Ὁ
ποιητὴς Νίκος Καροῦζος, ἄριστος γνώστης τῆς Γραφῆς καὶ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας,
ὅρίζει τὴν ἰσοτιμία. Τὴν ἀναλογία ἐκείνη ποὺ ὅλοι λίγο ἔως πολὺ πληρώνουμε. Ὁ
κόκκος καὶ τὸ βουνό. Ἀλλ’ ἐπειδὴ οἱ ἐποχὲς δὲν μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν καὶ δὲν εἴμαστε
σὲ θέση νὰ μιλήσουμε γιὰ την εἰρήνη, οὔτε γιὰ τὴν πίστη ὡς κόκκον σινάπεως, ἂς ἐπεκταθοῦμε
λοιπόν στὸ θέμα τῆς ἀναλογίας τοῦ μεγάλου καὶ τοῦ μικροῦ, τοῦ γενικοῦ καὶ τοῦ
συγκεκριμένου. Τὴν ἀναγωγὴ τοῦ δέντρου σὲ δάσος ποὺ ἀκοῦμε στὰ τηλεπαράθυρα, στὶς
κατ’ οἰκον ἢ διαδικτυακὲς συζητήσεις. Τὴν ἀναγωγὴ, δηλαδὴ ἑνὸς ἰδιωτικοῦ
παραδείγματος σὲ πανελλήνιο τὸ ἐλαχιστὸ ἑως συμπαντικὸ κανόνα. Καὶ συνεχίζουμε
νὰ ἐπιβιώνουμε μὲ γενικότητες ἀποφεύγοντας τὰ διλήμματα τὴς ζωῆς καὶ τὴν
πολυπαραγοντικότητα τῆς πραγματικότητας ποὺ μᾶς περιβάλει. Καὶ καταντᾶ ἡ
γενίκευση ἵσως ἕνα ἀπολυταρχικὸ πολίτευμα ποὺ μᾶς ἐξουσιάζει σὲ κάθε μας
στιγμή.
Καὶ
γιατί δὲν κάνει καλὸν καιρὸ ὁ Χριστός, παπά, ἂν θέλῃ νὰ πᾶνε νὰ τὸν
λειτουργήσουνε στὴν ἑορτή του; εἶπεν αὐθαδῶς ὁ μαστρο-Πανάγος.
Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ τοῦ μαστρο-Πανάγου ἀπὸ τὸ
διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη «Ὁ Χριστὸς στὸ Κάστρο», εἶναι ἕνα εὐκολο παραδείγμα
γενίκευσης. Στὸ τόλμημα τῶν χωρικῶν καὶ τοῦ ἱερέως μέσα στὴ βαρυχειμωνιὰ, νὰ
πᾶνε νὰ βοηθήσουν τοὺς συγχωριανούς τους, οἱ ὁποίοι εἶχαν ἀποκλειστεῖ ἀπὸ τὸν
χιονιὰ σὲ δύσβατη περιοχὴ, ὁ μαστρο-Πανάγος ἀνάγει πολὺ εὔκολα τὴν κακοκαιρία
σὲ θεῖο θέλημα, καὶ κατ’ ἐπέκταση (ἂς γενικεύσουμε κι’ἐμεῖς) τὸ σύγχρονο
ἐρώτημα «γιατί τὸ κακὸ στὸν κόσμο» ; Ἀλλὰ ὁ γέρων Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
ἀπαντᾶ διὰ στόματος τοῦ παπα-Φραγκούλη.
Ὁ
ἱερεὺς τὸν ἐκοίταξε μὲ λοξὸν βλέμμα, καὶ εἶτα ἠπίως τοῦ εἶπε:
―Ἔ!
Πανάγο, γείτονα, δὲν ξέρουμε, βλέπω, τί λέμε… Ποῦ εἴμαστε ἡμεῖς ἱκανοὶ νὰ τὰ
καταλάβουμε αὐτά!… Ἄλλο τὸ γενικὸ καὶ
ἄλλο τὸ μερικὸ καὶ τὸ τοπικό, Πανάγο… Ἡ βαρυχειμωνιὰ γίνεται γιὰ καλό,
καὶ γιὰ τὴν εὐφορίαν τῆς γῆς καὶ γιὰ τὴν ὑγείαν ἀκόμα. Ἀνάγκη ὁ Χριστὸς δὲν
ἔχει νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε… Μὰ ὅπου εἶναι μία μερικὴ προαίρεσις καλή,
κ᾽ ἔχει κανεὶς καὶ χρέος νὰ πληρώσῃ, ἂς εἶναι καὶ τόλμη ἀκόμα, καὶ ὅπου
πρόκειται νὰ βοηθήσῃ κανεὶς ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται βοηθός,
καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ, καὶ μὲ χίλια ἐμπόδια… Ἐκεῖ ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ μὲ
εὐκολίας πολλὰς καὶ μὲ θαῦμα ἀκόμα, τί νομίζεις, Πανάγο;… Ἔπειτα, πῶς θέλεις νὰ
κάμῃ ὁ Χριστὸς καλὸν καιρό, ἀφοῦ ἄλλες χρονιὲς ἔκαμε κ᾽ ἡμεῖς ἀπὸ ἀμέλεια δὲν
πήγαμε νὰ τὸν λειτουργήσουμε;
Ὅλοι
οἱ παρόντες ἠκροάσθησαν ἐν σιωπῇ τὴν σύντομον καὶ αὐτοσχέδιον ταύτην διδαχὴν
τοῦ παπᾶ.
Ἅλλο τὸ γενικὸ λοιπόν, καὶ ἀλλο τὸ μερικὸ καὶ
τὸ συγκεκριμένο. Νὰ λοιπόν ἴσως ἕνας τρόπος γιὰ τὸ πὼς ξανακερδίζεται ἡ
ταραγμένη εἰρήνη μας ἀπὸ ἕνα πλάνο λογισμό.
«Ἡ ψυχὴ φοβᾶται ὑπαρβαλλόντως τὶς γενικεύσεις. Ἡ μεγάλη καὶ
τρισένδοξη Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπήτησε μακρὰ καὶ κοπιώδη σειρὰ
σκέψεων τῶν ἀρχιτεκτόνων Ἀνθεμίου καὶ Ἱσιδώρου, μετὰ τοῦ πολυπληθοῦς ἐπιτελείου
των Μόνο χάρις σὲ πυκνὴ συρροὴ σκέψεων ἐπὶ
τὸ αὐτὸ τὸ μεγάλο μπορεῖ νὰ μὴ φαίνεται ἄδειο καὶ ἡ γενικότητα νὰ ἐνσαρκωθεῖ εἰς πνεῦμα. Τοῦτο ὅμως δὲν
πραγματοποιεῖται, ὅταν, ὅπως σήμερα, τὸ ὑλικὸ ὑπολογίζεται βιαστικᾶ καὶ γρήγορα
σὰν ἀριθμητικὴ μονάδα»[1]. Μᾶς ὑπενθυμίζει ἕνας ἔτερος λογοτέχνης ὁ Νίκος Γ. Πεντζίκης.
Ἄλλο πράγμα λοιπὸν ὁ
ἐντυπωσιακὸς καὶ ὑπέροχος κατὰ τὰ ἄλλα ψηφιακὸς
κόσμος, κι’ ἄλλη στάση ζωῆς μαρτυρᾶ ὁ ψηφιδωτὸς
διά-κοσμος. Εἶναι διαφορετικὴ ἠ
προσέγγιση καὶ ἡ στάση μας ἀπέναντι στὰ πράγματα.
Γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνει
καὶ Παναγιώτης Μιχελὴς στὴν Αἰσθητικὴ Θεώρηση της βυζαντινῆς τέχνης. «Τὰ λεπτοκαμωμένα αὐτὰ κεντήματα ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα ὅτι μὲ τὰ μικροσκοπικὰ μέτρα σύγκρισης ποὺ εἰσάγουν
συμβάλουν στὴν ἀνάδειξη τῆς μεγαλοσύνης
τοῦ χώρου».
Τώρα ἴσως μποροῦμε
νὰ απαντήσουμε στοὺς λογισμούς μας, ὅσον ἀναφορᾶ τὸ μακρὺ γενεολογικὸ κατάλογο
τοῦ Ἰησοῦ, ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ποὺ διαβάζεται λίγο πρὶν τὰ
Χριστούγεννα. Ὁ θεὸς ὄχι ὡς γενικότητα, ἀλλ’ ἕνα πολύ Συγκεκριμένο Πρόσωπο, ὁ
Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν. Ἄλλωστε σύγχρονες ἀπόψεις περὶ τῶν ὁμηρικῶν συγγραμμάτων
ἀναφέρουν πὼς τὸ καλύτερο κομμάτι στὴν Ἰλιάδα εἶναι «ὁ κατάλογος Νηῶν» στὸ Β’ ἄσμα
τοῦ ἔπους.
Κάθε
φορὰ μιμούμενος τὸν ρυθμὸ τοῦ γύρω κόσμου ὁ πρὸνεωτερικός ἢ μᾶλλον, ὁ πρὸ τῶν
γενικεύσεων ἄνθρωπος ἔκτιζε καὶ ἀρχιτεκτονοῦσε μὲ μιὰ τεχνικὴ ποὺ ἡ ἐτερότητητα
της κάθε Προσωπικότητας ἔκανε ξεχωριστὸ τὂ κάθε ἔργο καὶ κανένα δὲν ἔμοιαζε μὲ
κάποιο ἄλλο. Μιμούμενοι τὸ γύρω περιβάλλον, τὶς θάλλασσες καὶ τὰ βουνὰ, τὴ γῆ
καὶ τὸν οὐρανὸ ὁ ἄνθρωπος χόρευε, ἔκτιζε, τρεφόταν, κοινωνοῦσε τὴν ὕπαρξη. Το συγκεκριμένο ἀγκάλιαζε το ἄπειρο.
Μόνο μ’ ἕναν τέτοιο συσχετισμὸ
μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴ φράση ἑνὸς ζωγράφου, πὼς ἡ ἱστόρηση (εἰκονογράφηση)
ἑνὸς ναοῦ προὑποθέτει τὴ σύναψη γάμου, τοῦ ζωγράφου μετὰ τοῦ οἰκοδομήματος: «ὁ ζωγραφος τὴν ἐκκλησία τὴν παντρεύεται».
«Τίποτα δὲν ὑπάρχει μηχανικὰ ἁπλῶς
γιὰ να ‘ναι χρήσιμο. Δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος μὲ τᾶ πράγματα, τὰ ζῶα ἢ
σίδερα ἂν αὐτὰ δὲν εἶναι γεμἀτα ἀπὸ ἔρωτα».[2]
Ἕνα τέτοιο αἴσθημα ἀγάπης γιὰ τὰ πράγματα καὶ
τὰ πρόσωπα, ποὺ νὰ κάνει ἕνα ἀπαριθμητικό κατάλογο προσώπων ἢ πραγμάτων,
ποίηση, μᾶς βοηθᾶ κατά τι σ’ αὐτὴ τὴ διαφορετικὴ στἀση ζωῆς. Αὐτὴ ἡ σχέση,
ὁ ρυθμὸς ἐναλλαγῆς τοῦ γενικοῦ καὶ τοῦ συγκεκριμένου, τοῦ ὅλου
καὶ τοῦ ἐπιμέρους, τοῦ ἀντικείμενου καὶ τοῦ ὑποκείμενου, εἶναι ποὺ δίνει τὴ μορφὴ καὶ τὸ ἄ-σχημο μπορεῖ νὰ χωρέσει ὡς σχῆμα
στὴν ἀντίληψη μας, ἴσως καὶ τὸν ἀνάλογο κόκκο εἰρήνης στὸ ἐντὸς ἡμῶν, στὸ μέσα μας καὶ στὸ ἀναμετάξυ
μας.
[1] Ν.Γ.Πεντζίκη,
ΠΡΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟ, σελ. 95, ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήνα 2007
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου