Από τον αρχιτέκτονα και αναστηλωτή Φαίδωνα
Χατζηαντωνίου ζητήσαμε περισσότερες πληροφορίε ς για την
εξαιρετική εργασία του για τα αναχωρητικά ασκηταριά
Μπορούμε
να πούμε πως στην έρευνά σας αυτή ασχολείστε κυρίως με ενδιαιτήματα
αναχωρητών, ερημιτών, ασκητών;
Ναι, κυρίως αυτό είναι το αντικείμενό μου στην
παρούσα έρευνα, στο οποίο φτάνω μετά από μια σύντομη
ιστορική αναδρομή του φαινομένου της μετανάστευσης του χριστιανικού
αναχωρητισμού της Μέσης Ανατολής, ως παρεπόμενο της πλημμυρίδας των νέων
αλλόθρησκων λαών που περίπου από τον 6ο αιώνα άρχισαν δυναμικά να
διεκδικούν τη δική τους θέση στο προσκήνιο της ιστορίας. Στην ουσία
πρόκειται για μεταφύτευση δυτικότερα του πνεύματος του αναχωρητισμού όπως
εκφράστηκε από τους μεγάλους πατέρες της ερήμου: τον άγιο Αντώνιο τον Μέγα
από την Αίγυπτο, τον άγιο Συμεών τον Στυλίτη από τη Συρία κ.ά. Καθώς τα
παλαιά κέντρα των ερημητικών κοινοτήτων κατακλύζονταν από τους Πέρσες και
τις αραβικές φυλές, οι χριστιανοί ασκητές άρχισαν να μετακινούνται σε
ασφαλέστερες περιοχές, πιο κοντά στα μεγάλα βυζαντινά αστικά κέντρα, στη
Βιθυνία, στη Μακεδονία. Η χερσόνησος του Άθω υπήρξε μία από τις νέες
πατρίδες του αρχαίου χριστιανικού αναχωρητισμού.
Ως προς τον δομημένο χώρο, αυτό το πνεύμα
εκφράζεται με τη χρήση φτωχών εφήμερων υλικών, συνηθέστατα ανακυκλωμένων,
που εξυπηρετούν στοιχειώδεις ανθρώπινες ανάγκες και χαρακτηρίζονται ακριβώς από
την έλλειψη οποιουδήποτε περιττού στοιχείου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι
λείπει και η διάθεση καλλωπισμού του χώρου, που είναι επίσης μια
ανθρώπινη ανάγκη.
Θα λέγατε
πως η αυθόρμητη αρχιτεκτονική αντιστοιχεί και στην ιδιαιτερότητα του
αναχωρητικού βίου, ο οποίος έχει ένα διαφορετικό πρόγραμμα από αυτόν
των κοινοβιακών μοναστηριών με την «ομαδική» ζωή;
Στην ουσία δεν είναι διαφορετική η διαδικασία
εξέλιξης ενός ασκηταριού από εκείνη ενός μοναστηριού. Ένα
αίτημα παραμένει το ίδιο στη ρίζα αυτής της εξέλιξης: η ικανοποίηση
των βασικών ανθρώπινων αναγκών, που δεν εκπορεύεται από τον σχεδιασμό
βάσει των εκάστοτε κυρίαρχων αισθητικών ρευμάτων. Αυτά τα τελευταία
έπονται, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, που μπορεί από την κατοίκηση ενός
σπηλαίου να καταλήξει σε ένα παράπηγμα όπως και σε μια Σιμωνόπετρα.
Ποια είναι
η πρωταρχική προσπάθεια των ασκητών και πολιστών της ευρύτερης αθωνικής
ερήμου κατά την κατασκευή ή κατά την αναζήτηση αναχωρητικού τόπου κατοικίας;
Η προσπάθεια του αναχωρητή έγκειται στον
έλεγχο και στην ελαχιστοποίηση των επιθυμιών του και στη συνειδητή στέρηση
προϊόντων του πολιτισμού που θεωρούνται δεδομένα (αλλά βέβαια και η
κάθε εποχή έχει τα δικά της μέτρα και σταθμά). Αυτό προϋποθέτει ότι
τίθενται όρια που μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο, και η όλη
διαδικασία σεβασμού αυτών των ορίων, και η υπέρ βαση προς το αυστηρότερο,
έχει έναν χαρακτήρα συγγενικό του αθλητικού πνεύματος και της ευγενούς
άμιλλας.
Γι’ αυτό, παρεμπιπτόντως, και οι ωδές του
Πινδάρου έχαιραν πάντα μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των βυζαντινών μοναχών,
ενώ λέξεις όπως αθλούμαι-άθληση, ασκούμαι-άσκηση-ασκητής, είναι τόσο
δημοφιλείς σε όσους περιβάλλονται το μοναχικό σχήμα. Ως προς την επιλογή ενός
τόπου για εγκατάσταση, επίσης οι πιθανότητες κυμαίνονται, όπως ισχύει και
στην περίπτωση της αγιορείτικης «ερήμου». Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι οι
ανθρώπινες εγκαταστάσεις, από την αυγή της προϊστορίας, προϋπέθεταν την ύπαρξη
νερού: ένα ποτάμι, μια πηγή, το υγρό στοιχείο. Αλλά στα Καρούλια δεν
υπάρχει νερό, γι’ αυτό κάθε καλύβα, κάθε ξεροκάλυβο, κάθε κατοικημένη
σπηλιά, διαθέτει ένα πρωτόγονο αλλά έξυπνο σύστημα συλλογής του βρόχινου νερού
(που έτσι κιαλλιώς σπανίζει). Κι όμως, οι πρώτοι ασκητές που εγκαταστάθηκαν στα
Καρούλια ασφαλώς γνώριζαν ότι μερικές εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα υπήρχαν
πηγές με πόσιμο νερό.
Αποφύγατε να χαρακτηρίσετε την αρχιτεκτονική αυτή
ως ναΐφ και πολύ περισσότερο ως λαϊκή
με την έννοια της παραδοσιακής. Θα λέγατε πως υπάρχουν ανάμικτα τέτοια
στοιχεία;
Το «ναΐφ» προϋποθέτει την επεξεργασία και εξέλιξη
αισθητικών θεωριών και την αποδοχή ή την απόρριψη συγκεκριμένων προτύπων
που δεν έχουν να κάνουν με την ικανοποίηση πρωταρχικών ανθρώπινων αναγκών.
Όσο για τη «λαϊκή αρχιτεκτονική», όρος που στην καθημερινή χρήση του έχει
καταλήξει να ορίζεται ή να ταυτίζεται με αυτό που λέμε «ανώνυμη
αρχιτεκτονική», κατά τη γνώμη μου είναι ελάσσονος σημασίας, καθώς
επιδιώκει απλώς να περιγράψει κάτι που ξεφεύγει από το αίτημα της παραγωγής
επώνυμων προϊόντων της μετα-αναγεννησιακής εποχής. Αλλά η ανωνυμία στην
τέχνη είναι χαρακτηριστικό κατ’ εξοχήν της βυζαντινής καλλιτεχνικής
δημιουργίας, όσο και της δυτικής τέχνης του Μεσαίωνα. Πόσα ανυπόγραφα
«λαϊκά» έργα δεν φανερώνουν έναν ιδιοφυή δημιουργό; Για να μην πω πόσα
επώνυμα εμβληματικά έργα της εποχής μας είναι ανέμπνευστα προϊόντα πνευματικής
ένδειας και αισθητικής κόπωσης.
Γίνεται αντιληπτή κάποια προσπάθεια απόδοσης
της πιο επίσημης αγιορειτικής αρχιτεκτονικής στα ενδιαιτήματα αυτά;
Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη αγωνία να αποδοθεί αισθητική ιεροπρέπεια στην όλη κατασκευή; Ή η όλη αντίληψη είναι πιο
ασκητική, δηλαδή πιο εσωτερικευμένη, και καθόλου κηρυγματική;
Κατ’ αρχήν, πρέπει να πούμε ότι η έννοια «επίσημη
αγιορειτική αρχιτεκτονική» είναι κενή περιεχομένου, καθώς το Άγιον Όρος
είναι μια υπερχιλιόχρονη πολυεθνική κοινωνία που έχει δεχτεί πλείστες
αρχιτεκτονικές, καλλιτεχνικές και αισθητικές επιρροές.
Στα διάφορα ασκηταριά υπάρχουν περιπτώσεις στις
οποίες διαπιστώνεται μια διάθεση αναπαραγωγής προτύπων, κυρίως
διακοσμητικών, που συναντούμε και στα μεγάλα μοναστήρια. Όμως πρόκειται
για «υγιείς» αναφορές και όχι για στείρα αναπαραγωγή «κλισαρισμένων» μοτίβων
– άλλωστε στην αρχιτεκτονική, όπως και στην τέχνη, δεν υπάρχει
παρθενογένεση. Πρόκειται λοιπόν, όταν συμβαίνει, για διακοσμητικές αναφορές
που, κατά τη γνώμη μου, εκδηλώνονται συνηθέστερα όχι με ένα πνεύμα
«ιεροπρέπειας»,αλλά με συμφραζόμενα αντλούμενα από τη δεξαμενή των πανάρχαιων
συμβολισμών των επινοημένων κατά τον ρουν της ανθρώπινης ιστορίας. Απ’
αυτή την άποψη, πέρα από την αρχιτεκτονική, και η ανθρωπολογία θα είχε
ευρύ πεδίο έρευνας εδώ.
Ένας
αρχιτέκτονας μπορεί να διδαχθεί κάτι από την αρχιτεκτονική αυτή;
Πιστεύω πως η αίσθηση του ελάχιστου που έχει
κανείς μελετώντας τα αγιορείτικα ασκηταριά αποτελεί ένα μεγάλο μάθημα για
έναν σύγχρονο αρχιτέκτονα, καθώς σήμερα έχει επικρατήσει και πάλι ένας
πληθωρισμός, και τελικά ένας ανορθολογισμός, στις χρηστικές και αισθητικές
επιλογές του κτιστού περιβάλλοντος γύρω μας. Αυτό οφείλεται φυσικά στον
χαρακτήρα και στις επιλογές της εποχής μας, και ο μεταμοντερνισμός είναι
ένα ρεύμα ενδεικτικό αυτών των επιλογών. Κάνω απλώς μια «κλινική διάγνωση»
ενός φαινομένου που, πιστεύω, έχει κιόλας ξεπεραστεί, επειδή οδηγεί σε
αδιέξοδο. Η πορεία της ανθρώπινης δημιουργίας βρίθει παρόμοιων εναλλαγών, και
το ξεπέρασμα κάθε «-ισμού» το ακολουθεί σε απόσταση ασφαλείας ένας
ψύχραιμος απολογισμός που ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι, δηλαδή κρατάει
τα ωφέλιμα στοιχεία και αποβάλλει τα αρνητικά. Αυτή είναι νομοτέλεια της φύσης,
ή πρόνοια του Θεού, όπως θέλετε πέστε το. Ως προς αυτή τη σοφή χρήση
του χώρου και των πρωτογενών και ανακυκλωμένων υλικών σε ένα αγιορείτικο
ασκηταριό, πιστεύω πως το μήνυμα είναι «ως εδώ και μη παρέκει», ας
τελειώνουμε με τα μαλάματα που τρώνε το πρόσωπό μας και, σε
ό,τι αφορά ειδικότερα την αρχιτεκτονική, ας αφήσουμε κατά μέρος το
νεοπλουτίστικο σύνδρομο που μας πνίγει κι ας επιστρέψουμε σε πιο
ρασιοναλιστικές λύσεις, αναλογιζόμενοι και το παράδειγμα του μεσοπολεμικού
Bauhaus, στην οργάνωση και στα προϊόντα του οποίου άλλωστε
διαπιστώνουμε πολλές αναλογίες με το πνεύμα του ασκητισμού.
Πού
παρουσιάσατε μέχρι σήμερα την εργασία σας αυτή και ποιες ήταν οι αντιδράσεις;
Μια πρώτη μορφή αυτής της εργασίας παρουσιάστηκε,
κατόπιν παραγγελίας, στην ετήσια απολογιστική συνάντηση των Φίλων του Αγίου
Όρους της Βρετανίας, που έλαβε χώρα τον περασμένο Ιούνιο στο πανεπιστημιακό
κολέγιο της Αγίας Άννης στην Οξφόρδη (St Anne‘s College).Το κοινό ήταν
πολυπληθές, προερχόμενο και από άλλες περιοχές της
Αγγλίας, σε μεγάλο βαθμό μυημένο στα αγιορείτικα,
καθώς πρόκειται για μια οργάνωση με μεγάλο και αξιόλογο εκδοτικό έργο γύρω από
το Άγιον Όρος, θεολογικό, ιστορικό, καλλιτεχνικό, περιηγητικό. Το θέμα ωστόσο
ήταν πρωτόγνωρο γι’ αυτούς, έγιναν πολλές ερωτήσεις ειδικές και γενικές, ενώ
έχω την αίσθηση ότι ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξαν οι θεολόγοι και
οιανθρωπολόγοι.
Μια δεύτερη προσέγγιση έγινε στο πλαίσιο των
μορφωτικών εκδηλώσεων του πρόσφατου Σεπτεμβρίου στον κήπο της Αγιορειτικής
Εστίας, στη Θεσσαλονίκη, επίσης με πολυπληθές κοινό, που έχω την αίσθηση ότι
δεν προερχόταν μόνο από εκείνο της Αγιορειτικής Εστίας.
Πηγή: Αφιέρωμα: «Αυθόρμητη Αρχιτεκτονική στο Άγιον
Όρος»,
Εφημερίδα «Μακεδονία»,
Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013,
σελ. 41-48,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου