Ἐν ὅσῳ ἡ φιλέορτος τηλεσυντροφιά μου προσπαθεῖ νὰ ντύσει τὴ σαλάτα τοῦ Καίσαρος, ἤτοι νὰ ἐτοιμάσει τὸ ντρέσσινγκ γιὰ νὰ μετριάσει τὴν πρασινάδα τοῦ χορταρικοῦ, ὁ νοῦς περισπᾶται κατ’ ἄμφῳ, καὶ πλανᾶται σ’ ἕνα παράλληλο ζάππινγκ.
Κάποτε λοιπόν, μιὰ φορὰ κι’ ἕναν καιρό, τὸ νὰ ὑπογράφεις ἔμοιαζε μοναχὰ προνόμιο τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου ἢ ἀλλιῶς τοῦ ἐλέῳ Θεοῦ αὐτοκράτωρος τῶν Ρωμαίων. Ἔπειτα ἦρθαν τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα κι’ ἐμεῖς μιμούμενοι τὴν ἄλλοτε κραταιὰ πορφυρὴ ὑπογραφή του, τοποθετοῦμε μ’ εὐκολία κάποιο σημάδι ὁπουδήποτε χρειαστεῖ νὰ κατοχυρώσουμε τὴν ἀτομικότητά μας, τὴν idiotικὴ βασιλεία μας.
Αὐτὰ ὡς πρὸς τὸ ὑπογράφειν κατὰ τοὺς προηγούμενους αἰῶνες, καθὼς τώρα στὰ χρόνια τῆς ὕστερης μετανεωτερικότητας, καθίσταται ὲπιτακτικότερο τὸ νὰ γράφεις ἢ τὸ νὰ μιλᾶς ἐλεύθερα, ἐν γένει τὸ νὰ ἐκφράζεσαι καὶ εἶναι μᾶλλον τὸ αὐτονόητο, καὶ τὸ πλέον εὐκολότερο. Ὅμως, τί ἐστιν
εὐκοπώτερον[1];
Ἡ φλυαρία ξεμοιάζει μὲ τέχνη παρὰ
μὲ συνήθεια ποὺ δύσκολα κόβεται, εἰδήμονες καὶ μή, ἀδόλεσχοι σχολιαστὲς ἐπὶ
παντὸς ἐπιστητοῦ, κι’ ἐμεῖς κακοὶ ἀντιγραφεὶς ἀποσπασμἀτων ἐξαντλούμαστε σὲ ἐξυπνακισμούς.
Ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίστηκαν, διώχθηκαν, βασανίστηκαν, μαρτύρησαν,
θυσιάστηκαν μπροστὰ στὸ δικαίωμα τοῦ νὰ γράφεις, νὰ μιλᾶς, νὰ ἐκφράζεσαι ἐλεύθερα.
Καὶ τώρα τάχα τί; Στὰ χρόνια τῆς εὐκολίας, ὄπου μερικὰ πλήκτρα καὶ κουμπιὰ μᾶς
καθιστοῦν ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ συμμετέχοντες σὲ δημόσιο διάλογο, κοινοποιοῦντες τῆς
εὔθραστης διάθεσής μας πάντα μὲ τὴν προσδοκία κάποιοι νὰ μᾶς ἀκολουθοῦν,
διαμοιράζοντες γνώσεις μεταξύ ἀγνώστων, φτάσαμε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ἡ
πληροφορία πλέον δὲν πληροῖ, καὶ τὸ κενὸ μεγαλώνει. Μοιάζουν ὅλ’ αὐτὰ σὰν τὴν ἄλλη
πλευρὰ τοῦ ἴδιου νομίσματος που τρέφει τὸ μηχάνημα τοῦ ἀνικανοποίητου, τὸ θηρίο
τῆς ἀκόρεστης αὐταρέσκειας.
Τιτιβίσματα ἢ κελαηδισμοί, στάτους, ἀναλύσεις,
γρήγορα συμπεράσματα, τρολαρίσματα, ἐντυπώσεις, συνταγὲς ζωῆς, ἀποσπάσματα
ὁμιλιῶν, βαρυσήμαντες δηλώσεις ἐπωνύμων, ρήσεις μεγάλων ἀνδρῶν, στιχάκια, τσιτάτα,
σκίτσα, εἰκόνες ποὺ σημαίνουν χίλιες λέξεις, ἀποφθέγματα, εὔκολες
εὐαισθητοποιήσεις καὶ καταγγελίες, κοινοτυπίες, κλισέ, βερμπαλισμοὶ καὶ ἄλλα
τινά, μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἀποσπασματικὴ καὶ ἰδιαίτερη προσωπική μας ἄποψη,
συρρέουν σ’ ἕνα ἰλιγγιῶδες μᾶλλον, πλανητικὸ διαδικτυακὸ πανηγύρι. Γνῶμες ἔωλες,
διφορούμενες καὶ ἐν ταυτῷ δορυφορούμενες περὶ τὴν ὑδρόγειο, συγκροτοῦν ἄραγε̇
θωρακίζουν μᾶλλον, μὲ ἀόριστες βεβαιότητες τὸ κάθε ἄτομο, παρὰ ἐπικοινωνοῦν τὶς
ἀγωνίες του. Στριφογυρίζουν μήπως καὶ καταφέρουν νὰ ντύσουν τὴν ἀνασφαλὴ καὶ
γυμνή μας ὕπαρξη.
Ρᾶον
σιωπήν[2]. Ἕνας Σύρος λοιπόν,
πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερις αἰῶνες περίπου, μᾶς ὑπενθυμίζει σὲ ξεχασμένα ἑλληνικά̇ εἶναι
πιὸ εὔκολη ἡ σιωπή, ἢ μᾶλλον καλύτερα νὰ σιωπήσουμε, μᾶς λέει ὁ πολυγραφότατος
ποιητὴς Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, διωκόμενος Ρωμαίων τε καὶ Ἀράβων.
Ἂς σωπάσουμε μπροστὰ στὸ θαῦμα τῆς Ἐνσαρκωσης
τοῦ Λόγου. Ἂς σωπάσουμε μπροστὰ στὴν ὀδύνη ποὺ περνᾶ δίπλα μας ἐνῶ ἐμεῖς χαϊδεύουμε ἀπαλὰ τὴν στιλπνὴ ὀθόνη τῆς
ἔξυπνης μικροσυσκευῆς μας.
Δύσκολα
πράγματα. Ἀναλωνόμαστε σὲ λόγια καὶ ὁ Λόγος φεύγει.
Πῶς
νὰ ντύσουμε λοιπὸν τὴν μεταπτωτική μας γύμνια; Τέσσερις στίχοι τοῦ Ηλία Λάγιου
ἀπὸ τὸ ποιήμα Πρωτοχρονιὰ μᾶς φέρνουν
στὸν νοῦ τὴν παπαδιαμαντικὴ πατατοῦκα: Καὶ στὴν Δεξαμενὴ ὡς δεῖς ν’
ἁπλώνει/τοῦ κυρ Ἀλέξανδρου ὁ ἐπενδύτης,/θὰ τυλιχτεῖς πρηνής, θύμα καὶ
θύτης,/λευκὸ σεντόνι.
Τραγικὰ ἐπαναπαυμένοι στὴν μικροαστική μας
φορεσιά, προσπαθοῦμε μάταια νὰ καλύψουμε τὴ γύμνια μας, λησμονώντας πὼς ἡ πίστη
δὲν εἶναι μιὰ ἰδεολογικὴ ὀμπρέλα ποὺ μᾶς ἀσφαλίζει, ἢ ποὺ μᾶς καθιστᾶ λιγότερο
εὐάλωτους στὴν καταιγίδα τῶν ἀναπάντητων ἐρωτημάτων τῆς ὕπαρξης, τῆς ζωῆς καὶ
τοῦ θανάτου, ἀλλ’ εἶναι καρπὸς ἑνὸς καθημερινοῦ ἀγωνίσματος, ἀγῶνα μαζὶ καὶ
ἀγωνίας, ἀπαύγασμα ἐκείνου τοῦ βιώματος καὶ τῆς ἐμπειρικῆς σχέσης προσώπων καὶ
πραγμάτων, ποὺ μερικὲς δεκαετίες πρὶν ἔβγαζε τοὺς ἀλαφροΐσκιωτους Ἕλληνες, μετὰ
ἀπὸ παρατεταμένη ἀνομβρία, σὲ λιτἀνευση τοῦ εἰκονίσματος κάθε προσφιλοῦς Ἁγίου,
μὲ τὴν κοινὴ αἴσθηση τῆς παρουσίας του καὶ τὴν πεποίθηση τῆς σχεδὸν αὐτόματης
ἀνταπόκρισης τῶν ἐπουρανίων, κρατώντας τὴν ὀμπρέλα στὸ χέρι πρὶν κᾶν ξεκινήσουν
τὴν παρακλητικὴ δέηση. Τέτοια πίστη ἔντυνε τὸ ἀγράμματο κατὰ τὰ ἄλλα,
ἐκκλησιαστικὸ σῶμα.
Πρεσβείαις τῶν Σύρων Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ
πάντων τῶν Ἀγίων καὶ τῆς Θεοτόκου, Κύριε Ίησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον
ἡμᾶς. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου