Ο κ. Βασίλης Κουρτάκης, ο οποίος διετέλεσε 12 χρόνια πρόεδρος των
Ελλήνων και 8 χρόνια πρόεδρος των Ευρωπαίων οινοπαραγωγών και ο οποίος
εξάγει κρασιά και ρετσίνα σε 35 χώρες, μιλά στο timetv
Συνέντευξη στο TIME TV
Δεν υπάρχουν πολλοί Έλληνες βιομήχανοι τρίτης γενιάς. Ελάχιστοι δε είναι αυτοί οι οποίοι εξακολουθούν να είναι μάχιμοι και καινοτόμοι, κουβαλώντας ταυτόχρονα μια παράδοση 120 ετών. Οι New Times συνομίλησαν με έναν εξ αυτών και σας μεταφέρουν μια από τις σπάνιες συνομιλίες του με εκπροσώπους των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η συζήτηση με τον κ. Βασίλη Κουρτάκη, που τιμά το όνομα της Ελλάδας σε 32 χώρες του κόσμου, έχει μοναδικό ενδιαφέρον. Ας την παρακολουθήσουμε:
Κύριε Κουρτάκη, επιλέξατε την οινοπαραγωγή από παράδοση ή ήταν προσωπική σας επιθυμία;
Και οι δύο παράγοντες έπαιξαν το ρόλο τους. Όταν όμως έχεις μια παράδοση 120 ετών – o παππούς Κουρτάκης ήταν ο πρώτος οινολόγος στην Ελλάδα, που ίδρυσε το πρώτο «οινικό πανεπιστήμιο» στην πλατεία Κάνιγγος –, καταλαβαίνεις ότι αυτό επηρέασε και εμένα όπως και όλη την οικογένεια Κουρτάκη, που εμφορείται από το κρασί.
Ένα περιστατικό είναι ενδεικτικό των διαδρομών που ακολούθησαν τα μέλη της οικογένειας. Ακούστε το: Όταν ο παππούς είχε αποκτήσει κάποια χρήματα έστειλε το γιο του στη Γαλλία, στο Κολέγιο της Νορμανδίας, ο οποίος στη συνέχεια έγινε οινολόγος στην Ντιζόν. Αυτή ήταν η δεύτερη γενιά. Εγώ είμαι η τρίτη γενιά, που ακολούθησα τα βήματά τους. Είναι απίστευτο, όμως είναι αληθινό, ότι στην Ντιζόν που είχε πάει ο πατέρας μου πήγα και εγώ. Έμενα και εγώ στο ίδιο δωμάτιο στον έκτο όροφο του ξενοδοχείου που έμενε ο πατέρας μου…
Το όνομα Κουρτάκη συνδέθηκε με τη ρετσίνα. Εσείς με κάποιο τρόπο προσπαθήσατε να αποσυνδέσετε τις δύο έννοιες. Γιατί το κάνατε αυτό;
Κατ’ αρχήν να ομολογήσω ότι δεν κατάφερα να αποσυνδέσω το όνομα Κουρτάκης από τη ρετσίνα. Ίσως το πέτυχα μερικώς. Είχε συνδεθεί τόσο πολύ το όνομα Κουρτάκης με τη ρετσίνα που όλα έδειχναν ότι ο Κουρτάκης θα ασχοληθεί μόνο με τη ρετσίνα και τίποτε πέρα από αυτή.
Είναι αμαρτία από το Θεό διότι δούλεψα 12 χρόνια στη Γαλλία και γυρνώντας πίσω ασχολήθηκα με όλα τα κρασιά – συμπεριλαμβανομένης και της ρετσίνας. Πληγώνεσαι όμως να σου λένε «ποιος είσαι εσύ; Εσύ είσαι μόνον η ρετσίνα». Αναγκάστηκα λοιπόν με πόνο ψυχής να αλλάξω και το όνομα της εταιρείας και να τη μετονομάσω σε «Ελληνικά Κελάρια», διότι το όνομα Κουρτάκης είχε γίνει συνώνυμο της ρετσίνας.
Αυτές οι μεγάλες αλλαγές όμως δεν είναι εύκολο να πετύχουν. Μπορεί να γίνει μόνον αν έχεις πολλά χρήματα να στηρίξεις την αλλαγή του ονόματος και να μάθεις το κοινό τι θα πει Ελληνικά Κελάρια. Εκεί κάπου αντιμετώπισα δυσκολία και δεν μπόρεσα να ξεπεράσω αυτό το στάδιο.
Έχετε υπάρξει πρόεδρος και των Ελλήνων αλλά και των Ευρωπαίων οινοπαραγωγών. Τι σήμαιναν αυτά τα χρόνια για εσάς;
(Χαμογελά). Πράγματι, διετέλεσα 12 χρόνια πρόεδρος των Ελλήνων οινοπαραγωγών. Με αυτή την αρμοδιότητα πήγαινα και στις Βρυξέλλες. Εκεί οι Ευρωπαίοι συνάδελφοι μου είπαν: «Θα σας κάνουμε πρόεδρο». Και έτσι πέρασα άλλα 8 χρόνια ως πρόεδρος των Ευρωπαίων οινοπαραγωγών στις Βρυξέλλες. Υπήρξε διάστημα που πήγαινα 4 φορές το μήνα στις Βρυξέλλες. Εκεί συναντήθηκα με τους κορυφαίους παραγωγούς κρασιού της Ευρώπης. Ήταν μια ενδιαφέρουσα περίοδος, που κατά γενική ομολογία τα πήγα πολύ καλά. Ένιωθα να με υπολογίζουν. Ήμουν γι’ αυτούς ένα σπουδαίο πρόσωπο. Δεν ένιωθα όμως το ίδιο όταν επέστρεφα στην Ελλάδα. Αλλά σε κάθε περίπτωση, η εμπειρία μου στην Ευρώπη ήταν σημαντική και η αγάπη μου για το προϊόν με έκανε να προσφέρω στον κλάδο και εγχωρίως και ευρωπαϊκά.
Ποιοι είναι οι βασικοί σταθμοί της πορείας της επιχείρησή σας;
Κοιτάξτε, μία σκληρή απόφαση που όφειλα να λάβω ήταν όχι να εγκαταλείψω τη ρετσίνα αλλά να στηρίξω διαφημιστικά τη ρετσίνα και να πάω και προς τα άλλα κρασιά. Απλούστατα δεν έφταναν τα χρήματα για να κάνεις όλη αυτή την εκστρατεία. Η Κουρτάκης είχε φτάσει τον εξωφρενικό αριθμό των 65 εκατομμυρίων μπουκαλιών το χρόνο. Είναι κάτι σημαντικό. Ήταν το νούμερο 5 παγκοσμίως ως brand name που κυκλοφορούσε.
Αξίζει κανείς να θυμηθεί τις διαφημίσεις της ρετσίνας Κουρτάκη που ήταν κάτι το ασύλληπτο. Και έχουν μείνει ως σήμερα στο μυαλό των καταναλωτών κάπως μεγαλύτερης ηλικίας. Ποιος δεν θυμάται το «σουβλάκι και… Κουρτάκη» ή το «ρετσίνα Κουρτάκη – κάθε μέρα γιορτή»! Είχαμε γυρίσει 8 ταινίες: από τη Μονεμβασιά ως τους σιδηροδρόμους της Αγγλίας. Ήταν μια εποχή εξωστρέφειας της ρετσίνας.
Αργότερα ξεκινήσαμε το Apelia. Πραγματικά το κρασί αυτό έγραψε ιστορία. Και το πετύχαμε χωρίς να κρατάμε τη μύτη ψηλά. Στην καμπάνια, που είχε πάει θαύμα, ειπώθηκε ό,τι και όπως έπρεπε να ειπωθεί.
Αργότερα σε συνεργασία με τους Ιταλούς κάναμε ένα ελληνικό κρασί, το Solegro. Ακολούθησε το κρασί Κούρος, που πήρε τα πρώτα βραβεία στη Μέκκα του κρασιού – στο Μπορντό της Γαλλίας. Και έτσι ξεκίνησε η διεθνής πορεία.
Κύριε Κουρτάκη, ένας από τους ανταγωνιστές του ελληνικού κρασιού είναι τα φθηνότερα κρασιά από τη Λατινική Αμερική. Μπορεί το ελληνικό κρασί να αντιμετωπίσει αυτά τα προϊόντα;
Είναι αλήθεια ότι το ελληνικό κρασί πιέζεται από πλευράς τιμών. Και πιέζεται περισσότερο από τον ελληνο-ελληνικό πόλεμο. Σε ό,τι αφορά όμως τις τιμές από το εξωτερικό, είμαστε 10%-15% ακριβότεροι από τους Ισπανούς, τους Γάλλους και τους Ιταλούς. Έχουμε όμως την ιδιαιτερότητα ότι κάνουμε προϊόντα που δεν κάνουν αυτοί. Δεν θα έλεγα ότι είναι η τιμή ένα κριτήριο ενάντια στο ελληνικό κρασί. Το πρόβλημα του ελληνικού κρασιού είναι ότι στο εξωτερικό δεν γνωρίζουν ότι οι Έλληνες του Διονύσου κάνουν κρασί…
Πόσοι δεν μου έχουν πει στο εξωτερικό: «Α, δεν ήξερα ότι η Ελλάδα κάνει κρασιά». Για να το μάθεις αυτό, όταν έχεις μια Γαλλία με 800 χρόνια παράδοση, μια Ιταλία με 500 χρόνια παράδοση, χρειάζονται χρόνια και χρόνια και λεφτά πολλά.
Σε πόσες χώρες εξάγετε τα προϊόντα σας και ποιες είναι οι σημαντικότερες ξένες αγορές;
Πάμε σε 35 χώρες. Οι σημαντικότερες αγορές είναι η Γερμανία – είναι η πρώτη μας αγορά – και ακολουθούν οι ΗΠΑ, που έχουν πατήσει γκάζι, και ο Καναδάς. Σε ό,τι αφορά την Κίνα, δεν πάμε και τόσο καλά αφού δεν έχουμε βρει αυτό που πρέπει για να ανοίξουμε αυτή την τεράστια αγορά.
Η Ρωσία;
Δεν μπήκαμε ποτέ. Και νομίζω δικαιωθήκαμε σε αυτή μας την επιλογή διότι προέκυψαν προβλήματα.
Τι ποσοστό αντιπροσωπεύουν οι εξαγωγές στο συνολικό τζίρο της εταιρείας σας;
Είμαστε στο 50%-50%. Είναι ένα πολύ καλό ποσοστό και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό.
Ποια είναι τα προϊόντα που κάνουν τις μεγαλύτερες πωλήσεις;
Είναι φυσικό ακόμη η ρετσίνα Κουρτάκη να έχει μείνει ισχυρή και στο εξωτερικό. Είναι σχεδόν η μοναδική ρετσίνα Κουρτάκη που βρίσκει κανείς και στις πέντε ηπείρους. Αυτό είναι το νούμερο ένα. Το νούμερο δύο είναι ο Κούρος, ο οποίος είναι σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα αλλά πολύ γνωστός στις υπόλοιπες χώρες.
Η ρετσίνα είναι πολύ γνωστό όνομα στο εξωτερικό. Μπορεί να αποτελέσει την εμπορική αιχμή και το δυνατό όπλο της ελληνικής οινοπαραγωγής στην εξαγωγική της προσπάθεια;
Καταλαβαίνω τι εννοείτε. Η ρετσίνα είναι κάτι παραπάνω από ένας τύπος κρασιού. Μπορεί ή να σου αρέσει ή να την απεχθάνεσαι. Δεν έχει μέσον όρο. Πολύς κόσμος τρελαίνεται για τη ρετσίνα και πάρα πολύς κόσμος δεν θέλει να τη βάλει στο στόμα του. Δεν νομίζω ότι μπορεί να αποτελέσει το δυνατό όπλο. Ίσα ίσα η ελληνική ρετσίνα κάποιες στιγμές εμπόδισε τα υπόλοιπα ελληνικά κρασιά να προχωρήσουν, διότι μόλις έλεγες στο εξωτερικό για τα υπόλοιπα ελληνικά κρασιά σου απαντούσαν: «Μα εσείς δεν έχετε τη ρετσίνα;». Δηλαδή αυτό ήξεραν από την Ελλάδα και εκεί έμεναν.
Ετοιμάζετε κάποιες εξαγορές;
Η τελευταία φορά που το κάναμε ήταν με τον «Οινοφόρο» του Άγγελου Ρούβαλη στην εκπληκτική περιοχή της Αιγιαλείας. Δεν ήταν επένδυση οικονομικής φύσης ήταν επένδυση συναδέλφωσης που είχε πραγματικά ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Σε νέες εξαγορές δεν θέλουμε να μπούμε. Πάρα πολλοί συνάδελφοί μας θα ήταν ευτυχείς να ήταν μαζί μας, αλλά εμείς θέλουμε να περάσουμε τη δύσκολη αυτή περίοδο μόνοι μας.
Η συμφωνία σας με τον μεγάλο γαλλικό οίκο παραγωγής κρασιών Grands Chais de France τι αποτελέσματα είχε;
Ξέρετε, οι Γάλλοι είναι λίγο περίεργοι. Έζησα εκεί για να μπορώ να καταλάβω τη νοοτροπία τους. Οι Γάλλοι είναι λίγο σοβινιστές. Πιστεύουν ότι κάνουν τα καλύτερα προϊόντα, τα καλύτερα κρασιά, τις καλύτερες ταινίες. Και όντως έχουν πάρα πολλές χάρες, όχι όμως στο μέτρο που τις προβάλλουν.
Η Grands Chais de France είχε την εντύπωση ότι θα κατακτήσει γρήγορα όλη την Ευρώπη. Της έλειπε ο κρίκος της Ελλάδας γι’ αυτό και προχωρήσαμε στη συνεργασία. Μπήκε όμως στη χειρότερη εποχή, όταν οι Έλληνες καταναλωτές δεν έχουν και πολλές δυνατότητες. Τα αποτελέσματά τους δεν είναι σπουδαία αλλά δεν είναι και άσχημα.
Κύριε Κουρτάκη, σας ευχαριστώ θερμά γι’ αυτή τη συνομιλία.
Και εγώ.
Who Is Who
Οι ρίζες της οικογενειακής επιχείρησης βρίσκονται στα 1895 στην οδό Κολοκοτρώνη, στο κέντρο της Αθήνας, όταν ο Βασίλης Κουρτάκης (1865-1946), παππούς του σημερινού ιδιοκτήτη της επιχείρησης, ιδρύει το πρώτο οινολογικό ινστιτούτο. Είχε ονομαστεί «γιατρός των κρασιών», αφού του έφερναν να εξετάσει κρασιά από όλη τη χώρα. Λίγα χρόνια αργότερα – το 1905 – ξεκίνησε τις οινοπαραγωγικές του δραστηριότητες στο Μαρκόπουλο Μεσογείων.
Ο γιος του ιδρυτή, Δημήτρης Κουρτάκης (1908-2005), άρχισε την εμπορία των εμφιαλωμένων κρασιών της εταιρείας και επέκτεινε τη διανομή τους σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Σήμερα, περισσότερο από έναν αιώνα μετά την ίδρυσή της, η εταιρεία ανήκει εξ ολοκλήρου και διοικείται από την οικογένεια Κουρτάκη, η οποία έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού κρασιού. Η τρίτη γενεά εκπροσωπείται από τον εγγονό του ιδρυτή, Βασίλη Κουρτάκη, και υπό τη διεύθυνσή του εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής και εμφιάλωσης οίνων στην Ελλάδα.
Το 1992 ξεκίνησε μια πρωτοποριακή συνεργασία με τον Γιάννη Καλλιγά, που εξελίχθηκε στην πλήρη ιδιοκτησία των σημάτων Καλλιγά. Το 2000 η εταιρεία άλλαξε επωνυμία σε Ελληνικά Κελλάρια Οίνων Α.Ε. Το 2004 προέβη στην εμπορική σύμπραξη με τον οινοποιό Άγγελο Ρούβαλη και απέκτησε το 50% της εταιρείας Οινοφόρος Α.Ε. Η επιχείρηση αποτελείται πλέον από τρεις διοικητικές υποδιαιρέσεις: Κουρτάκη, Καλλιγά, Οινοφόρος.
H ετήσια παραγωγή της εταιρείας Ελληνικά Κελλάρια Οίνων είναι γύρω στα 30.000.000 φιάλες, με το περίπου 50% του όγκου να εξάγεται. Το κεντρικό οινοποιείο της εταιρείας Ελληνικά Κελλάρια, στο Μαρκόπουλο Αττικής, εξυπηρετεί παράλληλα τις ανάγκες εμφιάλωσης της επιχείρηση, ενώ το οινοποιείο στη Ριτσώνα είναι ένα ιδανικό παράδειγμα οινοποίησης σύγχρονης τεχνολογίας για ολόκληρη την Ευρώπη. Διαθέτει περιφερειακό συνεργαζόμενο οινοποιείο στη Μαντίνεια, στο Ηράκλειο Κρήτης, στη Νεμέα και σε Πάτρα-Αίγιο, για την παραγωγή οίνων Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και οίνων Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ).
Όσον αφορά το οινοποιείο στο Μαρκόπουλο είναι το πρώτο οινοποιείο της εταιρείας. Δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα (1905) από τον ιδρυτή της και παππού του σημερινού διευθύνοντος συμβούλου, Βασίλη Κουρτάκη. Από την ίδρυσή του μέχρι τις μέρες μας, το οινοποιείο Μαρκοπούλου επεκτείνεται συνεχώς, σε έκταση και εγκαταστάσεις. Εδώ εμφιαλώνονται σχεδόν όλα τα κρασιά της εταιρείας.
Ως το 1963 το οινοποιείο στο Μαρκόπουλο συγκέντρωνε όλη τη σταφυλική παραγωγή των γύρω περιοχών του κάμπου των Μεσογείων, την οινοποιούσε και διέθετε μούστο ή και φρέσκο κρασί στις ταβέρνες της Αττικής. Μετά το 1963, όταν η εταιρεία σταμάτησε τη διακίνηση χύμα κρασιού και άρχισε να εμφιαλώνει τα προϊόντα της, στήθηκε το πρώτο εμφιαλωτήριο στους χώρους του οινοποιείου στο Μαρκόπουλο. Σήμερα η έδρα της εταιρείας έχει μεταφερθεί στο Μαρκόπουλο. Το οινοποιείο καταλαμβάνει έκταση 28 στρεμμάτων, διαθέτει αποθήκες 160.000 HL, 6.000 τ.μ. στεγασμένους αποθηκευτικούς χώρους και 1.200 τ.μ. χώρους γραφείων, ενώ η ημερήσια δυναμικότητα εμφιάλωσης ξεπερνά τις 140.000 φιάλες.
πηγή
Συνέντευξη στο TIME TV
Δεν υπάρχουν πολλοί Έλληνες βιομήχανοι τρίτης γενιάς. Ελάχιστοι δε είναι αυτοί οι οποίοι εξακολουθούν να είναι μάχιμοι και καινοτόμοι, κουβαλώντας ταυτόχρονα μια παράδοση 120 ετών. Οι New Times συνομίλησαν με έναν εξ αυτών και σας μεταφέρουν μια από τις σπάνιες συνομιλίες του με εκπροσώπους των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η συζήτηση με τον κ. Βασίλη Κουρτάκη, που τιμά το όνομα της Ελλάδας σε 32 χώρες του κόσμου, έχει μοναδικό ενδιαφέρον. Ας την παρακολουθήσουμε:
Κύριε Κουρτάκη, επιλέξατε την οινοπαραγωγή από παράδοση ή ήταν προσωπική σας επιθυμία;
Και οι δύο παράγοντες έπαιξαν το ρόλο τους. Όταν όμως έχεις μια παράδοση 120 ετών – o παππούς Κουρτάκης ήταν ο πρώτος οινολόγος στην Ελλάδα, που ίδρυσε το πρώτο «οινικό πανεπιστήμιο» στην πλατεία Κάνιγγος –, καταλαβαίνεις ότι αυτό επηρέασε και εμένα όπως και όλη την οικογένεια Κουρτάκη, που εμφορείται από το κρασί.
Ένα περιστατικό είναι ενδεικτικό των διαδρομών που ακολούθησαν τα μέλη της οικογένειας. Ακούστε το: Όταν ο παππούς είχε αποκτήσει κάποια χρήματα έστειλε το γιο του στη Γαλλία, στο Κολέγιο της Νορμανδίας, ο οποίος στη συνέχεια έγινε οινολόγος στην Ντιζόν. Αυτή ήταν η δεύτερη γενιά. Εγώ είμαι η τρίτη γενιά, που ακολούθησα τα βήματά τους. Είναι απίστευτο, όμως είναι αληθινό, ότι στην Ντιζόν που είχε πάει ο πατέρας μου πήγα και εγώ. Έμενα και εγώ στο ίδιο δωμάτιο στον έκτο όροφο του ξενοδοχείου που έμενε ο πατέρας μου…
Το όνομα Κουρτάκη συνδέθηκε με τη ρετσίνα. Εσείς με κάποιο τρόπο προσπαθήσατε να αποσυνδέσετε τις δύο έννοιες. Γιατί το κάνατε αυτό;
Κατ’ αρχήν να ομολογήσω ότι δεν κατάφερα να αποσυνδέσω το όνομα Κουρτάκης από τη ρετσίνα. Ίσως το πέτυχα μερικώς. Είχε συνδεθεί τόσο πολύ το όνομα Κουρτάκης με τη ρετσίνα που όλα έδειχναν ότι ο Κουρτάκης θα ασχοληθεί μόνο με τη ρετσίνα και τίποτε πέρα από αυτή.
Είναι αμαρτία από το Θεό διότι δούλεψα 12 χρόνια στη Γαλλία και γυρνώντας πίσω ασχολήθηκα με όλα τα κρασιά – συμπεριλαμβανομένης και της ρετσίνας. Πληγώνεσαι όμως να σου λένε «ποιος είσαι εσύ; Εσύ είσαι μόνον η ρετσίνα». Αναγκάστηκα λοιπόν με πόνο ψυχής να αλλάξω και το όνομα της εταιρείας και να τη μετονομάσω σε «Ελληνικά Κελάρια», διότι το όνομα Κουρτάκης είχε γίνει συνώνυμο της ρετσίνας.
Αυτές οι μεγάλες αλλαγές όμως δεν είναι εύκολο να πετύχουν. Μπορεί να γίνει μόνον αν έχεις πολλά χρήματα να στηρίξεις την αλλαγή του ονόματος και να μάθεις το κοινό τι θα πει Ελληνικά Κελάρια. Εκεί κάπου αντιμετώπισα δυσκολία και δεν μπόρεσα να ξεπεράσω αυτό το στάδιο.
Έχετε υπάρξει πρόεδρος και των Ελλήνων αλλά και των Ευρωπαίων οινοπαραγωγών. Τι σήμαιναν αυτά τα χρόνια για εσάς;
(Χαμογελά). Πράγματι, διετέλεσα 12 χρόνια πρόεδρος των Ελλήνων οινοπαραγωγών. Με αυτή την αρμοδιότητα πήγαινα και στις Βρυξέλλες. Εκεί οι Ευρωπαίοι συνάδελφοι μου είπαν: «Θα σας κάνουμε πρόεδρο». Και έτσι πέρασα άλλα 8 χρόνια ως πρόεδρος των Ευρωπαίων οινοπαραγωγών στις Βρυξέλλες. Υπήρξε διάστημα που πήγαινα 4 φορές το μήνα στις Βρυξέλλες. Εκεί συναντήθηκα με τους κορυφαίους παραγωγούς κρασιού της Ευρώπης. Ήταν μια ενδιαφέρουσα περίοδος, που κατά γενική ομολογία τα πήγα πολύ καλά. Ένιωθα να με υπολογίζουν. Ήμουν γι’ αυτούς ένα σπουδαίο πρόσωπο. Δεν ένιωθα όμως το ίδιο όταν επέστρεφα στην Ελλάδα. Αλλά σε κάθε περίπτωση, η εμπειρία μου στην Ευρώπη ήταν σημαντική και η αγάπη μου για το προϊόν με έκανε να προσφέρω στον κλάδο και εγχωρίως και ευρωπαϊκά.
Ποιοι είναι οι βασικοί σταθμοί της πορείας της επιχείρησή σας;
Κοιτάξτε, μία σκληρή απόφαση που όφειλα να λάβω ήταν όχι να εγκαταλείψω τη ρετσίνα αλλά να στηρίξω διαφημιστικά τη ρετσίνα και να πάω και προς τα άλλα κρασιά. Απλούστατα δεν έφταναν τα χρήματα για να κάνεις όλη αυτή την εκστρατεία. Η Κουρτάκης είχε φτάσει τον εξωφρενικό αριθμό των 65 εκατομμυρίων μπουκαλιών το χρόνο. Είναι κάτι σημαντικό. Ήταν το νούμερο 5 παγκοσμίως ως brand name που κυκλοφορούσε.
Αξίζει κανείς να θυμηθεί τις διαφημίσεις της ρετσίνας Κουρτάκη που ήταν κάτι το ασύλληπτο. Και έχουν μείνει ως σήμερα στο μυαλό των καταναλωτών κάπως μεγαλύτερης ηλικίας. Ποιος δεν θυμάται το «σουβλάκι και… Κουρτάκη» ή το «ρετσίνα Κουρτάκη – κάθε μέρα γιορτή»! Είχαμε γυρίσει 8 ταινίες: από τη Μονεμβασιά ως τους σιδηροδρόμους της Αγγλίας. Ήταν μια εποχή εξωστρέφειας της ρετσίνας.
Αργότερα ξεκινήσαμε το Apelia. Πραγματικά το κρασί αυτό έγραψε ιστορία. Και το πετύχαμε χωρίς να κρατάμε τη μύτη ψηλά. Στην καμπάνια, που είχε πάει θαύμα, ειπώθηκε ό,τι και όπως έπρεπε να ειπωθεί.
Αργότερα σε συνεργασία με τους Ιταλούς κάναμε ένα ελληνικό κρασί, το Solegro. Ακολούθησε το κρασί Κούρος, που πήρε τα πρώτα βραβεία στη Μέκκα του κρασιού – στο Μπορντό της Γαλλίας. Και έτσι ξεκίνησε η διεθνής πορεία.
Κύριε Κουρτάκη, ένας από τους ανταγωνιστές του ελληνικού κρασιού είναι τα φθηνότερα κρασιά από τη Λατινική Αμερική. Μπορεί το ελληνικό κρασί να αντιμετωπίσει αυτά τα προϊόντα;
Είναι αλήθεια ότι το ελληνικό κρασί πιέζεται από πλευράς τιμών. Και πιέζεται περισσότερο από τον ελληνο-ελληνικό πόλεμο. Σε ό,τι αφορά όμως τις τιμές από το εξωτερικό, είμαστε 10%-15% ακριβότεροι από τους Ισπανούς, τους Γάλλους και τους Ιταλούς. Έχουμε όμως την ιδιαιτερότητα ότι κάνουμε προϊόντα που δεν κάνουν αυτοί. Δεν θα έλεγα ότι είναι η τιμή ένα κριτήριο ενάντια στο ελληνικό κρασί. Το πρόβλημα του ελληνικού κρασιού είναι ότι στο εξωτερικό δεν γνωρίζουν ότι οι Έλληνες του Διονύσου κάνουν κρασί…
Πόσοι δεν μου έχουν πει στο εξωτερικό: «Α, δεν ήξερα ότι η Ελλάδα κάνει κρασιά». Για να το μάθεις αυτό, όταν έχεις μια Γαλλία με 800 χρόνια παράδοση, μια Ιταλία με 500 χρόνια παράδοση, χρειάζονται χρόνια και χρόνια και λεφτά πολλά.
Σε πόσες χώρες εξάγετε τα προϊόντα σας και ποιες είναι οι σημαντικότερες ξένες αγορές;
Πάμε σε 35 χώρες. Οι σημαντικότερες αγορές είναι η Γερμανία – είναι η πρώτη μας αγορά – και ακολουθούν οι ΗΠΑ, που έχουν πατήσει γκάζι, και ο Καναδάς. Σε ό,τι αφορά την Κίνα, δεν πάμε και τόσο καλά αφού δεν έχουμε βρει αυτό που πρέπει για να ανοίξουμε αυτή την τεράστια αγορά.
Η Ρωσία;
Δεν μπήκαμε ποτέ. Και νομίζω δικαιωθήκαμε σε αυτή μας την επιλογή διότι προέκυψαν προβλήματα.
Τι ποσοστό αντιπροσωπεύουν οι εξαγωγές στο συνολικό τζίρο της εταιρείας σας;
Είμαστε στο 50%-50%. Είναι ένα πολύ καλό ποσοστό και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό.
Ποια είναι τα προϊόντα που κάνουν τις μεγαλύτερες πωλήσεις;
Είναι φυσικό ακόμη η ρετσίνα Κουρτάκη να έχει μείνει ισχυρή και στο εξωτερικό. Είναι σχεδόν η μοναδική ρετσίνα Κουρτάκη που βρίσκει κανείς και στις πέντε ηπείρους. Αυτό είναι το νούμερο ένα. Το νούμερο δύο είναι ο Κούρος, ο οποίος είναι σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα αλλά πολύ γνωστός στις υπόλοιπες χώρες.
Η ρετσίνα είναι πολύ γνωστό όνομα στο εξωτερικό. Μπορεί να αποτελέσει την εμπορική αιχμή και το δυνατό όπλο της ελληνικής οινοπαραγωγής στην εξαγωγική της προσπάθεια;
Καταλαβαίνω τι εννοείτε. Η ρετσίνα είναι κάτι παραπάνω από ένας τύπος κρασιού. Μπορεί ή να σου αρέσει ή να την απεχθάνεσαι. Δεν έχει μέσον όρο. Πολύς κόσμος τρελαίνεται για τη ρετσίνα και πάρα πολύς κόσμος δεν θέλει να τη βάλει στο στόμα του. Δεν νομίζω ότι μπορεί να αποτελέσει το δυνατό όπλο. Ίσα ίσα η ελληνική ρετσίνα κάποιες στιγμές εμπόδισε τα υπόλοιπα ελληνικά κρασιά να προχωρήσουν, διότι μόλις έλεγες στο εξωτερικό για τα υπόλοιπα ελληνικά κρασιά σου απαντούσαν: «Μα εσείς δεν έχετε τη ρετσίνα;». Δηλαδή αυτό ήξεραν από την Ελλάδα και εκεί έμεναν.
Ετοιμάζετε κάποιες εξαγορές;
Η τελευταία φορά που το κάναμε ήταν με τον «Οινοφόρο» του Άγγελου Ρούβαλη στην εκπληκτική περιοχή της Αιγιαλείας. Δεν ήταν επένδυση οικονομικής φύσης ήταν επένδυση συναδέλφωσης που είχε πραγματικά ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Σε νέες εξαγορές δεν θέλουμε να μπούμε. Πάρα πολλοί συνάδελφοί μας θα ήταν ευτυχείς να ήταν μαζί μας, αλλά εμείς θέλουμε να περάσουμε τη δύσκολη αυτή περίοδο μόνοι μας.
Η συμφωνία σας με τον μεγάλο γαλλικό οίκο παραγωγής κρασιών Grands Chais de France τι αποτελέσματα είχε;
Ξέρετε, οι Γάλλοι είναι λίγο περίεργοι. Έζησα εκεί για να μπορώ να καταλάβω τη νοοτροπία τους. Οι Γάλλοι είναι λίγο σοβινιστές. Πιστεύουν ότι κάνουν τα καλύτερα προϊόντα, τα καλύτερα κρασιά, τις καλύτερες ταινίες. Και όντως έχουν πάρα πολλές χάρες, όχι όμως στο μέτρο που τις προβάλλουν.
Η Grands Chais de France είχε την εντύπωση ότι θα κατακτήσει γρήγορα όλη την Ευρώπη. Της έλειπε ο κρίκος της Ελλάδας γι’ αυτό και προχωρήσαμε στη συνεργασία. Μπήκε όμως στη χειρότερη εποχή, όταν οι Έλληνες καταναλωτές δεν έχουν και πολλές δυνατότητες. Τα αποτελέσματά τους δεν είναι σπουδαία αλλά δεν είναι και άσχημα.
Κύριε Κουρτάκη, σας ευχαριστώ θερμά γι’ αυτή τη συνομιλία.
Και εγώ.
Who Is Who
Οι ρίζες της οικογενειακής επιχείρησης βρίσκονται στα 1895 στην οδό Κολοκοτρώνη, στο κέντρο της Αθήνας, όταν ο Βασίλης Κουρτάκης (1865-1946), παππούς του σημερινού ιδιοκτήτη της επιχείρησης, ιδρύει το πρώτο οινολογικό ινστιτούτο. Είχε ονομαστεί «γιατρός των κρασιών», αφού του έφερναν να εξετάσει κρασιά από όλη τη χώρα. Λίγα χρόνια αργότερα – το 1905 – ξεκίνησε τις οινοπαραγωγικές του δραστηριότητες στο Μαρκόπουλο Μεσογείων.
Ο γιος του ιδρυτή, Δημήτρης Κουρτάκης (1908-2005), άρχισε την εμπορία των εμφιαλωμένων κρασιών της εταιρείας και επέκτεινε τη διανομή τους σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Σήμερα, περισσότερο από έναν αιώνα μετά την ίδρυσή της, η εταιρεία ανήκει εξ ολοκλήρου και διοικείται από την οικογένεια Κουρτάκη, η οποία έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού κρασιού. Η τρίτη γενεά εκπροσωπείται από τον εγγονό του ιδρυτή, Βασίλη Κουρτάκη, και υπό τη διεύθυνσή του εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής και εμφιάλωσης οίνων στην Ελλάδα.
Το 1992 ξεκίνησε μια πρωτοποριακή συνεργασία με τον Γιάννη Καλλιγά, που εξελίχθηκε στην πλήρη ιδιοκτησία των σημάτων Καλλιγά. Το 2000 η εταιρεία άλλαξε επωνυμία σε Ελληνικά Κελλάρια Οίνων Α.Ε. Το 2004 προέβη στην εμπορική σύμπραξη με τον οινοποιό Άγγελο Ρούβαλη και απέκτησε το 50% της εταιρείας Οινοφόρος Α.Ε. Η επιχείρηση αποτελείται πλέον από τρεις διοικητικές υποδιαιρέσεις: Κουρτάκη, Καλλιγά, Οινοφόρος.
H ετήσια παραγωγή της εταιρείας Ελληνικά Κελλάρια Οίνων είναι γύρω στα 30.000.000 φιάλες, με το περίπου 50% του όγκου να εξάγεται. Το κεντρικό οινοποιείο της εταιρείας Ελληνικά Κελλάρια, στο Μαρκόπουλο Αττικής, εξυπηρετεί παράλληλα τις ανάγκες εμφιάλωσης της επιχείρηση, ενώ το οινοποιείο στη Ριτσώνα είναι ένα ιδανικό παράδειγμα οινοποίησης σύγχρονης τεχνολογίας για ολόκληρη την Ευρώπη. Διαθέτει περιφερειακό συνεργαζόμενο οινοποιείο στη Μαντίνεια, στο Ηράκλειο Κρήτης, στη Νεμέα και σε Πάτρα-Αίγιο, για την παραγωγή οίνων Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και οίνων Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ).
Όσον αφορά το οινοποιείο στο Μαρκόπουλο είναι το πρώτο οινοποιείο της εταιρείας. Δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα (1905) από τον ιδρυτή της και παππού του σημερινού διευθύνοντος συμβούλου, Βασίλη Κουρτάκη. Από την ίδρυσή του μέχρι τις μέρες μας, το οινοποιείο Μαρκοπούλου επεκτείνεται συνεχώς, σε έκταση και εγκαταστάσεις. Εδώ εμφιαλώνονται σχεδόν όλα τα κρασιά της εταιρείας.
Ως το 1963 το οινοποιείο στο Μαρκόπουλο συγκέντρωνε όλη τη σταφυλική παραγωγή των γύρω περιοχών του κάμπου των Μεσογείων, την οινοποιούσε και διέθετε μούστο ή και φρέσκο κρασί στις ταβέρνες της Αττικής. Μετά το 1963, όταν η εταιρεία σταμάτησε τη διακίνηση χύμα κρασιού και άρχισε να εμφιαλώνει τα προϊόντα της, στήθηκε το πρώτο εμφιαλωτήριο στους χώρους του οινοποιείου στο Μαρκόπουλο. Σήμερα η έδρα της εταιρείας έχει μεταφερθεί στο Μαρκόπουλο. Το οινοποιείο καταλαμβάνει έκταση 28 στρεμμάτων, διαθέτει αποθήκες 160.000 HL, 6.000 τ.μ. στεγασμένους αποθηκευτικούς χώρους και 1.200 τ.μ. χώρους γραφείων, ενώ η ημερήσια δυναμικότητα εμφιάλωσης ξεπερνά τις 140.000 φιάλες.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου