Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

 
ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ

[4ΟΝ ΜΕΡΟΣ]
π. Θωμάς Βαμβίνης

   Ἡ σύνδεση τῆς ποιμαντικῆς μέ τήν θεολογία, ἡ ἔξοδος τῆς θεολογίας ἀπό τά πανεπιστημιακά σπουδαστήρια καί ἡ σύνδεσή της μέ τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν ἕνα ἀπό τά στοιχεῖα πού χαρακτήριζε τήν ἐπιστροφή τῆς νεοελληνικῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν «βαβυλώνεια αἰχμαλωσία» της σέ δυτικά πρότυπα στήν ἁγιοπατερική της ἑστία. Βέβαια, δέν ἀπουσιάζουν ἀκόμη στίς μέρες μας αὐτοί πού νοσταλγοῦν τά «ἀγαθά» τῆς «νοητῆς Βαβυλῶνος» κι ἄς διατείνονται ὅτι ἀγαποῦν τήν πίστη τῶν Πατέρων τους. Ἄν ἦταν ὅμως γνήσια «τέκνα τοῦ Ἀβραάμ», θά εἶχαν τήν πίστη του...

α. Ταύτιση θεολόγου καί πνευματικοῦ πατέρα

Ὁ π.Ἰ.Δ., λοιπόν, φαίνεται ὅτι εἶναι ἕνας ἀπό τούς νοσταλγούς τοῦ διαχωρισμοῦ ποιμαντικῆς καί θεολογίας, ἐπιμένοντας στόν διαχωρισμό πνευματικῶν πατέρων καί θεολόγων. Δέσμιος στίς θεολογικές προϋποθέσεις πού διαθέτει δέν μπορεῖ νά δεχθῆ ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ὁ θεολόγος συνδέεται καί ταυτίζεται μέ τόν πνευματικό πατέρα» καί ὅτι «ὁ θεολόγος καί ὁ πνευματικός πατήρ εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα».

Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι τά δύο παραπάνω σύντομα παραθέματα, πού παίρνει ὁ π.Ἰ.Δ. ἀπό τό βιβλίο Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, πρέπει νά διαβαστοῦν μέσα στήν ὅλη ἑνότητα πού ἀναφέρονται, διότι ἀπομονωμένα μπορεῖ νά δεχθοῦν ὅποιες ἑρμηνεῖες θά ἤθελε νά δώση ἡ καλωσύνη τοῦ π.Ἰ.Δ.. Τό δεύτερο μάλιστα παράθεμα εἶναι τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη, ἀπό τό βιβλίο του Δογματική καί Συμβολική Θεολογία –ἀπό τά σημαντικότερα ἔργα τῆς σύγχρονης ὀρθόδοξης θεολογίας– ἐκτενές ἀπόσπασμα τοῦ ὁποίου παραθέτει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου στήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία. Ἀλλά αὐτό τό παραθεωρεῖ ὁ π.Ἰ.Δ..

Ὁ π.Ἰ.Δ. φαίνεται ὅτι ἔχει δική του ἄποψη γιά τό τί εἶναι ἡ θεολογία καί ποιά εἶναι ἡ ἐργασία τῶν θεολόγων, γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά τούς συνδέση μέ τούς πνευματικούς πατέρες. Πρίν περάσουμε, λοιπόν, σέ κάποιες ἀπόψεις του γιά τά θέματα αὐτά, ὡς εἰσαγωγή σέ ὅσα θά ποῦμε στήν συνέχεια, παραθέτουμε δύο παραγράφους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ δεύτερη περιλαμβάνει τήν πρόταση «ὁ θεολόγος συνδέεται καί ταυτίζεται μέ τόν πνευματικό πατέρα».

«Στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ οἱ θεολόγοι εἶναι κυρίως οἱ θεόπτες καί ἡ θεολογία εἶναι ἡ θεωρία. “Ἔστι γάρ καί ἡ περί Θεοῦ καί τῶν κατ’ αὐτόν δογμάτων γνῶσις, θεωρία, ὅ θεολογίαν ὀνομάζομεν...”[1]. Ὅποιος χωρίς νά ἔχη γνώση καί πείρα τῶν θεμάτων τῆς πίστεως διδάσκει περί αὐτῶν, «στοιχῶν τοῖς οἰκείοις διαλογισμοῖς καί διά λόγου δεῖξαι ζητῶν τό ὑπέρ λόγον ἀγαθόν, εἰς ἔσχατον ἀπονοίας δῆλός ἐστι κατενεχθείς...». Καί μαζί μέ τήν ἀφροσύνη καί «θεομάχος εὑρεθήσεται»[2]. Ὑπάρχουν ἀκόμη περιπτώσεις πού ἄνθρωποι χωρίς νά ἔχουν ἔργα, δηλαδή χωρίς νά ἔχουν ὑποστῆ τήν κάθαρση, ἔχουν συναντήσει καί ἀκούσει ἁγίους ἀνθρώπους, μετά ὅμως “παρ’ ἑαυτούς διανοούμενοι” ἀπορρίπτουν καί τόν ἅγιον ἐκεῖνον καί ἀπό τήν φυσίωση πλανῶνται[3].

Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι ἡ θεολογία εἶναι κυρίως καρπός τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι μιά διανοητική ἐπιστήμη. Μόνον ὁ καθαρθείς ἤ τουλάχιστον ὁ καθαιρόμενος μπορεῖ νά μυσταγωγηθῆ στά ἀπόρρητα μυστήρια καί στίς μεγάλες ἀλήθειες, νά δεχθῆ τήν ἀποκάλυψη καί ἐν συνεχείᾳ νά τά διαβιβάση στόν λαό. Τῆς θεολογίας προηγεῖται ἀπαραίτητα ἡ θεραπεία καί ἐν συνεχείᾳ ὁ θεολόγος μπορεῖ νά θεραπεύση καί ἄλλους. Γι’ αὐτό στήν Ὀρθόδοξη Πατερική Παράδοση ὁ θεολόγος συνδέεται καί ταυτίζεται μέ τόν πνευματικό πατέρα καί ὁ πνευματικός πατέρας εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν θεολόγος, δηλαδή ἐκεῖνος πού πάσχει τά θεῖα καί μπορεῖ ἔτσι νά καθοδηγῆ ἀπλανῶς τά πνευματικά του παιδιά»[4]

Οἱ πνευματικοί πατέρες στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν διανοοῦνται, ἀλλά «πάσχουν τά θεῖα», γι’ αὐτό μποροῦν νά διδάξουν ἀπλανῶς τά πνευματικά τους παιδιά γιά τόν Θεό καί τά θεῖα καί νά τά ὁδηγήσουν στήν ἴδια μέ τήν δική τους ἐμπειρία. Δέν ἐπιδιώκουν νά τούς κάνουν ἁπλῶς καλούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἀνθρώπους ὄντως τοῦ Θεοῦ, κατοικητήρια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τό ἔργο δηλαδή τῶν πνευματικῶν πατέρων εἶναι καθαρά θεολογικό. Εἶναι τό πῶς θά ὁδηγήσουν τά πνευματικά τους παιδιά σέ σχέση καί κοινωνία μέ τό  Θεό.

Ὅπως καθαρότατα φαίνεται στό παραπάνω ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, ἡ σύνδεση καί ταύτιση τῶν θεολόγων μέ τούς πνευματικούς πατέρες δέν εἶναι ἀποκύημα τῆς σκέψης τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου, οὔτε ὡς ἐκ τούτου δική του πρωτοτυπία. Εἶναι διδασκαλία ἐν προκειμένῳ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλά καί σύνολης τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς μας παραδόσεως. Διδάσκουν –δηλαδή καθοδηγοῦν τό λογικό ποίμνιο– ὅσοι ἔφθασαν στήν «θεωρία», τήν ὁποία «θεολογίαν ὀνομάζομεν». Ὅποιος διδάσκει χωρίς αὐτή τήν ἐμπειρική γνώση, ὅποιος δηλαδή καθοδηγεῖ τόν λαό «στοιχῶν τοῖς οἰκείοις διαλογισμοῖς», δέν χαρακηρίζεται μόνο ἀπό ἀφροσύνη, ἀλλά κινδυνεύει νά βρεθῆ καί «θεομάχος». 

Ἐπίσης, ἐδῶ ὁ θεολόγος ἐννοεῖται ὡς μέτοχος τοῦ χαρίσματος τῆς θεολογίας. Ἡ κατάστασή του δηλαδή εἶναι χαρισματική.  Ὑπό γενική ἔννοια θεολόγος εἶναι ὁ καθένας πού μιλάει γιά τόν Θεό, εἴτε πιστεύει στόν Θεό εἴτε ὄχι, εἴτε εἶναι Ὀρθόδοξος εἴτε αἱρετικός. Ὅταν ὅμως ἀναφερόμαστε στούς θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας, στούς αὐθεντικούς ἐκφραστές τῆς πίστεως τῶν Ἀποστόλων καί Προφητῶν, ἡ ἔννοια φορτίζεται μέ εἰδικό περιεχόμενο, πού μᾶς τό δίνουν τά ἱερά κείμενα τῆς παραδόσεώς μας, ὅπως τό παραπάνω ἀναφερόμενο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἤ τό κλασικό χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, πού διδάσκει ὅτι «τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν» εἶναι μόνο «τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ»[5].

Μέ ἁπλά λόγια, ὅποιος γνωρίζει προσωπικά τόν Θεό, αἰχμαλωτίζεται ἀπό τήν ἀγάπη Του καί μιλᾶ διαρκῶς γι’ Αὐτόν. Καίεται ἀπό τόν πόθο νά γνωρίσουν ὅλοι οἱ λαοί, κατά τήν ἔκφραση τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ ἀθωνίτου, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἔχει μεγάλη ἐπιθυμία νά βοηθήση καί ἄλλους  νά βροῦν τόν Θεό. Ἔτσι, συνδέεται ἡ ἐμπειρική θεολογία μέ τήν ποιμαντική καί ὁ χαρισματικός θεολόγος μέ τόν πνευματικό πατέρα.

Μέ τίς παραπάνω θεμελιώδεις γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀλήθειες δέν συμφωνεῖ ὁ π.Ἰ.Δ.. Μέ θεμέλιο τῆς σκέψης του ἕναν σκληρό νομικισμό παπικῆς ἐμπνεύσεως δέν μπορεῖ νά ἐννοήση τόν τρόπο ζωῆς τῶν μελῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό στήν ταύτιση θεολόγου καί πνευματικοῦ πατρός διαπιστώνει ὑποτίμηση τῆς ἱερωσύνης. Γράφει:

«Δηλαδή, κατά τόν κ. Ἱερόθεον, ἡ Ἱερωσύνη δέν εἶναι ἡ εἰδοποιός διαφορά τοῦ ἱερωμένου προσώπου ἔναντι τῶν λαϊκῶν. Ὁ θεολόγος λοιπόν, κατά τόν Ναυπάκτου, ὡς “πνευματικός πατήρ”, δύναται νά εἶναι καί ἐξομολόγος»[6].

Θεωρεῖ μάλιστα ὁ π.Ἰ.Δ. ὅτι ἡ σύνδεση θεολόγου καί πνευματικοῦ πατρός «ἐγκρίνεται ἀπό ὅλους τούς Προτεστάντες». Πρόκειται γιά διαστρέβλωση τῆς σχετικῆς διδασκαλίας.

Ἄν ὁδηγήσουμε τήν σκέψη τοῦ π.Ἰ.Δ. στίς συνέπειές της, διαπιστώνουμε ὅτι αὐτός ὡς Ὀρθόδοξος κληρικός καί θεολόγος θέλει πνευματικούς πατέρες ἀθεολόγητους καί τούς θεολόγους κλεισμένους στά σπουδαστήρια καί στίς διανοητικές μελέτες τους. Δείχνει νά ἀγνοῆ ὅτι ἡ θεολογία τῶν σπουδαστηρίων μᾶς ἔρχεται ἀπό τόν σχολαστικισμό τῆς Δύσεως, μέσα στόν ὁποῖο ἀνδρώθηκε ὁ Προτεσταντισμός, ὁ ὁποῖος μέ σπουδαστηριακή θεολογία, ἄσχετη μέ τήν ἐμπειρική θεολογική γνώση, ἐπεχείρησε τήν ἀπομυθοποίηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἶναι χαώδης ἡ διαφορά Ὀρθοδόξων καί Προτεσταντῶν στό θέμα τῆς σχέσης θεολογίας καί πνευματικῆς πατρότητος.

Ὅσο γιά τήν ὑποτίμηση τῆς ἱερωσύνης, ἡ προσεκτική ἀνάγνωση τῆς Ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας, ἀλλά καί ἡ στοιχειώδης γνώση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς δέν ἐπιτρέπουν τήν ἐξαγωγή τέτοιων συμπερασμάτων.

Στό βιβλίο Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία ὑπάρχει κεφάλαιο πού ἀναφέρεται στίς προϋποθέσεις ἀνάδειξης τῶν ἱερέων–θεραπευτῶν, στό ὁποῖο ὑπάρχει ὑποκεφάλαιο γιά τήν ἀξία τῆς ἱερωσύνης[7].  Εἰδικά μάλιστα γιά τήν ἱερωσύνη ὡς τήν «εἰδοποιό διαφορά τοῦ ἱερωμένου προσώπου ἔναντι τῶν λαϊκῶν» στό κεφάλαιο πού ἀναφέρεται στήν «πνευματική ἱερωσύνη» γράφει:

«Ἡ μυστηριακή ἱερωσύνη εἶναι γιά τόν λαό, γιά νά ἐξυπηρετῆ τίς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ, ἐνῶ ἡ πνευματική ἱερωσύνη εἶναι ἐκείνη πού θά συνεχίση νά λειτουργῆ στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο, στήν μέλλουσα ζωή»[8].

Ἡ πνευματική ἱερωσύνη ἔχει σχέση μέ τήν προσωπική ζωή τοῦ καθενός. Τήν ἔχουν ὅσοι, κληρικοί καί λαϊκοί,  ἔγιναν κατοικητήρια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ· ὅσοι, ἀνεξαρτήτως τῆς θέσεως καί τῆς διακονίας τους μέσα στήν Ἐκκλησία, ἔχουν ἀδιάλειπτη μνήμη Θεοῦ καί προσεύχονται γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἡ πνευματική ἱερωσύνη σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία πολλῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι «τό οὐσιαστικό ὑπόβαθρο τῆς μυστηριακῆς ἱερωσύνης»[9]. Πάντως ἡ μυστηριακή ἱερωσύνη «ἐξυπηρετεῖ τίς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ», αὐτή τελεῖ τά μυστήρια καί ἐπειδή ἔχει μεγάλη ἀξία, γι’ αὐτό χρειάζεται καί στερεό προσωπικό θεμέλιο, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν πνευματική ἱερωσύνη.

Σέ ἄλλη ἑνότητα θά ἀναφερθοῦμε στό πῶς ὁ π.Ἰ.Δ. παρερμηνεύει τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί τόν κατακρίνει ὅτι μιλᾶ ὑπερβολικά γιά τήν δύναμη καί τήν ἀξία τῆς ἱερωσύνης, σέ ἔργο του γιά τόν ὀρθόδοξο μοναχισμό στό ὁποῖο παρουσιάζει κάποια ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης. Ἐκεῖ γράφει γιά τό ὅτι ἡ ἱερωσύνη, τήν ὁποία κατ’ ἐξοχήν φέρουν οἱ Ἀρχιερεῖς, δέν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινης ἀρετῆς, ἀλλά εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί εἶναι θεμέλιο καί πηγή τοῦ Χριστιανισμοῦ. Χωρίς χειροτονία δέν μπορεῖ νά τελεσθῆ κανένα Μυστήριο στήν Ἐκκλησία. Οὔτε τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολόγησης μπορεῖ νά τελεσθῆ ἀπό κάποιους θεολόγους τῆς φαντασίας τοῦ π.Ἰ.Δ.. Πουθενά στήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία δέν ἀντικαθίσταται στήν τέλεση μυστηρίου ὁ κανονικά χειροτονημένος Ἱερέας.

Λέγεται, ὅμως, καί κάτι ἄλλο πού ξεφεύγει ἀπό τά «θεολογικά ὅρια» τοῦ π.Ἰ.Δ., γι’ αὐτό καί ἐκεῖνος βγάζει συμπεράσματα πού δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογική καί ποιμαντική πραγματικότητα. Εἶναι τό διπλό ἔργο τῶν πνευματικῶν πατέρων, πού συνίσταται ἀφ’ ἐνός μέν στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, μέσῳ τοῦ Μυστηρίου τῆς μετανοίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν θεραπεία τῆς ψυχῆς ἀπό τίς ἀσθένειες τῶν παθῶν. Εἶναι προφανῶς μεγάλης σπουδαιότητος καί τά δύο, σέ σημεῖο πού ὁ ὅσιος Θαλάσσιος νά ταυτίζη τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μέ τήν ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη. Γράφει σχετικά:

«Συγχώρησις ἁμαρτιῶν, παθῶν ἐστιν ἐλευθερία· ὧν ὁ μήπω ἐλευθερωθείς χάριτι, τῆς συγχωρήσεως οὔπω ἔτυχε»[10].

Βέβαια ἡ ἐλευθερία ἀπό τά πάθη –ἡ ἀπάθεια– ἔχει διαβαθμίσεις. Δέν εἶναι μιά στατική κατάσταση.

«Οἱ Πατέρες γενικά συνιστοῦν μεγάλη προσοχή στό θέμα τῆς ἀπαθείας, γιατί εἶναι δυνατόν νά μή ὀχλῆται κανείς ἀπό τά πάθη ὅταν ἀπουσιάζουν τά πράγματα, ἀλλά ὅταν ἀναφανοῦν τά πράγματα, τότε τά πάθη περισποῦν τόν νοῦ. Αὐτή εἶναι μερική ἀπάθεια[11]. Ἡ ἀπάθεια ἔχει βαθμούς καί ἐκεῖνος πού ἀγωνίζεται νά τήν ἀποκτήση πρέπει νά μή σταματᾶ ποτέ, ἀλλά νά ἀγωνίζεται συνέχεια, ἀφοῦ ἡ τελειότητα εἶναι ἀτέλεστη»[12].

Ἔτσι, ὁ ἀγώνας τῆς μετανοίας εἶναι «ἀτέλεστος», ὅμως ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μᾶς δίνεται ἀπό τήν ἀρχή τοῦ δρόμου μας μέ τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολόγησης. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ συγχώρησις, ὡς «παθῶν ἐλευθερία», ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ἄφεση πού δίνεται μέ τήν χάρη τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολόγησης, κάθε φορά πού ἡ ψυχή στήν πορεία της τραυματίζεται. Τό Μυστήριο τελεῖται ἀπό τόν Ἱερέα. Στήν θεραπεία τῶν παθῶν ὅμως μπορεῖ νά βοηθήση καί καθένας πού διαθέτει σχετική πνευματική πείρα. Αὐτό τό γνωρίζουν πολύ καλά ὅσοι ἐπισκέπτονται ἁπλούς μοναχούς στό Ἅγιον Ὄρος καί μέ τίς ἁπλές καί σοφές συμβουλές τους ἀλλάζει ἡ ζωή τους.[13]  Εἶναι γνωστή ἐπίσης ἡ πρακτική πού ἐφαρμόζεται στά γυναικεῖα μοναστήρια, στά ὁποῖα ἡ Γερόντισσα ἀναδέχεται τούς λογισμούς τῶν μοναχῶν, τίς βοηθᾶ στήν πνευματική τους πορεία, χωρίς αὐτό νά ἀντικαθιστᾶ τό μυστήριο τῆς Ἐξομολόγησης.

Εἰδικά ὅμως γιά τίς παρανοήσεις τοῦ π.Ἰ.Δ. σχετικά μέ τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς καί τήν πνευματική ἱερωσύνη θά ἀναφερθοῦμε σέ ἄλλη ἑνότητα.

Θά κλείσουμε τά σχετικά μέ τήν σύνδεση καί ταύτιση θεολογίας καί πνευματικῆς πατρότητος μέ ἀναφορά στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Στά τροπάρια τῶν αἴνων πού ψάλλουμε σέ κάθε ἑορτή ἁγίων Πατέρων πού συγκρότησαν Οἰκουμενικές Συνόδους, φαίνεται καθαρότατα ἡ ἄρρηκτη ἑνότητα θεολογίας καί ποιμαντικῆς, θεολόγων καί πνευματικῶν Πατέρων. Φυσικά ὅταν μιλοῦμε γι’ αὐτήν τήν ἄρρηκτη ἑνότητα τήν ἐννοοῦμε μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στήν ὁποία δέν νοεῖται πνευματική πατρότητα χωρίς ὀρθόδοξη θεολογία. Ὁ διαχωρισμός θεολογίας καί πνευματικῆς πατρότητος ἤ θεολογίας καί θεοπτικῆς ἐμπειρίας εἶναι νοσηρά συμπτώματα αἱρετικῶν ἀποκλίσεων ἀπό τήν ἀποστολική καί πατερική παράδοση.

Ἐπαινώντας, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία τίς ἀρετές καί τήν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων, στίς πρῶτες προτάσεις τῶν τριῶν τροπαρίων τῶν αἴνων δίνει τά χαρακτηριστικότερα γνωρίσματά τους. Ψάλλουμε γι’ αὐτούς στό πρῶτο τροπάριο: «Ὅλην συγκροτήσαντες τήν τῆς ψυχῆς ἐπιστήμην...». Στό δεύτερο: «Ὅλην εἰσδεξάμενοι τήν νοητήν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...». Καί στό τρίτο: «Ὅλην εἰσδεξάμενοι ποιμαντικήν ἐπιστήμην...». Εἶναι ποιμένες ἐπιστήμονες. Ἔχουν καλή γνώση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἔχουν ἀνθρωπογνωσία, γι’ αὐτό καί ποιμαίνουν ἐπιστημόνως. Ἡ ἀνθρωπογνωσία τους ὅμως δέν προέρχεται μονομερῶς ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἐπιστήμη.  Ἔχει καταφωτιστεῖ ἀπό «τήν νοητήν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ ποιμαντική τους, πού ἦταν ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν θεολογία, τήν ὁποία «ἄνωθεν λαβόντες... καί φωτισθέντες ἐξέθεντο ὅρον θεοδίδακτον», ὅπως ψάλλουμε στό δεύτερο τροπάριο τῶν αἴνων, ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἐλλάμψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ π.Ἰ.Δ θά μποροῦσε νά βοηθηθῆ σημαντικά στήν θεολογική καί ποιμαντική του στοιχείωση, μέσα στό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἄν ἔδινε σημασία καί μελετοῦσε «ἐπιστημόνως» τά μεστά ἀπό θεολογική καί ποιμαντική ἐπιστημοσύνη τροπάρια πού ψάλλουμε γιά τούς ἁγίους Πατέρες.

β. Ἡ πνευματική ἱερωσύνη καί ἡ διάβαση τοῦ θανάτου

Μέ ὅσα ἰσχυρίζεται ὁ π.Ἰ.Δ. σχετικά μέ τήν πνευματική ἱερωσύνη μετατρέπει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέ ἕνα ἄκαμπτο θεσμό παπικῆς ἱδρυματικῆς νοοτροπίας. Ἀλλοιώνει τήν ὀρθόδοξη θεολογία, τήν ὁποία κλείνει σέ στεγανά πλαίσια ἀθεολόγητων συλλογισμῶν. Γράφει:

«Ὁ Ναυπάκτου μέ διαφόρους ἑρμηνευτικούς ἀκροβατισμούς παρουσιάζει μία νέα κατηγορία λαϊκῶν “ἱερέων”, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἄθεσμον τινά “πνευματικήν ἱερωσύνη”...

  Ὁ κ. Ἱερόθεος γράφει ὅτι οἱ μυστηριώδεις αὐτοί “ἱερεῖς” του θά “συνεχίσουν” νά λειτουργοῦν εἰς τό “ἐπουράνιον Θυσιαστήριον”. Αὐτοί οἱ “ἱερεῖς” ὅμως εἰς οὐδένα ἐπίγειον θυσιαστήριον λειτουργοῦν διά νά “συνεχίσουν” καί εἰς τό ἐπουράνιον. Ἡ Ὀρθοδοξία μας δέν ἀναγνωρίζει τοιούτους ἀνυπάρκτους ἱερεῖς»[14].

Εἶναι ἀναγκαῖες μερικές κατά τό δυνατόν σύντομες παρατηρήσεις:

Πρῶτον, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου δέν ὑποβιβάζει τήν «μυστηριακή ἱερωσύνη». Στό βιβλίο του: Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία ἔχει ὁλόκληρο κεφάλαιο στό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν ἀξία αὐτῆς τῆς ἱερωσύνης, ἡ ὁποία δέν ἀντικαθίσταται ἀπό κανέναν στήν τέλεση τῶν Μυστηρίων, τά ὀποῖα συγκροτοῦν τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἱερωσύνη πού δέχονται οἱ Ἱερεῖς μέ τήν χειροτονία εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Χωρίς αὐτήν δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό ἡ ἀξία της σέ σχέση μέ ἄλλα ἀνθρώπινα ἔργα εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερη. Γράφει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου:

«Οἱ πατέρες συγκρίνοντας τήν ἱερωσύνη μέ πολλά ἄλλα ἔργα τήν θεωροῦν μεγαλυτέρα, διότι οἱ ἄλλες ἀνθρώπινες ἐξουσίες βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο νά λύση τά ἐπίγεια πράγματα, ἐνῶ ἡ ἱερωσύνη τόν ὁδηγεῖ στήν θέωση. Γι’ αὐτό ἡ “Ἱερωσύνη καί βασιλείας ἐστίν ὑψηλοτέρα” ἀφοῦ ἡ ἱερωσύνη “τά θεῖα, ἡ δέ (βασιλεία) τά ἐπίγεια διέπει πράγματα[15].

Βέβαια, ὅπως ἔχουμε τονίσει, ἡ ἱερωσύνη τῶν ποιμένων εἶναι κυρίως ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἱερεῖς φέρουν αὐτήν τήν Χάρη ἐπάνω τους γι’ αὐτό ἔχουν τήν δυνατότητα νά συγχωροῦν καί νά θεραπεύουν τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων»[16].

Τά παραπάνω δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν «ὑποβιβασμός τῆς ἱερωσύνης». Κάθε ἄλλο. Γι’ αὐτό κάθε ἄλλη ἐντύπωση ἀπό τήν ἀνάγνωση αὐτοῦ καί ἄλλων πολλῶν ἀντίστοιχων κειμένων τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου εἶναι ἀπόρροια κακοποίησης τοῦ νοήματός τους[17].

Δεύτερον, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου δέν εἰσάγει κάποιο νέο θεσμό μέσα στήν Ἐκκλησία. Δέν εἰσάγει κάποια νέα διακεκριμένη τάξη «λαϊκῶν “ἱερέων”» μέ συγ-κεκριμένη θεσμική λειτουργία –ὑποχρεώσεις καί δικαιώματα– μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ «πνευματική ἱερωσύνη» εἶναι πνευματική κατάσταση, βαθμός πνευματικῆς ὡριμότητος, στόν ὁποῖο ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἔχει διευρυνθεῖ, ἔσπασε τόν κλοιό τῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης καί ἡ προσευχή τοῦ προσευχομένου πρός τόν Θεό προσφέρεται ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου «ὡς δι’ ἑαυτόν». Ἐπίσης, αὐτοί πού ἔχουν τήν «πνευματική ἱερωσύνη» δέν προβάλλουν πρός τό ὑπόλοιπο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καμιά ἀπαίτηση ἀναγνώρισης. Δέν ἔχουν τήν αἴσθηση κατοχῆς κάποιου ἀξιώματος, γι’ αὐτό καί δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀναγνώρισης. Αὐτή ἡ ἱερωσύνη βυθίζει στήν ταπείνωση καί διαπνέεται ἀπό τό θυσιαστικό πνεῦμα τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου στή Γεθσημανῆ. Εἶναι τελείως ἄσχετη ἀπό τήν ἀνάγκη προβολῆς «ἐπαγγελματικῶν διαπιστευτηρίων».

 Τρίτον, ὁ π.Ἰ.Δ. θεωρεῖ ὅτι ἡ «πνευματική ἱερωσύνη», γιά νά εἶναι πράγματι ἱερωσύνη, θά πρέπη νά λειτουργῆ σέ θυσιαστήριο, ὅπως γίνεται μέ τούς Ἱερεῖς τῆς «κανονικῆς ἱερωσύνης». Καί αὐτό τό ἀντιλαμβάνεται μέ τήν γνωστή μορφή τοῦ κτίσματος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, πού διαθέτει Ἱερό Βῆμα καί Ἁγία Τράπεζα πάνω στήν ὁποία τελεῖται ἡ ἀναίμακτη θυσία. Δέν θέλει ἤ δέν μπορεῖ νά μεταβῆ ἀπό τό «γράμμα» ἤ τό «σχῆμα» τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱερουργίας στό «πνεῦμα», γι’ αὐτό ἐγκλωβίζει τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας στίς ἐξωτερικές ἐπίγειες μορφές του. Ὅμως, παρά τήν σχετική ἄγνοια τοῦ π.Ἰ.Δ., ἡ «πνευματική ἱερωσύνη» καί «πρό τῆς μελλούσης βιώσεως», δηλαδή ἀπό τόν νῦν αἰώνα, ἔχει θυσιαστήριο καί ἐπιτελεῖ θυσία, γιά τήν ὁποία ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, στηριγμένος στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη, γράφει:

«Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀνακαλυφθῆ, ὅταν ἐλευθερωθῆ ἀπό τήν αἰχμαλωσία του καί δεχθῆ τήν ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος, γίνεται «ἱερατεῖον πνευματικόν», καί τότε μέσα στό θυσιαστήριο τῆς ψυχῆς ἱερουργεῖ μυστικῶς καί μετέχει ἐν ἀρραβῶνι τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐσθίει, τό πνευματικό αὐτό ἱερατεῖο, τόν ἀμνό τοῦ Θεοῦ μέσα στό νοερό θυσιαστήριο τῆς ψυχῆς, ἀλλά συγχρόνως γίνεται ὡς ὁ ἀμνός. Ἔτσι καταλαβαίνουμε καλά ὅτι, ὅταν μέσα μας ἐνεργῆ ἡ νοερά προσευχή, τότε γίνεται μιά ἀκατάπαυστη θεία Λειτουργία πού τρέφει ὅλη τήν ὕπαρξή μας. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης: “Ἱερατεῖον πνευματικόν ἐστι πρό τῆς μελλούσης ὑπέρ νοῦν ἀπολαύσεως, ἡ νοερά τοῦ νοός ἐνέργεια, τόν ἀμνόν μυστικῶς ἐν ἀρραβῶνι τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ τῆς ψυχῆς θυσιαστηρίῳ καί ἱερουργοῦντος καί μετέχοντος· ἐσθίειν δέ ἐστί τόν ἀμνόν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ νοερῷ θυσιαστηρίῳ τῆς ψυχῆς, οὐ τό νοῆσαι ἤ μετασχεῖν μόνον, ἀλλά καί τό γενέσθαι ὡς τόν ἀμνόν κατά τήν μόρφωσιν ἐν τῷ μέλλοντι· τούς μέν γάρ λόγους ἐνταῦθα· τά δέ πράγματα τῶν μυστηρίων, ἐκεῖσε ἀπολαβεῖν ἐλπίζωμεν[18]»[19].

Ἡ «πνευματική ἱερωσύνη» λειτουργεῖ στό «νοερό θυσιαστήριο τῆς ψυχῆς» καί ἐκεῖ ὄχι μόνο νοεῖ καί μετέχει τοῦ Ἀμνοῦ, ἀλλά γίνεται καί «ὡς ὁ ἀμνός», δηλαδή συντελεῖται μέ αὐτήν τήν νοερά ἱερουργία ἡ ἐπιζωγράφιση πάνω στό κατ’ εἰκόνα τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ. Μέ αὐτήν τήν μορφή, τοῦ «Ἀμνοῦ», δηλαδή τοῦ Χριστοῦ, «συνεχίζει» τήν ἱερουργία στό μελλοντικό ἐπουράνιο θυσιαστήριο. Ἄλλωστε ἐκεῖ θά μποροῦν νά λειτουργοῦν μόνον ὅσοι ἀποδειχθοῦν «τέκνα Θεοῦ», ὅσοι δηλαδή φανερωθοῦν ὅτι εἶναι «ὅμοιοι Αὐτῷ», σύμφωνα μέ ὅσα μᾶς λέει στήν πρώτη ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καί οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δέ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι»[20].

Τέταρτον, ἐμμέσως πλήν σαφῶς, κατά τόν π.Ἰ.Δ., ἡ «ἱερατική τάξη» στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο καθορίζεται ἀπό τήν χειροτονία πού δίνεται γιά τό ἐπίγειο θυσιαστήριο, ἀφοῦ, κατά τήν ἄποψή του, γιά νά «συνεχίση» κανείς νά λειτουργῆ στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο προϋποτίθεται ὅτι λειτουργοῦσε σέ κάποιο ἐπίγειο. Δέν μπορεῖ νά ἀποδεχθῆ καμιά «νοερά ἱερουργία» στό θυσιαστήριο τῆς ψυχῆς. Ἴσως γιατί τά περί «νοερᾶς ἱερουργίας» ἔμαθε νά τά δέχεται ὡς νεφελώδεις συμβολικές ἐκφράσεις μέσα στήν ἀτμόσφαιρα ἑνός διανοητικοῦ ἤ συναισθηματικοῦ εὐσεβισμοῦ. Δηλαδή, τίς ἀντιλαμβάνεται ὡς ἐκφράσεις χωρίς ἁπτό ἐμπειρικό ἀντίκρισμα. Οἱ Πατέρες ὅμως πού μιλοῦν γι’ αὐτήν τήν ἱερουργία ἔχουν ὑπερβῆ συναισθήματα, φαντασίες, διανοήματα, αἰσθητές ἤ νοητές εἰκόνες καί ὁ νοῦς τους ἔφθασε στήν «τελεία ἀμορφία». Σ’ αὐτήν τήν κατάσταση ἐπιτελεῖται ἐναργῶς ἡ «νοερά ἱερουργία».

Ὁ π.Ἰ.Δ., παρακάμπτοντας τήν φιλοκαλική παράδοση τῶν νηπτικῶν Πατέρων, προσπαθεῖ νά στηρίξη μέ ἀδόκιμο τρόπο τήν συνέχεια τῆς «μυστηριακῆς ἱερωσύνης» καί στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο καταφεύγον-τας στήν εὐχή πού διαβάζει ὁ Ἀρχιερέας στήν ἐξόδιο ἀκολουθία κληρικοῦ. Γράφει ὁ π.Ἰ.Δ. μέ δηκτικό καί μή ἁρμόζοντα σέ κληρικό τρόπο:

«Ἀντιφάσκει ὁ Ναυπάκτου τραγικῶς, κατά τήν συνήθειάν του. Ἐνῷ γράφει ὅτι ἡ “μυστηριακή ἱερωσύνη εἶναι γιά τόν λαό, γιά νά ἐξυπηρετῇ τίς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ”, “ἐνῷ ἡ πνευματική ἱερωσύνη εἶναι ἐκείνη πού θά συνεχίσῃ νά λειτουργῇ στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο, ἐν τούτοις, δέεται τοῦ Κυρίου ὁ κ. Ἱερόθεος κατά τήν νεκρώσιμον ἀκολουθίαν “εἰς κεκοιμημένον ἱερέα”: “Καί ὥσπερ ἐπί τῆς γῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ σου λειτουργόν αὐτόν κατέστησας, οὕτω καί ἐν τῷ οὐρανίῳ σου θυσιαστηρίῳ ἀνάδειξον, Κύριε· ἐπί ἀνθρώπων πνευματικῇ ἀξίᾳ κατακοσμήσας, ἐπί Ἀγγέλων τῇ σῇ δόξῃ ἀκατάκριτον πρόσδεξαι” (Ἀρχιερατικόν, Ἀποστολική Διακονία, σελ. 148)»[21].

Εἶναι πρόδηλη ἡ ἀδυναμία κατανοήσεως τοῦ νοήματος τῆς παραπάνω ἀρχιερατικῆς εὐχῆς ἀπό τόν π.Ἰ.Δ.. Ἐπισημαίνουμε τρία σημεῖα γιά νά γίνη αὐτό κατάδηλο.

Πρῶτον, ἡ «πνευματική ἱερωσύνη» εἶναι προϋπόθεση τῆς μυστηριακῆς. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι πρέπει νά μετέχουν σ’ αὐτήν ὅλοι ὅσοι λαμβάνουν χειροτονία. Δηλαδή δέν εἶναι ξένες καί ἀνεξάρτητες μεταξύ τους οἱ δύο «ἱερωσύνες», γι’ αὐτό ἄλλωστε ὁ πληθυντικός: «ἱερωσύνες», πού ἐδῶ συμβατικά χρησιμοποιεῖται, εἶναι θεολογικά ἀδόκιμος.

Δεύτερον, ὁ π.Ἰ.Δ. θά πρέπη νά θυμᾶται ὡς κληρικός καί ὡς ἐπανεκδότης τῆς Πατρολογίας, ὅτι σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, «πάντας ὁ Θεός οὐ χειροτονεῖ»[22] καί ὅτι πολλές χειροτονίες «οὐκ ἀπό θείας γίνονται χάριτος, ἀλλά καί ἀπό τῆς τῶν ἀνθρώπων σπουδῆς»[23]. Ἐνεργεῖ βέβαια ὁ Θεός μέσῳ ὅλων –καί τῶν ἀναξίων– Ἱερέων. Ἡ εὐχή ὅμως πού διαβάζεται σέ κεκοιμημένο κληρικό προϋποθέτει ὅτι ὁ Θεός «λειτουργόν αὐτόν κατέστησε» στήν Ἐκκλησία. Δέν ἔλαβε δηλαδή τήν χειροτονία «ἀπό τῆς τῶν ἀνθρώπων σπουδῆς», ἀλλά ἀπό τόν Θεό, πράγμα πού σημαίνει ὅτι σέ κάποιο βαθμό μετεῖχε τῆς «πνευματικῆς ἱερωσύνης». Βέβαια, ἡ εὐχή αὐτή διαβάζεται, χωρίς διάκριση, σέ ὅλους τούς κεκοιμημένους Ἱερεῖς, αὐτοί μάλιστα πού συγκαταλέγον-ται στήν κατηγορία πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ἔχουν προφανῶς μεγαλύτερη ἀνάγκη. Τό περιεχόμενό της πάντως δείχνει τήν σύνδεση τῆς «μυστηριακῆς» μέ τήν «πνευματική» ἱερωσύνη.

Καί τρίτον, ὁ Ἀρχιερέας προσεύχεται γιά τόν κεκοιμημένο Ἱερέα: «ὥσπερ ἐπί τῆς γῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ σου λειτουργόν αὐτόν κατέστησας, οὕτω καί ἐν τῷ οὐρανίῳ σου θυσιαστηρίῳ ἀνάδειξον, Κύριε· ἐπί ἀνθρώπων πνευματικῇ ἀξίᾳ κατακοσμήσας, ἐπί Ἀγγέλων τῇ σῇ δόξῃ ἀκατάκριτον πρόσδεξαι», διότι ἐνῶ ὁ Θεός τόν κατακόσμησε μέ «πνευματική ἀξία», ἐνόσω ἦταν ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, τώρα πού βρίσκεται μεταξύ τῶν ἀγγέλων δέν εἶναι βέβαιη ἡ διατήρηση τῆς «ἀξίας» του, δηλαδή ἡ συνέχιση τῆς λειτουργίας του. Ἀλλιῶς δέν θά εἶχε νόημα ἡ εὐχή τοῦ Ἀρχιερέως. Στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο μαζί μέ τήν «τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν» εἶναι ἀπαραίτητη καί «ἡ τῶν ἔργων ἐπίδειξις»[24]. Δέν ἀρκεῖ δηλαδή μόνη ἡ χειροτονία. Ἡ ἀνεξάλειπτη –ὄντως– ἱερωσύνη στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο μένει ἀργή, ὅταν ἡ ὕπαρξη τοῦ Ἱερέα δέν ἀνταποκρίνεται στήν χάρη τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ πού ἔλαβε. Ἐπιπλέον ἡ χάρη τῆς ἱερωσύνης θά δράση κολαστικά στόν φορέα της, ἐάν αὐτός ἀποδειχθῆ –λόγῳ σκοτισμένου νοῦ καί ἀκάθαρτης καρδιᾶς– ἀνίκανος νά ἀνταποκριθῆ στήν ἀέναη ἐπουράνια λειτουργία της. Αὐτοί ὅμως πού ἐνεργοῦσαν ἀπό τόν παρόντα αἰώνα στό θυσιαστήριο τῆς ψυχῆς τους τήν «νοερά ἱερουργία» –λαϊκοί, κληρικοί, ἄνδρες, γυναῖκες– θά συνεχίσουν ἀέναα καί στό ἐπουράνιο.

Μέ λίγα λόγια τό ἐπιχείρημα πού ἔφερε ὁ π.Ἰ.Δ. ἦταν εἰς βάρος τῶν ἀπόψεών του.

Κινούμενος στόν δικό του θεολογικό χῶρο, πού εἶναι ἄσχετος μέ τήν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὁ π.Ἰ.Δ. ἀπασχολεῖται μέ τήν «χειροτονία» τῶν λαϊκῶν πού ἔχουν τήν «πνευματική ἱερωσύνη» καί στοχάζεται μέ ἁπλοϊκό σχολαστικό τρόπο πάνω στό θέμα, δείχνοντας ὅτι ἀγνοεῖ παχυλῶς τό ἀντικείμενο πού πραγματεύεται. Ἄς παρακολουθήσουμε τόν στοχασμό του, τόν ὁποῖο διατυπώνει ἐν πολλοῖς μέ ἐρωτηματικό τρόπο:

«...Αὐτήν τήν ἀνύπαρκτον καί φανταστικήν “πνευματικήν ἱερωσύνην” τοῦ κ. Ἱεροθέου τήν ἔλαβον οἱ νεοφανεῖς “ἱερεῖς” μετά τό  Βάπτισμα; Ἐάν μετά τό Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα, τότε ἡ ἱερωσύνη αὐτή εἶναι ἐκτός τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ οὐδείς ἐχειροτόνησε αὐτούς. Ἐάν κατά τό βάπτισμα, τότε ὑπό ποίαν ἔννοιαν καί ἐξήγησιν ὑπάρχουν τινές ἐκ τῶν βαπτισθέτων, οἱ ὁποῖοι στεροῦνται τῆς λεγομένης αὐτῆς «πνευματικῆς ἱερωσύνης»; Ἐάν ὅλοι οἱ βαπτισθέντες λαμβάνουν αὐτήν τήν «ἱερωσύνην», κατά ποῖον τρόπον, ἀφῃρέθη αὐτή ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν ἐγένοντο «κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ»; Ποῖος καί πότε καθῄρεσεν αὐτούς; Πῶς καθίσταται δυνατή ἡ διάγνωσις τῆς ἐν λόγῳ καινοφανοῦς «ἱερωσύνης» ἀπό ἕνα χριστιανόν, ἀφοῦ δέν θά ὑπάρχῃ χειροτονητήριον Γράμμα;»[25].

Περί τῆς «πνευματικῆς ἱερωσύνης» μιλᾶ ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι «καινοφανής» ἄποψη. Ἄν ὁ π.Ἰ.Δ. θέλει ἀλλιῶς νά ἀντιλαμβάνεται σαφῆ ἁγιογραφικά καί πατερικά κείμενα, εἶναι θέμα δικῆς του ἐπιλογῆς. Δέν δικαιοῦται ὅμως νά ὁδηγῆ ἔξω ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἁπλούς Χριστιανούς πού τόν ἐμπιστεύονται.

Θυμίζουμε κάποια ἀπό τά χωρία στά ὁποῖα παραπέμπει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου στό  βιβλίο του Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, γιά τήν «πνευματική ἱερωσύνη» καί τούς σχετικούς μέ αὐτήν βαθμούς, ἐκτός ἀπό τό παραπάνω χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτη:

«... τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καί λούσαντι ἡμᾶς ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ, καί ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῷ καί πατρί αὐτοῦ» (Ἀποκ. α΄, 5-6).

«ὑμεῖς δέ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς περιποίησιν» (Α΄Πέτρ. β΄, 9).

«Παρακαλῶ οὗν ὑμᾶς, ἀδελφοί, διά τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τά σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τήν λογικήν λατρείαν ὑμῶν» (Ρωμ. ιβ΄, 1).

«... ἡ μέν τῶν ἱεραρχῶν τάξις, τελειωτική καί τελεσιουργός· ἡ δέ τῶν ἱερέων φωτιστική καί φωταγωγός· ἡ δέ τῶν λειτουργῶν (διακόνων) καθαρτική καί διακριτική» (Ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης)[26].

«Διακόνου λόγον ἐπέχει ὁ πρός τούς ἱερούς ἀγῶνας ἀλείφων τόν νοῦν καί τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς ἀπελαύνων ἀπ’ αὐτοῦ. Πρεσβυτέρου δέ, ὁ εἰς τήν γνῶσιν τῶν ὄντων φωτίζων καί τήν ψευδώνυμον γνῶσιν ἐξαφανίζων. Ἐπισκόπου δέ, ὁ τῷ ἁγίῳ μύρῳ τελειῶν τῆς γνώσεως καί προσκυνήσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος» (Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής)[27].

Οἱ βαθμοί τῆς μυστηριακῆς ἱερωσύνης πρέπει νά συνδέονται μέ τούς βαθμούς τελειώσεως, δηλαδή μέ τήν «πνευματική ἱερωσύνη». Ὁ ἀπ. Παῦλος προτρέπει τούς πιστούς νά προσφέρουν «εὐάρεστον τῷ Θεῷ» τήν λογική λατρεία τους, ἡ ὁποία εἶναι τό νά προσφέρουν τά σώματά τους ζωντανή θυσία στόν Θεό. Καί ἔτσι, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης:

«...τρόπον τινα κάθε ἕνας ἀπό ἡμᾶς τούς Χριστιανούς γίνεται ἀρχιερεύς τοῦ ἑαυτοῦ του, καί σφάζει μέν καί θανατώνει τάς κακάς ἐπιθυμίας, καί τά πονηρά θελήματα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, παραστέκεται δέ πάντοτε νοερῶς ἔμπροσθεν εἰς τόν Θεόν, καί τόσον φρίττει καί φοβεῖται εἰς κάθε του ἔργον, καί λόγον, καθώς φοβεῖται καί ὁ ἀρχιερεύς, ὅταν παραστέκεται μέσα εἰς τό Ἅγιον Βῆμα, καί θυσιαστήριον»[28].

Ἡ «πνευματική ἱερωσύνη» συνδέεται μέ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, τήν συνέργειά του στό ἔργο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μεταδίδεται ποικιλοτρόπως στούς ἀνθρώπους, πρωτίστως βέβαια μέσῳ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Χωρίς τήν «κατ’ ἀρετήν πολιτείαν» ἡ Χάρη τῶν Μυστηρίων μένει ἀνενεργός. Ὁπότε, ὅσοι ἔλαβαν τό Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα, ἀλλά δέν ζοῦν σύμφωνα μέ τήν πίστη πού ὁμολογήθηκε κατά τήν τελετή τοῦ Βαπτίσματος, κρατοῦν μέσα τους ἀνενεργό τήν Χάρη τοῦ Μυστηρίου. Δηλαδή μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους «αὐτοκαθαιρέθηκαν» καί δέν συγκαταλέγονται στό «πνευματικό ἱερατεῖο», ἀφοῦ ἑκουσίως ἀποξενώθηκαν –μέ τόν σκοτασμό τοῦ νοῦ καί τήν ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς τους– ἀπό τήν «τοῦ νοός ἱερουργία». Δέν χρειάζεται κάποιος νά τούς καθαιρέση, ὅπως δέν χρειάζονται «χειροτονητήρια γράμματα» γιά νά μποροῦν νά τούς ἀναγνωρίζουν οἱ πιστοί. Δέν χρειάζονται ἀναγνώριση. Τό μόνο στοιχεῖο ἀναγνώρισης πού χρειάζονται εἶναι τό Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα πού ἔλαβαν. Ἡ κατάστασή τους ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τόν διακριτικό πνευματικό πατέρα καί ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού λαμπρύνει τήν ὕπαρξή τους καί τούς ἀποκαλύπτει, σέ ὅσους εἶναι δεκτικοί αὐτῆς τῆς Χάριτος. Ἡ «λειτουργία» τους, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, δέν εἶναι «θεσμική» καί δέν ἐμπλέκεται στήν διοικητική διάθρωση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὅμως παρά ταῦτα οὐσιαστική, γιατί εἶναι ἡ ἐν Χάριτι φυσική ζωή καί λειτουργία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι, πάντως, προκλητικά γραφειοκρατική –ὅπερ σημαίνει παπική– ἡ ἀντίληψη τοῦ π.Ἰ.Δ. γιά τήν λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Δέν μπορεῖ νά ἑρμηνευθῆ ἀλλιῶς ἡ ἀπαίτηση «χειροτονητηρίου γράμματος» γιά τήν ἀναγνώριση τοῦ βαθμοῦ τελειώσεως τοῦ πιστοῦ ἤ γιά τήν ἐνέργεια τῆς ἀδιάλειπτης μνήμης τοῦ Θεοῦ ἤ ἀκόμη γιά τήν «καύση» τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης πού ἐκφράζεται μέ τήν προσευχή ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου, γιατί αὐτές εἶναι κάποιες ἀπό τίς ἐνέργειες τῆς «πνευματικῆς ἱερωσύνης».

Ἡ «πνευματική ἱερωσύνη», λοιπόν, δέν εἶναι θεσμική λειτουργία, εἶναι ὅμως οὐσιαστική ὡς φυσική ἐν Χάριτι ζωή καί λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καί ὡς προϋπόθεση τῆς «μυστηριακῆς ἱερωσύνης». Τό πόσο οὐσιαστική εἶναι μᾶς τό λέει μέ καυτερό λόγο ὁ ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος, τοῦ ὁποίου τήν διδασκαλία παρουσιάζει ὡς ἐξῆς ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου:

«Ὁ Νικήτας ὁ Στηθᾶτος διδάσκει ὅτι, ἄν κάποιος ἱερεύς, διάκονος ἤ καί μοναχός ἀκόμη μετέχη τῆς θείας Χάριτος, μέ ὅλες τίς προϋποθέσεις πού καταγράφουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, “οὗτος ἐπίσκοπος ἀληθής”, ἔστω κι ἄν δέν ἔχη χειροτονηθῆ ἀπό τούς ἀνθρώπους ἐπίσκοπος καί ἱεράρχης. Ἀντίθετα, ὅποιος εἶναι ἀμύητος αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι “ψευδώνυμος ὄντως, κἄν τῇ χειροτονίᾳ μέγα φρονῇ τῷ ἀξιώματι τῶν ἄλλων ἁπάντων ὑπερκαθέζηται καί καταμωκᾶται τούτων καί κατεπαίρηται»[29].

Ὁ κανονικά χειροτονημένος «ψευδώνυμος» ἱεράρχης, σύμφωνα μέ τόν χαρακτηρισμό τοῦ ἁγίου Νικήτα τοῦ Στηθάτου, ἔχει ἐνεργοῦσα τήν «μυστηριακή ἱερωσύνη», ἀλλά ἀνενεργό τήν «πνευματική». Τελεῖ τά Μυστήρια, ἀλλά δέν ἁγιάζεται ἀπό αὐτά, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Καί ἐπίσης δέν μπορεῖ νά βοηθήση τούς ποιμαινομένους στήν πνευματική τους πορεία, στήν θεραπεία τῆς ψυχῆς τους ἀπό τά ἀρρωστήματα τῶν παθῶν.

Αὐτός καί στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο θά εἶναι «ἀνενεργός». Θά εἶναι μᾶλλον καιόμενος ἀπό τήν ἀνεξάλειπτη μυστηριακή ἱερωσύνη, ἡ ὁποία δέν θεμελιωνόταν σέ ἐνεργοῦσα πνευματική ἱερωσύνη.


[1]. Γρηγορίου Παλαμᾶ Ε.Π.Ε., τόμος 2ος, σ. 182.
[2]. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα Χρήστου, τόμος Α΄, σ. 422.
[3]. ἔνθ. ἀνωτ. τόμος Α΄, σ. 644.
[4]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 32.
[5]. Γρηγορίου Θεολόγου Ἔργα, ΕΠΕ, τόμος 4ος, σ. 14.
[6]. Ἡ θεολογική τραγωδία... σ. 20.
[7]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 58-59.
[8]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 83-84.
[9]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 83.
[10]. Φιλοκαλία Β΄, σ. 210, ρα΄. Βλέπε σχετικά: Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία,      σ. 263.
[11]. ἁγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β΄, σ. 46, νγ΄.
[12]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 283.
[13]. Βλέπε: ἔνθ. ἀνωτ. σ. 86.
[14]. Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 28.
[15]. Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου εἰς Νικοδήμου Ἑρμηνεία Ἐπιστολῶν τόμος Α΄, σ. 227, σημ. 2.
[16]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 59.
[17]. Μιά ἄλλης μορφῆς κακοποίηση κειμένου τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου σέ σχέση μέ τήν ἱερωσύνη βλέπε στό κεφάλαιο: «Κριτήριον τῆς ἀληθείας» καί «ἀρχηγός τῆς σωτηρίας».
[18]. Φιλοκαλία Δ΄, σ. 51, ριβ΄.
[19]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 84.
[20]. Α΄ Ἰω. 3, 2.
[21]. Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 27-28.
[22]. PG 62, 610.
[23]. ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου: Οἱ περί Ἱερωσύνης λόγοι, ἑρμηνεία Χρήστου, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σ. 150. Βλέπε σχετικά: Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 64.
[24]. Βλέπε: Καθίσματα Ὄρθρου Δευτέρας, βαρέος ἤχου.
[25]. Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 28-29.
[26]. PG 3, 506-508, παρ. 6 καί 7.
[27]. Φιλοκαλία Β΄, σ. 16, κα΄.
[28]. ἁγ. Νικοδήμου, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ ἀπ. Παύλου, τόμος Α΄, σ. 136.
[29]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 85.

συνεχίζεται
Πρόκειται γιά ἀπάντηση στήν κριτική καί σέ ὁρισμένες ἀπό τίς θέσεις πού περιέχονται στό βιβλίο τοῦ Πρωτοπρ. Ἰωάννου Διώτη: «Ἡ θεολογική τραγωδία τοῦ Ναυπάκτου Ἰεροθέου», Ἀθήνα 2008.

Ἐκτός ἀπό τίς ὑβριστικές ἐκφράσεις γιά τόν Μητροπολίτη π.Ἰερόθεο καί τόν μακαριστό γέροντα Σοφρώνιο Ζαχάρωφ – ἀνάρμοστες γιά τήν γραφίδα χριστιανοῦ, καί πολύ περισσότερο πρεσβυτέρου τῆς Ἐκκλησία- στό βιβλίο τοῦ π.Ἰωάννου Διώτη περιέχονται ἐπιπλέον θεολογικά καί ποιμαντικά λάθη ἐπικίνδυνα γιά τούς ἁπλούς χριστιανούς οἱ ὁποῖοι ἀνεξέταστα τό διάβασαν ἤ θά τό διαβάσουν.
Αναδημοσίευση από το εγκόλπιο

Δεν υπάρχουν σχόλια: