Σάββατο 18 Απριλίου 2015

ὁ Ἔρωτας τὸν Θάνατο μπόρεσε νὰ νικήσει


Ἄνοιξέ μου, ἀδελφή μου, φίλη μου

Στίχοι: Σολομῶν, (Ἄσμα Ἀσμάτων, μικρὴ παραλλαγὴ
τοῦ ἀποσπάσματος ποὺ περιέχεται στὸ βιβλίο τοῦ
Pierre Louÿs Ἀφροδίτη, μετάφραση: Γιῶργος Τσουκαλᾶς,
Ἄγκυρα, Ἀθήνα 1969, σελ. 141)
Μουσική: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς
Ἑρμηνεία: Ἐλευθερία Ἀρβανιτάκη, Χειμερινοὶ Κολυμβητές


Ἤμουνα κοιμισμένη, ἀλλὰ ἡ καρδιά μου ἀγρυπνοῦσε
εἶν᾿ ἡ φωνὴ τοῦ πολυαγαπημένου μου...
Χτύπησε τὴν πόρτα.
Νά τον, ἔρχεται
πηδώντας πά᾿ στὰ βράχια,
ὅμοιος μὲ κατσίκι,
ἢ μ᾿ ἐλαφάκι.
Ὁ πολυαγαπημένος μου μιλάει καὶ μοῦ λέει:
Ἄνοιξέ μου, ἀδελφή μου, φίλη μου.
Τὸ κεφάλι εἶναι γεμάτο ἀπὸ δρόσο.
Τὰ μαλλιά μου ἀπὸ τὶς στάλες τῆς νυχτιᾶς.
Σήκω, φίλη μου·
ἔλα, ὄμορφη κοπέλα.
Νὰ ποὺ ὁ χειμώνας πέρασε
καὶ ἔφυγ᾿ ἡ βροχή.
Τὰ λουλούδια φυτρώνουν πά᾿ στὴ γῆ.
Ἔφτασ᾿ ὁ καιρὸς τοῦ τραγουδιοῦ,
ἀκούγετ᾿ ἡ τρυγόνα.
Σήκω, φίλη μου·
ἔλα, ὄμορφη κοπέλα.

 

Ἡ συντομία τοῦ ὀνείρου

Τρέχει μέσ᾿ στὰ χαράματα τὸ ἐλάφι
ποὺ εἶναι ἡ χαρά μου τόσος ἀντίλαλος
ἐδῶ ποὺ κατοικῶ
ἕνα πουλὶ ἀπὸ καπνὸ ἀνέρχεται στὸ ξημέρωμα.
Ἰδοὺ ὁ Τρέχων
ἔχει σφάξει τὸ ἀρνὶ στὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων.
Θριαμβικὴ νεφέλη ὄχημα παλαιὸ ἰδοὺ ὁ Τρέχων
καὶ τὸ σύρουν
ἄλογα τρυπημένα στὰ λάμποντα πλευρά.
Μέσα στὸ ὄχημα βρίσκομαι καὶ πηγαίνω
πρὸς τὸν ἄγνωστο προορισμό μου.

Τοῦ Ἔρωτα καὶ τοῦ Θανάτου

 

Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Στίχοι: Μαρία Μουτσάκη
Στῆς πικροδάφνης τὸν ἀνθὸ καὶ στῆς ἰτιᾶς τὸ δάκρυ

ποὺ στάζει ὅλο παράπονο στῆς ποταμιᾶς τὴν ἄκρη,

στοῦ κόρφου σου τὰ βότανα καὶ στὴν ποδιά σου πάνω

ἔγειρα νὰ ἀποκοιμηθῶ, τὸν πυρετό νὰ γειάνω.



Ἔκλεισα τὰ ματάκια μου κι εἶδα ὄνειρο μεγάλο,

πὼς σὲ μιὰ αὐλή, γιὰ χάρη σου, πάλευα μὲ τὸ χάρο.

Καὶ φώναξες σὰν σ' ἄρπαξε καὶ μ' εἶδες νὰ σαστίζω:

«Μὴ μὲ φοβάσαι ἀγάπη μου λιβάνι κι ἂν μυρίζω,

μόνο σκουλήκι νὰ γενεῖς, να 'ρθεῖς νὰ μ' ἀνταμώσεις,

κρυφὰ στὸ σῶμα μου νὰ μπεῖς, γλυκὸ φιλί νὰ δώσεις.

Ἕνα φιλὶ ἀλλιώτικο ποὺ ἀνάσα δὲ θὰ φέρνει

μὰ μὲς στῆς γῆς τὶς μυρωδιὲς τὰ κάλλη μου θὰ σπέρνει».



Σκουλήκι γίνηκα κι ἐγὼ κι ἦρθα νὰ σ' ἀνταμώσω,

κρυφὰ στὸ σῶμα σου νὰ μπῶ, γλυκὰ φιλιὰ νὰ δώσω.

Στὸ ἔμπα χίλια σού 'δωκα, στὸ ἔβγα δυὸ χιλιάδες,

γλυκὰ νὰ λιώσεις, νὰ χυθεῖς, σὰν τὶς χλωμὲς λαμπάδες.



Κι ἐκεῖ στῆς γῆς τὶς μυρωδιές, στὴν παιχνιδιάρα σήψη,

ὁ Ἔρωτας τὸν Θάνατο μπόρεσε νὰ νικήσει.

Ἀπ' τὰ φιλιά ποὺ χάρισα στὰ κάλλη τοῦ κορμιοῦ σου

λουλούδι φύτρωσε μικρὸ ποὺ πίνει ἀπ' τοὺς χυμούς σου.

Λουλούδι ποὺ κι ἂν μαραθεῖ τὴ μυρωδιά δὲν χάνει

γιατὶ δακρύζει σὰν ἰτιὰ κι ἀνθεῖ σὰν πικροδάφνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: