Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Προδιαγεγραμμένη ἡ ἀποτυχία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου λόγω οικουμενισμού

  3ο μέρος
Ἡ οἰκουμενιστική καί αἱρετική θεωρία τῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας»
Πιό κάτω ἀναφέρει ὁ Μεσσηνίας : «Εἰς τό σημεῖον τοῦτον ἐπιγραμματικῶς καί μόνον θά ἤθελον νά ἀναφέρω ὁρισμένας ἐκ τῶν γενομένων ἀναθεωρήσεων. …Ἡ υἱοθέτησις τῆς εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας, ὡς βάσεως διά τήν θεολογικήν καί ἐκκλησιολογικήν κατανόησιν τῶν θεμάτων εἰς τόν Διάλογον μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν (Κείμενο Μονάχου, Νέου Βαλάμου καί Ραβέννας)…».

Ἡ καινοφανής αἱρετική διδασκαλία περί «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» ἔχει ὡς πηγή τήν σκέψη τοῦ Νικολάου Ἀφανάσιεφ[4]. Ὁ Ρῶσος πρεσβύτερος Νικόλαος Afanassieff στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα καθιέρωσε πρῶτος τόν αἱρετικό ὄρο «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία» καί τήν καινοφανή περί αὐτῆς διδασκαλία. Ὑποστήριζε ὅτι ὅλες οἱ ἐκκλησίες, πού ἔχουν ἀποστολική διαδοχή (ἄρα καί οἱ αἱρετικοί παπικοί!) καί τελοῦν τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἔχουν τήν πληρότητα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί ὅτι εἶναι ἑνωμένες μεταξύ τους μέ τήν ἀγάπη, τήν ἀγάπη ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν γιά τήν κάθε τοπική καί τῆς κάθε τοπικῆς γιά ὅλες τίς ἄλλες. Τή θεωρία αὐτή τήν ἐπεξέτεινε ὁ γνωστός Ἀλέξανδρος Σμέμαν, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νά ἀναδείξει τή λειτουργική κρίση στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους αὐτή μπορεῖ νά ἀντιμετωπιστεῖ.

Ἡ «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία», ἑπομένως, ἐρχόταν νά δώσει λύση στό ἀκανθῶδες πρόβλημα τῶν θεολογικῶν δογμάτων, πού ὁδήγησαν στό Σχίσμα τοῦ 1054, καί πού δέν θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά γίνουν δεκτά ἀπό καμμία πλευρά. Ἡ θεωρία αὐτή συμβίβασε τά ἀσυμβίβαστα, καί ἔδωσε ἔτσι τήν εὐκαιρία στόν μεγάλο οἰκουμενιστή Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά δηλώνει προκλητικά τή δεκαετία τοῦ ’60, ὅτι πρέπει παραμεριστοῦν τά δόγματα πρός χάριν τοῦ «διαλόγου τῆς ἀγάπης»[5]. Τό ἐντυπωσιακό στήν ὅλη ὑπόθεση εἶναι πώς, δεκαετίες πρίν τόν κυρό Ἀθηναγόρα, τήν ἴδια ἐκτίμηση ἔκανε καί ὁ Νικόλαος Afanassieff, ὁ ὁποῖος ἐφηῦρε τό στοιχεῖο τῆς ἑνότητας μέσα ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία, μέ τήν κάθε Ἐκκλησία νά κρατάει τά δόγματα γιά τόν ἑαυτό της. Ἄρα, ἀπώτερος σκοπός τῆς ἐμπνεύσεως τοῦ Afanassieff ἦταν νά διευκολυνθεῖ –κατ' αὐτόν τόν ἀντιπαραδοσιακό τρόπο- ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν»!

Ἡ συμβολή τοῦ οἰκουμενιστοῦ Μητροπολίτου Ζηζιούλα ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἔρχεται σέ μιά κρίσιμη καμπή, ἀμέσως μετά τήν ἀποδοχή τῆς θεωρίας ἀπό τή Β΄ Βατικανή Σύνοδο, νά ὁλοκληρώσει αὐτό, πού ξεκίνησε ὁ Afanassieff, πρός τήν κατεύθυνση, πού ἐπιθυμεῖ τό Βατικανό. Δηλαδή στό κενό, πού ἄφησε ἡ θεωρία τοῦ Afanassieff καί ἀφοροῦσε τό (παγκόσμιο) πρωτεῖο τοῦ Πάπα, τήν ἐργολαβική διεκπεραίωση τοῦ ὁποίου ἀνέλαβε προθύμως ὁ Ζηζιούλας! Κι αὐτό φαίνεται ἰδιαιτέρως στό ἐπαίσχυντο καί ἀνορθὀδοξο «Κείμενο τῆς Ραβέννας» (2007), τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἔχει ὡς βάση του τή θεωρία τοῦ Afanassieff, ἡ τελική διαμόρφωσή του, ὅμως, ὀφείλεται στόν Περγάμου, πού μέ τή σειρά του, μέ μιά μεταπατερική ἤ μᾶλλον μετά-ἀποστολική μαεστρία καί μέ ἕνα ἐντελῶς αὐθαίρετο τρόπο, μεταβάλλει τή διάταξη τοῦ 34ου Ἀποστολικοῦ Κανόνα, πού κάνει λόγο γιά «πρῶτο τῆ τάξει σέ ἐπαρχιακό (τοπικό) ἐπίπεδο», καί τήν ἐπεκτείνει σέ διοίκηση «παγκοσμίου ἐπιπέδου»[6]!

Οἱ αἱρετικές, ὅμως, ἐκτροπές στό συγκεκριμένο θέμα τοῦ Ζηζιούλα δέν περιορίζονται μόνο στούς διμερεῖς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς αἱρετικούς Παπικούς, ἀλλά προεκτείνονται καί στούς πολυμερεῖς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς αἱρετικούς Προτεστάντες τοῦ Π.Σ.Ε. γιά παράδειγμα. Ἡ θέση του πώς, ὅπου τελεῖται τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας καί γίνεται ἐπίκληση τῆς ἐνεργοῦ παρουσίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἐκεῖ ὑπάρχει Ἐκκλησία, δέν ἐξαιρεῖ γιά τόν ἴδιο οὔτε τούς κατακερματισμένους Προτεστάντες!

Ἀπό τα ἀνωτέρω γίνεται κατανοητό καί τό γεγονός ὅτι γιά τόν Περγάμου δέν ἔχει καμμία σημασία τό τυπικό, μέ τό ὁποῖο τελεῖται τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἄν γιά παράδειγμα οἱ Λατίνοι χρησιμοποιοῦν ἄζυμα ἤ οἱ Προτεστάντες χυμό ἀντί γιά κρασί! Ὅλα αὐτά τά «τεχνικά στοιχεῖα» ἐντάσσονται στίς «ποικίλες κοινωνικές καί πολιτισμικές διαφορές», πού ὑπερβαίνονται πανεύκολα, ἀρκεῖ νά δηλώνεται πώς τελεῖται ἡ «θεία εὐχαριστία» καί ὅτι γίνεται ἐπίκληση στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό ὅτι τό σύνολο τῶν Ἁγίων Πατέρων ἔδωσε μεγάλες μάχες μέ τούς Λατίνους γιά τό θέμα τῶν «ἀζύμων», ἀλλά καί γιά ὅλες τίς ὑπόλοιπες δογματικές διαφορές, οἱ ὁποῖες κρίνουν, κατά τούς ἁγίους Πατέρες τήν σωτηριολογική πορεία τοῦ ἀνθρώπου, γιά τόν Ζηζιούλα, ὅπως καί γιά τούς περισσότερους Οἰκουμενιστές, εἶναι ἐμφανές πώς ἀποτελεῖ ἕνα πεδίο παρωχημένο καί ἀδιάφορο. Τό ὅτι οἱ Ὁσιόαθλοι Πατέρες τῆς ἐν Καντάρα τῆς Κύπρου Μονῆς ἐκάησαν ζῶντες, δέν ἔχει καμμιά σημασία.

Πρέπει νά σημειωθεῖ πώς ὅλοι οἱ σύγχρονοι «θεολόγοι τοῦ γραφείου» στίς ἀναφορές, πού κάνουν γιά την «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία», δέν παραπέμπουν φυσικά στούς Ἁγίους Πατέρες, ἀλλά παραπέμπουν κυρίως στόν μέντορά τους, Ζηζιούλα. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, πώς ὅσο καί νά ψάξει ἕνας ἐρευνητής στούς Ἁγίους Πατέρες, σέ κανέναν ἀπό αὐτούς δέν θά συναντήσει αὐτό τόν (μεταπατερικό) ὄρο! Οἱ μόνες παραπομπές, πού κάνουν στούς Ἁγίους Πατέρες εἶναι κάποιες ἀποσπασματικές ἐκφράσεις, πού χρησιμοποιοῦν οἱ Ἅγιοι, γιά νά τονίσουν τή σπουδαιότητα τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τίς ὑπέροχες ἐκφράσεις τοῦ Ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα κ.ἄ. σπουδαίων Πατέρων, οἱ μεταπατερικοί θεολόγοι τοῦ καιροῦ μας τίς ἀκρωτηριάζουν ἀπό τή συνολική συνάφεια ἑνός κειμένου, καί ἐν συνεχεία τίς προσαρμόζουν καί τίς χρησιμοποιοῦν ὡς «πατερική κάλυψη» στίς εἰσηγήσεις τους, εἰς τρόπον ὥστε νά μπερδεύουν ἄλλους Ἐπισκόπους καί θεολόγους, πού διατηροῦν κάποιες ἐπιφυλάξεις, ἤ τούς ἁπλούς πιστούς, πού συνήθως δέν ἀντιλαμβάνονται τήν πονηρία τοῦ πράγματος.

Τό μεῖζον ζήτημα τῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» εἶναι ἕνα ζήτημα, πού ὡς «δούρειος ἵππος» καταλαμβάνει τήν νεώτερη ὀρθόδοξη θεολογική σκέψη, ἀκριβῶς λόγω τῆς εὔηχης ὀρολογίας του. Ἀποτελεῖ μία ἄγνωστη στούς περισσοτέρους πτυχή τοῦ διαλόγου. Τό ζήτημα αὐτό εἶναι καί τό σημαντικότερο, γιατί ἐκφράζει ἀκριβῶς τή φιλοσοφία τοῦ Ζηζιούλα, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ πλειοψηφία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σήμερα, ὅπως καί ἕνα τμῆμα «φιλοπατριαρχικό» τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Σέ μιά κατεξοχήν ἀ-δογματική ἐποχή, ἡ θεωρία τῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας», πού ἐκφράζει ὁ Ζηζιούλας, ἔρχεται μέ ἕνα …δογματικό τρόπο νά διαλύσει εἰς πλάτος καί εἰς βάθος ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ὄρθιο μέχρι σήμερα!

Στό σημεῖο αὐτό ὀφείλουμε νά τονίσουμε τήν μέγιστη διαφορά, πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς εὐχαριστίας καί τῆς αἱρετικῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας». Ἡ ἐκκλησιαστική εὐχαριστία ἐρείδεται στό χωρίο ἀπό τό κατά Ματθαῖον ἅγιον Εὐαγγέλιον «οὖ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσω αὐτῶν»[7], δηλ. «ὅπου δύο ἤ τρεῖς ἄνθρωποι (ὀρθόδοξοι, ὄχι αἱρετικοί ἤ ἀλλόθρησκοι) εἶναι συγκεντρωμένοι στό ὄνομά Μου καί γιά σκοπό σύμφωνο μέ τό θέλημά Μου, ἐκεῖ εἶμαι κι Ἐγώ στό μέσο τους, γιά νά τούς φωτίζω, νά τούς εὐλογῶ καί νά τούς ἐνισχύω». Ἐνῶ ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία πρεσβεύει ἐντελῶς τό ἀντίθετο, ὅτι δηλ. οἱ πάσης φύσεως αἱρετικοί καί ἀλλόδοξοι μποροῦν νά εἶναι συνηγμένοι μαζί μέ τούς Ὀρθοδόξους στή Θεία Εὐχαριστία. Τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ἀποτελεῖ τό ἀποκορύφωμα τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Ζηζιούλα, ἡ ὁποία εἶναι προβληματική, γιατί εἶναι δομημένη μέ τρόπο ἀντιπατερικό, σέ ἕνα εἶδος «πρωτείου», γιά τό ὁποῖο οὐδέποτε μίλησε ὁ Χριστός καί οἱ μαθητές του. Οὐσιαστικά πρόκειται γιά μιά ἐκκλησιολογία, πού σταδιακά ἐκβάλλει τόν Χριστό, καί σταδιακά εἰσάγει τόν ἄρχοντα-ἐξουσιαστή τοῦ κόσμου τούτου, τόν Ἀντίχριστο (πού θά ἔχει ὄντως «παγκόσμιο πρωτεῖο!)!

Ἀρκεῖ μονάχα ἕνα σημεῖο, γιά νά καταδειχθεῖ ὁ οἰκουμενιστικός καί ἀντορθόδοξος χαρακτήρας τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας». Λέγει τό κείμενο ὅτι «ὁ καθορισμός καί ἡ διευκρίνιση ὅτι μέ τούς ὄρους «Ἐκκλησία», «ἡ ἀνά τόν κόσμον Ἐκκλησία», «ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία» καί «τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ» δέν ὑπονομεύεται ἀπό τή Μικτή Θεολογική Ἐπιτροπή ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στό Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως. (ὑποσ. 1)». Ὁ ἰσχυρισμός βεβαίως αὐτός τοῦ κειμένου εἶναι ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτος. Δηλ. γιά τούς συντάξαντας τό κείμενο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτή καί μόνη ἀποκλειστικά ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά «ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». Δηλ. ἄλλη εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ἄλλη ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν ταυτίζεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀποτελεῖ μέρος αὐτῆς, μαζί μέ ἄλλες «ἐκκλησίες» (παπισμό, προτεσταντισμό, μονοφυσιτισμό). Αὐτό εἶναι τό ἐκκλησιολογικό πιστεύω τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας, τό ὁποῖο ταυτίζεται μέ τή νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Παπισμοῦ, καί τό ὁποῖο ἀποτελεῖ, βεβαίως, φοβερή ἀλλοίωση, διαστρέβλωση καί προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Πολύ καλύτερο καί ὀρθοδοξότατο εἶναι τό κείμενο τῆς Γ´ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως (1986) γιὰ τὸ θέμα «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις», ὅπου ἐκφράζεται, στὴν ἀρχὴ μάλιστα, ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας : «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ πεποιθήσει καὶ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ, ὅτι ἀποτελεῖ τὸν φορέα καὶ δίδει τὴν μαρτυρίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς Παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀκραδάντως πιστεύει ὅτι κατέχει κεντρικὴν θέσιν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν ἐντὸς τοῦ συγχρόνου κόσμου». Γιατί νά ἀντικατασταθεῖ τό κείμενο αὐτό ἀπό τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας»;

Σύμφωνα μέ τόν Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱεροθεο, «ἡ λεγομένη «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» εἶναι μεταπατερικὴ διδασκαλία . Βεβαίως, κανεὶς δὲν ἀρνεῖται τὴν μεγάλη ἀξία τῆς θείας Εὐχαριστίας, κατὰ τὴν ὁποία κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὴν ὁποία κατευθύνονται ὅλα τὰ Μυστήρια καὶ ὅλη ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ θεία Εὐχαριστία νὰ ἀνεξαρτητοποιηθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωή.

Κατ' ἀρχὰς, ὑπάρχει στενή  σχέση μεταξὺ Ἐκκλησίας, Ὀρθοδοξίας καὶ Εὐχαριστίας, ὅπως τὸ βλέπουμε στὸν ἅγιο Εἰρηναῖο, Ἐπίσκοπο Λυῶνος. Δὲν ὑφίσταται Ἐκκλησία χωρὶς Ὀρθοδοξία καὶ Εὐχαριστία, οὔτε Ὀρθοδοξία χωρὶς Ἐκκλησία καὶ θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ καὶ δὲν ὑφίσταται θεία Εὐχαριστία ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ θεία Εὐχαριστία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ὀρθόδοξη ἔξω ἀπὸ τὴν κανονικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις μετοχῆς σὲ αὐτήν. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ Κανόνες τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταγράφουν τὶς προϋποθέσεις μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν θεία Εὐχαριστία καὶ τὴν θεία Κοινωνία, ποὺ εἶναι ἡ ἄσκηση καὶ ὁ ἡσυχαστικὸς τρόπος ζωῆς. Ἡ θεία Εὐχαριστία δὲν μπορεῖ νὰ ὑποκαταστήση τὴν κάθαρση τὸν φωτισμὸ καὶ τήν θέωση, οὔτε, βεβαίως, καὶ τὸ ἀντίστροφο. Ἰσχύει καὶ ἐδῶ τὸ συναμφότερο.

Ἀκόμη, ἐκτὸς τῆς θείας Εὐχαριστίας, βασικὰ κέντρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, τὸ δόγμα καὶ ἡ προσευχή, τὰ ὁποῖα προϋποθέτει ἡ θεία Εὐχαριστία. Ὑπάρχει βαθύτατος συνδυασμὸς μεταξὺ lex credendi (νόμος πίστεως) καὶ lex orandi (νόμος προσευχῆς). Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι Προεστὼς τῆς Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως, ἀλλὰ ταυτοχρόνως (πρέπει νὰ) εἶναι καὶ Προφήτης, ποὺ κηρύττει προφητικὸ λόγο στοὺς ἐκκλησιαζόμενους, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νὰ πορευθοῦν ἀπὸ τὸ κατ' εἰκόνα στὸ καθ' ὁμοίωση. Βεβαίως, μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν θεία Εὐχαριστία ὑπάρχουν διάφορες πνευματικὲς ἡλικίες, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ καταλλήλως σὲ ὅλους. Ἔπειτα, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ στὰ Μυστήρια ἐνεργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν κατάσταση τῶν κανονικῶν Κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν, ὅμως ὅσοι κοινωνοῦν τῶν ἄχραντων Μυστηρίων δὲν ὠφελοῦνται, ἐὰν δὲν συμμετέχουν στὴν καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα αὐτὰ ἔκαναν τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη νὰ λέγη ὅτι δὲν εἶναι ἡ Εὐχαριστία, ποὺ κάνει τὴν Ἐκκλησία νὰ εἶναι ὄντως Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ, ποὺ κάνει τὴν Εὐχαριστία νὰ εἶναι ὄντως Εὐχαριστία. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ «ἄλογο» (δόγμα-Κανόνες) προηγεῖται τοῦ «κάρου» καὶ ὄχι τὸ ἀντιστροφο. Ἄλλωστε, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τὰ δόγματα καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, δὲν ὑφίσταται Εὐχαριστία, μὲ τὴν ὀρθόδοξη σημασία τῆς λέξεως. Ὁπότε μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ ἐκκλησιαστική Εὐχαριστία καὶ ὄχι γιὰ «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» »[8].
 [4] Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου καί ἡ αἱρετική διδασκαλία περί ‘εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας’, http://katanixis.blogspot.gr/2014/03/blog-post_676.html
[5] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖον, σ. 5
[6] ΑΓΑΠΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ -  ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ἱερόν Πηδάλιον, ΛΔ΄ Ἀποστολικός Κανών, σ. 42
[7] Ματθ. 18, 20.
[8] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, «Μεταπατερικὴ Θεολογία καὶ Ἐκκλησιαστικὴ Πατερικὴ Ἐμπειρία», ἐκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) 2012.
 συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: