Όλοι όσοι ζούμε στον ελληνικό χώρο είμαστε οικείοι με τον όρο "αγιογραφία". Αναγνωρίζουμε ως "αγιογραφίες" τις με βυζαντινό τρόπο ζωγραφικές απεικονίσεις των αγίων της ορθοδόξου πίστεώς μας.
Τι σημαίνει όμως η λέξη αγιογραφία; Πότε ξεκίνησε να χρησιμοποιείται; Ποιές ανάγκες εξυπηρέτησε και ποιά η σχέση της με τη στείρα αντιγραφή παλαιών προτύπων που επικρατεί στον ελληνικό χώρο τον τελευταίο περίπου μισό αιώνα;
Τι σημαίνει όμως η λέξη αγιογραφία; Πότε ξεκίνησε να χρησιμοποιείται; Ποιές ανάγκες εξυπηρέτησε και ποιά η σχέση της με τη στείρα αντιγραφή παλαιών προτύπων που επικρατεί στον ελληνικό χώρο τον τελευταίο περίπου μισό αιώνα;
Ο όρος "αγιογραφία" και "αγιογράφος"
υπάρχει από τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες και σήμαινε την καταγραφή
του βίου ενός αγίου και τον βιογράφο ενός αγίου αντίστοιχα. Ποτέ ο όρος
αυτός δε χρησιμοποιήθηκε για αυτούς οι οποίοι ζωγραφίζουν μορφές αγίων,
μέχρι τον Φώτη Κόντογλου (1895-1965).
Καθ' όλη τη βυζαντινή περίοδο οι καλλιτέχνες οι οποίοι ασχολούνταν με τη θρησκευτική ζωγραφική ονομάζονταν απλά και λιτά "ζωγράφοι". Και όντως έτσι ήταν. Δε χρειάζεται να αναφερθεί πως, πέρα από τη θεματική της, η βυζαντινή ζωγραφική είναι μια ολοκληρωμένη αυτόνομη εικαστική τέχνη με ασύλληπτες ζωγραφικές ποιότητες σε κάθε χρονική περίοδο της. Οι ζωγράφοι του Βυζαντίου αντιμετώπιζαν ζωγραφικά κάθε πρόκληση, είτε αυτή ήταν αρχιτεκτονική, είτε θεματική κλπ.
Ποιά λοιπόν ανάγκη οδήγησε τον Κόντογλου να επαναφέρει τον όρο "αγιογραφία" δίνοντάς του νέο νόημα;
Ο Φώτης Κόντογλου (για τους περισσότερους γνωστός μόνο ως λογοτέχνης) υπήρξε ο αναγεννητής της βυζαντινής ζωγραφικής στον ελληνικό χώρο κατά τον 20ο αιώνα. Σε ηλικία 26 ετών και κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο Άγιο Όρος, έρχεται σε επαφή με τη βυζαντινή τέχνη, αναγνωρίζει το μεγαλείο της και αποφασίζει να αφοσιωθεί αποκλειστικά σε αυτό το είδος τέχνης. Την περίοδο εκείνη, στον ελληνικό εκκλησιαστικό χώρο επικρατούσε η Ναζαρινή τέχνη, θα λέγαμε, μια τέχνη φυσιοκρατική με βυζαντινά στοιχεία.
Για να καταλάβουμε την κατάσταση την οποία αντιμετώπισε ο Κόντογλου
όταν πήρε την απόφαση να στραφεί προς την παράδοση, και να επιχειρήσει
την επαναφορά του βυζαντινού ύφους στον εκκλησιαστικό χώρο, θα πρέπει να
φανταστούμε έναν άνθρωπο, κόντρα σε μια ολόκληρη κοινωνία, η οποία όχι
απλά δεν ήταν οικεία πια με τις βυζαντινές εικόνες, αλλά τις θεωρούσε
και άσχημες. Ο Κόντογλου, λοιπόν, στην προσπάθειά του να βρει θεωρητικό
υπόβαθρο ώστε να μπορεί να υποστηρίξει το εγχείρημά του, καταφεύγει σε
Ρώσους στοχαστές και θεωρητικούς, όπως ο Λεωνίδας Ουσπένσκυ, οι οποίοι
με δύο λόγια υποστηρίζουν πως οι "πραγματικές" εικόνες είναι μόνο οι
βυζαντινές, και καμία άλλη, γιατί μόνο αυτές μπορούν να απεικονίσουν το
"πνευματικό" σε αντίθεση με τις δυτικότροπες νατουραλιστικές (αυτές που ο
άγιος μοιάζει σαν φωτογραφία), οι οποίες απεικονίζουν την "ύλη".
Ίσως υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, ο Κόντογλου ονομάζει τη βυζαντινή ζωγραφική "αγιογραφία", ενώ τη δυτική ζωγραφική, απλά "ζωγραφική" (ακόμα κι αν και εκείνη απεικόνιζε αγίους.)
Έτσι, η λέξη "αγιο-γραφία", φαίνεται να σημαίνει περισσότερο "γράφω το άγιο(ιερό)" παρά "γράφω(ζωγραφίζω) τον άγιο".
Σε αυτό το "ν" συνίσταται η ειδοποιός διαφορά.
Φαίνεται πως ο Κόντογλου, στην προσπάθειά του να υποστηρίξει θεωρητικά την επαναφορά των βυζαντινών εικόνων στον ελληνικό χώρο, φόρτισε την ίδια τη βυζαντινή ζωγραφική με θεολογικό νόημα. Όμως η -ζωγραφική, ή οποιαδήποτε άλλου είδους- γλώσσα είναι ένα μέσο, δε μπορεί να φορτιστεί με νόημα. Για να καταλάβουμε πόσο παράλογο είναι αυτό το επιχείρημα, αρκεί να φανταστούμε τους Εβραίους πχ να υποστηρίζουν πως όλοι οι άνθρωποι του κόσμου πρέπει να προσεύχονται αποκλειστικά και μόνο στην Εβραϊκή γλώσσα, επειδή σε αυτή μίλησε ο Χριστός, και μόνο με αυτή τη γλώσσα μπορεί να δοξαστεί ο Θεός.
Μετά τη νίκη του Κόντογλου, και αναπόφευκτα της θεωρίας που υποστήριζε, η συνέχεια είναι αναμενόμενη και λίγο-πολύ γνωστή. Αν η βυζαντινή ζωγραφική, (όπως αυτή έχει παρουσιαστεί κατά τη μετεικονομαχική βυζαντινή περίοδο) είναι ο μοναδικός τρόπος να απεικονίσεις το "άγιο-πνευματικό", τότε αυτός ο τρόπος δε πρέπει να αλλάξει με τίποτα και σε καμία περίπτωση γιατί τότε πολύ απλά θα πάψει να απεικονίζει το "άγιο". Στο όνομα αυτής της θεωρίας, ή με μια λέξη, της "αγιογραφίας", νομιμοποιήθηκε στον ελληνικό χώρο η αντιγραφή -όχι αναπαραγωγή- παλαιών εικονογραφικών προτύπων, η οποία επέφερε στασιμότητα στην ζωγραφική αυτή παράδοση και κατά συνέπεια το θάνατό της. (Η φράση δεν είναι υπερβολική. Τίποτα στη φύση δε μπορεί να παραμείνει ζωντανό αν δεν κινείται και αναπαράγεται.)
ΕΝΤΕΛΕΙ
Το πρώτο βήμα έγινε. Η ζωγραφική της βυζαντινής περιόδου κυριαρχεί και πάλι στον ορθόδοξο εκκλησιαστικό χώρο. Αυτό όμως δεν αρκεί, καθώς δε ζούμε στο 1300 αλλά στο 2000.
Ας κάνουμε το επόμενο βήμα, να αποδεσμεύσουμε τη βυζαντινή τέχνη από την αποκλειστικά θρησκευτική θεματική της, έτσι ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει και να ανθίσει σαν άλλοτε.
Ζωγραφίζοντας για τον άνθρωπο και την κοινωνία του σήμερα.
Καθ' όλη τη βυζαντινή περίοδο οι καλλιτέχνες οι οποίοι ασχολούνταν με τη θρησκευτική ζωγραφική ονομάζονταν απλά και λιτά "ζωγράφοι". Και όντως έτσι ήταν. Δε χρειάζεται να αναφερθεί πως, πέρα από τη θεματική της, η βυζαντινή ζωγραφική είναι μια ολοκληρωμένη αυτόνομη εικαστική τέχνη με ασύλληπτες ζωγραφικές ποιότητες σε κάθε χρονική περίοδο της. Οι ζωγράφοι του Βυζαντίου αντιμετώπιζαν ζωγραφικά κάθε πρόκληση, είτε αυτή ήταν αρχιτεκτονική, είτε θεματική κλπ.
Ο Φώτης Κόντογλου (για τους περισσότερους γνωστός μόνο ως λογοτέχνης) υπήρξε ο αναγεννητής της βυζαντινής ζωγραφικής στον ελληνικό χώρο κατά τον 20ο αιώνα. Σε ηλικία 26 ετών και κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο Άγιο Όρος, έρχεται σε επαφή με τη βυζαντινή τέχνη, αναγνωρίζει το μεγαλείο της και αποφασίζει να αφοσιωθεί αποκλειστικά σε αυτό το είδος τέχνης. Την περίοδο εκείνη, στον ελληνικό εκκλησιαστικό χώρο επικρατούσε η Ναζαρινή τέχνη, θα λέγαμε, μια τέχνη φυσιοκρατική με βυζαντινά στοιχεία.
Ίσως υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, ο Κόντογλου ονομάζει τη βυζαντινή ζωγραφική "αγιογραφία", ενώ τη δυτική ζωγραφική, απλά "ζωγραφική" (ακόμα κι αν και εκείνη απεικόνιζε αγίους.)
Έτσι, η λέξη "αγιο-γραφία", φαίνεται να σημαίνει περισσότερο "γράφω το άγιο(ιερό)" παρά "γράφω(ζωγραφίζω) τον άγιο".
Σε αυτό το "ν" συνίσταται η ειδοποιός διαφορά.
Φαίνεται πως ο Κόντογλου, στην προσπάθειά του να υποστηρίξει θεωρητικά την επαναφορά των βυζαντινών εικόνων στον ελληνικό χώρο, φόρτισε την ίδια τη βυζαντινή ζωγραφική με θεολογικό νόημα. Όμως η -ζωγραφική, ή οποιαδήποτε άλλου είδους- γλώσσα είναι ένα μέσο, δε μπορεί να φορτιστεί με νόημα. Για να καταλάβουμε πόσο παράλογο είναι αυτό το επιχείρημα, αρκεί να φανταστούμε τους Εβραίους πχ να υποστηρίζουν πως όλοι οι άνθρωποι του κόσμου πρέπει να προσεύχονται αποκλειστικά και μόνο στην Εβραϊκή γλώσσα, επειδή σε αυτή μίλησε ο Χριστός, και μόνο με αυτή τη γλώσσα μπορεί να δοξαστεί ο Θεός.
Μετά τη νίκη του Κόντογλου, και αναπόφευκτα της θεωρίας που υποστήριζε, η συνέχεια είναι αναμενόμενη και λίγο-πολύ γνωστή. Αν η βυζαντινή ζωγραφική, (όπως αυτή έχει παρουσιαστεί κατά τη μετεικονομαχική βυζαντινή περίοδο) είναι ο μοναδικός τρόπος να απεικονίσεις το "άγιο-πνευματικό", τότε αυτός ο τρόπος δε πρέπει να αλλάξει με τίποτα και σε καμία περίπτωση γιατί τότε πολύ απλά θα πάψει να απεικονίζει το "άγιο". Στο όνομα αυτής της θεωρίας, ή με μια λέξη, της "αγιογραφίας", νομιμοποιήθηκε στον ελληνικό χώρο η αντιγραφή -όχι αναπαραγωγή- παλαιών εικονογραφικών προτύπων, η οποία επέφερε στασιμότητα στην ζωγραφική αυτή παράδοση και κατά συνέπεια το θάνατό της. (Η φράση δεν είναι υπερβολική. Τίποτα στη φύση δε μπορεί να παραμείνει ζωντανό αν δεν κινείται και αναπαράγεται.)
Το πρώτο βήμα έγινε. Η ζωγραφική της βυζαντινής περιόδου κυριαρχεί και πάλι στον ορθόδοξο εκκλησιαστικό χώρο. Αυτό όμως δεν αρκεί, καθώς δε ζούμε στο 1300 αλλά στο 2000.
Ας κάνουμε το επόμενο βήμα, να αποδεσμεύσουμε τη βυζαντινή τέχνη από την αποκλειστικά θρησκευτική θεματική της, έτσι ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει και να ανθίσει σαν άλλοτε.
Ζωγραφίζοντας για τον άνθρωπο και την κοινωνία του σήμερα.
Περισσότερες πληροφορίες για τον Φίκο μπορείτε να δείτε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου