Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Ἀπὸ ἐκπλήξεως εἰς ἔκπληξιν...

Ὅταν ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης ἐδικαιολόγει τὴν διακοπὴν τοῦ Μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου



ΤΟΤΕ  ΔΙΕΦΩΝΕΙ  ΜΕ  ΤΑΣ  ΦΙΛΟΠΑΠΙΚΑΣ  ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΙΣ  ΚΑΙ  ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ  ΤΟΥ  ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ  ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ·  ΤΟΝ  ΕΠΕΚΡΙΝΕ  ΔΙΑ  ΤΑΣ  ΘΕΣΕΙΣ  ΤΟΥ  ΔΙΑ  ΤΟ  ΦΙΛΙΟΚΒΕ,  ΤΟ  ΑΛΑΘΗΤΟΝ  ΤΟΥ  ΠΑΠΑ·  ΚΑΘΩΡΙΖΕ  ΤΗΝ  ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗΝ  ΦΥΣΙΝ  ΤΗΣ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ·  ΕΤΟΝΙΖΕΝ  ΟΤΙ  Η  «ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ»  ΚΙΝΗΣΙΣ  ΕΥΡΕ  ΤΗΝ  ΘΕΟΛΟΓΙΑΝ  ΕΙΣ  ΤΗΝ  ΕΛΛΑΔΑ  ΕΙΣ  ΚΡΙΣΙΝ·  ΕΖΗΤΕΙ  ΝΑ  ΜΗ  ΓΙΝΟΥΝ  ΔΙΩΞΕΙΣ  ΔΙΑ  ΤΗΝ  ΔΙΑΚΟΠΗΝ  ΤΟΥ  ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ  ΚΑΙ  ΕΠΕΣΗΜΑΙΝΕ  ΤΟ  ΧΡΕΟΣ  ΤΗΣ  ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ  ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ  ΠΟΥ  ΗΤΟ  ΚΑΙ  ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ  Ο  ΠΙΣΤΟΣ  ΛΑΟΣ.


Παραθέτομεν κατωτέρω τὴν ὁμολογιακὴ ἀπάντησιν, τὴν ὁποίαν εἶχε δώσει πρὸς τὴν Ἱερὰν Κοινότητα τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης διὰ τὴν διακοπὴν τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου μετὰ τὰς φιλοπαπικὰς διακηρύξεις καὶ πράξεις τοῦ τελευταίου. Ἐτόνιζε τότε ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς: «παύσαμεν τ μνημόσυνον αἰσθανθέντες ὅτι ἐξέλιπε πᾶν περιθώριον ἀνοχῆς ἢ προθεσμία ἀναμονῆς».
Εἰς τὸ κείμενον ὁ τότε Καθηγούμενος τῆς Σταυρονικήτα ἤσκει σοβαρωτάτην κριτικὴν διὰ τὰς θέσεις, τὰς ὁποίας ἐξέφραζεν ὁ μακαριστὸς Πατριάρχης διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν Ὀρθοδόξων μετὰ τῶν Παπικῶν. Σήμερον, ποὺ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαος παναλαμβάνει ὅσα καὶ ὁ μακαριστὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ τότε Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα καὶ νῦν Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων ἔχει πολὺ διαφορετικὴν θέσιν. Τὴν ἀπάντησιν τοῦ πατρὸς Βασιλείου Γοντικάκη εἶχε δημοσιεύσει ὁ «Ο.Τ.» καὶ τὴν ἐπικαλοῦνται οἱ Ἁγιορεῖται Πατέρες εἰς τὴν εἰδικὴν ἔκδοσιν, τὴν ὁποίαν ἐξέδωσαν.
λόκληρος πάντησις



Τὸ πλῆρες κείμενον τῆς ἀπαντήσεως τοῦ τότε Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου Γοντικάκη ἔχει ὡς ἀκολούθως:


«πάντηση τς ερς Μονς Σταυρονικήτα , πρς τν ερ Κοινότητα, γι τν διακοπ το Μνημοσύνου το Πατριάρχου θηναγόρα.


Πρὸς τὴν Ἱερὰν Κοινότητα Ἁγίου Ὄρους | Εἰς Καρυὰς | 7 Ὀκτωβρίου 1970

Τήν Ὑμετέραν Πανοσιολογιότητα | ἀδελφικῶς ἐν Κυρίῳ κατασπαζόμεθα.

Ἀπαντῶντες εἰς τό ὑπ’ ἀριθμ. 139/Κ/ 5.9.70 Ὑμέτερον ἐγκυκλιῶδες γράμμα ὁμολογοῦμεν ὅτι ἐχάρημεν ἰδιαιτέρως, διότι θίγετε ἕνα πρόβλημα τόσον βασικόν καί θέτετε ἐρωτήματα σοβαρά ζητοῦντες λύσεις. Ἐρωτᾶτε:


«Ποία ἐκδήλωσις καί ποία ἐνέργεια ἐκ τοῦ Παναγιωτάτου κ. Ἀθηναγόρου θά ἦτο ἐνδεδειγμένη τόσον διά τήν καθησύχασιν τῶν συνειδήσεων ὅσον καί διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς διαταραχθείσης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος;».




1. Δυστυχς, ς ποδεικνύουν α λλεπάλληλοι καί πί σειράν τν πατριαρχικαί δηλώσεις δέν πρόκειται περί φραστικν λαθν δημοσιογραφικν νακριβειν λλά περί σταθερν πεποιθήσεων κφραζομένων εκαίρως καίρως μετά πάσης μφάσεως. Ἄρα δέν εἶναι δυνατόν μία ἐκδήλωσις τοῦ Πατριάρχου νά καθησυχάσῃ τήν ὀρθόδοξον συνείδησιν ἐφ’ ὅσον αἱ πεποιθήσεις τοῦ Φαναρίου καί ἡ διαγραφομένη πορεία του παραμένει ἡ αὐτή. Συγκεκριμένως εἰς τήν ἡμετέραν Μονήν, παρ’ ὅλην τήν ἁγιορειτικήν ἀντίδρασιν, ἐμνημονεύαμεν μέχρι τινός τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος φειδόμενοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος. Μετά δέ τήν περί Φιλιόκβε καί Πρωτείου, ὡς ἁπλῶν ἐθίμων, δήλωσιν τοῦ Πατριάρχου, παύσαμεν τό μνημόσυνον, ασθανθέντες τι ξέλιπε πν περιθώριον νοχς προθεσμία ναμονς.

Αἱ παρόμοιαι δηλώσεις δέν ἀποτελοῦν μόνον ἀναίρεσιν τῆς Θεοδιδάκτου καί ζωηφόρου παραδόσεως τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ἀλλά συγχρόνως ἐμπαιγμόν πρός τόν ταλαίπωρον Δυτικόν κόσμον, ὁ ὁποῖος κεκοπιακώς ἐκ τοῦ καύσωνος καί τῆς στείρας ὁδοιπορίας εἰς χώρους ἀβάτου καί ἀνύδρου ὀρθολογισμοῦ ζητεῖ, ἐνσυνειδήτως ἤ μή, τό ὕδωρ ἐκ τῶν πηγῶν τῆς σωτηρίας.



 

Ἡ ἐκφραζομένη πεποίθησις τοῦ Πατριάρχου (περί τοῦ ἀλαθήτου ὡς ἐθίμου) καί ἡ ὁραματιζομένη προοπτική του (διά τόν τρόπον τῆς ἑνώσεως) δέν τόν ἀποξενώνει ἁπλῶς ἀπό τήν Ὀρθόδοξον συνείδησιν καί τό ἐκκλησιαστικόν πλήρωμα, λλά τόν μφανίζει κιστα σοβαρόν καί ες τό πρόσωπον το δίου, το Πάπα, ὁ ὁποος μετ’ μφάσεως τόνισε –μετά τάς πατριαρχικάς ταύτας δηλώσεις– τό, Θεί δικαί, λάθητόν του καί τήν νωσιν τν κκλησιν νευ το «παραμερισμο τν ληθν δογμάτων» του. Τό νά κολουθε θεν τάς πατριαρχικάς καί οκουμενικάς κροβασίας κανείς, δέν πάδει πλς πρός τήν ρθόδοξον εροπρέπειαν λλά καί ντίκειται πρός τήν στοιχειώδη σοβαρότητα. Σαφῶς ἄλλωστε ἡ ἀποφυγή ἀπαντήσεως τοῦ Πατριάρχου διά τήν μετά τοῦ κ. Ἀλεξίου συνέντευξίν του, (παρά τήν ἐρώτησιν τῆς Ὑμετέρας Πανοσιολογιότητος), ὑποδηλοῖ τό ἔγκυρον τοῦ ἐν λόγῳ δημοσιεύματος καί τήν πατριαρχικήν προέλευσιν τῶν ἀπόψεων.



2. EINAI ΓΕΓΟΝΟΣ ὅτι ἡ οἰκουμενική κρίσις εὗρε τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, καί μάλιστα τήν Ἑλληνικήν, εἰς μίαν κάμψιν θεολογικῆς ζωῆς. Αὐτή ἡ θεολογική ἀναιμία, ἡ ἀπουσία τοῦ πατερικοῦ καί καθολικῶς σωτηρίου πνεύματος, παρουσιάζεται ἀπ’αἰῶνος καί πλέον εἰς τάς θεολογικάς μας Σχολάς καί τόν κηρυκτικόν λόγον. Παρατηρεῖται μιά πτῶσις τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως καί τῆς ὀργανικῆς συναφείας ἀληθείας καί ζωῆς εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Ἔγιναν σπάνιοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μεταγγίζουν τό δόγμα ὡς χάριν ζωῆς καί τήν Λειτουργίαν ὡς ἁγιασμόν ψυχῶν καί σωμάτων. Θά ἦτο βεβαίως ἄδικον καί ἀσυνεπές ἱστορικῶς ἄν ἀπεσιωπᾶτο ἡ παρουσιαζομένη ἀπό εἰκοσαετίας περίπου ἀναγέννησις τῶν πατερικῶν μελετῶν. Καί μιά ματιά μόνον εἰς τάς διδακτορικάς διατριβάς καί τάς θεολογικάς ἐργασίας τῶν τελευταίων ἐτῶν πείθει διά τήν πρός τούς Πατέρας στροφήν καί στοργήν.

Ἐπίσης ἀναμφιβόλως ἔχομεν πάρα πολλούς καλούς (ἤ ὅπως ἀρεσκόμεθα νά τούς ἐπικαλοῦμεν συντηρητικούς) Ἀρχιερεῖς. λλ’ οτε ρχομένη πατερική ναγέννησις ες τν Θεολογίαν οτε ναφερθεσα συντηρητικότης, δύνανται πρς τ παρόν νά λύσουν τν πάρχουσαν βραδυγλωσσίαν καί τν νδοιασμόν πρς σαφ καί περίφραστον μολογίαν πίστεως. Θά πρέπει πιθανῶς νά ἀναμένωμεν ὀλίγας ἐπί πλέον γενεάς, διά νά τραφοῦν καί νά ἀνδρωθοῦν μορφαί ἱκαναί νά μαρτυρήσουν εὐθαρσῶς τήν Ὀρθόδοξον πίστιν εἰς Εὐαγγέλιον ζωῆς. Σήμερον ς συνέπεια καί κληρονομιά τς σπονδύλου δογματικς γωγς μας καί τς πωλείας ργανικοδεσμο μετά τς ζώσης βυζαντινς μας παραδόσεως καί τς λειτουργικς θεολογίας εναι ἡ ἔλλειψις τοιμότητος καί παρουσιαζομένη νωθρότης καί νικανότης (μερική ως γενική) ρθοδόξου μολογίας. ντ’ ατς δέ παρουσιάζεται, ς ντίδρασις, διπλος κακοήθης γκος: νός πιπολαίου οκουμενισμο, ὁ ὁποος κμεταλλευόμενος τήν γενικήν νεδαφικότητα καί τόν περισπασμόν τς ποχς μιλε διά νώσεις καί συνομοσπονδιακήν συνύπαρξιν γνον καί περιπαίζων τήν ντολογικήν βάσιν τς ληθείας καί το δόγματος καί νός τυφλο νθενωτισμο γωϊστικς συσκοτίσεως καί δημιουργο περιορίστων λληλοαφοριζομένων παρατάξεων.

Ἐνῷ δέ ἡ Ἐκκλησία δοκιμάζεται διά τῆς πολώσεως τῶν ἀκραίων τούτων τάσεων καί χειμάζεται διά τοῦ ἀκρωτηριασμοῦ τῆς γνησίας μαρτυρίας της, καί ἐνῷ αἱ οἰκουμενικαί μεγαλοστομίαι αὐξάνουν, ἐντός τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ καί τοῦ θεολογικοῦ «λείμματος » κυοφορεῖται ἡ μυστική καί ἀκατάβλητος ἀντίδρασις. Ες τήν περίπτωσιν ατήν ες διώξεται χιλιάδας, διότι δέν πρόκειται περί τς τομικς του δυνάμεως, ἡ ὁποία δρ, λλά περί τς φανερώσεως τς δυνάμεως ποία συνθλ καί λικμίζει τήν νυπόστατον θρασύτητα τν αρέσεων. Δέν πρόκειται περί ἀνθρωπίνου πάθους, ἀλλά περί συμπλοκῆς τοῦ ἐφημέρου, παροδικοῦ καί αὐτοκαταδικαστέου, πρός τό αἰώνιον καί ἀκατάβλητον τῆς ἀσαλεύτου βασιλείας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφ’ ὅσον ἀδρανοῦν οἱ κατά πρώτιστον λόγον ὑπεύθυνοι, διεγείρεται αὐτή ἡ ἐσωτερική καί καθολική συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας. Τήν εὐθύνην ἐπωμίζεται ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ πιστός λαός, τοῦ ὁποίου πάντοτε ἀνά τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης καί διά τῶν αἰώνων «ἡ ψυχή καί ἡ καρδία εἶναι μία».

Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τόν οἰκουμενισμόν της. Διά τῆς τριαδικῆς συγκροτήσεως τῆς ὑπάρξεώς της πραγματοποιεῖται ἐν αὐτῇ ἡ τῶν πάντων ἕνωσις, διά τὴν ἐπέκτασιν τῆς ὁποίας εὔχεται. Ἡ ἕνωσις αὐτή δὲν λαμβάνει χώραν εἰς τήν ἱστορικήν ἐπιφάνειαν ὡς ψιλόν ἐξωτερικόν συμβάν, ἀλλ’ ἱερουργεῖται ἐντός τοῦ θεανθρωπίνου μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, ὡς λειτουργικόν γεγονός καί τριαδική μυσταγωγία. Εἶναι σταυρός καί ἀνάστασις. Διά νά ἔλθῃ ἡ ζύμη τῆς ξένης αὐτῆς ἑνότητος εἰς τήν γῆν ἐθυσιάσθη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Διά νά διατηρηθῇ ἡ δυνατότης αὐτή «ἀεί σφαγιάζεται » ὁ Αὐτός.

Ἡ φύσις τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι καθολική ἐκκλησιολογικῶς. Ἡ φύση τοῦ κάθε Ὀρθοδόξου εἶναι οἰκουμενική πνευματικῶς: Ζῇ διά τὸν ἄλλον. Πονᾶ καί χαίρεται τόν πόνον καί τὴν χαράν τοῦ ἄλλου ὡς ἰδικήν του. Εἶναι ἰδικός του ὁ πόνος καί ἡ χαρά τοῦ ἀδελφοῦ (Ἅγιος Συμεών). Καί αὐτό δέν συμβαίνει ἐπειδή ὁ ἴδιος τό ἀπεφάσισε ἤ ἡ κράσις του εἶναι τοιαύτη, ἀλλά διότι ἀνεγεννήθη καί ἀνεκαινίσθη ἡ θεοειδής ὀργάνωσις τοῦ εἶναι του, διά τοῦ βαπτίσματός του εἰς τὴν ζωήν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οὕτως ἡ προσφορά τῆς ἀγάπης του δέν εἶναι ἐφήμερος καί φθαρτός συναισθηματισμός, ἀλλά ἀφορμή θεοφανείας καί ἀφθαρσίας διά τόν πλησίον. Τό καλόν τῆς κρίσεως τήν ὁποία διερχόμεθα εἶναι ὅτι ἐγείρει ἐκ τοῦ ὕπνου καί θέτει τά δογματικά προβλήματα ὡς προβλήματα ζωῆς. Αὐτό εἶναι μιά μοναδική δυνατότης διά τήν ἀναγέννησιν τῆς ἀληθοῦς θεολογίας.




3. ΕΝΤΟΣ ΜΙΑΣ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΣ τοιούτων ἐκκλησιολογικῶν ὠδίνων, πολύ ὀρθῶς μᾶς μεταφέρετε τόν προβληματισμόν: Μήπως ἡ παροῦσα στάσις τῆς διακοπς το μνημοσύνου εἶναι ἁπλῶς ἀρνητική; Μήπως ἐμποδίζομεν ἀντί νά ὠφελοῦμεν; Διότι εἶναι ἀνεπίτρεπτον νά ἐπιβαρύνωμεν τήν Ἐκκλησίαν εἰς τόσον δυσκόλους περιστάσεις διά προσθετικῶν ἀρνητικῶν καί σχισματογεννῶν ἀντιδράσεων.

Νομίζομεν ὅτι ἄν διακόπτεται τό μνημόσυνον ἀνωδύνως καί ἀπό συνήθειαν, ἐάν παρατείνεται ἡ διακοπή χωρίς καμμίαν πνευματικήν μέριμναν δι’ αὐτό, πρόκειται περί ἀρνητικοῦ ἔργου. Περί μιᾶς ὄχι ἐν πολέμῳ ἐκτάκτου στάσεως, ἀλλά περί τῆς εἰσαγωγῆς μιᾶς πεπλανημένης παραδόσεως: Τό νά μή μνημονεύεται (ἐπ’ ἀόριστον καί ἀνευθύνως) ὁ οἰκεῖος ἐπίσκοπος. Ἀπό μίαν οὕτως γενομένην διακοπήν μόνον οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας θά ὠφεληθοῦν.



άν μως διακοπή το μνημοσύνου εναι συντομογραφικός καθορισμός τς θέσεως το γίου ρους μεταξύ τν δύο κρων (οκουμενικν ονιτισμν διά τς πεμπολήσεως τς δογματικς βάσεως καί ποκοπήν κ τς κκλησίας δι’ τομικιστικοζήλου) τότε δικαιολογεται. άν εναι μία κφρασις τς μυστικς καί γρύπνου μοναχικς συμμετοχς ες τήν ζωήν καί τόν πόνον τς κκλησίας τότε πιτελε ργον θετικόν.



μοναχική εαισθησία ες τά θέματα τς πίστεως ποτελε τόν δείκτην κατευθύνσεως καί ζως διά τόν γωνιζόμενον πιστόν λαόν. Ἐπειδή δέ ἐν προκειμένῳ τό βάρος καί ἡ εὐθύνη μιᾶς ὀρθοδόξου μαρτυρίας ἐναπόκειται εἰς τόν Ὀρθόδοξον λαόν, γίνεται ἀντιληπτόν τό ἐπίκαιρον καί ἐπεῖγον δι’ ἡμᾶς τῆς μοναχικῆς νήψεως καί ἐγρηγόρσεως. Χωρίς καμμίαν ἐξωτερικήν ἀλλαγήν, ἐάν τό Ἅγιον Ὄρος βιοῖ τήν πνευματικήν του παράδοσιν, θά ἐξακολουθεῖ νά ἀποτελῇ σημεῖον σταθερότητος καί ἐλπίδος ἐν μέσῳ τῶν πολλῶν καταποντισμῶν. Θά εαγγελίζεται διά τς πάρξεώς του (το λόγου τς σιωπς του) πόσον τ παλαιόν καί παραδοσιακν ες τν κκλησίαν εναι λοζώντανον κα κάστοτε σύγχρονον, διότι παρεδόθη καί παραδίδεται καταπαύστως πό το γίου Πνεύματος ες Ατήν.


Πάντως πρός τό παρόν ἡ ἐμβάθυνσις εἰς τό διατί τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου (καί ὄχι ἡ ἐπανάληψίς του), καί ἡ ἐπαγρύπνησις εἰς τό μοναχικόν μας χρέος, συμβάλλουν εἰς τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος καί τήν καθησύχασιν τῶν τεταραγμένων συνειδήσεων.



Ἐπί πᾶσι τούτοις εὐχόμενοι ἀδελφικῶς, πᾶσαν παρά Κυρίου ἐνίσχυσιν καί εἰς τήν συγκεκριμένην Ὑμῶν προσπάθειαν διατελοῦμεν μετά πολλῆς ἀγάπης καί τῆς ἐν Κυρίῳ φιλαδελφίας.



Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα

† Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος

καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί».


(Πηγή: Ὀρθόδοξος Τύπος, 15 Ἰουνίου 1971, ἀ.φ. 142, σελ. 4).

Δεν υπάρχουν σχόλια: