Ανδρέα Κυριακού
Λευκωσία,
Τρίτη βράδυ, πέντε Μαΐου, γύρω στις εφτάμισυ. Η γιαγιά Ηλιού στο
κρεββάτι του πόνου, στο Νοσοκομείο. Γύρω συμπαραστέκονται τα παιδιά, τα
εγγόνια, οι συγγενείς. Ξάφνου η γιαγιά έκλεισε τα μάτια. Κατάλαβαν ότι
αναχωρεί. Αναχώρησε, όχι απροετοίμαστη, όπως τόσοι και τόσοι, αλλά σαν
έτοιμη από καιρό.
Δεν ήταν και λίγα τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη της. Πάνω από 96. Στο μικρό χωριό της τυραννίστηκε μια ζωή με τις έγνοιες τις καθημερινές, τη σκληρή δουλειά στο σπίτι, στ’ αμπέλια, στα περιβόλια. Με το αδιάκοπο πότισμα των περιβολιών, των φουντουκιών. Από την άλλη τα λιγοστά ζώα με την καθημερινή φροντίδα, οι όρνιθες, οι αίγιες, ο γάδαρος, ο απαραίτητος στα κακοτράχαλα βουνά της Πιτσιλιάς. Κοντολογίς όλα τα είχε στο κεφάλι της μιάς κι ο άντρας της έπρεπε να δουλέψει στην πόλη, αφού με τη λιγοστή γη και τα πενιχρά εισοδήματα δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα.
Δεν
ήταν η μόνη. Έτσι κάνανε όλες οι γυναίκες του χωριού, αφού οι άντρες
κατέβαιναν καθημερινά στην πόλη. Μα η γιαγιά Ηλιού ήταν ξεχωριστή. Δεν
γκρίνιαζε, ούτε φώναζε υστερικά, ούτε μπλεκόταν στ’ ατέλειωτα
κουτσομπολιά και στους συχνούς καυγάδες. Τα χέρια της ήταν πάντα
κουρασμένα, μα το χαμόγελο δεν έλειπε από τα χείλη της. Ήξερε πάντα να
λέει: Δόξα σοι ο Θεός! Μόνη της ξεκούραση η Κυριακή, που δεν μπορούσε να
φανταστεί πως θ’ απουσιάσει από την εκκλησιά τα Άη Γιώρκη.
Μετά
το θάνατο του άντρα της, που ήταν για χρόνια επίτροπος στην εκκλησιά,
αναγκάζεται ν’ αφήσει το αγαπημένο της περιβάλλον, το χωριό, τις
γειτόνισσες, τα περιβόλια, τ’ αμπέλια της. Μένει κοντά στα παιδιά της
στα Λατσιά. Όμως δεν ξεχνά την εκκλησία. Κι έδω τακτική στη λατρεία του
Θεού. Τώρα οι μέριμνες έχουν περιοριστεί και η γιαγιά διαβάζει, συνεχώς
μελετά. Εντρυφά σε Βίους Αγίων, προσεύχεται, καλλιεργεί την ευχή του
Ιησού. Προσεύχεται για όλους. Για τα παιδιά, τα έγγονια της και όχι
μόνο. Τακτική στην εξομολόγηση και τη θεία κοινωνία. Ο θάνατος του
πρωτότοκου γιού της σίγουρα τη συγκλονίζει, αλλά, επειδή αποκούμπι της
είναι η πίστη, κρατάει γερά, «τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν».
Παρά το ότι δεν μπορεί να περπατήσει καλά, ακόμη και σε μακρινά
ξωκκλήσια, σαν αυτό του Αγίου Νικολάου στο Σύμφυλλο, δίνει το παρόν της
ακουμπισμένη στον Π.. Βλέπει τους χωριανούς και χαρίζει και σ’ αυτούς το
μόνιμό της χαμόγελο.
Ήταν
Τετάρτη, έξι Μαΐου, όταν η γιαγιά Ηλιού αφήνει για πάντα τον κάμπο.
Ξαναγυρνά στο χωριό της, την Άλωνα την αγαπημένη. Την αποχαιρετούν στον
Αγιο Γεώργιο παιδιά, εγγόνια, συγγενεις, χωριανοί και φίλοι και γνωστοί.
Μακαρία η οδός η πορεύη σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως.
Ακούγεται το «Χριστός ανέστη». Γήρας τίμιον, αλλά και
πολυχρόνιον. Φρόνησις, αλλά και βίος ακηλίδωτος. Την παρακαλούμε, εμείς
οι περιλειπόμενοι, να συνεχίσει να εύχεται..
πηγή
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου