Des glaneuses - Jean Francois Millet, 1857, oil on canvas |
Περιγράφοντας
αὐτὸν τὸν ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ πίνακα ὁ E.H.Gombrich, σημειώνει τὰ
ἀκόλουθα: " Οὔτε δραματικὸ ἐπεισόδιο ὑπάρχει ἐδῶ, οὔτε ἡ εἰκονογράφηση
κάποιας ἱστορίας. Ἁπλῶς τρεῖς μορφὲς ποὺ δουλεύουν σκληρὰ σὲ ἕνα χωράφι
ὅπου γίνεται θερισμός. Οἱ τρεῖς γυναῖκες δὲν εἶναι οὔτε ὄμορφες οὔτε
χαριτωμένες. Δὲν ὑπάρχει τίποτα στὴν εἰκόνα ποὺ νὰ ἀναφέρεται σὲ κάποιο
βουκολικὸ εἰδύλλιο. Οἱ γυναῖκες κινοῦνται ἀργὰ καὶ βαριά, ἀφοσιωμένες
στὴ δουλειά τους. Ὁ Μιλλὲ ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γὰ νὰ δώσει ἔμφαση στὴν
τετράγωνη βαριὰ φτιαξιά τους καὶ τὶς μετρημένες τους κινήσεις. Τὶς
ἔπλασε στέρεα, μὲ ἁπλὰ περιγράμματα, μὲ φόντο τὴ φωτεινὴ, ἡλιόλουστη
πεδιάδα. Ἔτσι οἱ τρεῖς του χωριάτισσες ἀπέκτησαν μιὰ ἀξιοπρέπεια πιὸ
φυσικὴ καὶ πιὸ πειστικὴ ἀπὸ τοὺς ἀκαδημαϊκοὺς ἤρωες. Ἡ διάταξη, ποὺ μὲ
τὴν πρώτη ματιὰ μοιάζει τυχαία, ὑπογραμμίζει αὐτὴ τὴν ἐντύπωση τῆς
ἤρεμης στάσης. Ὑπάρχει ἕνας ὑπολογισμένος ρυθμὸς στὴν κίνηση καὶ στὴν
τοποθέτηση τῶν μορφῶν, ποὺ δίνει σταθερότητα στὴν ὅλη σύνθεση καὶ μᾶς
κάνει νὰ νιώσουμε πὼς ὁ ζωγράφος ἀντιμετώπισε τὴν ἐργασία τοῦ θερισμοῦ
σὰν ἕνα ἐπεισόδιο ἐπίσημο καὶ σημαντικὸ".
Ἔχω
τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ ἀνάλυση τοῦ Gombrich περιορίζεται ἀποκλειστικὰ στὶς
"αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες", κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ζήσιμου Λορεντζάτου, καὶ
παραλείπει τὸ σπουδαιότερο, δηλαδὴ τὴν κοινωνιολογικὴ ἀλήθεια. Οἱ
κοινωνικὲς ἀναφορὲς τοῦ πίνακα παραμένουν ἀσχολίαστες, τὸ ἔργο κρίνεται
μόνο μὲ τοὺς κανόνες τῆς τέχνης καὶ ἡ ὅποια σχέση του μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ
τὸ γέννησε σχεδὸν ἀποσιωπᾶται. Μὲ αλλα λόγια, ὁ συγγραφέας τοῦ Χρονικοῦ τῆς τέχνης
"ἐγκλωβίζεται" στὸ πλαίσιο τοῦ αἰσθητικοῦ ἀποτελέσματος, χωρὶς νὰ
ἐπιχειρεῖ τὴν ἔξοδο ἀπὸ αὐτὸ, ὤστε οἱ "σταχομαζῶχτρες" νὰ συνδεθοῦν μὲ
τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἱστορία.
Οἱ
τρεῖς μορφὲς ὄντως δουλεύουν σὲ ἕνα χωράφι. Ὡστόσο, στὴν "ἡλιόλουστη
πεδιάδα" δὲν γίνεται θερισμὸς καὶ ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: ὁ θερισμὸς ἔχει
τελιώσει. Οἱ τεράστιες θυμωνιὲς ποὺ διακρίνονται στὸ βάθος τοῦ πίνακα
καὶ τὸ ὐπερφορτωμένο μὲ γεννήματα κάρρο δείχνουν καθαρὰ ὅτι οἱ τρεῖς
γυναῖκες μαζεύουν σπυρί-σπυρὶ σχεδὸν τὸ σιτάρι, τουτέστιν τὰ ψιχία τοῦ
εὐαγγελικοῦ Λάαρου, ἐνῶ δίπλα τους ὑπάρχει συσσωρευμένος τόσος πλοῦτος
βρίσκονται σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς, ἡ ἐντύπωση ποὺ δημιουργεῖται εἶναι ὅτι
μεταξύ τους "χάσμα μέγα ἐστήρικται" (Λουκ., ιστ΄, 26).
Ἀξίζει,
λοιπόν, νὰ δοῦμε τίγράφει "ἐπ΄ αὐτοῦ" ὁ Παπαδιαμάντης,τοῦ ὁποίου "οἱ
βουλὲς τῆς ποιήσεως" εἶχαν ἀρχίσει τὴν ἴδια περίπου ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία
ὁ Millet φιλοτέχνησε τὸν περίφημο ζωγραφικὸ πίνακα. Τὸ ἀπόσπασμα ποὺ
παρατίθεται προέρχεται ἁπὸ τὸ διήγημα "Ἡ Σταχομαζὠχτρα" (πρώτη
δημοσίευση στὴν ἐφημ. Ἐφημερίς, 25 Δεκεμβρίου 1889), τὸ ὁποῖο ἀνήκει στὴν κατηγορία τῶν "ἑορταστικῶν":
Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεια-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ
σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν
ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν
ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς,
διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽
ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας
ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾽
ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον
αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾽στάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ φ᾽στάνες*!» Ἀλλ᾽
αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλουσίας
συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τέσσαρας σάκκους, ὁλόκληρον
ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὰ δύο ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν
ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα
ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.
ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Στέλιου Παπαθανασίου
"Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ἡ γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντος",
Μυγδονία 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου