Ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν ΙΑΚΩΒΟΣ ὁ Ἀσκητής, ἐν εἰρήνη τελειοῦται.
Ὁ ὅσιος
Ἰάκωβος ἔζησε ἀρχικὰ δεκαπέντε χρόνια σὲ σπήλαιο κοντὰ στὴν κωμόπολη
Πορφυριανῆ τῆς Παλαιστίνης (σημ. Χάιφα). Ἀσκήθηκε στὴν ἐκκοπὴ τοῦ
σαρκικοῦ φρονήματος καὶ στὴν προσευχὴ μὲ τόσο ζῆλο, ὥστε ὁ Θεὸς τοῦ
ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Χωρὶς ποτὲ νὰ ἐξέρχεται τοῦ
σπηλαίου, δεχόταν πλῆθος ἐπισκεπτῶν, καὶ ὁδήγησε στὴν χριστιανικὴ πίστη
μεγάλο ἀριθμὸ Σαμαρειτῶν. Ἀπὸ φθόνο γιὰ τὸν ὅσιο, ἕνας Σαμαρείτης,
ἔστειλε τὴν νύχτα στὸν ἐρημίτη μιὰ πόρνη μεταμφιεσμένη σὲ μοναχή, μὲ
σκοπὸ νὰ τὸν παρασύρει στὴν ἁμαρτία. Μετὰ ἀπὸ μύρια παρακάλια, ἡ πόρνη
τὸν ἔπεισε νὰ τῆς ἀνοίξει τὴν πόρτα καὶ προσποιούμενη ὅτι πονάει στὸ
στῆθος,ζήτησε ἀπὸ τὸν ἅγιο νὰ τῆς κάνει ἐντριβή. Ὁ ἅγιος τῆς ἔκανε τὴν
ἐντριβή, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀντισταθεῖ στὸ πειραμὸ τῆς σαρκός, κρατοῦσε ὅλη τὴν
ὥρα τὸ ἀριστερό του χέρι μέσα στὴν φωτιὰ ποὺ ἔκαιγε δίπλα του.
Βλέποντας τὴν ὑπεράνθρωπη ἀντοχὴ τοῦ ἀσκητῆ, ἡ πόρνη ὁμολόγησε τὴν ἄθλια
ἀποστολή της, μετανόησε καὶ εἰσῆλθε σὲ μονή, ὅπου προόδευσε στὴν ἀρετή.
Καθὼς ἡ φήμη
του ἁπλώνοταν καὶ τὰ θαύματα πολλαπλασιάζονταν, πλήθη κόσμου
προσέτρεχαν στὸν ἅγιο, ταράσσοντας τὴν ἡσυχία του. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὁ
Ἰάκωβος ἐγκαταστάθηκε σαράντα μίλια μακριά, σὲ ἄλλο σπήλαιο, ποὺ
βρισκόταν κοντὰ σὲ ποτάμι. Ἡ μακρὰ περίοδος ἄσκησης καὶ τὰ χαρίσματα ποὺ
τοῦ εἶχε ἐπιδαψιλεύσει ὁ Θεός, τοῦ ἔδιναν τὴν βεβαιότητα ὅτι εἶχε
ἐξασφαλίσει ὁριστικὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ἀφέθηκε νὰ κυριευθεῖ ἡ ὑπερηφάνεια.
Αὐτὴν τὴν εὐκαιρία περίμενε ὁ δαίμονας γιὰ νὰ ἐπιτεθεῖ. Μιὰ ἡμέρα ἕνας
πατέρας τοῦ ἔφερε τὴν θρηνώντας τὴν κόρη του ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀκάθαρτο
πνεῦμα. Ὁ ἄγιος τὴν ἐλευθέρωσε μὲ τὴν προσευχή του. Φοβούμενος, ὅμως, ὁ
πατέρας της τυχὸν ὑποτροπή, τὴν ἄφησε νὰ μείνει λίγο καιρὸ κοντά στὸ
σπήλαιο. Παρὰ τὰ τόσα χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς, ὁ Ἰάκωβος ὑπέκυψε στὴν
βίαια σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ ἀτίμασε τὸ κορίτσι. κατόπιν γεμάτος ντροπὴ
καὶ ἀπὸ φόβο ὅτι θὰ ἔχανε τὴν ἐκτίμηση τῶν ἀνθρώπων, σκότωσε τὴν κοπέλα
καὶ πέταξε τὸ πτῶμα της στὸ ποτάμι. Ὅταν ἀφυπνίσθηκε ἡ συνείδησή του καὶ
ἀντιλήφθηκε τὸ μέγεθος τοῦ ἐγκλήματός του, ὑποκύπτοντας στὴν τελευταία
ἐπίθεση τοῦ δαίμονα, ἀλώθηκε ἀπὸ τὴν ἀπελπισία καὶ ἀποφάσισε νὰ
ἐπιστρέψει στὸν κόσμο. Καθ' ὁδὸν συνάντησε ἕναν ἅγιο γέροντα, ὁ ὁποῖος
καταλαβαίνοντας ἀπὸ τὸ ταραγμένο ὕφος του ὅτι εἶχε διαπράξει μεγάλη
ἁμαρτία, τὸν ὤθησε νὰ τοῦ ἐξομολογηθεῖ τὸ ἔγκλημά του καὶ τὸν παρακίνησε
νὰ ἐμπιστευθεῖ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ ἀποχαιρέτισε τὸν γέροντα, ὁ
Ἰάκωβος βρῆκε στὸν δρόμο του ἕναν ἐγκαταλειμμένο τάφο, εἰσῆλθε
σπρώχνοντας τὰ ὀστὰ σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται ταπεινὰ στὸν
Θεό. Μὲ τὴν καρδία ζωοπυρωμένη ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας, παρέμεινε
δέκα χρόνια μέσα σ' αὐτὸ τὸν σκοτεινὸ τάφο, ἀγνοημένος ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους, βγαίνοντας μονάχα τὴν νύχτα γιὰ νὰ τραφεῖ μὲ λίγα χόρτα ποὺ
φύτρωναν ἐκεῖ κοντά. Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος οὐ βούλεται τὸν θάνατον τοῦ
ἀσεβοῦς ὡς τὸ ἀποστρέψαι τὸν ἀσεβῆ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ καὶ ζῆν αὐτόν
(Ἰεζ. 33,11), τὸν συγχώρησε, τὸν ἀξίσωσε ἐκ νέου τῆς χάριτός του, ὥστε
λίγο καιρὸ ἀργότερα ὁ Ἰάκωβος μὲ τὴν προσευχή του ἔκανε νὰ σταματήσει ἡ
ξηρασία ἀπὸ τὴν ὁποία ὑπέφερε ἡ γειτονικὴ περιοχή. Μὲ δάκρυα ἐπὶ
δακρύων, προοδεύοντας στὴν ἁγία ταπείνωση, ὁ ὅσιος Ἰάκωβος παρέδωσε
τέλος τὴν ψυχή του στ[ον Κύριο σὲ ἡλικία ἐβδομήντα πέντε ἐτῶν, ἐν πλήρει
εἰρήνη. Στὴν θέση τοῦ τάφου ὅπου ξαναβρῆκε τὴν χάρη τῆς μετάνοιας
οἰκοδομήθηκε ἀργότερα ναός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου