Του Δρ Χαραλάμπη Μ. Μπούσια
«Μνημονεύετε
τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν
ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. ιγ΄
7).
Ἡ παραγγελία τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου ἀφορᾶ ὅλους τοὺς πιστοὺς κάθε ἐποχῆς.
Στὸν καθένα
μας ἀπευθύνεται καὶ μᾶς τονίζει τὴν ἀνάγκη νὰ θυμώμαστε τοὺς
πνευματικούς μας πατέρες καὶ διδασκάλους καὶ νὰ τοὺς τιμᾶμε, μιμούμενοι
τὴ φλογερὴ πίστη καὶ κενωτική τους ἀγάπη.
Ἡ μνημόνευση
αὐτὴ ὅμως, μᾶς προτείνει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, νὰ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ
μίμηση τῆς καθαρῆς καὶ ἁγίας ζωῆς τους καὶ ἀπὸ παράβλεψη κάθε
πνευματικῆς μας ἀδυναμίας, ἀφοῦ ἐμεῖς συχνὰ ζοῦμε μεταξὺ ἀμφιβολίας καὶ
ὀλιγοπιστίας.
Ἔτσι, μόλις
συναντήσουμε μία μικρὴ δυσκολία, ἕνα ἐμπόδιο, μία θλίψη, μία δοκιμασία,
λυγίζουμε καὶ τὰ χάνουμε, ἰδιαίτερα σήμερα, ποὺ φουσκώνει τὸ κύμα τῆς
ἀπιστίας, σήμερα ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀμφιβάλλει γιὰ κάθε τί τὸ ὑπερφυσικό,
σήμερα ποὺ ἐμεῖς οἱ πιστοί, μὲ τὰ συνθήματα τῆς ἀπιστίας ποὺ ἀκοῦμε γύρω
μας, ταραζόμαστε.
Συμπληρώνονται
σήμερα 40 ἡμέρες ἀπὸ τὴν πρὸς Κύριον ἐκδημία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος
Γαβριήλ, τοῦ χαριτωμένου Γέροντος τῆς ἀγάπης,
*τοῦ πνευματικοῦ τῆς Λευκωσίας,
*τοῦ
χειραγωγοῦ πλήθους πιστῶν πρὸς σωτηρία, Μητροπολιτῶν, Ἱερομονάχων,
Μοναχῶν Μοναζουσῶν, Ὑπουργῶν, Ἠθοποιῶν, Ἰατρῶν, Πανεπιστημιακῶν
Λειτουργῶν καὶ πολλῶν ἄλλων καταξιωμένων πιστῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν,
*τοῦ ἀγωνιστῆ καὶ μαρτυρικοῦ Ἡγουμένου τῆς κατεχόμενης Μονῆς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα,
*τοῦ Γέροντα
τοῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, αὐτοῦ ποὺ πρόθυμα τοῦ
παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν εὐσυμπάθητο Καθηγούμενο τοῦ Κύκκου, τὸ Μητροπολίτη
μὲ τὴ μεγάλη καρδιά, πανιερώτατο Γέροντα Νικηφόρο, γιὰ νὰ στεγάσει τὴ
γυναικεία του ἀδελφότητα,
*τοῦ γνήσιου τηρητῆ τῶν πατρικῶν μας παραδόσεων,
*τοῦ φιλάνθρωπου καὶ ἱεραπόστολου μύστη τῆς Θείας Χάριτος.
Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ ἐκπλήρωσε τὸ κοινὸ τοῦ βίου χρέος πρὶν ἀπὸ 40 ἀκριβῶς ἡμέρες.
Μὲ Ὀρθόδοξη
χαρολύπη σήμερα προσευχόμασε στὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του
καὶ ἐκδεχόμεθα τὶς θεοπειθεῖς πρεσβεῖες του πιστεύοντας ὅτι θὰ ἔχει βρεῖ
παρρησία στὸν Κύριό μας ὡς γνήσιος δοῦλος Του.
Τὸ ἐπίσημο
μνημόσυνό του τελέσθηκε τὴν Κυριακὴ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Κύκκου ἀπὸ τὸν
Μητροπολίτη Κύκκου κ.κ. Νικηφόρο, τὸ Μητροπολίτη Ταμασοῦ κ.κ. Ἠσαΐα καὶ
τὸ Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε κ.κ. Σεραφείμ, παρουσία τῶν πενθοφορούντων
πνευματικῶν του παιδιῶν.
Μάλιστα τὴν
ἴδια ἡμέρα ἐψάλη καὶ εἰδικὴ δέηση στὴν Κυκκώτισσα Ἐλεοῦσα, γιὰ τὴν
κατάπαυση τῆς ἀνομβρίας ποὺ μαστίζει τὴ πολύπαθη Μεγαλόνησό μας καὶ κατὰ
θαυμαστὸ τρόπο μὲ τὴ λήξη τῆς παρακλήσεως οἱ οὐρανοὶ ἄνοιξαν τοὺς
κρουνούς τους καὶ πότισαν τὴν ξερὴ καὶ ἄνικμη καὶ διψῶσα κυπριακὴ γῆ.
Σὲ ὅλους τοὺς
πιστοὺς ποὺ ἀνέβηκαν στὸ παναγιοσκέπαστο Μοναστήρι τοῦ Κύκκου
μοιράσθηκε καλαίσθητο ἔντυπο μὲ φωτογραφίες τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος
Γαβριὴλ καὶ τὸ κείμενο ποὺ φέρει τὴν ἀκροστιχίδα «Γαβριὴλ» μαζὶ μὲ τὸ
ἑπόμενο ποίημα ποὺ ἐξέφραζε ὅλο τὸ πλῆθος τῶν πνευματικῶν τοῦ Γέροντος
παιδιῶν.
Γέροντας Γαβριήλ, ὁ Κεχαριτωμένος,
ὁ Γέροντας τῆς ἀγάπης
Βιογραφικὴ Ἀκροστιχίς: ΓΑΒΡΙΗΛ
Γαβριήλ,
ὁ χαριτωμένος Γέροντας τῆς ἀγάπης, ὁ ἄνθρωπος τῆς κενωτικῆς προσφορᾶς
σὲ ὅλους τοὺς γύρω του, ὁ ὁσιώτατος Καθηγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἀποστόλου
Βαρνάβα καὶ ὁ σταθερὸς πνευματικὸς καθοδηγητὴς χιλιάδων ψυχῶν,
γεννήθηκε στὴν ἡρωοτόκο κώμη τῆς Λύσης καὶ κοιμήθηκε «ἐν ἐξορίᾳ», λόγῳ
τῆς εἰσβολῆς τῶν τουρκικῶν ὀρδῶν τὸ 1974, στὸ ἁγιοτρόφο καὶ φιλόξενο
Μοναστήρι τῆς Ἐλεούσας τοῦ Κύκκου.
Ἀνοιχτὴ
καὶ πλατιὰ ἀγκαλιὰ ὁ Γέροντας, ὄχι μόνο γιὰ ὅλα τὰ πνευματικά του
παιδιά, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε ἕναν ποὺ τὸν πλησίαζε, ἀνέπαυε ὅλους καὶ στὴν
ὀρθάνοιχτη ἀπὸ ἀγάπη καρδιά του χωροῦσε τοὺς πόνους καὶ τὰ προβλήματά
τους. Ἔτσι δικαιολογεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του ἦταν
μόνιμα ἀνοιχτή, γιὰ νὰ δέχεται τὸν κάθε κατατρεγμένο, τὸν κάθε
ἀναξιοπαθοῦντα καὶ τὸν κάθε ἀναγκεμένο, καὶ βοηθοῦσε ὅλους μας στὸ
ἄνοιγμα τῆς πύλης τῆς μετανοίας καὶ ταυτόχρονα στὸ ἄνοιγμα τοῦ στόματός
μας πρὸς πλήρωσή του ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ δοξολογικοὺς ὕμνους πρὸς τὸν
εὔσπλαχνο Ἰησοῦ μας.
Βοηθὸς
τῶν πτωχῶν καὶ τῶν ἱεραποστόλων ὁ Γέροντας, δὲν ἔδινε «ὕπνον τοῖς
ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς βλεφάροις νυσταγμὸν καὶ ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις»
(Ψαλμ. 131, 4), ἀλλὰ κάθε του ἰκμάδα τὴν ἀνάλωνε στὴν ὑπηρεσία τους.
Ζοῦσε καὶ ἀνέπνεε γιὰ τὴν ἀνακούφιση τοῦ πλησίον καὶ τὸ φωτισμὸ τῶν
ἐσκοτισμένων, ἀρκούμενος ὁ ἴδιος στὰ ὀλίγα ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ χορταίνοντας
μὲ τὴ χαρὰ τῶν ἄλλων καὶ τὴν πλούσια ἀγάπη τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν.
Σκόρπιζε σὲ ὅλους τὸν πλοῦτο τῆς καρδιᾶς του, μοίραζε τὰ ἀγαθὰ τῆς
ἀγάπης του στοὺς πτωχούς, «ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Β΄
Κορ. θ΄ 9).
Ρύπου
τῆς ματαιότητος καὶ τῶν φθαρτῶν ὁ Γέροντας ὡς ὑπερόπτης εἶχε μόνιμα
στραμμένη τὴν πυξίδα τῆς καρδιᾶς του στὸν οὐρανό, στὰ ἄφθαρτα καὶ τὰ
διαμένοντα στοὺς αἰῶνες. Ἔβλεπε τὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου νὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ
στάχυα καὶ τοὺς ἐργάτες γιὰ τὸν θερισμό τους νὰ εἶναι λίγοι, καθὼς τοὺς
ἔβλεπε καὶ ὁ Κύριός μας, ποὺ ἔλεγε στοὺς Μαθητές Του: «Θεάσασθε ὅτι αἱ
χῶραι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη» (Ἰωάν. δ΄ 35) καὶ «ὁ θερισμὸς πολὺς
καὶ οἱ ἐργάται ὀλίγοι» (Λουκ. ι΄ 2). Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Γέροντας δὲν
ἄφηνε ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ δρεπάνι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο πολὺ
καρπὸ συνέλεξε καὶ ἀποθήκευσε στὶς ἀποθῆκες τοῦ οὐρανοῦ. Εἶχε μνήμη
καθημερινὴ θανάτου καὶ μᾶς ἔλεγε ὅτι «ὡς θνητοὶ ἀπερχόμεθα τῆς ματαίας
ζωῆς ἕκαστος εἰς τὸν τόπον ποὺ τοῦ ἡτοιμάσθη παρὰ τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ
εἶναι «μακάριοι οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες» (Ἀποκ. ιδ΄ 13) καὶ τὴν ζωὴν
ἀναλίσκοντες ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου δοξάζοντες διὰ
τοῦ βίου καὶ τῆς διδασκαλίας των». Εὐχαριστοῦσε τὸ Θεὸ γιὰ κάθε ἡμέρα
ποὺ ξημέρωνε καὶ τὸν ἀξίωνε ἀπὸ τὸ «μικρὸ θάνατο», ὅπως ὀνόμαζε τὸν
ὕπνο, νὰ ἀναστηθεῖ, γιὰ νὰ ζήσει καὶ νὰ Τὸν δοξάσει μὲ λόγια καὶ ἔργα.
Ἱκανώτατος
πνευματικὸς καθοδηγητὴς ὁ Γέροντας, πατέρας ποὺ εὕρισκε «τὴν πρᾶξιν εἰς
θεωρίας ἐπίβασιν», διδάσκαλος πρακτικώτατος, ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς,
τῆς πραότητος, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀγάπης τῆς πτωχείας τοῦ Ἰησοῦ, τῆς
φιλεργατικότητος, στὸ θυρεὸ τῆς καρδιᾶς του εἶχε γραμμένη τὴ ρήση ποὺ
τὸν χαρακτήριζε: «Ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν κόπον». Ὅπως τὸ ἐλάφι τρέχει
στὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων, ἔτσι ὁ Γέροντας ἔτρεχε στὶς χαρὲς καὶ στὶς λύπες
ὅλων μας. Ἔχαιρε μετὰ χαιρόντων καὶ ἔκλαιε μετὰ κλαιόντων, μιμούμενος
τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, (Ῥωμ. ιβ΄ 15) καὶ ἔχυνε βάλσαμο παρηγοριᾶς στὶς
ψυχὲς ὅλων, ποὺ ἀλγοῦσαν ἀπὸ τὶς βιοτικὲς θλίψεις. Σίγουρα καμάρωνε κατὰ
Χριστὸν γιὰ τὸ πλῆθος τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, τὰ ὁποῖα Τοῦ
παρουσίαζε λέγοντας: «Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἅ μοι ἔδωκας, Κύριε» (Ἑβρ.
β΄ 13). Ἔτσι, στὸ τέλος τῆς ἡμέρας, εἴμαστε βέβαιοι, ἀφοῦ ἡ κενωτική
του καρδιὰ ἀνέπαυε ὅλους, ὅτι θὰ εἶπε: «Κύριε, οὓς δέδωκάς μοι, οὐκ
ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα» (Ἰωάν. ιη΄ 9).
Ἡλιόφωτος
ἱερομόναχος, ἀγγελόμορφος κατηχητής, πνευματοκίνητος καθοδηγητής,
θαυματόβρυτος Ἡγούμενος καὶ ἁπλοῦς πιστὸς τοῦ ἁπλουστάτου Ναζωραίου ὁ
Γέροντας, εἶχε πάντοτε Ἁγίους Ἀγγέλους συλλειτουργοὺς καὶ βοηθοὺς στὴν
καθημερινή του ζωή. Τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ τὸν ἔνιωθε πολὺ οἰκεῖο καὶ δὲν
ὑπῆρχε περίπτωση νὰ μὴν πραγματοποιηθεῖ κάποια ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ
Γέροντος, ἀφοῦ οἱ Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι ἔσπευδαν στὴν ἱκανοποίηση τῶν
αἰτημάτων του, ποὺ στόχευαν στὴν πνευματικὴ στήριξη καὶ ἀνακαίνιση τοῦ
ἴδιου, ἀλλὰ καὶ ὅλων μας. Δὲν σπαταλοῦσε ὁ Γέροντας ἄσκοπα τὸ χρόνο τῆς
ζωῆς του «ἐξαγοραζόμενος τὸν καιρόν» (Ἐφεσ. ε΄ 16), ἀλλὰ ἀποφεύγοντας
συζητήσεις ψυχοβλαβεῖς προέτρεπε καὶ ἐμᾶς νὰ ἀποφεύγουμε «μωρὰς ζητήσεις
καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικάς» (Τίτ. γ΄ 9). Δίδασκε σὲ
κάθε βῆμα τῆς ζωῆς του, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ὑπομονή του, μὲ τὸ χαμόγελό του
«εὐκαίρως ἀκαίρως» (Β΄ Τιμ. δ΄ 2), μὲ τὸ ἄκτιστο φῶς ποὺ τὸν περιέλουζε
καὶ μὲ τὴ χάρη τῶν θαυμασίων ποὺ ἐπιτελοῦσε, συνεργοῦντος τοῦ μεγάλου
Ἀποστόλου μας Βαρνάβα, «τοῦ μεγάλου κλέους τῆς Κύπρου μας».
Λαμπάδα
ἀναμμένη ὁ Γέροντας, καιγόταν ὁλόκληρος μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ
μας, τῆς Παναγίας μας τῆς Κυκκώτισσας καὶ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, ποὺ
τὸν δόξασε μὲ τὰ ἔργα του, γι’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ αὐτὸν δόξης
ἐπιγείου καὶ ἐπουρανίου. Καιγόταν ἀπὸ ἀγάπη καὶ φώτιζε, χωρὶς νὰ
μειώνεται τὸ φῶς της, ὅλους μας ποὺ βρισκόμασταν στὰ σκοτάδια τῆς
ἁμαρτίας, τῆς ἀγνωσίας, τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν, τῆς ραστώνης καὶ τῆς
ἀκηδίας. Παρέμενε ἀναμμένη καὶ φωτιστική, γιὰ νὰ μεταλαμπαδεύσει τὴ
φλόγα της καὶ νὰ ἀνάψει πάλι μὲ τὸ ἐλεύθερο φῶς της τὰ καντήλια τοῦ
σκλαβωμένου Μοναστηριοῦ του. Ὁ Κύριος ὅμως τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου πῆρε
τὸ φῶς της γιὰ τὰ οὐράνια σκηνώματα, στὶς πέντε Δεκεμβρίου τοῦ 2013,
ἀπ’ ὅπου μὲ τὸ ἄδυτο φῶς τῆς Χάριτός Του, αὐτὸ ποὺ περιέβαλε τὸ Γέροντα
κατὰ τὶς Λειτουργίες του στὸν τάφο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, θὰ φωτίσει
σύντομα τὸ Μοναστήρι τοῦ «Υἱοῦ τῆς Παρακλήσεως» καὶ τὶς καρδιὲς ὅλων μας
πρὸς αἴνεση καὶ δοξολογία Του. Αὐτός, ἄλλωστε, εἶναι ὁ Φωτοδότης μας,
τὸ Φῶς, ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάστασή μας, ἡ μεγάλη ἀγκαλιά, τοῦ οὐρανοῦ
ἰσοστάσια, ἡ Αὐταγάπη, ποὺ βαστάζει μέσα Της καὶ τὸ Γέροντα Γαβριήλ, τὸ
Γέροντα τῆς ἀγάπης.
Στὸν οὐρανοπολίτη Γέροντα Γαβριήλ,
τὸν Κεχαριτωμένο
τὸν Κεχαριτωμένο
Γέροντά μου,
ἤσουν ὁ θησαυρός μου,
ὁ πολύτιμος μαργαρίτης τῆς ζωῆς μου,
ἡ καταφυγή μου στὶς καθημερινὲς περιπέτειες,
ἡ βακτηρία μου στὶς ἀνηφορικὲς πορεῖες,
τὸ ἀστέρι ποὺ φώτιζε τὴ σκοτεινιά μου,
ἡ αὔρα στὶς ὧρες τοῦ καύσωνος,
τὸ χαμόγελο στὴν κατήφειά μου,
τὸ γαλήνιο λιμάνι στὶς βιοτικὲς τρικυμίες,
ὁ χειραγωγός μου στὸ δρόμο γιὰ τὸν οὐρανό,
ἡ πλήρωση τῆς κενότητας τῆς καρδιᾶς μου,
ἡ δύναμη στὶς ἀδύνατες στιγμές μου.
Γέροντά μου,
μοῦ λείπεις.
Μοῦ λείπει ὁ χαροποιός σου λόγος,
τὸ ἀθῶο σου χαμόγελο,
ἡ καθαρότητα τῆς σκέψεως καὶ τῶν λογισμῶν σου,
ἡ σωστὴ καθοδήγησή σου,
ἡ εὐαγγελικὴ διδαχή σου,
οἱ ψυχοσωτήριες συμβουλές σου,
οἱ οὐρανόπεμπτες προσευχές σου,
ἡ σταθερὴ στήριξή σου,
ἡ ὁλόθυμη εὐλογία σου.
Γέροντά μου,
σὲ βλέπω, ὅμως, κοντά μου μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου καὶ ἀναπαύομαι.
Σὲ βλέπω νὰ διώχνεις τὰ ἐμπόδια
ἀπὸ τὴν ἀτραπὸ τῆς πνευματικῆς μου προόδου,
νὰ μοῦ δείχνεις τὸ δρόμο ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθῶ γιὰ νὰ εἰρηνεύω,
νὰ εὐχαριστῶ τοὺς γύρω μου,
νὰ εὐαρεστῶ τὸ Θεό μας,
νὰ διακρίνω τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό,
νὰ διώχνω τοὺς πειρασμούς,
νὰ ἐργάζομαι σὰν νὰ μὴν πρόκειται νὰ πεθάνω ποτὲ
καὶ νὰ ἑτοιμάζομαι σὰν νὰ πρόκειται νὰ πεθάνω τὴν ἑπόμενη στιγμή,
νὰ ἀκολουθῶ πιστὰ ὅσα μὲ δίδαξες,
νὰ μὴν ὑπολογίζω κόπους γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων,
καὶ θερμὰ παρακαλῶ σε, νὰ δέεσαι,
νὰ μὲ ἀξιώσει ὁ φιλάνθρωπος Ἰησοῦς μας
νὰ ἔρθω κοντά σου, ὅταν Ἐκεῖνος μὲ καλέσει,
γιὰ νὰ χαίρομαι μαζί σου τὴν ἀτελεύτητη χαρὰ
τῆς Οὐράνιας Βασιλείας.
ἤσουν ὁ θησαυρός μου,
ὁ πολύτιμος μαργαρίτης τῆς ζωῆς μου,
ἡ καταφυγή μου στὶς καθημερινὲς περιπέτειες,
ἡ βακτηρία μου στὶς ἀνηφορικὲς πορεῖες,
τὸ ἀστέρι ποὺ φώτιζε τὴ σκοτεινιά μου,
ἡ αὔρα στὶς ὧρες τοῦ καύσωνος,
τὸ χαμόγελο στὴν κατήφειά μου,
τὸ γαλήνιο λιμάνι στὶς βιοτικὲς τρικυμίες,
ὁ χειραγωγός μου στὸ δρόμο γιὰ τὸν οὐρανό,
ἡ πλήρωση τῆς κενότητας τῆς καρδιᾶς μου,
ἡ δύναμη στὶς ἀδύνατες στιγμές μου.
Γέροντά μου,
μοῦ λείπεις.
Μοῦ λείπει ὁ χαροποιός σου λόγος,
τὸ ἀθῶο σου χαμόγελο,
ἡ καθαρότητα τῆς σκέψεως καὶ τῶν λογισμῶν σου,
ἡ σωστὴ καθοδήγησή σου,
ἡ εὐαγγελικὴ διδαχή σου,
οἱ ψυχοσωτήριες συμβουλές σου,
οἱ οὐρανόπεμπτες προσευχές σου,
ἡ σταθερὴ στήριξή σου,
ἡ ὁλόθυμη εὐλογία σου.
Γέροντά μου,
σὲ βλέπω, ὅμως, κοντά μου μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου καὶ ἀναπαύομαι.
Σὲ βλέπω νὰ διώχνεις τὰ ἐμπόδια
ἀπὸ τὴν ἀτραπὸ τῆς πνευματικῆς μου προόδου,
νὰ μοῦ δείχνεις τὸ δρόμο ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθῶ γιὰ νὰ εἰρηνεύω,
νὰ εὐχαριστῶ τοὺς γύρω μου,
νὰ εὐαρεστῶ τὸ Θεό μας,
νὰ διακρίνω τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό,
νὰ διώχνω τοὺς πειρασμούς,
νὰ ἐργάζομαι σὰν νὰ μὴν πρόκειται νὰ πεθάνω ποτὲ
καὶ νὰ ἑτοιμάζομαι σὰν νὰ πρόκειται νὰ πεθάνω τὴν ἑπόμενη στιγμή,
νὰ ἀκολουθῶ πιστὰ ὅσα μὲ δίδαξες,
νὰ μὴν ὑπολογίζω κόπους γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων,
καὶ θερμὰ παρακαλῶ σε, νὰ δέεσαι,
νὰ μὲ ἀξιώσει ὁ φιλάνθρωπος Ἰησοῦς μας
νὰ ἔρθω κοντά σου, ὅταν Ἐκεῖνος μὲ καλέσει,
γιὰ νὰ χαίρομαι μαζί σου τὴν ἀτελεύτητη χαρὰ
τῆς Οὐράνιας Βασιλείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου