Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Η συμβολή του Αγίου Όρους στην ησυχαστική παράδοση του ρουμανικού μοναχισμού





Ο 14ος είναι αιώνας σταθμός για τον ρουμανικό μοναχισμό, καθώς δέχεται την ευεργετική επίδραση του Αγίου Όρους.

Στις αρχές του αιώνα, ο ρουμάνος ιερομόναχος όσιος Γερμανός, ανεχώρησε από τον Άθω για την πατρίδα του, όπου ίδρυσε μοναχική εστία στην τοποθεσία της σημερινής Μονής Νεάμτς. Η συνοδία στην όποια ήταν ηγούμενος είχε φθάσει τους 40 μοναχούς. Το ησυχαστικό αυτό κέντρο βοήθησε οικονομικά με πολλές αφιερώσεις ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Πέτρος Μουσάτ ο Α΄, συγκροτώντας έτσι την Μονή Νεάμτς, που είναι σήμερα το μεγαλύτερο μοναστικό, πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο της Ρουμανικής Εκκλησίας. Αυτή την εποχή (περί το 1360) έρχεται από τον Άθω) και ο άγιος Νικόδημος της Τισμάνα ο Ηγιασμένος.


Ήταν βλάχικης καταγωγής, μα γεννημένος στον Πρίλεπ της Σερβίας. Ζώντας στο Άγιο Όρος, γνωρίστηκε με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως άγιο Φιλόθεο Κόκκινο, ενώ αργότερα διετέλεσε ηγούμενος της αγιορείτικης Μονής Χιλανδαρίου. Αυτός με την βοήθεια μαθητών του οργανώνει μεταξύ των ετών 1364-1406 κοινοβιακές μονές στην Ολτένια κατά τον τύπο και την τάξη του Αγίου Όρους. Ως τότε, ο κοινοβιακός τρόπος ζωής και το αυτοδιοίκητο κάθε Μονής ήταν άγνωστα στον τόπο εκείνο. Στα 1367 ίδρυσε την Μονή Τισμάνα που είναι και η αρχαιότερη σωζόμενη στην Ρουμανία. Στα βόρεια της Μονής σώζεται το σπήλαιο, όπου, μετά την ενεργό του δράση, ησύχαζε ο όσιος Νικόδημος και κοιμήθηκε οσιακώς το 1406. Σε παρεκκλήσι της Μονής βρίσκεται ο τάφος του, ενώ μεταξύ των αγίων λειψάνων που κατέχει η Μονή, φυλάσσεται ο αντίχειρας του δεξιού χεριού του, που σώζεται άφθαρτος. Τον αιώνα αυτό, ιδρύθηκαν από ηγεμόνες της Μολδαβίας και της Ουγγροβλαχίας τα περισσότερα ονομαστά μοναστήρια, όπως το Τισμάνα και το Νεάμτς που αναφέραμε, όπου κατευθύνθηκαν οί μαθητές του αγίου Νικόδημου Τισμάνα όσιοι Ποιμήν, Σωφρόνιος και Σιλουανός που ήλθαν μαζί του από το Άγιον Όρος και χρημάτισαν ηγούμενοι την περίοδο 1392-1402. Επίσης η Μονή Κόζια, που ιδρύθηκε από τον ηγεμόνα Μίρτσεα τον Γέροντα το 1388 και που είναι η δεύτερη σε αρχαιότητα μετά την Μονή Τισμάνα. Στον νάρθηκα του κεντρικού ναου και σε αιγυπτιακού τύπου σαρκοφάγο, βρίσκονται τα λείψανα του κτίτορος Μίρτσεα, που απεβίωσε στις 13 Ιανουαρίου του 1418. Της ίδιας εποχής είναι και η Μονή Ριμέτς(2).

Πνευματικές ανταλλαγές μεταξύ Αγίου Όρους και Ρουμανίας κατά τον 14ο αιώνα έχουμε και με την περίπτωση της Μονής Κουτλουμουσίου, που υπήρξε την εποχή αυτή το κέντρο των Αγιορειτών Ρουμάνων μοναχών. Ο ηγεμόνας Βλαδισλάβος ο Α΄ ενίσχυσε οικονομικά την Μονή αυτή και συνέτεινε στην εγκατάσταση σε αυτήν και Ρουμάνων μοναχών ανάμεσα στους Έλληνες. Οι Οικουμενικοί Πατριάρχες άγιοι Κάλλιστος και Φιλόθεος βοήθησαν σημαντικά στην ανάδειξη της Μονής ως πνευματικής εστίας και των ρουμάνων αγιορειτών μοναχών. Μάλιστα ο άγιος Κάλλιστος επέλεξε τον Υάκινθο από το Άγιον Όρος, ως πρώτο Μητροπολίτη της Ρουμανικής χώρας. Οι Ρουμάνοι όμως αυτοί μοναχοί, επειδή δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στην κοινοβιακή ζωή, είτε επέστρεψαν στην πατρίδα τους είτε διασκορπίστηκαν στα γύρω κελλιά, ανασυγκροτώντας αργότερα την Κουτλουμουσιανή Σκήτη του αγίου Παντελεήμονος.

 
Τον επόμενο αιώνα, που θεωρείται η χρυσή εποχή του ρουμανικού μοναχισμού, ιδρύθηκαν κυρίως στην Μολδαβία από τον Στέφανο τον Μέγα πολλές Μονές, ενώ ονομαστοί ασκητές, όπως ο όσιος Δανιήλ ο Ησυχαστής, κόσμησαν και στερέωσαν την ρουμανική εκκλησία. Στις Μονές αυτές οργανώθηκαν εργαστήρια καλλιγραφίας, αντιγραφής και μεταφράσεως πατερικών κειμένων από την ελληνική στην σλαβονική(3).

Κατά τον 16ο αι. ανάμεσα στις πολλές Μονές, ξεχωρίζει η Μονή Μπισερικάνι(4), που αποκτά ελληνικό χαρακτήρα με την πλούσια πατερική και θεολογική κίνηση και τις πολλές μεταφράσεις από την ελληνική γλώσσα. Ακολουθεί άλλωστε και την τάξη της Μονής των Ακοίμητων και της Κωνσταντινουπολίτικης Μονής Στουδίου. Εδώ ασκήθηκαν και πολλοί Έλληνες μοναχοί αρκετοί από τους οποίους διέπρεψαν στην αγιογραφία, καθώς μαρτυρούν και οι εικόνες του τέμπλου του κεντρικού ναού (καθολικού), που φέρουν ελληνικές επιγραφές.

Τον 17ο αι., μοναχοί από το Άγιον Όρος μεταφέρουν στο Όρος Τσεαχλέου, τον «Άθω της Ρουμανίας», την αθωνική παράδοση, τιμώντας αυτό το Όρος με την εορτή της Μεταμορφώσεως και κτίζοντας στην κορυφή του μικρή εκκλησία, όπου τοποθετείται μεγάλη καμπάνα που καλούσε στην προσευχή όλους τους ησυχαστές που ασκούνταν στα γυρω δάση.

Ένας σημαντικός σταθμός αναγέννησης της πνευματικής πορείας του ρουμανικού μοναχισμού, κυρίως στην Μολδαβία, σημειώθηκε με τον ερχομό του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφτσκυ (δηλαδή του Μεγάλου) (1722-1794) από την Παντοκρατορινή Σκήτη του Προφήτου Ηλιού του Αγίου Όρους, την οποία ο ίδιος ίδρυσε το 1758, μετατρέποντας σχετικά το τότε Κελλί του Προφήτου Ηλιού. Γεννήθηκε στην Πολτάβα της Μικράς Ρωσίας (πιθανόν από γονείς Μολδαβικής καταγωγής) και εκάρη μοναχός στην Μονή Αγίου Νικολάου Μεντβεντόφσκυ της Ουκρανίας. Αργότερα, εγκαταστάθηκε στην Βλαχία, όπου ασκήθηκε στις Σκήτες Αγίου Δημητρίου και Κύρνουλ. Στο Άγιον Όρος έζησε την περίοδο 1746-1763, όπου εμόνασε σε κελλιά της Καψάλας, όπως το Κελλί του Αγίου Κωνσταντίνου. Για μικρό διάστημα τον βρίσκουμε στην Μονή Σίμωνος Πέτρας που, όντας έρημη, την επάνδρωσε. Το 1763, ανεχώρησε από τον Άθω με 64 υποτακτικούς του (Μολδαβούς και Ρώσους) με δύο πλοία, ώσπου μέσω Κωνσταντινουπόλεως έφθασαν στην Βλαχία. Το 1764 εγκαταστάθηκε με τους υποτακτικούς του στην Μονή Ντραγκομίρνα (1763-1775). Εκεί δημιούργησε την πρώτη ουσιαστικά οργανωμένη κοινοβιακή ζωή. Ίδρυσε επίσης την πρώτη φιλοκαλική σχολή μεταφράσεως Πατερικών έργων από την ελληνική στην σλαβορουμανική γλώσσα, μεταφράζοντας γύρω στα 20 από τα σημαντικότερα ασκητικά έργα, ανάμεσα τους και την Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών άλλωστε διατηρούσε πνευματική επαφή με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και τον άγιο Μακάριο Κορίνθου. Έχοντας ήδη διαμορφωθεί η εθνική ρουμανική γλώσσα, οι μεταφράσεις αυτές είναι και οι πρώτες που γίνονται σ΄ αυτήν από την ελληνική. Άλλωστε στην Ντραγκομίρνα, επειδή ασκούνταν και πολλοί Έλληνες μοναχοί, την ανάγνωση από Πατερικά κείμενα που έκανε ο Παΐσιος κάθε βράδυ στους υποτακτικούς του, την έκανε εναλλάξ στις τρεις γλώσσες: ρουμανική, σλαβονική και ελληνική.

Μετά την Ντραγκομίρνα, ο όσιος Παΐσιος μετεγκαταστάθηκε στην Μονή Σέκου (1775-1779) και κατόπιν (1779-1794) στην Μονή Νεάμτς, όπου έζησε τα τελευταία δεκαπέντε έτη της ζωής του, που ήταν και τα πιο καρποφόρα. Εκεί λόγω της αρετής του συγκεντρώθηκαν περί τους χίλιους μοναχούς -πού προήρχοντο από όλους τους βαλκανικούς λαούς και την Ρωσία- για τους οποίους είχε 24 έμπειρους Πνευματικούς και 10 ησυχαστές και διδασκάλους της νοεράς προσευχής. Ίδρυσε επίσης και Σχολή εκμαθήσεως της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που ήταν περίφημη και μοναδική στο είδος της για τον ευρωπαϊκό χώρο. Εκεί μεταφράστηκαν δεκάδες έργα των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Ο τάφος του οσίου Παϊσίου βρίσκεται στον εσωνάρθηκα της Μονής Νεάμτς. Αργότερα, οι μαθητές του οσίου Παϊσίου μεταλαμπάδευσαν την αθωνική ησυχαστική παράδοση σ΄ ολόκληρη την Ρουμανία. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει ο άγιος Καλλίνικος, επίσκοπος Ρίμνικ Βίλτσεα, που ασκήθηκε στην Μονή Τσερνίκα, πλησίον του Βουκουρεστίου και ο όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής, που ίδρυσε την Μονή Βαράτεκ το 1785.


Σημειώσεις:

(1) Το 1918 ενώθηκαν η Μολδαβία, η Τρανσυλβανία και η Ουγγροβλαχία, οπότε δημιουργήθηκε το σημερινό κράτος της Ρουμανίας.

(2) Η ονομασία προέρχεται, από παραφθορά της ελληνικής λέξης «ερημητήριο».

(3) Μέχρι, τα τέλη του 19ου αι. η Ρουμανική γλώσσα χρησιμοποιούσε την σλαβονική γραφή, μετά δε χρησιμοποιεί την λατινική.

(4) Των Εκκλησιαστικών, ελληνιστί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: