Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Σεμνό σκαλί στήν πόρτα σου, μέ ἔφερνε πού εἶχες,
ὀρθάνοιχτη στό πέλαγος, πού ἅπλωνε γαλάζια,
Οὐράνια καί ὀρίζοντες, στό βλέμμα πού κατεῖχες,
γιά νά μετρᾶς τῆς Θάλασσας, τά σκέρτσα καί τά νάζια.

Κι ἦταν τό βλέμμα λιόκαφτο, σά πέτρα ἀσπρισμένη,
μ’ ἀσβέστη π’ ἀντιφέγγιζε, τοῦ Ἥλιου τήν ἀψάδα
καί μέσα του ταξείδευε, Ὀδύσσεια ἁγιασμένη,
‘νός Γένους ἀνυπότακτου, πού βύζαινε Ἑλλάδα

καί ἄναβε στά ξώκκλησα, τά μύρια σκορπισμένα
σ’ ἀκρογιαλιές κι ὑψώματα, μέ σέβας τά καντήλια
πού φώτιζαν ὀνείρατα, αἰώνων ἁγιασμένα,
παρ’ ὅτι τά κατάτρωγε, πάντα τοῦ ξένου ζήλεια.
Γ.Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: