντας ὅτι εἶναι τελείως ξένος πρός τήν ὀρθόδοξη θεολογία, ἡ ὁποία
εἶναι γέννημα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, καρπός καί μέθοδος θεραπείας καί
διήγηση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
Δεύτερον,
εἶναι πολύ τολμηρό νά θεωρήση κανείς ὅτι δημιουργοῦν σύγχυση καί
συσκοτισμό ἀπόψεις ἁγίων Πατέρων πού ἔχουν κοινή πείρα, κοινή «θεωρία
τοῦ ἀφανοῦς», ὅραση δηλαδή τοῦ ἀοράτου Θεοῦ, τήν ὁποία ἐκφράζει ὁ
καθένας μέ τίς ἐκφραστικές δυνατότητες πού διαθέτει, ἀλλά καί τίς
ποιμαντικές ἀνάγκες πού ἀντιμετωπίζει. Ὁ π.Ἰ.Δ. δείχνει ὅτι ἀγνοεῖ (ἤ
ὅτι δέν ἀποδέχεται) τό κοινό καί ἑνοποιό στοιχεῖο τῆς ζωῆς τῶν μελῶν τῆς
Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα δέχονται ποικίλα χαρίσματα. Τό κοινό καί ἑνοποιό
στοιχεῖο εἶναι ἡ μετοχή στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἀρχιερατική
προσευχή τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία ἀπευθυνόμενος στόν Πατέρα λέει: «ἐγώ
τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν
ἐσμέν» (Ἰω. 17, 22). Αὐτοί πού γίνονται θεατές καί μέτοχοι τῆς δόξας τοῦ
Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι κοινή μέ τήν δόξα τοῦ Πατέρα καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ζοῦν τήν ἑνότητα μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους, ζοῦν δηλαδή
τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας[20].
Τρίτον,
ὁ π.Ἰ.Δ. ἀφοῦ χαρακτηρίζει ὅλες τίς ἀπόψεις τῶν ἁγίων Πατέρων πού
ἀπέκοψε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία «κυκεώνα, τελεία σύγχυση,
συσκοτισμό», στήν συνέχεια ἀντιστρατεύεται σέ μιά μόνο ἀπό τίς ἀπόψεις
αὐτές, γράφοντας: «Ἡ Θεολογία δέν εἶναι ἀποκάλυψις. Ἡ θεολογία εἶναι
προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἐρμηνεύσῃ τήν ὑφισταμένην θείαν ἀποκάλυψιν».
Πρίν
ποῦμε μερικά ἀναγκαῖα περί «ἀποκαλύψεως», θά διατυπώσουμε ὁρισμένα ἁπλά
ἐρωτήματα πού προκύπτουν ἀπό τήν περί θεολογίας ἄποψη τοῦ π.Ἰ.Δ..
Μέ
ποιό τρόπο ἡ ἀποκάλυψη εἶναι «ὑφισταμένη»; Σέ κάποιους προφανῶς δόθηκε,
σέ κάποιους «ἀπεκαλύφθη» καί κάποιοι τήν κρατοῦν ζωντανή μέσα στήν
ἱστορία, δηλαδή τήν ἐπαναβεβαιώνουν. Πῶς ὅμως κατ’ ἀρχήν δόθηκε καί πῶς
ἐπαναβεβαιώνεται ἡ «ὑφισταμένη θεία ἀποκάλυψη»; Καί ἐπίσης, μέ ποιό
τρόπο προσπαθεῖ ὀ ἄνθρωπος νά τήν ἑρμηνεύση; Μέ τήν λογική; Μέ τήν
φαντασία του; Μέ τίς μεθόδους τῆς φιλοσοφίας; Μέ ὅλα ἐκεῖνα δηλαδή τά
μέσα καί τούς τρόπους πού γέννησαν τίς αἱρέσεις; Καί κάτι ἀκόμη, αὐτός
πού ἑρμηνεύει τήν ἀποκάλυψη δέν τήν ἔχει δεχθῆ ὁ ἴδιος; Ἑρμηνεύει δηλαδή
κάτι πού τοῦ μετέφεραν προφορικά ἤ γραπτά, μέ ἀνθρώπινες λέξεις καί
νοήματα, κάποιοι ἄλλοι;
Κι
ἕνα τελευταῖο ἐρώτημα: Ὅλη ἡ σχέση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μέ «τήν
ὑφισταμένην θείαν ἀποκάλυψιν» ἐξαντλεῖται στό νά τήν δεχθοῦν, νά δεχθοῦν
δηλαδή τά ἁγιογραφικά κείμενα καί πιθανῶς ἐπιπλέον τά πατερικά καί
τούς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ τίς ἑρμηνεῖες πού δίνουν σ’
αὐτά θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι πιθανῶς νά μήν συγκαταλέγονται στούς «αὐτόπτες
τοῦ Λόγου»; Ἤ ἡ σχέση μέ τήν «καταγεγραμμένη ἀποκάλυψη» ἔχει ὡς τέλος τό
νά φθάσουν «οἱ πάντες», μέσῳ τῆς θεραπευτικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἄσκησης,
στήν προσωπική ἀποκάλυψη, στό νά λάβουν δηλαδή τήν «ὑφισταμένη θεία
ἀποκάλυψη» προσωπικά;
Ἀκολουθώντας τούς στοχασμούς τοῦ π.Ἰ.Δ. μπορεῖ νά θέση κανείς πολλά τέτοιας μορφῆς ἐρωτήματα.
Τό
θέμα τῆς «ὑφισταμένης θείας ἀποκάλυψης» εἶναι τεράστιο καί προφανῶς ἐδῶ
δέν μπορεῖ μέ πληρότητα νά ἀναλυθῆ. Θά σταθοῦμε μόνο σέ δύο σημεῖα τά
ὁποῖα θεωροῦμε πολύ σημαντικά, διότι ἀφ’ ἑνός μέν δείχνουν τό πῶς
ἀλλοιώνεται τό περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ
ἐξηγοῦν τήν ἀδυναμία τοῦ π.Ἰ.Δ. νά παρακολουθήση –σέ στοιχειώδη γιά
κληρικό θεολόγο θέματα– τίς ὀρθόδοξες θεολογικές συγγραφές τοῦ
Μητροπολίτου Ναυπάκτου.
[1ον ΜΕΡΟΣ]
[EIΣΑΓΩΓΗ]
[1]. Πρωτ. Ἰωάννου Κ. Διώτη, θεολόγου καί δημοσιογράφου, Ἡ θεολογική τραγωδία τοῦ Ναυπάκτου Ἱεροθέου (κακοδοξίαι-πλάναι-αἱρετικά), Ἀθήνα 2008, σ. 20.
[2]. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, πατερική θεραπευτική ἀγωγή, ἔκδοση Θ΄, Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λιβαδειά 2008, σ. 28-29.
[3]. Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἐκδοτικός Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθήνα 1976, τόμος Α΄, σ. 182, ξα΄.
[4]. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου: Κλῖμαξ, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Λόγος Λ΄, ιβ΄, σ. 169.
[5]. ἔνθ. ἀνωτ. Λόγος Λ΄, ιγ΄, σ. 169.
[6]. ἔνθ. ἀνωτ. Λόγος ΚΣΤ΄, λστ΄, σ. 141.
[7]. ἔνθ. ἀνωτ. Λόγος ΚΖ΄, θ΄, σ. 150.
[8]. Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἐκδοτικός Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθήνα 1976, τόμος Β΄, σ. 17, κστ΄.
[9]. Ἐδῶ ὁ π.Ἰ.Δ. ἔβγαλε τό κόμμα καί τό «δηλαδή» καί πρόσθεσε τό «εἶναι».
[10]. ἔνθ. ἀνωτ. Β΄, σ. 47, ξδ΄.
[11]. PG 91, 601 C.
[12]. Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἐκδοτικός Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθήνα 1976, τόμος Β΄, σ. 227, π΄.
[13]. ἔνθ. ἀνωτ. Β΄, σ. 226, ξβ΄.
[14]. Τό «ὡς» τοῦ κειμένου ἀντικαταστάθηκε μέ τό «εἶναι» ἀπό τόν π.Ἰ.Δ.
[15]. ἅγ. Διαδόχου Φωτικῆς: Τά ἑκατόν γνωστικά κεφάλαια, μον. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Θεσαλονίκη 1977, κεφ. Ξζ΄, σ. 146.
[16]. ἔνθ. ἀνωτ. Κεφ. Θ΄, σ. 33.
[17]. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἐκδοτικός Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθήνα 1976, τόμος Β΄, σ. 150, ιστ΄.
[18]. Γρηγορίου Παλαμᾶ Ε.Π.Ε., τόμος 2ος, σ. 182.
[19]. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, πατερική θεραπευτική ἀγωγή, ἔκδοση Θ΄, Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λιβαδειά 2008, σ. 29-32.
[20].
Βλέπε Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου, Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα,
ἔκδοση Α΄, Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λιβαδειά 1996, σ. 62 καί π.Ἰ.
Ρωμανίδου, Κριτικός ἔλεγχος τῶν ἐφαρμογῶν τῆς θεολογίας, εἰς Χαριστήρια
εἰς τιμήν τοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Γέροντος Μελίτωνος, σ. 488-489.
συνεχίζεται
Πρόκειται γιά ἀπάντηση στήν κριτική καί σέ ὁρισμένες ἀπό τίς θέσεις πού περιέχονται στό βιβλίο τοῦ Πρωτοπρ. Ἰωάννου Διώτη: «Ἡ θεολογική τραγωδία τοῦ Ναυπάκτου Ἰεροθέου», Ἀθήνα 2008.
Ἐκτός
ἀπό τίς ὑβριστικές ἐκφράσεις γιά τόν Μητροπολίτη π.Ἰερόθεο καί τόν
μακαριστό γέροντα Σοφρώνιο Ζαχάρωφ – ἀνάρμοστες γιά τήν γραφίδα
χριστιανοῦ, καί πολύ περισσότερο πρεσβυτέρου τῆς Ἐκκλησία- στό βιβλίο
τοῦ π.Ἰωάννου Διώτη περιέχονται ἐπιπλέον θεολογικά καί ποιμαντικά λάθη
ἐπικίνδυνα γιά τούς ἁπλούς χριστιανούς οἱ ὁποῖοι ἀνεξέταστα τό διάβασαν ἤ
θά τό διαβάσουν.
Αναδημοσίευση από το εγκόλπιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου